Το  βιβλίο του Μάριου Μιχαηλίδη «Η απειλή» είναι προειδοποίηση ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος.

Του Θεοδόση Πυλαρινού (*)

Οργουελικό θα χαρακτήριζα, εκ προοιμίου, το διεπίπεδο μυθιστόρημα του Μάριου Μιχαηλίδη Η απειλή. Είναι μια ανανέωση της φρικιαστικής προφητείας, της ρεαλιστικής σκέψης ορθότερα, του Τζωρτζ Όργουελ, όπως διατυπώθηκε το 1949 στο βιβλίο του 1984 –οι παλαιότεροι θα θυμούνται την ελληνική μετάφραση στην έκδοση του Κάκτου το 1999, και την εντύπωση που προκάλεσε τότε στο ελληνικό κοινό. Ο ίδιος συγγραφέας είχε προμηνύσει με αισώπειους συμβολισμούς την υποδούλωση του ανθρώπινου λογικού στον ελλοχεύοντα συστηματικά μεγάλο αδελφό, ήδη από τη Φάρμα των ζώων, το 1945, έργο επίσης προοιωνιστικό της απειλής που καταδιώκει τον άνθρωπο του 20ού αι. Και επαληθεύτηκε. Τόσο η αλληγορική όσο και η πολιτικοκυβερνητική φαντασία του αποδείχθηκαν ανίκανες μπροστά στην καλπάζουσα πραγματικότητα της εξουθένωσης και της άλωσης, της συντριβής θα ήταν η κυριολεκτική απόδοση, του ανθρώπινου προσώπου και της μεταποίησής του σε μαριονέτα, κινούμενη από τους ρυθμιστές της υποβολιμαίας πληροφορίας.

Ο Μ. Μιχαηλίδης προμηνύει με τη δική του Απειλή τη στείρωση και την υπαγωγή της καταδυναστεύουσας πολιτικής αυθαιρεσίας στον χώρο των σκοτεινών συστημάτων, σε ένα ύποπτο, αφανή και καταχθόνιο κυβερνοχώρο, ασύλληπτο στην ανθρώπινη σκέψη, ο οποίος λειτουργεί βαθμιδωτά, καταργώντας ο ίδιος και εν τέλει κονιορτοποιώντας αλληλοδιάδοχα τους εμφανιζόμενους αντιπροσωπευτικά ως φορείς του, τους υπηρέτες του χρήματος, τους φιλόδοξους ταλαντούχους επιστήμονες, τα μεγάλα τραστ, τους τραπεζίτες, το υφέρπον κεφάλαιο. Το αδιέξοδο αυτό υπόγειο τούνελ με το απύθμενο βάθος και τους ανεξέλεγκτους εμπνευστές και δημιουργούς οδηγεί τελικά στην αδυναμία ελέγχου και την αυτοκαταστροφή του, που συνεπιφέρει και τη συντριβή του ανθρώπου, ο οποίος φέρει μια ιδιότυπη ευθύνη, την ευθύνη της λογιζόμενης ως ακούσιας και γι’ αυτό εγκληματικής συνενοχής του.

Μάριος Μιχαηλίδης

Με την πρότερη εμπειρία ότι η όποια εξουσία δεν αναγνωρίζει ανθρώπινο πρόσωπο, ότι το ανθρώπινο ον εντάσσεται σήμερα στην άμορφη μάζα, ότι η γνώση λειτουργεί εν αγνοία μας, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί έργο επιστημονικής φαντασίας ή πολιτικής απαξίωσης το βιβλίο του Μ. Μιχαηλίδη. Η αλληγορική χρήση της μεταφοράς της ζωής στα νεκροταφεία του πρώτου μέρους του βιβλίου και της γλοιώδους και αηδιαστικής λυματοποίησης της ζωής του δεύτερου μέρους, δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους· πρέπει να μας ανησυχεί η μελλοντολογική θέαση και προειδοποίηση του συγγραφέα, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος.

Ο Μ. Μιχαηλίδης μεγιστοποιεί σκόπιμα το κακό, μετατρέποντας την πόλη του μέλλοντος σε ένα απέραντο νεκροταφείο, αενάως επεκτεινόμενο, εντέχνως και μακάβρια «καλλωπιζόμενο», ένα χώρο που απορροφά σταδιακά την πόλη, μετατρέποντας τους κατοίκους της σε ζωντανούς νεκρούς, που εθισμένοι από τη θέα και δελεασμένοι από τις ελάσσονες ή τη μείζονα εξουσία εκχωρούν φαινομενικά ακουσίως, στην πράξη εκούσια, με τη συστηματική απεμπόληση των ελευθεριών τους, τα δικαιώματα του φυσιολογικού ανθρώπου. Το δράμα βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτές τις αλλεπάλληλες παραχωρήσεις που οδηγούν στην άλωση και την πολτοποίηση, στον επίγειο θάνατο.

Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι η προσαρμογή του αποτρόπαιου μύθου στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Με τόλμη ο Μιχαηλίδης εγκιβωτίζει την προσωπική περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, του  Γεράσιμου Γιαννίδη. Πρόκειται για   τραυματική εμπειρία του Εμφύλιου, υπομιμνήσκοντας ως μοτίβο κατά διαστήματα, εν είδει μοιρολογίου, την κραυγή απόγνωσης των καλαβρυτινών κτιστάδων που εργάζονταν στο νεκροταφείο, αντίκτυπο όσων δολοφονικά διεξήχθησαν τότε από τους Γερμανούς αλλά και τα αδελφοκτόνα στην εμφύλια διχόνοια. Πρόκειται για θρηνητική αλληγορία ενός συνεχόμενου σπαραγμού, τότε υπό το κράτος του πολέμου, τώρα υπό τη διαβρωτική επενέργεια της λήθης και της σταδιακής υποταγής του αντάρτη κεντρικού ήρωα στο σύστημα, κάτι σαν κατά διαστήματα έλευσης των Ερινύων. Πρόκειται για ένα άλλο είδος θανάτου, ψυχικού αυτή τη φορά, που έρχεται να συνδράμει τη γενική απονέκρωση της εποχής μας. Οι ιδέες, οι αρχές, οι αγώνες, το παρελθόν, τα πάντα, ισοπεδώνονται μπροστά στην προσωπική φιλοδοξία και την άνοδο με κάθε μέσο και την κατάκτηση της εξουσίας.

Ο Γεράσιμος Γιαννίδης θα καταστραφεί από το περιβάλλον που τον ανέδειξε, θα χάσει την ανθρωπιά του, θα σαλέψει ο νους του, θα ζει με την απειλή της καταστροφικής φαντασίας του.

Στο δεύτερο μέρος του έργου, που προσεγγίζει περισσότερο τη μελλοντική καταστροφή, την έλλειψη κάθε ελέγχου στα μεγαλόπνοα εφευρήματα του Γιαννίδη, μιας πόλης όπου ο θάνατος ενδημεί στο αποχετευτικό σύστημά της, ο συγγραφέας θα δείξει τους μηχανισμούς της εξουσίας που ελέγχουν τα πάντα με ανανεούμενες υπονομευτικές τεχνικές, καταργώντας κυνικά τα όργανά της. Θα δείξει τον διττό χώρο λειτουργίας του σύγχρονου κόσμου, όπου οι κάτω βυσσοδομούν συστηματικά κατά των επάνω. Το τερατώδες αποχετευτικό σύστημα με τις υπέργειες διακλαδώσεις και διασωληνώσεις του, έργο πολλαπλών σκοτεινών μηχανισμών, ανθρώπων του χρήματος και της εξουσίας, μεγάλων δυνάμεων και αφανών εξουσιαστών θα επιφέρει εν τέλει με την καταστροφή του και την καταστροφή του ανθρώπου.

Οι φρικιαστικές εικόνες και των δύο μερών του έργου, οι τάφοι του πρώτου και τα ορατά αηδιαστικά λύματα του δεύτερου λειτουργούν αντικριστά, με συγκριτική και αιτιολογική σκοπιμότητα. Είναι η παρακμή του σημερινού πολιτισμού, δοσμένη από τη μια πλευρά ιστορικά, πραγματολογικά και από την άλλη ως κοσμική καταστροφή. Η πρώτη με την απογύμνωση του ανθρώπου από αρχές και αξίες οδηγεί στη δεύτερη. Η πρώτη έχει ιστορικό έρμα ώστε να γίνει πειστική η δεύτερη. Η πρώτη, πραγματωμένη, ενέχει το στοιχείο της προσωπικής καταστροφής, της υποταγής του ατόμου και του αισχρού συμβιβασμού του, και ακόμη τη σταδιακή παρουσίαση της πτώσης. Η δεύτερη επαπειλεί, ως μη τετελεσμένη αλλά δυνάμει υπάρχουσα, προμηνύουσα την ακολουθία ενός δρόμου χωρίς επιστροφή. Ο πολίτης του παρελθόντος κινδύνεψε, εγκλωβίστηκε, εκπορνεύθηκε, αλλοιώθηκε, αλλά έχει ακόμη σήμερα κάποια περιθώρια επιστροφής. Ο πολίτης του αύριο, του αύριο στην κυριολεξία, είναι δέσμιος των ελεγχόμενων και στρεβλά κατευθυνουσών πληροφοριών που εκπορεύονται από άγνωστα κέντρα, ανεξέλεγκτα και από τους φορείς που τα εμπνεύστηκαν και τα χειρίζονται. Πρόκειται για έναν χαύνο παρωπιδισμό, για εκτοξευόμενη από σκοτεινά κέντρα ασκεψία, για αναισθησία.

Η απειλή του τίτλου του βιβλίου δεν είναι μυθιστορηματική, είναι πραγματική, δοσμένη σε δύο συνομιλούντα μεγάλα επεισόδια. Είναι ο εφιάλτης που, καίτοι ορατός, παραδόξως βρίσκει τον κινδυνεύοντα άνθρωπο αποχαυνωμένο, δεινά αλλοτριωμένο, συμβιβασμένο με την ιδέα της διαφθοράς έναντι ευτελών απολαύσεων, στην καλύτερη περίπτωση ξεγελασμένο, αλλά και άτολμο να εξεγερθεί.

Είναι η απειλή ενός αφανούς σκοτεινού συστήματος πολλών επιπέδων, ορμώμενου από τις μυστικές δυνάμεις αόρατων και απρόσωπων αρχών, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, αφού δεν προβάλλουν υλική ή πνευματική οντότητα. Είναι μια καθοδική πορεία, κάθε αναβαθμός της οποίας οδηγεί στην άνευ όρων υποδούλωση στα κυρίαρχα τραστ ή τις σκοτεινές υπηρεσίες των μεγάλων δυνάμεων, που είναι αυτονομημένες, αυτεξούσιες, ακόμη και στην ίδια τους τη χώρα.

Ο Μάριος Μιχαηλίδης εγκαινιάζει έναν τρόπο γραφής φρικιαστικό, προκλητικό, υποκινητικό. Εξηγεί με αντικειμενικούς όρους τη χαώδη αυτή ακυβερνησία και τη σταδιακή αλλοίωση του ανθρώπινου προσώπου. Η αλληγορία ενός τεράστιου νεκροταφείου στο πρώτο μέρος αντιστοιχεί με την πραγματικότητα του νεκροταφείου ψυχών στο δεύτερο. Στο πρώτο ο κεντρικός ήρωας συμμετέχει ενεργά, στο δεύτερο ο αναγνώστης μετεωρίζεται και απορεί αν πρόκειται για κατάσταση εφιαλτικού ύπνου ή παραλογισμού. Σε κάθε περίπτωση ο Γεράσιμος Γιαννίδης είναι τραγικός ήρωας, άθυρμα θλιβερό του σύγχρονου τρόπου ζωής, θύμα αυτοκαταστροφικό, δείγμα της βαθμιαίας άλωσης και της κατάντιας του ανθρώπου του αιώνα μας. Με μακάβριο χιούμορ, με λεπτή αλλά εγκαυστική ειρωνεία, με υπαινιγμούς που παραπέμπουν τον αναγνώστη σε γεγονότα καθημερινά, απορρυθμιστικά της ζωής του, συντελεί βοηθητικά στην κατανόηση ενός αφηγήματος ιδιότυπης διττής χωροχρονικής διάστασης, που παραπέμπει επιφενειακά στη λογοτεχνία του φανταστικού, ενώ στο βάθος η φαντασία αποτελεί μικρό μέρος της στυγνής αλλά απίστευτης αλήθειας, αυτής που ο συνένοχος και εν πολλοίς ηθικός αυτουργός άνθρωπος δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Φορείς αναγνωστικής βοηθείας είναι και οι χαρακτηριστικές ανώνυμες φιγούρες, του ποιητή και του διανοούμενου, που επιστρατεύει ο συγγραφέας, μορφών προβεβλημένων κοινωνικά για την πνευματικότητα και το ήθος τους, οι οποίες, ωστόσο, καταλήγουν εύπεπτη βορά του συστήματος, προκειμένου να καταδείξει το μέγεθος του εθισμού και της σήψης.

Θεματικά, σε συνδυασμό με τον τρόπο της εφιαλτικής γραφής, ο συγγραφέας κομίζει κάτι το νέο, κάτι το πρωτότυπο, γεγονός που επισφραγίζεται ειδολογικά από την δίπτυχη παρουσίαση του έργου του, όπου ιστορία και φαντασία συμπλέκονται, όπου το παρόν με τις επιπτώσεις του συγκρούεται με ένα παρελθόν, το οποίο άλλα προοιωνιζόταν και αλλού οδήγησε. Πρόκειται για απειλή όχι απλώς υπαρκτή, αλλά με διαβρώσεις και επενέργεια που ήδη καταστρέφει τον άνθρωπο πνευματικά, για να εκτονωθεί στο εγγύς μέλλον και υλικά, με απώτερες επιπτώσεις σε μια ζωή ήδη υποθηκευμένη στον θάνατο, υπό τις ποικίλες μορφές του.

 

(*)Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι Ομότιμος Καθηγητής Λογοτεχνίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ