Αντί ευχών!

Ο Αρτέμης, ξωμάχος της θάλασσας, ζούσε χρόνια μόνος του. Συνταξιούχος με προβλήματα υγείας από παιδί. Είχε τους δικούς του, τα αδέρφια του, κάποιους γνωστούς και γείτονες, αλλά κυρίως είχε την θάλασσα, που της χάρισε τα χρόνια του.

Και το καφενείο της, που συγκέντρωνε δύο φορές την ημέρα παλιούς θαλασσινούς, συνταξιούχους, υπαλλήλους, μετανάστες, περαστικούς. Και συγκέντρωνε και την καθημερινή σοδειά από μικρά γεγονότα και επαναλήψεις ιστοριών που καμιά φορά δεν ήταν πάντα οι ίδιες.

Κάθε μέρα, μετά τα πρωινά πρέπει και τ΄ απρόοπτα, το υπαίθριο καφενείο υποδέχονταν τους θαμώνες, πότε σιωπηλούς, άλλοτε με χαμηλόφωνη κουβεντούλα και μερικές φορές με δυνατά αστεία που ακουγόντουσαν πέρα μακριά, μέχρι τις βάρκες που ψάρευαν στον ορίζοντα.

Μόνιμοι θαμώνες στην γειτονιά του καφενείου και καμιά πενηνταριά πρασινοκέφαλες αγριόπαπιες, που δεν ήταν πια άγριες, γιατί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με την φροντίδα των θαμώνων, στις καλαμιές και τα σπασμένα κιούπια και είχαν και κίνητρο για να μείνουν, τα ψωμιά, τα μπαγιάτικα, των φούρνων της γειτονιάς.

Και μαζί με τις πάπιες, τις πρασινοκέφαλες, στο καθημερινό τσιμπούσι, έπαιρναν μέρος σπουργιτοπαρέες, δεκαοχτούρες, γλάροι μαυροκέφαλοι και γλάροι του Αιγαίου και στα κλεφτά κι ένας θαρραλέος κοκκινολαίμης ,που κατάφερε κι έβγαλε μια ευαισθησία πρωτόγνωρη από τις ροζιασμένες ψυχές των θαλασσινών.

Και με τα μικρά και τα άλλα της γειτονιάς και της τηλεόρασης και τα σχόλια για τους ψαράδες που ψάρευαν στον ορίζοντα και που πολλές φορές προσέγγιζαν από την θάλασσα το καφενείο και συζητούσαν με τους παλιούς συναδέλφους ξεψαρίζοντας στις βάρκες, έρχονταν τα μεσημέρια. Κι οι θαμώνες γύριζαν στα σπίτια τους, άλλοι για το έτοιμο τραπέζι και μερικοί, κάθε χρόνο περισσότεροι, να ετοιμάσουν το μεσημεριανό τους και ν αναπολήσουν τα παλιά, όταν δεν έτρωγαν μόνοι στο τραπέζι και δεν έπιναν σιωπηλοί το τσιπουράκι τους. Και κάποιες φορές έπιαναν τον εαυτό τους σε σιωπηλούς μονόλογους με ανθρώπους που αγάπησαν και πέρασαν μαζί τους ένα μέρος της ζωής τους.

Με την τηλεόραση συντροφιά, κανένα υπνάκο και πάλι τ απόγευμα στο καφενείο, κουβαλώντας τα ίδια σχόλια, τις ίδιες σκέψεις και μια διάθεση να πουν και ν ακούσουν όσα ήξεραν χρόνια τώρα.

Και κάθε μέρα, κάποιοι να μην ησυχάζουν και να φροντίζουν τα μικρά θαλασσινά μονοπάτια, που τους έφερναν και τους έπαιρναν από το καφενείο και που προσκαλούσαν και τους περαστικούς να κάνουν ένα πέρασμα απ το σαλόνι το θαλασσινό, με τους πάγκους και τις πέτρες της παραλίας δίπλα τους. Τις πέτρες που, στοιβαγμένες σε σειρές, θύμιζαν μικρό θαλασσινό υπαίθριο θεατράκι, όπως εκείνα που έτυχε να δουν σε κάποιο σχολικό βιβλίο.

Και μαζί με τα θέματα τα καθημερινά και όσα γέμιζαν τις ώρες τις πρωινές και του απογεύματος, για δίχτυα, ψάρια, αρρώστιες, κουτσομπολιά, έσκαγε καμιά φορά και κάτι που έβγαζε φόβους, έγνοιες και περισυλλογή για την κρίση και τις δυσκολίες των ανθρώπων, γνωστών, γειτόνων, θαμώνων.

Και μια διάθεση αλληλεγγύης να στηρίξουν όπου μπορούσαν, με τα λίγα μέσα που διέθεταν. Αλλά συχνά η κουβέντα έκλεινε μ ένα αόρατο κενό αδυναμίας που ακολουθούσε την διαπίστωση των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν και οι ίδιοι και την οικονομική στενότητα που τους βασάνιζε, τις χαμηλές συντάξεις , τ΄ ακριβά φάρμακα και τους υψηλούς λογαριασμούς.

Στην ουρά μια τέτοιας παύσης ακούστηκε χαμηλόφωνη, σχεδόν διστακτική, χωρίς να είναι σίγουρη αν πρέπει ν ακουστεί, η φωνή του Αρτέμη. Έδειχνε να μην είναι σίγουρος αν έπρεπε να πει τα δικά του, αλλά κάποιες ματιές μ΄ ερωτηματικά τον βοήθησαν να προχωρήσει.

– Μου τηλεφώνησε ένας γείτονάς, είπε, χρόνια τώρα άνεργος με γυναίκα άρρωστη και μικρά παιδιά και μου ζήτησε κάποια λεφτά.

– Δεκαπέντε ευρώ έχω, του είπα, έλα να σου τα δώσω.

– Κι εσύ?

– Μην νοιάζεσαι για μένα. Το ψυγείο είναι γεμάτο και την Παρασκευή θα μπει και η σύνταξη.

Η σύνταξη των 440 ευρώ, που λόγω «εταίρων» την «σήκωνε» από την τράπεζα σε δύο δόσεις.

Κι ό γείτονας ήρθε και πήρε τα 15 ευρώ. Δεν ήταν γι αυτόν ευκαιρία, ανάγκη ήταν.

Κι ο Αρτέμης συνέχισε να έρχεται στο καφενείο και να λέει για τα όστρακα που μάζευαν παλιά και για τις λεμονιές που ανθίζουν καλύτερα στην δεξιά πλευρά του δρόμου.

Κι οι βαρκούλες στ ανοιχτά συνέχιζαν να μαζεύουν ότι έμεινε στο ζεστό κόλπο κι οι πάπιες να περιμένουν «τον άρτον τον επιούσιον» κι οι θαμώνες να λεν και να ακούν τις ίδιες ιστορίες, Που όμως καμιά φορά δεν ήταν πάντα οι ίδιες.

Καλό Πάσχα!

Κείμενο, φωτογραφίες: Οδυσσέας Αθανασιάδης*

 

*Ο Οδυσσέας Αθανασιάδης είναι εκπρόσωπος της «Ελληνικής Γνώμης» στην Βόρεια Ελλάδα και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Αποφοίτων του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.

odisseas

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ