(c) ELLINIKI GNOMI

– Η παραγωγή τσιπούρας στην Ελλάδα υποχώρησε σε όγκο κατά 9,2% και σε αξία κατά 15,7%, ενώ,  αντιθέτως, στο λαβράκι η παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,2%,  και οι τιμές διαμορφώθηκαν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, σε σύγκριση με το 2015!
-Ωστόσο, αυξήθηκαν στην χώρα μας οι εξαγωγές ψαριών κατά 17%, σε σύγκριση με το 2015 και ανήλθαν στε 82.185 τόνους, συνολικής αξίας 435 εκατομμυρίων ευρώ, με κύριο προορισμό τις χώρες της Ε.Ε.!

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για τον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας, που εξέδωσε για τρίτη συνεχή χρονιά ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), με μείωση του όγκου και της αξίας παραγωγής έκλεισε το 2016 για τον κλάδο των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών και ειδικά για ένα από τα δύο βασικά είδη, την τσιπούρα. Σημειώνεται, ότι η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν τα κυριότερα προϊόντα των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών, με αξιόλογες εξαγωγές προς την Ευρώπη και άλλες χώρες του εξωτερικού.
Οι εκτιμήσεις, που υπάρχουν για το τρέχον έτος δείχνουν αύξηση της παραγωγής, ενώ περαιτέρω ανάκαμψη αναμένεται και το 2018. Καθοριστικό ρόλο στην κατάσταση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας αναμένεται να διαδραματίσει τα επόμενα χρόνια η κατάληξη του διαγωνισμού για την πώληση των δύο μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου, της «Σελόντα» και της «Νηρεύς», αλλά και ο ανταγωνισμός από την Τουρκία.

Το 2016 η παραγωγή τσιπούρας στην Ελλάδα υποχώρησε σε όγκο κατά 9,2% και σε αξία κατά 15,7%, ενώ,  αντιθέτως, στο λαβράκι η παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,2%,  και οι τιμές διαμορφώθηκαν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, σε σύγκριση με το 2015!

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης αυτής, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε το 2016 σε 105.000 τόνους, μειωμένη κατά 4,5%, αξίας 552,92 εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι, κατά 7% χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2015. Οι απώλειες προήλθαν από την κατηγορία της τσιπούρας, όπου η παραγωγή υποχώρησε σε όγκο κατά 9,2% και σε αξία κατά 15,7%. Αντιθέτως, στο λαβράκι η παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,2%, ενώ και οι τιμές διαμορφώθηκαν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, σε σύγκριση με το 2015. Σημειώνεται, ότι η τσιπούρα αντιστοιχεί στο 56% του όγκου παραγωγής και το λαβράκι στο 44%.
Καθοριστικό ρόλο στην ύφεση του κλάδου το 2016 διαδραμάτισε η σημαντική πτώση των τιμών, ειδικά στην τσιπούρα. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 5,06 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μείωση 7,3%, σε σχέση με το 2015, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης κυμάνθηκε στα 5,53 ευρώ/κιλό, αυξημένη κατά 3,2% σε σχέση με το 2015.

Η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει την πρωτιά στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, πρωτιά, που κατέκτησε μόλις πριν από λίγα χρόνια, «εκθρονίζοντας» την Ελλάδα!

Ανησυχητικά χαρακτηρίζονται τα διαθέσιμα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2017, καθώς δείχνουν συνέχιση της πίεσης στις τιμές της τσιπούρας, αλλά βελτίωση στην τιμή του λαβρακιού. Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ρόλος της Τουρκίας, η οποία έχει αυξήσει την προσφορά και έχει ρίξει τις τιμές, λόγω και των κρατικών ενισχύσεων, που μέχρι πρόσφατα επέτρεπαν στους παραγωγούς της γείτονος να διαθέτουν το προϊόν τους ακόμη και κατά 1 ευρώ/κιλό χαμηλότερα.
Από τα στοιχεία του 2016 προκύπτει, ότι η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει την πρωτιά στην παραγωγή των δύο αυτών ειδών, πρωτιά, που κατέκτησε μόλις πριν από λίγα χρόνια, «εκθρονίζοντας» την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΘ, το 2016 η παραγωγή τσιπούρας στην Τουρκία ανήλθε σε 67.612 τόνους (38% της παγκόσμιας παραγωγής) και της Ελλάδας σε 59.000 τόνους (33% της παγκόσμιας παραγωγής).

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης παραμένουν ο κυριότερος προορισμός για τα ελληνικά ψάρια, καθώς το 95% των εξαγωγών κατευθύνεται εκεί και μόλις το 5% σε τρίτες χώρες!

Η Τουρκία το 2016 παρήγαγε 72.342 τόνους λαβρακιού (το 45% της παγκόσμιας παραγωγής) και η Ελλάδα 446.000 τόνους (το 29% της παγκόσμιας παραγωγής).
Το θετικό, πάντως, για την Ελλάδα το 2016 ήταν, ότι αυξήθηκαν οι εξαγωγές της κατά 17%, σε σύγκριση με το 2015 και ανήλθαν στις 82.185 τόνους, συνολικής αξίας 435 εκατομμυρίων ευρώ. Τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2017 δείχνουν περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, κατά 14% σε σύγκριση με το 2016. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης παραμένουν ο κυριότερος προορισμός για τα ελληνικά ψάρια, καθώς το 95% των εξαγωγών κατευθύνεται εκεί και μόλις το 5% σε τρίτες χώρες.
Πέρα από την αύξηση των εξαγωγών, το 2017 εκτιμάται αύξηση και της παραγωγής κατά 4,6%, στους 110.000 τόνους, με την αξία να υπολογίζεται στα 590 εκατομμύρια ευρώ. Ο ίδιος ρυθμός ανάπτυξης, κοντά στο 5%, αναμένεται να διατηρηθεί, σύμφωνα με τον ΣΕΘ, και για την επόμενη πενταετία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ