Καταρρίπτει ρεκόρ η περιφρόνηση της κυβέρνησης προς την λαϊκή νοημοσύνη και όχι μόνον.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.
Θα αποφασίσουν κάποια στιγμή οι πολιτικοί μας να μιλήσουν την γλώσσα της αλήθειας; Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, είναι τόσο δύσκολο για κάποιους πολιτικούς να καταλάβουν ποια είναι η δύναμη της πραγματικότητας; Όσο και αν οι άνθρωποι αυτοί συμμερίζονται την περί πραγματικότητας πλατωνική θεώρηση, προσωπικά πιστεύουμε ότι η ζωή δεν είναι μόνον ένα όνειρο. Ο πόνος, η ηδονή, η γέννηση, η ζωή και ο θάνατος, όσο φευγάτες και εφήμερες πραγματικότητες και αν είναι, δεν παύουν να συνιστούν την αληθινή ανθρώπινη πραγματικότητά μας.
Πώς θα βγει η Ελλάδα στις αγορές όταν η χρεοκοπία της οφείλεται ακριβώς στην έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών απέναντί της; Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι οι αγορές θα υποδεχθούν την Ελλάδα μετά βαΐων και κλάδων επειδή πέρασε μία οκταετία λιτότητας; Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί. Οι αγορές, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, θα είναι κουμπωμένες απέναντι στην χώρα διότι την θεωρούν πάντα τον αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ορισμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης είναι εξαιρετικά επιπόλαιες και δείχνουν προς τους τρίτους πόσο ερασιτεχνικά αντιμετωπίζεται στην χώρα μας μία κρίση βαθύτατα διαρθρωτική. Μια τέτοια πρωτοβουλία είναι και αυτή της δημιουργίας του περίφημου «μαξιλαριού ασφαλείας». Ιδού γιατί.
Στην κλασσική οικονομική πρακτική ο ορισμός του «μαξιλαριού ασφαλείας» είναι τα συναλλαγματικά αποθέματα που διαθέτει μία χώρα σε περιπτώσεις κρίσεων. Δυστυχώς έχει δε ιστορικά αποδειχθεί ότι, αν μία χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα και άρα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, οι αγορές από τις οποίες αντλεί ρευστότητα φροντίζουν μέσα σε λίγες ημέρες, ενίοτε δε και ώρες, να τα εξαντλήσουν, όσο μεγάλα και αν είναι. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την Ελλάδα πριν εννέα χρόνια, ασχέτως αν λίγοι θέλουν να το καταλάβουν.
Με την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη η σημασία του μαξιλαριού ασφαλείας, ήτοι η ύπαρξη επαρκών συναλλαγματικών αποθεμάτων, μειώθηκε σε υπερθετικό βαθμό. Και τούτο διότι η «δραχμή» είχε πλέον χαθεί μέσα στο ευρώ και η Ελλάδα απολάμβανε τα πλεονεκτήματα των ισχυρών νομισμάτων που στήριζαν ευρώ. Επωφελείτο έτσι του γερμανικού μάρκου και της πανευρωπαϊκής σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Ήταν η εποχή της μεγάλης ευφορίας. Έτσι, μπροστά στην αφθονία κεφαλαίου, σταματήσαμε να ενδιαφερόμαστε για το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών και τις αυτόνομες εισροές/εκροές κεφαλαίων, γιατί μπορούσαμε να καλύψουμε τα ανοίγματα με δανεισμό, και μάλιστα φθηνό.
Σε άρθρο μου το 2004 υποστήριζα ότι αυτή η δυνατότητα υπέκρυπτε σοβαρούς κινδύνους για μία οικονομία που θα απέφευγε τις μεταρρυθμίσεις στον παραγωγικό ιστό και θα έκρυβε τις αδυναμίες της με τον δανεισμό. Η τεράστια διεθνής ρευστότητα της εποχής και η έπαρση των ελληνικών τραπεζικών και κομματικών κύκλων ότι δεν υπήρχαν πλέον περιορισμοί στα κεφάλαια που μπορούσε να αντλήσει η χώρα μας, έθαψαν την προειδοποίηση, που με σαφήνεια αναφερόταν στην μελλοντική αδυναμία δανεισμού με αποδεκτά επιτόκια. Λίγα χρόνια μετά το άρθρο βρήκε την πλήρη δικαίωσή του.
Η τρέχουσα κυβερνητική λογική είναι απλή: φτιάχνω ένα απόθεμα σε ευρώ και αν αύριο δεν μού δανείζουν οι αγορές (δηλαδή μού δανείζουν με απαγορευτικά για την εξυπηρέτηση του δανείου επιτόκια) τότε χρησιμοποιώ το μαξιλάρι ασφαλείας για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου. Η οικονομική και πολιτική λογική πίσω από την ιδέα αυτή είναι επιεικώς ελλειμματική και, λιγότερο επιεικώς, από επικίνδυνη έως ηλίθια.
Κατ’ αρχάς, τα ποσά που έχουμε να πληρώσουμε σε τοκοχρεολύσια είναι τεράστια (πλησιάζουν τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2019/2020), συνεπώς κανένα μαξιλάρι ασφαλείας δεν επαρκεί. Δεύτερον, ακόμη και αν τα βολέψουμε την μία χρονιά, τί θα γίνει την επόμενη; Διότι, αν η χώρα μας έχει αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα αυτό δεν θα εξαφανιστεί από την μία χρονιά (την οποία θεωρητικά θα καλύψουμε) στην άλλη όπου προφανώς θα εξακολουθήσει να υπάρχει –αλλά μαξιλάρι δεν θα υπάρχει. Τρίτον, όταν (και όχι αν) θα εμφανιστεί το πρόβλημα αυτό, τότε αυτόματα η χώρα θα υποχρεωθεί να στραφεί σε εξωτερική βοήθεια –γράφε μνημόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τέσσερα σύγχρονα μνημόνια ακολούθησαν στα αχνάρια αυτών που υπογράψαμε το 1983, το 1985, το 1991 και που τότε έφεραν τον πομπώδη τίτλο «προγράμματα σταθεροποίησης». Δεν τηρήσαμε κανένα από αυτά τα «σταθεροποιητικά προγράμματα» και γι’ αυτό ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πολυθρύλητο «μαξιλάρι ασφαλείας» είναι μια μεγάλη –και επικίνδυνη– τρύπα στο νερό. Όχι μόνον δεν εγγυάται την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά είναι και κοινωνικά επικίνδυνο. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ασφάλειας, ενθαρρύνει τις συντεχνιακές διεκδικήσεις και, κυρίως, υπονομεύει την διατηρησιμότητα των (έτσι κι αλλιώς ανεπαρκών και ευάλωτων) μεταρρυθμίσεων που με δυσκολία έχουμε υλοποιήσει.
Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη της προληπτικής γραμμής πίστωσης. Αν αυτή δεν εξυπηρετεί τις κομματικές σκοπιμότητες των Συριζανέλ, είναι δικό τους πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφέρει τεράστιο μειονέκτημα στην χώρα και τους πολίτες της αν δεν εμείνει στην υιοθέτησή της. Τα περί «μαξιλαριού ασφαλείας» είναι για τους αφελείς.