Συνέντευξη με τον ποιητή Χρήστο Υφαντή.

Επιμέλεια: Βάσω Β. Παππά

Vas_nikpap@yahoo.gr

 

O Xρήστος Υφαντής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα σε νοσταλγικές μυρωδιές φουντωμένων γιασεμιών, ανταλλαγής σπιτικών φαγητών και καμένου ξύλου, σε σπάνια χρώματα ζουμπουλιών, σε δροσερούς βασιλικούς, σ’ ασβεστωμένους τενεκέδες με ντάλιες κι ορτανσίες, στα λόγια του χαρούμενου βοριά, στην πλούσια αγάπη της οικογένειας, στη θαλπωρή γειτονικών συντροφιών μπροστά στην πρώτη τηλεόραση, στ’ ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, στο τζαμί, στο κρυφτό και στην μπουκάλα για το πρώτο φιλί, όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιογραφικό του σημείωμα. Σήμερα ο ίδιος μελετά και πειραματίζεται με τα όρια της φυσιολογίας του νου και των αισθήσεων, ως εκπαιδευτής υποψηφίων οδηγών οχημάτων.

Είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, απλός, εύστροφος και κυρίως χαμηλών τόνων. Αυτά είναι μερικά από τα πολλά επίθετα που θα μπορούσε κάποιος να του προσδώσει.ifantis

Β.Π. : Κύριε Υφαντή, η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για σας. Θα θέλατε να μας περιγράψετε το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε; Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία;

Χ.Υ.: Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια μου περιπλανήθηκαν στα γραφικά, ανηφορικά σοκάκια της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης, χέρι-χέρι με τις ιστορίες, τα μεράκια, τους καημούς, τις ελπίδες, τις λαχτάρες, τα όνειρα, την οικειότητα των μικρών αυλών και των φτωχικών χαμόσπιτων.

Β.Π.: Ποιος επέδρασε καταλυτικά πάνω σας ώστε να ασχοληθείτε με την ποίηση; Πιστεύετε ότι η ποίηση, είτε ελληνική είτε ξένη έχει να πει κάτι, στο σημερινό Έλληνα;

Χ.Υ.: Θυμάμαι τον εαυτό μου να έχει πάντα μια έφεση στον ιδιαίτερο λόγο, γραπτό και προφορικό, να ψάχνω, να συνθέτω, να χάνομαι στις λέξεις. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση το αγαπημένο μου μάθημα ήταν τα νέα Ελληνικά. Ήμουν πολύ καλός στην έκφραση, διάβαζα όλο και περισσότερο για αυτοβελτίωση, έγραφα πολύ καλές εκθέσεις σύμφωνα με την αξιολόγηση των δασκάλων. Με τη συγγραφή ποιημάτων ασχολήθηκα πριν πέντε χρόνια όταν το φτερωτό, ξανθόμαλλο, αορίστου γένους Πρόσωπο της δημιουργίας με κάρφωσε με το βέλος του. Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος θα πω πως η ποίηση είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, ένα κρυφό, μαγικό παραθυράκι πρόσκαιρης, προσωπικής διαφυγής. Όταν κοινωνείται, όποιος αφουγκράζεται τον ψίθυρό της και την αντιλαμβάνεται ανακαλύπτει έναν ακόμη δρόμο πλάι σ’ αυτούς που έχει διαλέξει για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα χωρίς αυτή να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά του.

Β.Π.: Τι σας δυσκολεύει και τι σας ενθουσιάζει περισσότερο στην τέχνη σας;

Χ.Υ.: Η μουσικότητα και το ψάξιμο των λέξεων για την ικανοποιητική απόδοση των νοημάτων. Μ’ ενθουσιάζει η εύρεσή τους!

Β.Π.: Πρόσφατα διάβασα με μεγάλη προσοχή την ποιητική συλλογή σας «Στου έρωτα τη ρέμβη». Υπήρξε κάποιο ερέθισμα που σας ενεργοποίησε στη συγγραφή της; Ποια τα συναισθήματά σας όταν γράφατε;

Χ.Υ.: Σας ευχαριστώ θερμά! Το ερέθισμα για την συγγραφή της πρώτης συλλογής ήταν οι παραινέσεις φίλων για την αποτύπωση των ποιημάτων στο χαρτί, την κυκλοφορία τους και η προοπτική του ανοίγματος νέων δρόμων, της κατάκτησης νέων στόχων. Τα ποιήματα γράφτηκαν σε αραιά χρονικά διαστήματα και τα συναισθήματα που δέσποζαν ήταν ο έρωτας, η αγάπη, η αδημονία, η πληρότητα, η ευτυχία, ακόμη ο πόνος και η πίκρα της έλλειψης.

Β.Π.: Σε κάποιους μπορεί να αρέσει η ποίησή σας, σε κάποιους άλλους όχι. Ποιος είναι ο άνθρωπος που εμπιστεύεστε περισσότερο την κρίση του, αυτός που θα δει τα κείμενά σας για πρώτη φορά πριν δουν το φως της δημοσιότητας;

Χ.Υ.: Απόλυτα φυσικό! Όσον αφορά τον άνθρωπο που εμπιστεύομαι και εκτιμώ την γνώμη του είναι η γυναίκα που με συντροφεύει, με εμπνέει και με παροτρύνει.

Β.Π.: Ποιοι οι αγαπημένοι σας ποιητές και γιατί;

Χ.Υ.: Αγαπώ αρκετούς Έλληνες και ξένους. Ξεχωρίζω – χωρίς να θέλω να αναφερθώ συγκεκριμένα σε κάποιον – αυτούς που μπορούν να πουν πολλά με πολύ λίγες επιλεγμένες λέξεις και τα ποιήματά τους είναι μιας αισιόδοξης τάξης.

Β.Π.: Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο τη σημερινή εποχή; Ποια συμβουλή θα δίνατε στους Έλληνες πολιτικούς και σ’ όλους εκείνους που νιώθουν απογοητευμένοι καθώς έχασαν τα κεκτημένα και τις δουλειές τους;

Χ.Υ.: Αυτά που βλέπω να χαρακτηρίζουν την εποχή μας ως επί το πλείστον είναι η κομπορρημοσύνη, η μεγαλομανία, η κακοβουλία, η υποκρισία, η εγωμανία, ο ατομικισμός, η ευκαιριοκρατία, η αναξιοκρατία, η τεμπελιά, το βόλεμα, ο καταναλωτισμός. Με εξοργίζει ο βαυκαλισμός της παρελθοντολαγνείας και η μακάρια ανευθυνότητα της αυτοθυματοποίησης. Η συμβουλή μου στους Έλληνες πολιτικούς να πορευτούν με αρχές, διάθεση πραγματικής προσφοράς, ειλικρίνεια, “λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά”. Στους απογοητευμένους αυτού του τόπου υπομονή, υπευθυνότητα, καλύτερες επιλογές, αγωνιστικότητα, διεκδικητικότητα.

Β.Π.: Τι έχετε να πείτε για την άπωση της πλειονότητας των πολιτών για το πολιτικό γίγνεσθαι;

Χ.Υ.: Είναι πολύ φυσικό και αναμενόμενο με τέτοιο μακρινό και πρόσφατο παρελθόν αλλά σίγουρα η αποστασιοποίηση δεν θα φέρει την λύση.

Κάθε σώμα, το μισό μιας ψυχής,

Που ακουμπά το βλέμμα του Θεού

Β.Π.: Δύο αγαπημένοι μου στίχοι από τη συλλογή σας. Αλήθεια, πιστεύετε στο Θεό και στη μεταθανάτια ζωή ή δεν έχετε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και σας φοβίζει;

Χ.Υ.: Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από τους περισσότερους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε μια ανώτερη δύναμη για να εξηγήσουν την δημιουργία και να στηρίξουν τις ελπίδες τους σε δύσκολες στιγμές. Όσον αφορά την μεταθανάτια ζωή είμαι συμφιλιωμένος περισσότερο με την ιδέα του κύκλου της ζωής.

Β.Π.: Υπάρχει κάποιο όνειρό σας που δεν έχετε πραγματοποιήσει ακόμα;

Χ.Υ.: Πάντα υπάρχουν όνειρα που επιζητούν την πραγμάτωσή τους όσο ζούμε. Όταν κλείσουν οι πόρτες των ονείρων η ζωή τελειώνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ