Στιγμιότυπο από την διασκευή της Κωνσταντίνας Γεωργαντά στο Γαρύφαλλε των Πελόμα Μποκιού

Μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ η Κωνσταντίνα Γεωργαντά η οποία είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός, πολιτιστική ερευνήτρια και παραγωγός

Φρανκφούρτη: Συνέντευξη στον συγγραφέα Αλέξανδρο Ιβανίδη, ανταποκριτή και συνεργάτη της Ε.Γ.

Η Κωνσταντίνα Γεωργαντά είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός, πολιτιστική ερευνήτρια και παραγωγός. Πτυχιούχος μέσω Υπουργείου Πολιτισμού της σχολής Νέο Ελληνικό Θέατρο Γ. Αρμένη και κατεύθυνση την υποκριτική στο σύγχρονο θέατρο, σεμιναριακές σπουδές Αρχαίου Δράματος στο Εθνικό Θέατρο και στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί».
Έχει σπουδάσει κλασική κιθάρα (Επίπεδο Μέσης) και αυτοδίδακτα παίζει Ηπειρώτικο ντέφι, φλογέρα και φυσαρμόνικα.
Το 2015 ολοκλήρωσε Το διδακτικό πρόγραμμα «Λαογραφία Πολιτισμός & Επικοινωνία» του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και το 2021 διαδικτυακό σεμινάριο δημοσιογραφίας από το Michigan State University και κατεύθυνση την πολιτιστική δημοσιογραφία.
Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός με θεματική την στιχουργική ανάλυση λαϊκών και παραδοσιακών μουσικών έργων και έχει δημοσιεύσει κείμενα εστιάζοντας στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά.
Έρευνες της για την ζωγραφική, την μουσική και την ποίηση έχουν παρουσιαστεί στο κοινό μέσω των πολιτιστικών παραστάσεων «Μικρασιατική Κληρονομιά: Η μουσική του Γιάννη Παπαϊωάννου» και «Ο Καββαδίας Ταξιδεύει».

Μικρασιατική Κληρονομιά: Η Μουσική του Γιάννη Παπαϊωάννου (Νίκος Παπουτσής, Κωνσταντίνα Γεωργαντά).

Το 2017 έλαβε το πρώτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το έργο «Μετά την Καταστροφή» και θέμα την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα το 1922.
Έχει συμμετάσχει εθελοντικά στην οργανωτική ομάδα του Film Factory της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Αυτή τη στιγμή πραγματοποιεί έρευνα για το πρώτο της μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ψιθυρίσματα από Μέσα» ενώ μόλις κυκλοφόρησε την διασκευή της πάνω στο τραγούδι «Γαρύφαλλε» των Πελόμα Μποκιού.
Κατάγεται από την Δεσφίνα Φωκίδας και από τον Βουτσαρά Ιωαννίνων. Είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

 

Σας καλωσορίζουμε στην Ελληνική Γνώμη.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και είναι μεγάλη τιμή γιατί μου δίνετε βήμα να επικοινωνήσω με την Ελληνική ομογένεια της Γερμανίας. Οι πολιτιστικοί δεσμοί είναι χρέος μας να είναι δυνατοί και να ενισχύονται.

Βλέπουμε από εσάς μία πλούσια δραστηριότητα στον πολιτισμό.  Άλλοτε ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και μουσικός άλλοτε ως πολιτιστική ερευνήτρια και παραγωγός. Μιλήστε μας για την δράση σας αυτή.

Η υποκριτική, ο κινηματογράφος, το θέατρο, η μουσική αλλά και η έρευνα ακόμα και η παραγωγή είναι αλληλένδετα. Όλα αυτά είναι για ‘μένα εργαλεία ώστε να εκφράσω την αγάπη μου για τον πολιτισμό μας, για την ιστορία μας, την παράδοση, τα ήθη μας αλλά και την εξέλιξη μας. Από αυτά εμπνέομαι, για αυτά θέλω να μιλάω. Γιατί ο πολιτισμός για ‘μένα είναι μια εμπειρία, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μου. Για αυτά έχω την ανάγκη να ανοίξω συζήτηση και νιώθω τυχερή που υπάρχουν τόσα εκφραστικά μέσα στη διάθεσή μου για να το κάνω.

Υπήρξαν συνεργασίες που θυμάστε με χαμόγελο;

Έχω την χαρά να έχω συνεργαστεί με σκηνοθέτες στον κινηματογράφο που σέβομαι πολύ δουλειά τους. Υπήρχε ωραίο κλίμα στα γυρίσματα και μας άρεσε το αποτέλεσμα. Όταν όμως παρουσιάζω δικές μου παραγωγές, είμαι ευτυχισμένη που υπάρχουν άξιοι επαγγελματίες που συμμετέχουν με ενθουσιασμό. Όμως αυτό το συναίσθημα ευτυχίας και πληρότητας που σου αφήνει η κάθε δουλειά δεν προκύπτει μόνο από την συνεργασία με τους συντελεστές του έργου αλλά και από την συνεργασία με το κοινό. Γιατί το κοινό συνεργάζεται μαζί σου και έρχεται να σε δει. Και όταν έρθει να σε παρακολουθήσει συμπράττει ξανά μαζί σου γιατί δέχεται την σύμβαση σου, δηλαδή συμφωνεί να ταυτίσει το χώρο, τον χρόνο, τους ήρωες που του δίνεις με την δική του πραγματικότητα.

Στην παράσταση σας «Ο Καββαδίας Ταξιδεύει» έχετε αναλάβει την έρευνα, την σκηνοθεσία, την ενορχήστρωση αλλά και την παραγωγή. Γιατί επιλέξατε τον Νίκο Καββαδία και τι βλέπουμε στην παράσταση;

Πήγαινα ακόμη Δημοτικό όταν διάβασα το «Λι», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία. Στην  αρχή της ιστορίας, μια δεκάχρονη Κινεζούλα ανεβαίνει σε ένα αραγμένο πλοίο και ζητά δουλειά με αντάλλαγμα να δίνουν σε αυτήν και τον αδερφό της ένα πιάτο φαΐ. Κάπου, εκείνη τη στιγμή, με φώναξε η μητέρα μου για φαγητό. Αυτή η αντίθεση μου έμεινε… Μεγαλώνοντας, μου έδωσε το έναυσμα να ψάξω βαθύτερα όλα αυτά που αναφέρει στους στίχους του: Tη μυθολογία, την ιστορία, τη γεωγραφία, ακόμη και τη ζωγραφική. Η σύνδεσή μου με το έργο του ήταν πολύ απλή. Βγήκε αβίαστα. Ο Καββαδίας έχει αυτή τη δύναμη.

«Ο Καββαδίας Ταξιδεύει» είναι μια αρκετά προσωπική παράσταση, βασισμένη στους στίχους του μεγάλου ποιητή, όπως εγώ τους αντιλαμβάνομαι. Μια παράσταση αφιερωμένη σε αυτά που τον ενέπνευσαν, εστιάζοντας στο κομμάτι της ζωγραφικής και το πώς μεγάλοι ζωγράφοι σαν τον Μοντιλιάνι, τον Πικάσο, τον Ένσορ και τον Σεζάν άφησαν το στίγμα τους στο έργο του. Όσο για τη μουσική γλώσσα της παράστασης, αυτή αντλείται από τη δεκαετία του ’60 με στοιχεία της avant – garde jazz, της μεξικάνικης και βέβαια της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Έτσι ελπίζω, φεύγοντας κάποιος από την  παράσταση, ακόμη και αυτός που γνωρίζει το έργο του, να θυμηθεί πως οι συνειρμοί του Νίκου Καββαδία μπορούν να διακλαδωθούν σε απρόσμενες και συναρπαστικές κατευθύνσεις.

Ποιοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί σας έχουν επηρεάσει;

Η Gena Rowlands, η Marlene Dietrich και ο Joe Pesci στην υποκριτική, οι σκηνοθέτες John Cassavetes, Yılmaz Güney και Γιώργος Τζαβέλας στον κινηματογράφο και ο Werner Herzog στο ντοκιμαντέρ. Εκτιμώ βαθιά αυτούς τους καλλιτέχνες γιατί απευθύνονται στον θεατή και όχι στον εαυτό τους.

Αν και ο κορωνοϊός έχει επηρεάσει τη ζωή όλων των ανθρώπων και κυρίως των καλλιτεχνών είδαμε να προχωράτε στην κυκλοφορία μιας διασκευής πάνω στο τραγούδι “Γαρύφαλλε” των Πελόμα Μποκιού. Είναι ένα τραγούδι του 1970 το οποίο εμπνευστήκατε, ηχογραφήσατε και κινηματογραφήσατε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, την Δεσφίνα.

Γιατί επιλέξατε ένα τόσο παλιό τραγούδι;

Ευχαριστώ που το θέτετε αυτό γιατί μου δίνετε την ευκαιρία να πω πως ο κορωνοϊός μπορεί να έχει βάλει φρένο στον πολιτισμό αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει την ουσία της δημιουργίας.

Η επιλογή του τραγουδιού δεν είναι τυχαία. Τους Πελόμα Μποκιού τους έμαθα από τον πατέρα μου και όπως σωστά λέτε  το «Γαρύφαλλε» κυκλοφόρησε το 1970. Φαινομενικά  λοιπόν απευθύνεται στην γενιά εκείνη.
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι το τραγούδι είναι διαχρονικό. Και σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά υπάρχει ανάγκη για το άκουσμα του. Οι στίχοι του λένε αγνά την ιστορία του Γαρύφαλλου, που μπορεί να μην ήξερε γράμματα όμως είχε μεγάλο ταλέντο στο να λέει ωραίες ιστορίες. Μάλιστα τις έλεγε τόσο καλά που οι άνθρωποι συνεπαρμένοι γελούσαν ή  έκλαιγαν στο άκουσμα τους! Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι κάθε άνθρωπος δεν πάει χαμένος. Ότι όλοι έχουν ένα τάλαντο που δεν βασίζεται σε χαρτιά και πτυχία. Είναι στο χέρι μας να ψάξουμε να το βρούμε. Το «Γαρύφαλλε» είναι ένα τραγούδι γεμάτο ελπίδα και πίστη στον πρωταγωνιστή του και αυτή τη δύναμη νιώθω πως την χρειάζεται η γενιά μας.

Έχετε προσθέσει στο «Γαρύφαλλε» μέρη σε δική σας μουσική σύνθεση. Πως προσεγγίσατε την διασκευή;

Η βάση μου ήταν να βγάλω ένα πλήρες τραγούδι με τα όργανα που γνωρίζω. Αυτό ακούγεται περιοριστικό, αλλά δεν ήταν. Έτσι πειραματίστηκα για παράδειγμα με μία κλεψύδρα και μία διακοσμητική μπαμπούσκα που ‘χα σπίτι και τα χρησιμοποίησα σαν μουσικά όργανα.

Επίσης το τραγούδι στην δική μου εκδοχή είναι πιο αργό. Αυτό έγινε εσκεμμένα γιατί δίνεται ο χρόνος να εστιάσουμε στον στίχο και στην  βαρύτητα του.

Στο «Γαρύφαλλε» οι στίχοι του Γιάννη Κιουρκτσόγλου έχουν μεγάλη δύναμη, έτσι  συνέθεσα τα μουσικά μέρη σαν συζήτηση με τους στίχους του. Στο τελευταίο, με τη φυσαρμόνικα, προσπάθησα να αποδώσω τον Παράδεισο που πάει ο Γαρύφαλλος. Ένα παράδεισο γλυκοφτιαγμένο και ήρεμο αλλά και λίγο μελαγχολικό γιατί αυτός ο νέος κόσμος στέρησε από τον Γαρύφαλλο το να προσφέρει στιγμές λύτρωσης στη γη.

Η επιλογή της Δεσφίνας αποτέλεσε μια αναγκαστική επιλογή λόγω απαγόρευσης ή μήπως συνειδητή με την οποία θέλετε να στείλετε κάποιο μήνυμα, κι αν ναι, ποιο είναι αυτό;

Δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγω να κάνω γύρισμα στην Δεσφίνα. Το 2010 έπαιζα σε μία ταινία και είχαμε σκηνές σε μία σπηλιά. Πρότεινα στην παραγωγή την σπηλιά «Τυριάς» που βρίσκεται μέσα στο χωριό και όντως πήγαμε 15 άτομα στην Δεσφίνα. Κάναμε γυρίσματα για τρεις μέρες.

Η Δεσφίνα έχει πλούσιο πολιτιστικό και περιβαλλοντικό απόθεμα και αυτό είναι η  προίκα μας! Ο τόπος έχει πολιτιστική ταυτότητα, έχει τον Μυκηναϊκό οικισμό Καστρούλι, έχει τον Ναό των Ταξιαρχών του 12ο αιώνα, έχει ολοζώντανα ήθη, έθιμα και παραδόσεις αλλά και μια βαριά ιστορία στην Ελληνική Επανάσταση το οποίο είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.

Ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης, είναι Δεσφινιώτης και είναι ο μόνος μεγαλόσχημος που έπεσε μαχόμενος το 1821.

Έξω από το χωριό υπάρχει η Παλαιά Μονή Τιμίου Προδρόμου από τον 12ο αιώνα που πρωτοεμόνασε ο εθνεγέρτης. Εκεί φιλοξενήθηκε νέος ο Αθανάσιος Διάκος και ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει την Μονή στα απομνημονεύματα του.

Μέσα στο χωριό υπάρχει το μουσείο Επισκόπου Σαλώνων Ησαία που στεγάζεται στο πατρικό του σπίτι και φαίνεται μάλιστα και στο βίντεο του «Γαρύφαλλε».

Είναι τιμή για μένα ότι κατάγομαι από την Δεσφίνα και από την Φωκίδα αλλά και από την Ήπειρο που είναι η μητέρα μου γιατί ο τόπος μου με έχει γαλουχήσει και με έχει κάνει ότι είμαι σήμερα, ότι πρεσβεύω. Οπωσδήποτε θέλω να επικοινωνώ την ιστορία και τον κάλλος του τόπου με τα μέσα που διαθέτω.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ