Το Μουσείο Ακρόπολης παρουσιάζει από τις 18 Οκτωβρίου 2024 έως και τις 26 Ιανουαρίου 2025 την έκθεση «Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Basilicata. Θησαυροί που έρχονται στο φως» στην Αίθουσα των Περιοδικών του Εκθέσεων. Πρόκειται για τον καρπό συνεργασίας πολλών επιστημόνων που εδώ και χρόνια προσπαθούν να αναδείξουν τον πολιτισμό μιας περιοχής στη νότια άκρη της Ιταλίας, στο κέντρο του κόλπου του Τάραντα, της Οινωτρίας γης, της σημερινής Basilicata. Μέσα από αυτήν την έκθεση, ο επισκέπτης θα γνωρίσει τον πολιτισμό που συνάντησαν οι Έλληνες από την Πελοπόννησο και τη νησιωτική αρχαία Ελλάδα στα μεγάλα ταξίδια τους για εγκατάσταση στη γη της Ιταλίας και της Σικελίας, κυρίως στο μέρος αυτό που ονομάστηκε αργότερα Μεγάλη Ελλάδα.
Στη Συνέντευξη Τύπου μίλησαν ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης, ο Γενικός Διευθυντής Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Ιταλίας, Massimo Osanna, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Δημόσιας και Πολιτιστικής Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας της Ιταλίας, Filippo La Rosa, και η Διευθύντρια των Εθνικών Μουσείων της Matera και της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εθνικών Μουσείων της Basilicata, Annamaria Mauro. Οι ίδιοι ομιλητές θα λάβουν μέρος στην αποψινή εκδήλωση των εγκαινίων της έκθεσης, μαζί με τον Πρέσβη της Ιταλίας στην Ελλάδα Paolo Cuculi. Την έκθεση θα εγκαινιάσει η Υπουργός Πολιτισμού Δρ Λίνα Μενδώνη.
Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκαν ο Massimo Osanna και η Annamaria Mauro, έχει ως στόχο να φωτίσει μια περιοχή στο νοτιότερο άκρο της Ιταλίας, τη σημερινή Basilicata, αναδεικνύοντας τον πολιτισμό της περιοχής αυτής από το τέλος της Εποχής του Χαλκού (11ος αι. π.Χ.) έως και τον 6ο αι. π.Χ. Περιλαμβάνει πάνω από 300 αντικείμενα από τις συλλογές του Εθνικού Μουσείου της Σιρίτιδας, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου του Μεταποντίου και των Εθνικών Μουσείων της Matera, τα περισσότερα από τα οποία φυλάσσονταν στις αποθήκες και έτσι, μέχρι τώρα, ήταν «αόρατα» στο κοινό. Η έκθεση αφηγείται και καθιστά εμφανείς τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ελληνικών φύλων που εγκαταστάθηκαν στις ακτές και των τοπικών πληθυσμών που κατοικούσαν στην εκτεταμένη ενδοχώρα, μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο μεγάλου δυναμισμού, με έντονες μετακινήσεις ανθρώπων, που εκδηλώνονται στις σχέσεις φιλοξενίας, στις ανταλλαγές δώρων, στις μετακινήσεις των κοπαδιών και στο εμπόριο.
Η έκθεση αποτελεί μέρος του προγράμματος Εξιστορώντας την ομορφιά (Il racconto della bellezza), μία συνεργασία μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Μουσείων του ιταλικού Υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας και Πολιτιστικής Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας, στο πλαίσιο του οποίου διοργανώνονται εδώ και πάνω από έναν χρόνο περιοδεύουσες εκθέσεις στα Ιταλικά Μορφωτικά Ινστιτούτα σε όλο τον κόσμο. Έπειτα από την επιτυχία στα Ινστιτούτα του Αμβούργου, της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης, η έκθεση εμπλουτίστηκε με περισσότερα εκθέματα και αναδιοργανώθηκε ως προς τον μουσειακό της σχεδιασμό, για να καταλήξει, χάρη σε μία συμφωνία συνεργασίας και με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ιταλίας στην Ελλάδα και του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου της Αθήνας, στο διεθνούς κύρους Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα.
Ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στην Έκθεση περιλαμβάνονται κυρίως τα υλικά κατάλοιπα που προέρχονται από ταφές, για να το πω ποιητικά παραφράζοντας τον Σεφέρη «από φαντάσματα και φάσματα, φιλιά και χείλη χωνεμένα, με τα παραπετάσματα του χρόνου διάπλατα ανοιχτά». Δηλαδή μέσα από ταφές γυναικών και ανδρών, μέσα από προσωπικά αντικείμενα που τους εναπόθεσαν στις ταφές οι κηδευτές τους, συγγενείς και φίλοι, για το μεγάλο ταξίδι στον Άδη. Με αντικείμενα συνοδευτικά που φανερώνουν τις πίστεις και τις δοξασίες τους, τις σχέσεις και τα έθιμά τους όταν αυτοί ήσαν εν ζωή, τόσο με έργα του πρώιμου πολιτισμού της Basilicata όσον κι αργότερα με έργα-αντικείμενα, τα οποία σχετίζονται με τους Έλληνες που κατέφθασαν στην περιοχή. Αντικείμενα που κατάπινε η γη στις ταφές και που τώρα πρωταγωνιστούν στις προθήκες της Έκθεσης».
Από την πλευρά της, η Γενική Διευθύντρια των Εθνικών Μουσείων της Matera, η αρχιτέκτονας Annamaria Mauro, αναφέρει για την έκθεση: «Τα εξαιρετικά αντικείμενα που παρουσιάζονται στην έκθεση αποτελούν κτερίσματα σε ανδρικές και κυρίως γυναικείες ταφές, τα οποία μαρτυρούν τον πλούτο και τον ηγεμονικό ρόλο των προσώπων μέσα στις κοινότητές τους και αποκαλύπτουν τις πολιτιστικές και εμπορικές επαφές με τις περιοχές της ευρύτερης Αδριατικής, της Ετρουρίας (Τυρρηνίας) και του Αιγαίου. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους Οινωτρούς, έναν αρχαίο ιταλικό λαό που κατοικούσε από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. στο νότιο τμήμα της περιοχής, στην ακτογραμμή του Ιονίου και την ενδοχώρα του. Η ανθρωπολογική κουλτούρα του θανάτου, όπως αντιπροσωπεύεται από τα ταφικά σύνολα, αποτελεί το πρωταρχικό στοιχείο για την κατανόηση της κοινωνικής ζωής αυτών των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η ομορφιά των επιλεγμένων για την έκθεση αντικειμένων, από τα οποία ξεχωρίζουν τα κοσμήματα από κράμα χαλκού και ήλεκτρο, μαρτυρά σημαντικές πολιτιστικές επαφές και ανταλλαγές. Η έκθεση αντικειμένων από τα κέντρα της Guardia Perticara, του Chiaromonte, της Incoronata, του San Teodoro di Pisticci και την περιοχή της Matera αποτελεί μια ευκαιρία να γνωρίσει το διεθνές κοινό μερικά από τα πιο εκπληκτικά σύνολα της αρχαίας Basilicata».
Ο Γενικός Διευθυντής Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Ιταλίας, Καθηγητής Massimo Osanna, σημειώνει τα εξής: «Στην έκθεση παρουσιάζεται ένας τόπος και μια εποχή που χαρακτηρίζονται από τη συνεχή ώσμωση και την αλληλοεπικάλυψη των πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Η έκθεση αναφέρεται σε έναν ‘τόπο διασύνδεσης’, στον οποίο οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και τοπικών πληθυσμών λαμβάνουν διαφορετικές μορφές ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο, με περιπτώσεις εδαφικής κατοχής και βίαιων συγκρούσεων αλλά και περιπτώσεις πιο σύνθετης αλληλεπίδρασης. Τα εξαιρετικά αντικείμενα της έκθεσης, τα περισσότερα από τα οποία δεν εκτίθενται αλλά φυλάσσονται στις αποθήκες, αποτελούν κτερίσματα σε ανδρικούς και κυρίως γυναικείους τάφους. Αυτά παρέχουν μαρτυρία για τον πλούτο και τον ηγεμονικό ρόλο των ατόμων με υψηλή θέση στις κοινότητές τους και αποκαλύπτουν δυναμικές και αλληλεπιδράσεις, οι οποίες εξακολουθούν να είναι απολύτως επίκαιρες και ζωντανές, ακόμα και στην πολύπλοκη πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε όλοι σήμερα».
Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Δημόσιας και Πολιτιστικής Διπλωματίας και Γενικός Διευθυντής για την Προώθηση του Ιταλικού Πολιτισμού και της Ιταλικής Γλώσσας, Υπουργός Filippo La Rosa, αναφέρει: «Είμαστε ευτυχείς που το φιλόδοξο πρόγραμμα Εξιστορώντας την ομορφιά, το οποίο επισφραγίζει τη συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας, ολοκληρώνει το ευρωπαϊκό του ταξίδι στην Αθήνα, μετά τα Ιταλικά Μορφωτικά Ινστιτούτα του Αμβούργου, της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης. Η έκθεση Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Basilicata. Θησαυροί που έρχονται στο φως, 11ος-6ος αι. π.Χ., που φιλοξενείται στο Μουσείο Ακρόπολης και στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, αποτελεί ένα προνομιακό εργαλείο πολιτιστικής διπλωματίας, ενισχυμένο κατά τη θητεία του Υπουργού Tajani, μέσω της συμμετοχής των κυριότερων πολιτιστικών φορέων της Αθήνας και του διεθνούς κοινού».
Η είσοδος στην έκθεση θα είναι ελεύθερη για το κοινό. Απαραίτητη προϋπόθεση η έκδοση εισιτηρίου ελεύθερης εισόδου από τα ταμεία εισιτηρίων του Μουσείου.
Από την Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024, οι επισκέπτες του Μουσείου θα έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν σε εβδομαδιαίες ξεναγήσεις. Το πρόγραμμα των ξεναγήσεων είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα (theacropolismuseum.gr).
Την έκθεση συνοδεύει τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά-ιταλικά) που διατίθεται στο Πωλητήριο του Μουσείου.
Παράλληλα με την έκθεση στο Μουσείο Ακρόπολης θα παρουσιάζονται στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο της Αθήνας σε μία προθήκη περίπου 20 αντικείμενα από την περιοχή της Basilicata. Περισσότερες πληροφορίες: iicatene.esteri.it
Λίγα λόγια για την άγνωστη ομορφιά
του πολιτισμού της Basilicata
Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης
Γενικός Διευθυντής Μουσείου Ακρόπολης
Στα πελάγη της θάλασσας της Μεσογείου, που την αγκαλιάζουν τρεις ήπειροι, της «μεγάλης πράσινης» των Αιγυπτίων ή του «οίνοπος πόντου» του Ομήρου, στα ρεύματα και τα κύματά της ταξίδεψαν αιώνες τώρα, εκατομμύρια άνθρωποι. Άλλοτε μόνοι, άλλοτε λίγοι, πολλές φορές πολλοί μαζί, σπρωγμένοι από δυνάμεις μεγάλες, όπως η Ανάγκη, η γοητεία του αγνώστου και η γνωριμία του απέναντι, μερικές φορές όλα συνάμα. Άλλοι φορτωμένοι τους θεούς τους κι άλλοι στηριγμένοι στη δύναμη του σώματος και των όπλων, άλλοι με το όραμα μιας καλύτερης ζωής στα μάτια κι άλλοι ενδεδυμένοι τον μανδύα του κέρδους, μα όλοι φορτωμένοι τις ελπίδες τους, διασταυρώθηκαν στις ακτές και τα μεγάλα και μικρότερα νησιά της, κουβαλώντας, μαζί με τα υλικά αγαθά τους, συνήθειες, πίστεις και ιδέες, δημιουργώντας έτσι ένα αμάλγαμα πολιτισμικής αλληλεπίδρασης, ένα αμάλγαμα μοναδικής πολιτισμικής αξίας.
Να τολμήσει κανείς να ανιχνεύσει και να περιγράψει έναν κόσμο που δρα και πάλλεται, μιαν αέναη κίνηση ζωής, ρευστή και μεταβαλλόμενη, ακόμα και στις μέρες μας, με όλες τις δυνατότητες που παρέχουν τα μέσα και η κοινωνία της πληροφορίας, μοιάζει – αν και δεν είναι πράγματι – ουτοπικό. Και φαντάζει ακόμα περισσότερο ουτοπικό και ακατόρθωτο, αν στο αμάλγαμα του πολυπολιτισμικού χώρου της Μεσογείου προστεθεί και η παράμετρος του χρόνου, ενός χρόνου μακρινού, ενός χρόνου παρελθόντος. Και μόνον η έμφυτη τάση του ανθρώπου να ανακαλύπτει και να μαθαίνει («του ειδέναι ορέγεσθαι φύσει», όπως λέει ο Αριστοτέλης) και η επιθυμία του να μεταδώσει τη γνώση στους άλλους καθιστούν το ουτοπικό πραγματικό, μετατρέπουν τη δυσκολία σε ευκολία, δίνουν κίνητρο στο επιχειρούμενο ταξίδι. Γιατί, η δημιουργία μιας Έκθεσης, που στοχεύει στην ανάδειξη των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των λαών μιας περιοχής, όπως αυτή της Μεσογείου, μοιάζει πράγματι με ένα πολύπλοκο ταξίδι με αλληλοτεμνόμενες τις παραμέτρους του χώρου, του χρόνου και των ανθρώπων. Μοιάζει με το ταξίδι του ασημένιου κρατήρα από τη Σιδώνα που περιγράφει ο Όμηρος στην προτελευταία ραψωδία της Ιλιάδας (Ψ 40 κ.ε. 748 κ.ε. και 778 κ.ε.) με τη μακρά και μακροχρόνια περιπλάνησή του από τη γενέθλια πόλη, στην ακτή της Συροπαλαιστίνης, έως τα νησιά και τις πόλεις του βορειοανατολικού Αιγαίου και της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας και τη δυνάμει κατάληξή του στην Ιθάκη του Ιονίου.
Στη μεγάλη αυτή θάλασσα, χωρισμένη σε πελάγη, και στις ακτές που την περιβάλλουν, επιχειρούν συχνά οι αρχαιολόγοι να ορίσουν τα ταξίδια και τις διαδρομές των ανθρώπων, εποχών περασμένων, τέμνοντας το σώμα της γης σε χώρο και χρόνο. Και μέσα από τα υλικά κατάλοιπα των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν σε μια περιοχή προσπαθούν να δουν σχέσεις και συμπεριφορές άλλων εποχών μήπως και βγάλουν νοήματα και συμπεράσματα για το παρόν.
Ένα τέτοιο ταξίδι περιγράφει η παρούσα Έκθεση με τίτλο «Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Basilicata. Θησαυροί που έρχονται στο φως» που με χαρά και προθυμία φιλοξενούμε στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης. Πρόκειται για καρπό εργασίας πολλών επιστημόνων που με προσοχή έσκυψαν χρόνια τώρα στο να αναδείξουν τον πολιτισμό μιας περιοχής της νότιας άκρης της Ιταλίας, της περιοχής του κέντρου του κόλπου του Τάραντα, της Οινωτρίας γης, της σημερινής Basilicata. Να μπορέσει ο επισκέπτης της Έκθεσης να δει τον πολιτισμό που συνάντησαν οι Έλληνες από την Πελοπόννησο ή τη νησιωτική αρχαία Ελλάδα στα μεγάλα ταξίδια τους για εγκατάσταση στη γη της Ιταλίας και της Σικελίας, κυρίως στο μέρος αυτό που ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα· γιατί πραγματικά είναι μια μεγάλη Ελλάδα, αυτή του πολιτισμού της Δύσης.
Σκόπιμα δεν αναφέρομαι εδώ σε προγενέστερα κύματα γνωριμίας της ιταλικής χερσονήσου, δηλαδή σε αυτά των Μυκηναϊκών χρόνων, ακόμα και στην κεντρική Ιταλία όπως αυτά έχουν καταγραφεί στον Κατάλογο της μεγάλης Έκθεσης «Πλόες: Από τη Σιδώνα στη Χουέλβα, 16ος – 6ος αι. π.Χ.», που παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2003, καθώς η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στον συγκεκριμένο χώρο της Basilicata, αναδεικνύοντας τον πολιτισμό της περιοχής από το τέλος της Εποχής του Χαλκού (11ος αι. π.Χ.) και την αρχή της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, φθάνοντας στον 6ο αι. π.Χ.
Στην Έκθεση περιλαμβάνονται κυρίως τα υλικά κατάλοιπα που προέρχονται από ταφές, για να το πω ποιητικά παραφράζοντας τον Σεφέρη «από φαντάσματα και φάσματα, φιλιά και χείλη χωνεμένα, με τα παραπετάσματα του χρόνου διάπλατα ανοιχτά». Δηλαδή μέσα από ταφές γυναικών και ανδρών, μέσα από προσωπικά αντικείμενα που τους εναπόθεσαν στις ταφές οι κηδευτές τους, συγγενείς και φίλοι, για το μεγάλο ταξίδι στον Άδη. Με αντικείμενα συνοδευτικά που φανερώνουν τις πίστεις και τις δοξασίες τους, τις σχέσεις και τα έθιμά τους όταν αυτοί ήσαν εν ζωή, τόσο με έργα του πρώιμου πολιτισμού της Basilicata όσον κι αργότερα με έργα-αντικείμενα, τα οποία σχετίζονται με τους Έλληνες που κατέφθασαν στην περιοχή. Αντικείμενα που κατάπινε η γη στις ταφές και που τώρα πρωταγωνιστούν στις προθήκες της Έκθεσης.
Μαζί με αυτά και μέσα από αυτά φαίνεται καθαρά και η επιλογή των ταφικών εθίμων: της καύσης και αποτέφρωσης (όπως συμβαίνει στην τεράστια νεκρόπολη κοντά στην πόλη της Ματέρα, στην περιοχή του λόφου του Τίμμαρι) ή του ενταφιασμού – τόσο στην ενδοχώρα όσον και στις ακτές της περιοχής.
Από τα πιο σημαντικά συνοδευτικά αντικείμενα των νεκρών είναι τα πρώιμα μεταλλικά τεχνουργήματα, όχι μόνον τα όπλα αλλά, κυρίως η χάλκινη σκευή των ενδυμάτων και των κοσμημάτων των γυναικών. Αυτή η τελετουργική επίδειξη του πλούτου κατά τη διάρκεια των ταφικών τελετών αντανακλούσε το κύρος όχι μόνον των τεθνεότων αλλά και τη δύναμη και τον πλούτο των «οίκων» τους, τη στιγμή μάλιστα που αυτά αποσύρονταν από τη χρήση για πάντα.
Τα γυναικεία χάλκινα, κυρίως, κοσμήματα συγκρίνονται με ανάλογα από τη βόρεια Ελλάδα και τη Μακεδονία, από τις Αιγές (Βεργίνα), και παραπέμπουν σε μετακινήσεις πληθυσμών με κάποιους τρόπους, όχι μόνον ομάδων, ή μέσω άλλων σχέσεων π.χ. εμπορικών αλλά και επιγαμιών. Βέβαια, η σχέση αυτή δεν αποκλείει, όπως φαίνεται κι από σπανιότερα ευρήματα λ.χ. από κεχριμπάρι, μέταλλα κ.ά. και μια σύνδεση με την Ετρουρία αλλά και ανατολικότερα με περιοχές της βόρειας και δυτικής Μικράς Ασίας.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία κεραμεικών όχι τόσο κατά την πρώιμη φάση (11ος-8ος αι. π.Χ.) όσον αυτής κυρίως του 8ου, 7ου και 6ου αι. π.Χ. εισηγμένης ή με επιρροές από νησιωτικά κέντρα του Ιονίου, της Πελοποννήσου (Κόρινθος) ή των Κυκλάδων (κυρίως Πάρου και Νάξου). Στη δεύτερη αυτή φάση ξεχωρίζουν ομάδες αντικειμένων σε διάφορα μέρη της περιοχής της Basilicata, όπως λ.χ. το Chiaramonte, περιοχή όπου φαίνεται να συμβάλλουν διαφορετικά σύνολα ανθρώπων, τα τέσσερα έθνη που αναφέρονται από τον Στράβωνα και οι οικισμοί-πόλεις που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή.
Ακόμα από την περιοχή Alianello, όπως και αργότερα του Μεταποντίου τα ευρήματα των ταφών επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Όχι μόνον τα κεραμεικά ευρήματα, εισηγμένη κεραμεική ή απομιμήσεις από την Κόρινθο, τις Κυκλάδες (Πάρος – Νάξος), το ανατολικό Αιγαίο (Ρόδος) και τις ακτές της Μικράς Ασίας, όπως λ.χ. τη Μίλητο (πρβλ. Ηροδ. VI, 21 για τη σχέση Μιλήτου με τη Σύβαρη) που σχετίζονται με την προετοιμασία και την πόση του οίνου ή ακόμα και κτερίσματα που παραπέμπουν σε γυναικείες δραστηριότητες, όπως η υφαντική αλλά και τα μεταλλικά κοσμήματα, όπως οι φρυγικές πόρπες, όπλα, κοσμήματα και έπιπλα μεικτών τεχνικών από σίδηρο, χαλκό, ασήμι, χρυσό, κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο, παραπέμπουν σε τεχνικές που είναι γνωστές και από τους στίχους του Ομήρου.
Ιδιαίτερα τα ευρήματα από την Incoronata και το Μεταπόντιο (από τη μεγάλη νεκρόπολη στα βορειοδυτικά του), κεραμεικά και μεταλλικά, πολυτελή αντικείμενα διαφόρων τεχνικών φαίνεται να οδηγούν σε εδραιωμένες σχέσεις όχι μόνο με εισαγωγές ελληνικές και ανατολικές, ανάλογες όπως αυτές που συναντούμε στην ανατολική Μεσόγειο και την Κρήτη αλλά και στην Ετρουρία και οι οποίες έχουν ερμηνευτεί συχνά ως ανταλλαγές αριστοκρατικών γενών πέραν των εμπορικών σχέσεων. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα αντικείμενα αυτά δεν είναι ευρήματα που προέρχονται από τον δημόσιο χώρο ή από ιερά αλλά αποτελούν δείγματα μιας επίδειξης χλιδής, παραπέμπουν σε έθιμα που συνηθίζονται σε ελληνικούς χώρους και σε περιοχές που αντιστοιχούν σε ελληνικούς οικισμούς της ιταλικής χερσονήσου.
Για το σύνολο της παρουσίασης της Έκθεσης αυτής στους φιλόξενους χώρους των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης, που φανερώνουν τους δεσμούς των πολιτισμών της χώρας μας με την ιταλική χερσόνησο και που οι σχέσεις αυτές διατηρούνται σήμερα ως άσβεστη βάτος, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Γενικό Διευθυντή Μουσείων του Ιταλικού Υπουργείου Πολιτισμού, Καθηγητή Δρα Massimo Osanna, την αρχιτέκτονα Annamaria Mauro, Διευθύντρια των Εθνικών Μουσείων της Ματέρα και όλους τους συνεργάτες τους από την Ιταλία. Επίσης, τους συμμετέχοντες στην προσπάθεια αυτή από το Μουσείο Ακρόπολης: τις αρχαιολόγους Άννα Βλαχάκη και Ιουλία Λουρεντζάτου του Τμήματος Εκθέσεων, τη Δρα Mariangela Ielo, τον Κώστα Βασιλειάδη και τους ανθρώπους του Τμήματος Συντήρησης και γενικά όλους όσων τα ονόματα μνημονεύονται στις οικείες σελίδες του ανά χείρας Καταλόγου, ευχαριστώ θερμά και από αυτήν εδώ τη θέση.
Ελληνικές μεταναστεύσεις και επαφές λαών και πολιτισμών στις ακτές του Ιονίου της Basilicata μεταξύ 8ου και 7ου αιώνα π.Χ.
Massimo Osanna
Νότια Ιταλία, ακτές του Ιονίου της Basilicata. Οι αμμώδεις παραλίες σημαδεμένες από τις εκβολές των άλλοτε πλωτών ποταμών, Sinni, Agri, Basento και Bradano, γνώρισαν τη μετανάστευση των ελληνικών φύλων σε αρκετές περιπτώσεις από τον 8ο έως τον 7ο αιώνα π.Χ. Σε αυτό το τμήμα της μεσογειακής ακτής, μεταξύ των εδαφών που κατέλαβαν ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. οι αποικίες της αρχαίας Σύβαρης (Σύβαρις) στην Καλαβρία και του αρχαίου Τάραντα (Τάρας) στην Απουλία, η αρχαιολογία τεκμηριώνει ενδιαφέροντα φαινόμενα επαφής μεταξύ των ανθρώπων που έφτασαν από το Αιγαίο και των ιταλικών πληθυσμών, των εγκατεστημένων στους τελευταίους λόφους που πλαισιώνουν τη θαλασσινή πεδιάδα. Εδώ στις εκβολές των ποταμών, βολικά σημεία προσέγγισης ελλείψει φυσικών λιμανιών, όπως αυτό του Τάραντα, πολύ πριν από την ίδρυση των ελληνικών αποικιών του Μεταποντίου και της Σίρης, αποβιβάστηκαν από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. και μετά ομάδες ανθρώπων από διάφορες περιοχές του πολύμορφου ελληνικού κόσμου, οι οποίες ήρθαν αμέσως σε επαφή με τους γηγενείς της Οινωτρίας. Αυτοί δεν ήταν οι πρώτοι Έλληνες στην ιστορία που αποβιβάστηκαν σε τούτο το τμήμα της ακτής του Ιονίου στη Νότια Ιταλία. Ήδη από τη δεύτερη χιλιετία, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (13ος αι. π.Χ.), «μυκηναίοι» ναυτικοί και τεχνίτες αγκυροβόλησαν στον ποταμό Basento για να εγκατασταθούν προσωρινά στο Termitito, δημιουργώντας σημαντικές σχέσεις με τους οινωτριακούς λαούς, όπως αποδεικνύεται από την ανασκαφή μιας μεγάλης καλύβας πλούσιας σε τέχνεργα, στα οποία περιλαμβάνονται μυκηναϊκή κεραμική τόσο εισηγμένη όσο και τοπικής παραγωγής.
Από τις σημαντικές εντοπισμένες οινωτριακές θέσεις πάνω στους λόφους που δεσπόζουν στην παράκτια πεδιάδα ξεχωρίζουν εκείνες, γνωστές με τα σημερινά τους ονόματα, της Incoronata, στην άμεση ενδοχώρα του τόπου όπου το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. θα γεννηθεί το Μεταπόντιο, και της Santa Maria di Anglona, όχι μακριά από την ακτή όπου θα γεννηθεί η Σίρη, κοντά στο σημερινό Policoro.
Η περίπτωση της Incoronata είναι σίγουρα εμβληματική για να κατανοηθούν οι τύποι των επαφών που ενεργοποίησε η κινητικότητα των ελληνικών φύλων στην περιοχή αυτή. Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται σε χαμηλό λόφο κοντά στη δεξιά όχθη του ποταμού Basento, περίπου 5 χλμ. δυτικά του Μεταποντίου. Χάρη στις συστηματικές ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1971 από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και συνεχίστηκαν το 2000 από το Πανεπιστήμιο της Ρεν (Rennes 2), γνωρίζουμε ότι μεταξύ του τέλους του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ., ο λόφος φιλοξενούσε ένα από τα πολλά κέντρα της περιοχής αυτής στην οποία κατοικούσε, σύμφωνα με τις πηγές, ένα τμήμα των Οινωτρών που ονομάζονταν Χώνες. Το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο αυτής της κοινότητας αναδεικνύεται με ενάργεια από τα πλούσια κτερίσματα των ανεσκαμμένων νεκροπόλεων.
Κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ., τα ευρήματα από την Ύστερη Γεωμετρική Εποχή σηματοδοτούν την έναρξη των συστηματικών επαφών με τους Έλληνες στο πλαίσιο της ευρύτερης μετακίνησης των Ευβοέων στην κεντροδυτική Μεσόγειο. Από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και μετά, ωστόσο, γίνεται αισθητός ένας ουσιαστικός μετασχηματισμός του οικιστικού χώρου. Οι νεκροπόλεις της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου δεν χρησιμοποιούνται, ενώ η ζωή συγκεντρώνεται κυρίως στο βορειοανατολικό πλάτωμα, όπου είχε ήδη αναπτυχθεί ένας σημαντικός οικιστικός πυρήνας. Από αυτόν παραμένουν κυρίως «λάκκοι» που αποδίδονται σε υπόσκαφες καλύβες ή σε βιοτεχνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την επιτόπια παραγωγή κεραμικών. Πλέον νέες κατασκευές, ορθογώνιας κάτοψης και επιφάνειας 10-12 τμ., με πέτρινα θεμέλια και ανωδομή από ωμές πλίνθους, πλούσιες σε κεραμική ελληνικής τέχνης, στην οποία περιλαμβάνονται εξαιρετικά παραδείγματα με εικονιστική διακόσμηση, καθώς και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το πλάτωμα. Παράλληλα, στην αποκαλούμενη Incoronata των «αυτόχθονων», οικισμό του 8ου αιώνα π,Χ. στον γειτονικό λόφο, η συνέχεια της χρήσης τεκμηριώνεται από τις ταφές. Σε ένα μικρό τμήμα της νεκρόπολης του πρώτου μισού του 7ου αιώνα π.Χ. έχει έρθει στο φως πυρήνας τάφων με «μικτό» τελετουργικό, όπως στη νεκρόπολη με καύσεις του Policoro· εγχυτρισμοί σε ελληνικά αγγεία βρίσκονται ανάμεσα σε ενταφιασμούς σε συνεσταλμένη στάση.
Εξαιρετικό γεγονός αποτελεί η ανακάλυψη, παράλληλα με την παραδοσιακή κεραμική matt-painted ιταλικής προέλευσης, μιας παραγωγής αγγείων ελληνικού τύπου, η οποία χωρίς καμία αμφιβολία ξεκίνησε επί τόπου από Έλληνες τεχνίτες εγκατεστημένους εδώ. Μαρτυρούνται διάφορες κατηγορίες γραπτής κεραμικής και μάλιστα με εικονιστικές παραστάσεις, που προτείνουν εκλεκτικές, διακοσμητικές συνθέσεις γεωμετρικών μοτίβων και παραστατικών σκηνών, και αντιπροσωπεύουν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραγωγές της ελληνικής ανατολίζουσας περιόδου. Από την πολυάριθμη κεραμική παραγωγή ξεχωρίζουν οι εικονιστικοί δίνοι, αγγεία πιθανόν για το κρασί. Πρόκειται για μια ιδιότυπη παραγωγή που χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή μεταξύ Μεταποντίου και Σίρης, η διακόσμηση των οποίων αποτελείται από ένα τυπικό μοτίβο “a vela” (ιστίου) στις πλευρές των δακτυλιόσχημων ψευδολαβών και μία μετόπη με αντωπά άλογα (αρ. κατ. 31. 2, εικ. 1). Αν η διακοσμητική σύνθεση εδώ, όπως και σε πολλά άλλα εικονιστικά τέχνεργα, φαίνεται ότι πηγάζει από την εικονογραφία της κυκλαδικής κεραμικής, οι επιδράσεις και τα πρότυπα της Incoronata είναι πολλαπλά. Από την πρωτοαττική κεραμική εμπνέεται ένας όμορφος δίνος με σκηνή μάχης μεταξύ του Βελλεροφόντη και της Χίμαιρας (αρ. κατ. 31. 1, εικ. 2), στις κορινθιακές παραγωγές παραπέμπουν τα κομψά σφαιρικά αγγεία με ταινιωτή διακόσμηση, ενώ σε ανατολικοελληνικές παραγωγές παραπέμπει, μεταξύ άλλων, η εκλεκτική διακόσμηση ενός όμορφου αρύβαλλου διακοσμημένου με σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα και με μία μετόπη που φέρει κυνηγό (αρ. κατ. 31. 4, εικ. 3).
Μια άλλη ενδιαφέρουσα κατηγορία τεχνέργων αντιπροσωπεύεται από τους μεγάλους κρατήρες ή στάμνους με υπο-γεωμετρική διακόσμηση, οι οποίοι θυμίζουν τους αργειακο-συρακούσιους κρατήρες της αποκαλούμενης παραγωγής του Fusco. Μεταξύ των επιτραπέζιων σκευών μαρτυρούνται επίσης αγγεία πόσης (κύλικες και κάνθαροι) με πηλό τύπου buccero, των οποίων η τεχνική υποδεικνύει πιθανή βορειοϊωνική προέλευση.
Παράλληλα με τα επιτραπέζια σκεύη, εντυπωσιάζουν ορισμένα πραγματικά πολυτελή τέχνεργα, όπως τα μεγάλα περιρραντήρια (πολυτελείς λεκάνες για τη διατήρηση του νερού) με ανάγλυφη διακόσμηση, η τοπική παραγωγή των οποίων αποδεικνύεται επίσης από την ανακάλυψη ενός θραύσματος μήτρας. Ειδικότερα, υπάρχει ένα πραγματικά μνημειακό περιρραντήριο που αποκαλύφθηκε, μεταξύ άλλων, αντικειμένων σε έναν αποθέτη κεραμικής (τον αποκαλούμενο Οἶκο G), και χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. Το εύρημα αυτό τεκμηριώνει την παρουσία μιας μέχρι σήμερα εν πολλοίς υποτιμημένης χειροτεχνικής παράδοσης, της λακωνικής, η οποία είχε διαμορφωθεί στη μητρόπολη χάρη στις έντονες επαφές με άλλους πολιτισμούς διαφορετικούς από αυτούς της Ανατολικής Ελλάδας, όπως της Κρήτης, για να μην αναφερθούμε βέβαια στην κορινθιακή συμβολή.
Εικονιστικές ζωφόροι σε επάλληλες ζώνες περιβάλλουν την κυλινδρική βάση της λεκάνης, αφηγούνται ελληνικούς μύθους και παρουσιάζουν αυτό το πλούσιο ζωολόγιο, χαρακτηριστικό ενός αιώνα που σημαδεύτηκε από την επίδραση των ανατολικών πολιτισμών. Στην κατώτερη ζώνη ένας διάσημος μύθος που συνδέεται με τον κύκλο του Ηρακλή. Ο ήρωας σε μάχη με τους Κενταύρους, απεικονίζεται ενώ σκοτώνει έναν από αυτούς. Στη συνέχεια δύο μορφές που μάχονται (ίσως ο Πηλέας και η Αταλάντη), ένας ήρωας με ξίφος και μια γυναίκα με αγγείο, ίσως ο Μενέλαος και η Ελένη ή μάλλον ο Οδυσσέας και η Κίρκη, δύο Γοργόνες που τρέχουν. Στην επάνω ζώνη μια σκηνή μάχης πάνω από το σώμα ενός πεσόντος πολεμιστή, που επαναλαμβάνεται έξι φορές. Στην ανώτερη ζώνη ένα θεϊκό ζεύγος, ίσως ο Δίας και η Ήρα, πάνω σε άρμα που το σέρνουν φτερωτά άλογα· σκηνή που επαναλαμβάνεται οκτώ φορές. Τέλος, στο χείλος της λεκάνης σειρά από λιοντάρια και πάνθηρες που εναλλάσσονται με ένα ανεστραμμένο άνθος λωτού ενδιάμεσα, το οποίο επιστέφεται από ανθέμιο με έλικες (εικ. 4).
Η πολύτιμη λεκάνη που περιείχε νερό για πλύσεις πριν το συμπόσιο ή τις τελετουργίες προβάλλει ως ένα είδος «εγκυκλοπαίδειας» αρχαϊκών μύθων για την ευχαρίστηση των τοπικών ελίτ που, μέσω του πολυτελούς αντικειμένου και των απεικονιζόμενων μυθικών θεμάτων, επεδείκνυαν το κύρος και την υπερηφάνεια να ανήκεις σε έναν κόσμο ηρώων (εικ. 5). Οι μύθοι παραπέμπουν σε έναν κόσμο εξωτικό (λιοντάρια, πάνθηρες, γοργόνες), συνδεμένο με την αριστοκρατία της Μεσογείου, στην οποία συγκαταλέγονταν αναμφίβολα οι χρήστες ενός τόσο σημαντικού αντικειμένου. Οι περιπέτειες του ταξιδιού και της θαλάσσιας μετακίνησης (ιστορίες του Οδυσσέα), ο σωστός γάμος στο θεϊκό πρότυπο του Δία και της Ήρας, η πολεμική αρετή, είναι όλες θεμελιακές αξίες μιας κοινωνίας θαλάσσιας διασύνδεσης.
Όσον αφορά τη δημιουργία του αντικειμένου, είμαστε βέβαιοι ότι κατασκευάστηκε επί τόπου, όπως τεκμηριώνεται και από την ανακάλυψη μήτρας για την αναπαραγωγή μίας από τις εικονιζόμενες σκηνές. Σε σχέση με την χειροτεχνική παράδοση, χάρη σε μια λεπτομερή σύγκριση της ζωφόρου με σκηνή μάχης με παρόμοια σκηνή σε κρατήρα από τη Σπάρτη, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. και αποδίδεται σε λακωνικό εργαστήριο, δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία να θεωρήσουμε και το περιρραντήριό μας έργο ενός τεχνίτη διαμορφωμένου, όπως αναφέρθηκε, στο πολιτισμικό περιβάλλον της Σπάρτης, όπου η εμφανής κορινθιακή επιρροή αναμειγνύεται με τις κρητικές επιδράσεις.
Η επιτόπια παραγωγή αυτής της κατηγορίας αντικειμένων συμποσίου, προορισμένων για κοινοτικές τελετουργίες, μας επιτρέπει να γνωρίσουμε μια άλλη πτυχή του αποκαλούμενου ελληνικού «οριενταλισμού», τη γέννηση εργαστηρίων με «εκλεκτικό» στυλ από τεχνίτες που έφτασαν σε αυτή την οινωτριακή κοινότητα από διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου και ειδικότερα από τις Κυκλάδες, οι χειροτεχνικές δεξιότητες των οποίων οδηγούν σε υβριδικές δημιουργίες. Βρισκόμαστε σε μια ενδιάμεση επικράτεια, όπου οι ατομικές εμπειρίες διαφορετικών ελληνικών παραδόσεων, της Κυκλαδικής πρωτίστως, της Κορινθιακής, της Αττικής, της Ανατολικής Ελλάδας, αποσυντίθενται για να γεννήσουν νέα, «διεθνικά» προϊόντα, όπως διεθνική είναι και η κοινωνία που κατοικεί σε αυτούς τους τόπους διασύνδεσης, όπως έχουν οριστεί αυτές οι περιοχές της ακτής του Ιονίου, όπου Έλληνες και γηγενείς βρήκαν μαζί ένα νέο modus vivendi.
Δεν είναι λοιπόν απίθανο ότι έφτασαν στην Incoronata αναζητώντας την τύχη τους όχι μόνο τεχνίτες απευθείας από το Αιγαίο αλλά και από την επικράτεια των νέων, των ήδη ιδρυμένων πόλεων, όπως ο Τάραντας, που αποτελεί την πλησιέστερη ελληνική πόλη. Οι τεχνίτες του θα είχαν τη δυνατότητα γρήγορα να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο περιβάλλον παραγωγής και ανταλλαγών, ιδίως όπως αυτό του Μεταποντίου. Τούτο εξάλλου μαρτυρούν -μεταξύ άλλων- οι παλαιότερες παραγωγές από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., που προέρχονται από τα αστικά ιερά του Μεταποντίου.
Μετά τις πρώτες επαφές στις αρχές του 8ου αιώνα χάρη στον δυναμισμό των Ευβοέων και μετά την ίδρυση και την οργάνωση των πόλεων του Τάραντα και της Σύβαρης ξεκινάει παράλληλα με τη μετακίνηση των ανθρώπων από το Αιγαίο μια «αποικιακή» διασπορά με μικρές ομάδες Ελλήνων ή μεμονωμένα άτομα που μετακινούνται προσωρινά εντός των οινωτριακών κέντρων με αποτέλεσμα τη δημιουργία «μεικτών» κοινοτήτων.
Μια άλλη σημαντική περιοχή των ακτών του Ιονίου που συνδέεται με τις ελληνικές μεταναστεύσεις του 8ου-7ου αιώνα π.Χ., είναι αυτή του Policoro. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς και κυρίως τον Στράβωνα, στην επικράτεια του ποταμού Sinni -αρχαίος Σίρις- εγκαταστάθηκε μια ελληνική αποικία με ιδιαίτερη ιστορία, οι πρωταγωνιστές της οποίας ταυτίζονται με μια ολόκληρη κοινότητα που μετανάστευσε μαζικά από τη μακρινή δυτική Μικρά Ασία (σημερινή Τουρκία, ενδοχώρα της Σμύρνης), από την πόλη της Κολοφώνας, λόγω της εισβολής των Λυδών με αρχηγό τον βασιλιά Γύγη. Ένα γεγονός που οι πηγές μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Τα πράγματα όμως είναι πιο περίπλοκα από την κοινή εκδοχή που καθιερώθηκε στην ιστορική μνήμη των αρχαίων· εκδοχή εξάλλου με αρκετές παραλλαγές.
Στην περιοχή όπου κυριαρχεί ένας λόφος σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, όχι μακριά από τον ποταμό Agri χάρη στην εύρεση δύο εκτεταμένων νεκροπόλεων στην ιδιοκτησία Schirone και στη θέση Madonnelle, η παρουσία των Ελλήνων είναι αναμφισβήτητη. Πρόκειται κυρίως για ταφές καύσης, που προορίζονταν να φιλοξενήσουν τις στάχτες των νεκρών που αποτεφρώνονταν σε πυρές, σύμφωνα με ένα έθιμο που μαρτυρείται περισσότερο στην Ελλάδα παρά στη Νότια Ιταλία. Εκτός λοιπόν από λίγους ενταφιασμούς, η νεκρόπολη περιλαμβάνει κυρίως καύσεις ενηλίκων καθώς και εγχυτρισμούς νηπίων μέσα σε εισηγμένα ελληνικά αγγεία. Δεν προέρχονται μόνο τα αγγεία απ’ έξω, αλλά και τα ίδια τα ταφικά έθιμα, τα οποία διαφοροποιούνται ουσιαστικά από τις ταφικές πρακτικές της παράκτιας περιοχής της Basilicata κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Στις νεκροπόλεις του 8ου αιώνα π.Χ. του Pisticci-S. Teodoro ή σε αυτές του Tursi-Valle Sorigliano ο νεκρός ενταφιάζεται και το σώμα τοποθετείται σε συνεσταλμένη στάση. Με μια προσεκτική ματιά στις τεφροδόχους, αναγνωρίζουμε αμφορείς από την Κόρινθο, την Αθήνα (αρ. κατ. 26, εικ. 6, ή που ανακαλούν παρόμοιους τύπους: αρ. κατ. 24, εικ. 7) και τα κέντρα του ανατολικού Αιγαίου, μαζί με μεγάλα αγγεία ελληνικής μορφολογίας, όπως πίθοι, στάμνοι και υδρίες, των οποίων η παραγωγή τεκμηριώνεται στην παράκτια περιοχή της δυτικής Τουρκίας (για παράδειγμα, στη Μίλητο) ή μεταξύ της Εύβοιας και των Κυκλάδων (αρ. κατ. 27, εικ. 8). Δίπλα σε αυτά τα ελληνικά αγγεία, που έφτασαν εδώ ως δοχεία προϊόντων διατροφής, λαδιού και κρασιού, για να επαναχρησιμοποιηθούν στη συνέχεια ως τεφροδόχοι, τεκμηριώνονται και λίγα τοπικά αγγεία, όπως κάδοι από impasto και, τουλάχιστον σε μία περίπτωση, ένα μεγάλο αμφικωνικό χυτροειδές αγγείο με χαρακτηριστική οινωτριακή διακόσμηση matt-painted.
Σε αντίθεση με τα τοπικά ταφικά έθιμα, τα κτερίσματα, εάν υπάρχουν, είναι ιδιαίτερα λίγα και αποτελούνται από αρύβαλλους και αλάβαστρα, αγγεία πόσης και κύλικες κρασιού. Η αναφορά στο συμπόσιο, την υψηλότερη στιγμή κοινωνικότητας αυτών των αρχαϊκών κοινωνιών (και όχι μόνο) δεν προκαλεί έκπληξη. Η κατανάλωση κρασιού ενισχύει την ομάδα αλλά και διακρίνει τους προνομιούχους που το καταναλώνουν. Αυτά τα κτερίσματα είναι όλα ελληνικά: κεραμική από την Κόρινθο και την Ανατολική Ελλάδα, οι απανταχού ευβοϊκές εισαγωγές, μαζί με προϊόντα που κατασκευάζονται τοπικά από Έλληνες τεχνίτες, όπως οι αποκαλούμενες κύλικες «a filetti» (κυριολεκτικά: φιλεταρισμένες, που διακοσμούνται με ταινίες) κορινθιακής έμπνευσης.
Σε έναν από τους δύο τομείς της νεκρόπολης ανάμεσα στις καύσεις ξεχωρίζουν κάποιες ταφές σε συνεσταλμένη στάση χωρίς κτερίσματα, οι οποίες παραπέμπουν στο ταφικό τελετουργικό που τεκμηριώνεται στους μη ελληνικούς τάφους στην άμεση ενδοχώρα των ακτών του Ιονίου, στην κοιλάδα του Brandano και στη γειτονική περιοχή της Απουλίας. Ξεχωρίζουν επίσης κάποιες ταφές σε ύπτια θέση, πρακτική που ήταν δημοφιλής στο εσωτερικό της ενδοχώρας κατά μήκος των μεσαίων κοιλάδων του Agri και του Sinni. Αυτές οι μαρτυρίες για ταφές «αυτόχθονων» δεν είναι οι μόνες που τεκμηριώνονται στο Policoro. Μεμονωμένες ταφές ή σε μικρές ομάδες έχουν εντοπιστεί τόσο στον δυτικό τομέα του λόφου του Castello del Barone (σε δύο περιπτώσεις η εγγύτητα σε «λάκκους» υποδηλώνουν ύπαρξη οικιών), καθώς και στο πλάτωμα που εκτείνεται προς τα νότια, που καταλαμβάνει το σύγχρονο κέντρο. Αυτοί οι τάφοι, που χρονολογούνται ανάμεσα στο τέλος του 8ου και τον 7ο αιώνα π.Χ. και συνοδεύονται από λιγοστά κτερίσματα -μάλιστα ορισμένες φορές απουσιάζουν, παραπέμπουν στην παρουσία ντόπιων, θαμμένων κοντά σε οικίες, όπως αποδεικνύεται από την ανασκαφή μιας καλύβας, χρονολογημένης μεταξύ του τέλους του 8ου και του πρώτου μισού του 7ου αιώνα, στο νότιο πλάτωμα, στις πλευρές της οποίας βρέθηκαν δύο ταφές σε συνεσταλμένη στάση.
Επομένως, λίγες ιταλικές ταφές σε έναν χώρο που χαρακτηρίζεται από εκατοντάδες ελληνικούς τάφους. Αν συγκρίνουμε αυτό το σύνολο με την εικόνα στην κοντινή Santa Maria di Anglona, 12 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα του Policoro όπου υπάρχει ένας σημαντικός οικισμός από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, γίνεται ξεκάθαρα κατανοητός ο διαφορετικός χαρακτήρας του οικισμού του Policoro.
Εδώ στην ενδοχώρα, διαφορετικές περιοχές ταφής βρίσκονταν στους λόφους απέναντι από το πλάτωμα με τον όμορφο νορμανδικό καθεδρικό. Εάν αυτοί οι πυρήνες δεν φαίνεται να συνεχίζουν πέρα από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ο τομέας που ερευνήθηκε αμέσως βόρεια του λόφου αποκάλυψε μια ομάδα 27 ταφών που χρονολογούνται μεταξύ των αρχών του 8ου αιώνα και των μέσων ή του τρίτου τετάρτου του 7ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ταφές σε συνεσταλμένη στάση μέσα σε λακκοειδείς τάφους που οριοθετούνται με δακτύλιο από πέτρες. Τα κτερίσματα (τέλη 8ου/7ος αιώνας π.Χ.) περιλαμβάνουν όπλα και διακοσμητικά τέχνεργα χαρακτηριστικά της τοπικής παράδοσης μαζί με ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα εισαγωγής, όπως μια ασημένια πόρπη φρυγικού τύπου, που μαρτυρείται και στο Policoro. Ως προς την κεραμική, παράλληλα με τις τοπικές φόρμες, εντοπίζονται ορισμένα αντικείμενα ελληνικής εισαγωγής, που παρουσιάζουν έναν χρονολογικό ορίζοντα όμοιο με αυτόν του κοντινού οικισμού του Policoro.
Στην ενδοχώρα, λοιπόν, σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Ιονίου, δεν υπάρχουν ίχνη μόνιμης παρουσίας Ελλήνων. Όλες οι ταφές ακολουθούν την τοπική παράδοση, συνεχίζοντας χωρίς καμία απολύτως αλλαγή μία παλιά πρακτική.
Το τελετουργικό της ταφής και τα ίχνη ενός παρόμοιου υλικού πολιτισμού, τόσο στη χρήση τοπικών αντικειμένων όσο και της ελληνικής παράδοσης, καθιστούν εύλογη την υπόθεση ότι οι νεκροί σε συνεσταλμένη στάση του Policoro είχαν μετακινηθεί τουλάχιστον εν μέρει από αυτήν την κοινότητα, καθώς και από τα κοντινά κέντρα βαθύτερα στην ενδοχώρα, όπου τεκμηριώνεται το τελετουργικό της ταφής σε ύπτια θέση, όπως, για παράδειγμα, στο Chiaromonte. Αυτές οι μετακινήσεις γηγενών κατοίκων προς την ακτή, όπου φτάνουν Έλληνες μετανάστες, δημιουργούν στη νέα κοινότητα ένα εκλεκτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές λύσεις, εμφανείς στους τρόπους διαβίωσης και στη διαχείριση της σχέσης μεταξύ ζωντανών και νεκρών.
Αυτή η κοινότητα που γεννήθηκε στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. δεν δημιουργεί μία πόλη, ούτε έναν οικισμό «αυτοχθόνων». Βρισκόμαστε μακριά από τις μορφές διαβίωσης και ταφής ενός οικισμού της ενδοχώρας. Βρισκόμαστε περισσότερο μπροστά σε έναν εντελώς νέο πειραματισμό για αυτές τις περιοχές, μικτού τύπου, όπου άνθρωποι με καταγωγή από το Αιγαίο διαμορφώνουν ένα τοπίο που προσελκύει -σε πολλαπλές μορφές- γηγενείς από την περισσότερο ή λιγότερο κοντινή ενδοχώρα, δημιουργώντας μορφές πολιτισμικού υβριδισμού. Σε περίπτωση που δεν πρόκειται ήδη για «πόλιν», μια ελληνική πόλη, βρισκόμαστε σε κάθε περίπτωση μπροστά σε μια κοινότητα που ιδρύθηκε από Έλληνες, σύμφωνα με μια «ανοιχτή» φόρμουλα επαφών και αμοιβαίων ανταλλαγών με τις γειτονικές αυτόχθονες κοινότητες. Και γίνεται ανεκτή από αυτές ακριβώς επειδή η παρουσία νέων ανθρώπων σημαίνει την ενεργοποίηση κερδοφόρων ανταλλαγών σε πολλαπλά επίπεδα, από την απόκτηση πόρων και βιοτεχνικών προϊόντων (βλ. την εξωτική αργυρή πόρπη φρυγικής προέλευσης που απέκτησε άτομο υψηλής κοινωνικής θέσης της Santa Maria di Anglona χάρη στην επαφή με έναν Έλληνα που έφτασε στην ακτή) έως την ανταλλαγή τεχνογνωσίας. Δεν ήταν διαφορετική η πραγματικότητα που διαμόρφωσαν μεταξύ του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ. οι Ευβοείς ναυτικοί και οι τυχοδιώκτες σε πολλά μέρη στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, από την Κύπρο μέχρι την Κιλικία και τη Συρία.
Μια ανοιχτή κοινότητα που προσελκύει διαφορετικές ομάδες σε μια πολύπλοκη δυναμική ένταξης και συνύπαρξης, η οποία προσανατολίζεται περισσότερο στις θαλάσσιες επαφές παρά στην ενδοχώρα. Αυτό φαίνεται να τεκμηριώνουν από τη μία μεριά η παρουσία ενός τεράστιου αριθμού αιγαιακών δοχείων μεταφοράς με αρκετά διαφοροποιημένη προέλευση ιδίως σε αυτή την πρώτη φάση και από την άλλη η απουσία εμφανών ιχνών ανταλλαγής στις κοινότητες της ενδοχώρας, όπου, όπως θα δούμε, τα εισηγμένα τέχνεργα συγκεντρώνονται σε τοποθεσίες κατά μήκος της ακτής. Η παρουσία ελληνικών αγγείων πόσης στους τάφους των τοπικών ελίτ, όπως στη Santa Maria di Anglona υποδεικνύει την κοινωνική λειτουργία της κατανάλωσης του ελληνικού κρασιού στο πλαίσιο των τελετουργικών σχέσεων αμοιβαίας φιλοξενίας μεταξύ των νεοφερμένων και των κατοίκων που ζουν στην εγγύς ενδοχώρα.
Συμπερασματικά, μετά τη φάση των πρώτων επαφών κατά τον 8ο αιώνα, ο 7ος αιώνας π.Χ. είναι μια περίοδος εγκατάστασης των διαφόρων «αποικιακών» ομάδων, που χαρακτηρίζεται από τη συνύφανση πολυεπίπεδων σχέσεων. Πρόκειται για πολύ γόνιμες δεκαετίες κατά τις οποίες καθορίστηκαν πολυσύνθετες, οικιστικές δυναμικές που οδήγησαν σε έντονη βιοτεχνική παραγωγή. Αυτές οι εμπειρίες των «ανοικτών» κοινοτήτων δεν είναι προορισμένες να διαρκέσουν πολύ, Μέσα σε λίγες δεκαετίες, μέχρι το τέλος του αιώνα, είτε εξαντλούνται είτε δημιουργούν νέες πραγματικότητες. Στην περίπτωση της Incoronata, ο λόφος εγκαταλείπεται, θέτοντας σε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, σύνθετες τελετουργίες για το κλείσιμο του οικισμού και των τελετουργικών, οικιστικών και παραγωγικών δομών του. Χάρη στις πιο πρόσφατες ανασκαφές του Πανεπιστημίου της Ρεν, εντοπίστηκαν συστηματικά ίχνη αυτής της διακοπής, σύγχρονα με τη γέννηση της πόλης του Μεταποντίου, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης και συστηματικής επιχείρησης εγκατάλειψης που μοιάζει με ένα είδος τελετουργικού κλεισίματος· τεχνητή ισοπέδωση και δημιουργία εντυπωσιακών αποθέσεων ελληνικών αντικειμένων που απορρίφθηκαν και σφραγίστηκαν για πάντα μέσα στους αποκαλούμενους τετράπλευρους οἴκους.
Δεν είναι υπερβολικό να θεωρηθεί η συγκεκριμένη ερημοποίηση του σημαντικού αυτού οικισμού ως συνέπεια της πολιτικής οργάνωσης της αχαϊκής αποικίας του Μεταποντίου κατά το τελευταίο τρίτο του αιώνα. Η πρόσφατη δημοσίευση των τάφων με πολύτιμα κτερίσματα από τη νεκρόπολη στη θέση Crucinia αποκαλύπτει θραύσματα της βιογραφίας των «αποικιακών» ελίτ και παρέχει σημαντικά στοιχεία για την πολιτική οργάνωση του Μεταποντίου, μιας πόλης που οι πηγές αναφέρουν ότι συνδέεται στενά με τη Σύβαρη και με τη βόρεια Πελοπόννησο, μια δυναμική περιοχή της αρχαϊκής εποχής. Τα κτερίσματα από τους τάφους στην ιδιοκτησία Giacovelli αποκαλύπτουν κυρίως τις στενές σχέσεις του Μεταποντίου με τους παράκτιους πληθυσμούς της Ανατολικής Μεσογείου, δίνοντας την εικόνα μιας πόλης σταθερά ενταγμένης στο μεσογειακό δίκτυο. Χάρη στα πολυτελή και ασυνήθιστα κτερίσματα, αυτά τα πρόσωπα υψηλής κοινωνικής θέσης, αναμφίβολα πρωταγωνιστές στις εξελίξεις που διαμόρφωσαν το Μεταπόντιο σε πόλη, παρουσιάζονται όχι μόνο ως άτομα διαποτισμένα από τον διεθνικό πολιτισμό, αλλά κυρίως ως άνδρες και γυναίκες που διαδραματίζουν θεμελιώδεις ρόλους στο εσωτερικό της κοινότητά τους· παραδείγματος χάρη, ως ιερείς και ιέρειες, υπεύθυνοι για τις θυσιαστικές πρακτικές.
Η εξύμνηση της εξουσίας, η πολυτέλεια, η θυσία και το συμπόσιο αποτελούν τις πτυχές που αναδύονται περισσότερο από την αποκωδικοποίηση των κτερισμάτων. Τα σχήματα και τα υλικά, όλα πολύτιμα, παραπέμπουν ειδικότερα στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, υπογραμμίζοντας τον εξαιρετικό χαρακτήρα αυτής της μικρής ομάδας προνομιούχων, οι οποίοι τονίζουν τη θέση τους μέσω των αντικειμένων που κατέχουν, επιδεικνύουν και χρησιμοποιούν, πριν τοποθετηθούν στον τάφο. Τα τέχνεργα μαρτυρούν επαφές και συνδέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η έντονη παρουσία αντικειμένων αποκτημένων χάρη στο δίκτυο σχέσεων που δημιούργησε η ομάδα μάς παραπέμπει σε εκείνα τα φαινόμενα κινητικότητας και μετανάστευσης που προηγήθηκαν της γέννησης και της ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων της Νότιας Ιταλίας (και όχι μόνο). Οι τάφοι του Μεταποντίου επομένως σχετίζονται με μια ισχυρή ομάδα που ίσως έφτασε από μακριά, στο πλαίσιο των αλυσιδωτών μεταναστεύσεων που τον 7ο αιώνα π.Χ. συμπεριέλαβαν την ακτή του Ιονίου της Basilicata. Οι μετακινήσεις, οι αλλαγές στον τόπο διαμονής, οι σχέσεις φιλοξενίας, οι ανταλλαγές δώρων, όλα ανιχνεύονται μέσα από την εξέταση και τη μελέτη των αντικειμένων. Στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ., λοιπόν, μια σημαντική δομική αλλαγή έλαβε χώρα στον προϋπάρχοντα οικισμό του Μεταποντίου: από τους «ανοιχτούς» οικισμούς, που δημιούργησαν οι διαδοχικές αφίξεις των ανθρώπων από το Αιγαίο και των γηγενών, από την ήδη αναφερθείσα αλυσίδα μεταναστεύσεων και από τα φαινόμενα κινητικότητας, οι οικισμοί θέτουν σε εφαρμογή «μια διαφορετική σχέση με το έδαφος, με την κατοχή της γης, παράλληλα με τη διαμόρφωση μιας αποικιακής αριστοκρατικής ελίτ, σε αντίθεση με ένα πιο ισότιμο αρχικό μοντέλο.
Η κατοχή και η επέκταση της ελεγχόμενης επικράτειας έχουν συνέπειες στις σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, οι οποίες ασφαλώς παρουσιάζουν ποικιλία. Υπάρχουν περιπτώσεις κατοχής και βίαιων συγκρούσεων αλλά και περιπτώσεις πιο σύνθετης αλληλεπίδρασης». Δεν είναι τυχαίο ότι μία εμφατικά αισθητή ένδειξη αυτής της αλλαγής είναι η γέννηση τη συγκεκριμένη εποχή των ιερών: από το αστικό ιερό που ήταν πιθανότατα αφιερωμένο στον Απόλλωνα, την Ήρα και την Αφροδίτη μέχρι το εξωαστικό ιερό της Ήρας στις Tavole Palatine, η ανάδειξη των ιερών χώρων γίνεται ένα ισχυρό σημάδι της γέννησης της πόλης.
Όσον αφορά την περίπτωση του Policoro, και εδώ το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην οικιστική δυναμική, σε ουσιαστική όμως συνέχεια με τις παλαιότερες εμπειρίες. Η συνέχεια της κατοίκησης τεκμηριώνεται στο Policoro όχι μόνο κατά τη διάρκεια του έβδομου αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρά η συνεχής χρήση της νεκρόπολης του Schirone, αλλά και πολύ αργότερα, μέχρι το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., όπως αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, η συνεχιζόμενη χρήση της άλλης νεκρόπολης, αν και με διαφορετική μορφή, αυτής στη θέση Madonnelle.
Στις ενδείξεις μετασχηματισμού που παραπέμπουν σε μία κοινότητα πολιτικά καθορισμένη με την ελληνική έννοια, απαριθμούνται τα εμφανή ίχνη οργάνωσης των ιερών, που πρέπει να ερμηνευτούν στο πλαίσιο της σημαντικής αύξησης των υλικών τεκμηρίων (από τάφους μέχρι οικιστικά σύνολα) για το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. και τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα. Άλλες απτές ενδείξεις του μετασχηματισμού του οικιστικού χώρου που αποκτά αστική μορφή βρέθηκαν κατά μήκος της άκρης του πλατώματος στην κορυφή του λόφου. Εκεί ήρθαν στο φως ίχνη ενός ισχυρού τείχους από ωμές πλίνθους που χρονολογείται στα μέσα έως το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται να διατρέχει τις άκρες του λόφου. Είτε τείχος προστασίας είτε τείχος οριοθέτησης, η σημασία της ανακάλυψης είναι αξιοσημείωτη, καθώς εισάγεται μια νέα μορφή προσδιορισμού του χώρου, η οποία αφορά τη συλλογική προσπάθεια μιας κοινότητας να οργανώσει τον χώρο με ολοκληρωμένο τρόπο. Ωστόσο, ένα γεγονός που σίγουρα δεν πρέπει να υποτιμηθεί είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η εμφάνιση των ιερών χώρων που διακρίνονται από τις καθημερινές δραστηριότητες. Η εμφάνιση πραγματικών ιερών χωροθετημένων σε συγκεκριμένους χώρους στον «αστικό» ιστό τεκμηριώνεται επαρκώς από τις αρχαιολογικές έρευνες κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ., και πιθανότατα από τα μέσα του αιώνα.
Τέτοιες ενδείξεις μετασχηματισμού, κατά τη γνώμη μου, αναφέρονται στην οργάνωση της κοινότητας με την έννοια της πόλεως, στη γέννηση μιας πόλης με σαφώς καθορισμένες τις πολιτικές και κοινωνικές δομές της. Η περίπτωση αυτή θυμίζει τη λογοτεχνική παράδοση σχετικά με την αποικιακή εμπειρία της Σίρης-Πολιείου, κατά την οποία ολόκληρο το αστικό σώμα της Κολοφώνας μετακινήθηκε προς τη Δύση υπό την πίεση των Λυδών· γεγονός που τοποθετείται, σύμφωνα με τον Mario Lombardo, γύρω στο 660 π.Χ. Οι πηγές αφηγούνται ότι η κατάληψη της Κολοφώνας από τον βασιλιά Γύγη προκάλεσε τη μαζική έξοδο ολόκληρης της κοινότητας, μιας κοινωνικής πραγματικότητας που μέχρι τότε είχε ήδη επεξεργαστεί και συγκροτήσει μια ολοκληρωμένη διάσταση πόλεως.
Γεννημένη υπό τη σημαία της «δια-εθνοτικής» συνύπαρξης στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ., η κοινότητα διαμορφώθηκε κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. ως μικτός οικισμός, ή ίσως καλύτερα ως ένα «ανοιχτό» κέντρο, όπου μια μικρή ομάδα ντόπιων μετακινήθηκε από περιοχές της ενδοχώρας, καθώς τους προσέλκυσε η παρουσία των Ελλήνων που έφτασαν σε διάφορες στιγμές στο πλαίσιο των ελληνικών μεταναστεύσεων. Κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ., το ύψωμα οχυρώνεται, ενώ πολλά ιερά δημιουργούνται τόσο εντός του τειχισμένου χώρου, όπως το ιερό κοντά στο Κάστρο/Castello, όσο και εκτός στην κοιλάδα του Varatizzo, όπως το ιερό της Δήμητρας, το ιερό της αποκαλούμενης αγοράς, και το ιερό ‘del Vallo’.
Ακριβώς λόγω αυτών των ισχυρών ενδείξεων, μου φαίνεται περιττό να αναζητήσουμε αλλού, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, μια άλλη πόλη με το όνομα Σίρις-Πολίειον, όπως έγινε πρόσφατα. Στις εκβολές του ποταμού Sinni, ακολουθώντας το πολύπλοκο νήμα μιας πολυεπίπεδης παράδοσης, μια ελληνική πόλις, ενώ στο Policoro, δίπλα στον ποταμό Agri, ένα μικτό κέντρο, στην «περιφέρεια» της αποικίας, προορισμένο να συνεχίσει τη ζωή του και μετά το τέλος της ιστορίας της Σίρης.
Με τη γέννηση των αποικιών του Μεταποντίου και της Σίρης-Πολιείου άρχισε μια νέα ιστορία, ένα πεπρωμένο κυριαρχίας για την πρώτη που έμελλε να ευημερήσει μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., μια σύντομη εμπειρία πόλεως για τη δεύτερη, το πολιτικό τέλος της οποίας τοποθετείται στο 575-560 π.Χ.
Η ΕΚΘΕΣΗ
Annamaria Mauro
Αυτή η έκθεση υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της έρευνας που ξεκίνησε πέρυσι και φιλοξενήθηκε στα Ιταλικά Μορφωτικά Ινστιτούτα του εξωτερικού. Αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας και Πολιτιστικής Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας, η έκθεση αποσκοπεί στην προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας στο εξωτερικό μέσω διαφόρων πρωτοβουλιών, συμβάλλοντας στη διάδοσή και τη γνωστοποίησή της. Η έκθεση αφηγείται, μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα και την ιστορία που τεκμηριώνουν, τον πολιτισμό των λαών που ζούσαν στη Basilicata πριν από την άφιξη των Ελλήνων. Η ένταξη των ανθρώπων της Οινωτρίας σε έναν ευρύτερο ορίζοντα μας ώθησε στην αναζήτηση νέων συνδέσεων και νοημάτων, πεπεισμένοι για την ανάγκη σχεδιασμού μιας νέας έκθεσης που θα παρουσιάζει τα αντικείμενα μέσα στο περιβάλλον τους, θα αφηγείται τη βιογραφία τους και θα παρέχει ένα ξεχωριστό κλειδί για την κατανόηση της δυναμικής των αλληλεπιδράσεων μεταξύ Ελλήνων και Οινωτρών, που ζούσαν εκεί από την εποχή του Σιδήρου, δοκιμάζοντας μορφές συνύπαρξης και πολλαπλής συμμετοχής, αναπτύσσοντας εξαιρετικές κεραμικές δημιουργίες. Με αυτόν τον τρόπο, σε συνέχεια της έκθεσης I tesori della Basilicata (Οι θησαυροί της Basilicata) γεννιέται η παρούσα έκθεση Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Basilicata., Θησαυροί που έρχονται στο φως, καρπός μιας νέας συμφωνίας μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Μουσείων, των Εθνικών Μουσείων της Matera, που υπάγονται στην Περιφερειακή Διεύθυνση Εθνικών Μουσείων της Basilicata, και της Γενικής Διεύθυνσης του Μουσείου της Ακρόπολης της Αθήνας.
Το ταξίδι ξεκινά από το τέλος της Εποχής του Χαλκού στις πρωτοϊστορικές κοινοτήτες της περιοχής της Matera και συνεχίζεται στην Εποχή του Σιδήρου με τους Χώνες-Οινωτρούς στους παράκτιους οικισμούς του Ιονίου και στις εσωτερικές κοιλάδες των ποταμών Agri και Sinni. Τα εντυπωσιακά αντικείμενα της έκθεσης, κτερίσματα σε ανδρικούς και κυρίως γυναικείους τάφους, παρέχουν μαρτυρίες για τον πλούτο και τον ηγεμονικό ρόλο των προσώπων από την ανώτερη κοινωνική βαθμίδα μέσα στις κοινότητές τους και αποκαλύπτουν τις πολιτιστικές επαφές και το εμπόριο με τις περιοχές της ευρύτερης Αδριατικής, της Ετρουρίας (Τυρρηνίας) και του Αιγαίου. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους Οινωτρούς, έναν αρχαίο ιταλικό λαό που κατοικούσε από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. στο νότιο τμήμα της περιοχής, στην ακτογραμμή του Ιονίου και την ενδοχώρα του. Η ανθρωπολογική κουλτούρα του θανάτου, όπως αντιπροσωπεύεται από τα ταφικά σύνολα, αποτελεί το πρωταρχικό στοιχείο για την κατανόηση της κοινωνικής ζωής αυτών των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η ομορφιά των επιλεγμένων για την έκθεση αντικειμένων, από τα οποία ξεχωρίζουν τα κοσμήματα από κράμα χαλκού και ήλεκτρο, μαρτυρά σημαντικές πολιτιστικές επαφές και ανταλλαγές. Η έκθεση αντικειμένων από τα κέντρα της Guardia Perticara, του Chiaromonte, της Incoronata, του San Teodoro di Pisticci και την περιοχή της Matera αποτελεί μια ευκαιρία να γνωρίσει το διεθνές κοινό μερικά από τα πιο εκπληκτικά σύνολα της αρχαίας Basilicata.
Η έκθεση είναι ένα ταξίδι προς την ανακάλυψη της ιταλικής πολιτιστικής κληρονομιάς με πρωταγωνιστή το δίκτυο μουσείων της Basilicata και τους «θησαυρούς» τους, τα αντικείμενα της «αόρατης κληρονομιάς» που φυλάσσονται στις αποθήκες του Εθνικού Μουσείου της Σιρίτιδας, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου του Μεταποντίου και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Domenico Ridola» της Matera. Η έκθεση με τα αποκατεστημένα γι’ αυτήν αντικείμενα διαρθρώνεται σε επιμέρους βασικά τμήματα, με σκοπό να καταστήσει γνωστή τη μοναδική πολιτιστική πραγματικότητα των λαών της αρχαίας Basilicata μέσα από σύνολα σε ορισμένες περιπτώσεις «αόρατα», δεδομένου ότι φυλάσσονται στις αποθήκες, και που για την περίσταση «ήρθαν ξανά στο φως» και εκτίθενται στο ευρύ κοινό.
Συγκεκριμένα, η αποσπασμένη γυναικεία ταφή (Guardia Perticara, τάφος 399, 9ος αιώνας π.Χ.) με τα κτερίσματά της, κυρίως μετάλλινα (κάλυμμα κεφαλής, δαχτυλίδια για τα χέρια και τα πόδια, πόρπες και ένα περίαπτο σε σχήμα κριού), αποκαταστάθηκε. Παρουσίαζε μια μέτρια κατάσταση διατήρησης με διάχυτες ρωγμές που διακλαδίζονταν, ορισμένες πολύ βαθιές, λόγω της μείωσης της υγρασίας μεταξύ του αρχικού περιβάλλοντος και των χώρων αποθήκευσης αλλά και της ακατάλληλης μεταχείρισης και στήριξης. Επιπλέον, ο σκελετός παρουσίαζε ρηγματώσεις, αποσυνδέσεις, μετά-αποθετικές παραμορφώσεις, θρυμματισμούς λόγω συμπίεσης, έντονες αποκολλήσεις, συνεκτικές και μη συνεκτικές εναποθέσεις, καθώς και τοπικές κηλίδες και διάβρωση που πιθανώς προκλήθηκαν από την οξύτητα του εδάφους στο υπόστρωμα. Το έργο αποκατάστασης περιέλαβε τις ακόλουθες παρεμβάσεις: επιφανειακή μικροανασκαφή και διευθέτηση του επιφανειακού εδάφους για τις ανάγκες της έκθεσης, με την απομάκρυνση των επιφανειακών συνεκτικών και μη εναποθέσεων, των υπολειμμάτων χώματος από το υπόστρωμα, των ασβεστολιθικών/πυριτικών επικαθίσεων, των αλατούχων εξανθημάτων και των κηλίδων του σκελετού.
Η έκθεση, αφιερωμένη κυρίως στους Οινωτρούς, ακολουθεί μια χρονολογική πορεία που αναδεικνύει την πολιτισμική τους εξέλιξη. Στην αρχή βρίσκεται ένα χαρακτηριστικό σύνολο από τη σημαντική νεκρόπολη με καύσεις του Timmari (11ος-10ος αιώνας π.Χ.) που τεκμηριώνει τη στιγμή της μετάβασης από τον προγενέστερο πρωτοβιλλανόβιο πολιτισμό.
Η έκθεση παρουσιάζει μια ευρεία επιλογή ταφικών συνόλων και αντιπροσωπευτικών ευρημάτων, με πρωταγωνιστές τα πολύτιμα τέχνεργα που μαρτυρούν τον πλούτο και τον ηγεμονικό ρόλο μέσα στις κοινότητες. Οι Οίνωτρες εγκαταστάθηκαν μεταξύ του 9ου και του 5ου αιώνα π.Χ. σε μια μεγάλη περιοχή μεταξύ της Τυρρηνικής ακτής και της ενδοχώρας του Ιονίου, που αντιστοιχεί στη σημερινή Basilicata, όπου έχουν έρθει στο φως πολυάριθμες νεκροπόλεις. Με τον ελληνικό αποικισμό της νότιας Ιταλίας, οι Οίνωτρες αν και διατηρούν μέρος του δικού τους πολιτισμού, αναπτύσσουν, όπως μαρτυρούν οι πλούσιες ταφές τους, έντονες επαφές και ανταλλαγές τόσο με τους Ετρούσκους, μέσω της σημερινής Καμπανίας, όσο και με τους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην ακτή. Ορισμένες μορφές συνύπαρξης και ενσωμάτωσης ήταν επίσης αποτέλεσμα αυτών των αλληλεπιδράσεων. Οι Οίνωτρες διακρίνονταν για τη φροντίδα που έδειχναν στις σημαντικές ταφές. Στις παλαιότερες ανδρικές ταφές εντοπίζονται επιθετικά όπλα (δόρατα, ξίφη) και από τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξής στοιχεία αμυντικού εξοπλισμού ελληνικού τύπου (κράνη, περικνημίδες, ασπίδες). Στις γυναικείες ταφές τεκμηριώνονται πλούσια διακοσμητικά τέχνεργα από κράμα χαλκού, σίδηρο και πολύτιμα υλικά. Πρόκειται για σύνθετα κοσμήματα, από τα οποία ξεχωρίζουν τα χάλκινα καλύμματα κεφαλής και τα στολίδια, πολλές φορές από χρυσό και άργυρο. Με την πάροδο του χρόνου, τα ταφικά αντικείμενα (περιδέραια, ζώνες, περίαπτα) εμπλουτίστηκαν με διάφορα υλικά, ιδίως με ήλεκτρο από τη Βαλτική και ελεφαντοστό. Η παρουσία πολυτελών στοιχείων κόσμησης και εξωτικών υλικών σε γυναικείες ταφές μαρτυρά τόσο τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι γυναίκες όσο και την πιθανότητα της ένταξης ορισμένων από αυτών στην οινωτριακή κοινότητα ως αποτέλεσμα συζυγικών συμφωνιών· μια ακόμη απόδειξη ενός έντονου δικτύου κοινωνικών σχέσεων. Η οινωτριακή κληρονομιά είναι μοναδική στο είδος της με εμβληματικά τέχνεργα που περιλαμβάνουν γραπτή υπογεωμετρική κεραμική, τοπικής παραγωγής, απομιμήσεις και εισαγωγές από τον αποικιακό κόσμο, χάλκινα σκεύη ετρουσκικής-τυρρηνικής προέλευσης, κοσμήματα (ενώτια, ψέλια, δαχτυλίδια, περιδέραια) και ταφικά ενδύματα (ζώνες, πόρπες, απλά και σύνθετα περιδέραια) από κράμα χαλκού, σίδηρο, ήλεκτρο, ελεφαντοστό και υαλόμαζα. Μια κληρονομιά που αποτελεί σαφή έκφραση μιας κοινωνικά και οικονομικά ιεραρχημένης κοινότητας, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν οικογένειες με εξέχοντα πρόσωπα, ικανά να αλληλεπιδρούν με τους Έλληνες αποίκους και τους Ετρούσκους-Τυρρηνούς και με την πάροδο του χρόνου να αποκτούν τα πολιτισμικά και θρησκευτικά τους πρότυπα. Τα εκλεπτυσμένα αντικείμενα συγκεντρώθηκαν σε 21 προθήκες και υποδιαιρέθηκαν σύμφωνα με την ακόλουθη σειρά: γενικό πλαίσιο της Εποχής του Σιδήρου, ο κόσμος των Οινωτρών, Σίρη, Incoronata, Μεταπόντιο. Όπως και σε άλλες περιοχές, οι γνώσεις μας περιορίζονται στις ταφές και τις σχετικές ταφικές τελετουργίες. Ξεχωρίζει μια εκτεταμένη νεκρόπολη με καύσεις που αποκαλύφθηκε στο Timmari στην περιοχή της Matera, η οποία μπορεί να συγκριθεί με μερικές άλλες στη γειτονική περιοχή της Απουλίας. Τα χάλκινα αντικείμενα από τις τεφροδόχους επιτρέπουν τη χρονολόγηση μεταξύ της Τελικής Εποχής του Χαλκού (12ος αιώνας π.Χ.) και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (9ος αιώνας π.Χ.). Σε άλλα μέρη, ωστόσο, εφαρμόζεται ο ενταφιασμός, με το σώμα σε ύπτια ή συνεσταλμένη στάση, ιδίως στις πλαγιές των λόφων στις θέσεις Incoronata και San Teodoro λίγα χιλιόμετρα από την τοποθεσία όπου θα ιδρυθεί η πόλη του Μεταποντίου. Το φύλο επισημαίνεται με τα μετάλλινα τέχνεργα. Η έκθεση συνεχίζει να αφηγείται την ιστορία των Οινωτρών, κοινά χαρακτηριστικά των οποίων είναι ο ενταφιασμός, η χρήση της τοπικής κεραμικής, με συχνές απομιμήσεις ελληνικών μορφών, ιδιαίτερα των αγγείων του κρασιού, και η παρουσία ετρουσκικών, χάλκινων, σφυρήλατων σκευών. Κέντρα όπως το Chiaromonte φαίνεται επίσης να είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τη Σύβαρη, στο πλαίσιο του εμβρυακού εδαφικού κράτους που δημιουργήθηκε από την αχαϊκή αποικία, η οποία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, αποτελούνταν από είκοσι πέντε πόλεις (μεγάλους οικισμούς) και τέσσερα ἔθνη (λαούς). Το ζήτημα του ελληνικού αποικισμού στη νότια Ιταλία, το οποίο εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την καταγωγή των νεοφερμένων, κλείνει την περιήγηση. Στις ακτές του Ιονίου της Basilicata η παρουσία των Ελλήνων, κυρίως από το Αιγαίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας, δεν εκτοπίζει τους Ιταλούς κατοίκους, αλλά διαμορφώνει διάφορες μορφές συμβίωσης. Κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ., οι οινωτριακοί λαοί ενισχύουν τα ήδη υπάρχοντα κέντρα και εντείνουν τις «διεθνείς» επαφές με την κεντρική Ιταλία, τα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο. Η αύξηση του πλούτου ευνόησε επίσης την αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι οικισμοί να επεκταθούν και να γίνουν πολυπληθέστεροι. Εδραιώθηκε η πολιτική και οικονομική δύναμη των Οινωτρών, οι ταφές των οποίων παρουσιάζουν πρόσωπα της ελίτ σε διαρκή αντιπαράθεση με τους εκφραστές της ελληνικής αριστοκρατίας. Επιβεβαιώνεται η ανάγκη για επίδειξη πολύτιμων αγαθών, όπως το ήλεκτρο από τη Βαλτική που αποκτήθηκε χάρη σε μια πολύπλοκη αλυσίδα επαφών. Στους ανδρικούς τάφους, τα όπλα μαρτυρούν την υιοθέτηση στοιχείων του ελληνικού οπλικού εξοπλισμού, επεξεργασμένα με ηρωικό τρόπο από πολεμιστές-ιππείς. Εμφανίζονται επίσης τώρα σκεύη που σχετίζονται με την κατανάλωση κρασιού και κρέατος, παραπέμποντας στην τελετουργική πρακτική των συμποσίων. Τα ελληνικά αγγεία ή οι απομιμήσεις που παράγονται τοπικά βρίσκονται με αυξανόμενη συχνότητα σε ταφές. Τον 6ο αιώνα π.Χ. η πολιτισμική αφομοίωση γίνεται βαθύτερη και τα ελληνικά αντικείμενα, τα οποία έχουν όλο και μεγαλύτερη ζήτηση, μετατρέπονται σε γνήσια σημάδια κοινωνικής θέσης, μαρτυρώντας τη σταδιακή προσαρμογή στα πρότυπα των ελληνικών αποικιών.
Συμπερασματικά, ο πυρήνας της έκθεσης αφηγείται τον οινωτριακό πολιτισμό ξεκινώντας από τα παλαιότερα σύνολα, που χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ. Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η αφθονία των μετάλλων μαρτυρά το επίπεδο πλούτου, του οποίου τα σύνθετα χάλκινα κοσμήματα αποτελούν την υλική προβολή. Η πολιτισμική εξέλιξη μπορεί να ανιχνευθεί καθ› όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα χάρη στα κτερίσματα που αποτελούνται από λαμπρά κοσμήματα, τεκμήρια του ρόλου και της ιεραρχίας των αριστοκρατών και των σημαντικών επαφών και πολιτιστικών ανταλλαγών με τις ελληνικές αποικίες στα παράλια.
Η περιήγηση ολοκληρώνεται με μια σειρά από αντικείμενα που μαρτυρούν τη διείσδυση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Το κλείσιμο της έκθεσης ανατέθηκε, επομένως, σε ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ο δίνος που απεικονίζει τον μύθο του Βελλεροφόντη από την Incoronata, και το εντυπωσιακό περιδέραιο από ήλεκτρο με περίαπτο σε σχήμα δαιδαλικής κεφαλής από το Chiaromonte, τα οποία αποτελούν υλικά τεκμήρια αυτής της βαθιάς διαδικασίας αλληλεπίδρασης με το ελληνικό στοιχείο.
Από τη θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Διευθυντή καθ. Νικόλαο Χρ. Σταμπολίδη, τους συνεργάτες του και όλο το προσωπικό του Μουσείου Ακρόπολης, για τη φιλοξενία της Έκθεσης στον μοναδικό αυτό χώρο, αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής και αποδοτικής συνεργασίας. Τέλος να ευχαριστήσω όλους εκείνους, τόσο τους υπαλλήλους του Μουσείου της Matera και της Διεύθυνσης των Μουσείων της Basilicata όσο και τους εξωτερικούς συνεργάτες, τους αρχαιολόγους, τους συντηρητές, τους υπεύθυνους και το προσωπικό των αρχαιολογικών αποθηκών, καθώς και το τεχνικό, διοικητικό και φυλακτικό προσωπικό, που δούλεψαν ομαδικά και γόνιμα για την επίτευξη αυτής της έκθεσης.