Γράφει : Δημήτρης Σουλτάτης

Συγγραφέας

Μέλος της Εταιρίας

Ελλήνων Λογοτεχνών

 

Το έργο του Καθηγητή κ. Αναγνωστόπουλου, δεν είναι μόνο αφιέρωμα για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του εικοσιένα, αλλά και για εμάς ένας θησαυρός, απλός, σύντομος, κατανοητός και αληθινός της μεγάλης Ιστορίας της Πατρίδας μας.

Ένα πόνημα μέγιστης αξίας. Την πρώτη φορά το διάβασα, και την δεύτερη, το μελέτησα. Και στάθηκα σε πολλά σημεία, όπου με άγγιξαν συναισθηματικά. Ήταν·λες κι έβλεπα μπροστά μου έναν – έναν όλους τους γίγαντες – Ήρωες, που έδωσαν το αίμα τους να μας ελευθερώσουν…

Τον Ρήγα Φεραίο, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Ανδρούτσο, την Μπουμπουλίνα, και όλους τους επώνυμους και ανώνυμους που θυσιάστηκαν, για να απολαύσουμε εμείς οι τυχεροί την χαρά της Ελευθερίας.

(c)ellinikignomi

Όπως αναφέρει στη σελ. 9 «Η ιστορία μας, είναι ένα δράμα με παγκόσμιες διαστάσεις, με νίκες και ήττες, με εξάρσεις, και πτώσεις, με θριάμβους και θρήνους, αλλά πάντα ζωντανή και με αδιάλειπτη συνέχεια

Όλα τα γειτονικά κράτη, αρχικά, μας παρακολουθούσαν με δυσπιστία. Εμείς, μια χούφτα Έλληνες, Αρματολοί και Κλέφτες Καπεταναίοι και βοσκοί πάνω στα άγρια βουνά, στα σκοτεινά λημέρια, να οργανώνουν πολεμιστές και να μάχονται τους Τούρκους σε αναλογία ένας με πενήντα! Αυτό, ήταν θαύμα της Επανάστασης όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Συγγραφέας.

Στο πρώτο κεφάλαιο, σαν μεγάλος Δάσκαλος που υπήρξε και είναι, καταπιάνεται με το θεμέλιο του έργου. Η βάση είναι η γλώσσα μας, και η παραγωγή της, οι λέξεις. «Λέξεις διάσημες που έχουν αστέρι στο μέτωπο τους, που γράφουν ιστορία, κινούν την ιστορία, διαμορφώνουν καταστάσεις, ιδεολογίες και χαρακτήρες

Και παρακάτω αναφέρει:

«Πως γίνεται να κρατάει μέσα του κάθε άνθρωπος, στη μνήμη του, λέξεις – σύμβολα, τραγούδια της νιότης και να μετουσιώνονται σε δάκρυα στα γέρικα μάτια του; »

Από την αρχαιότητα:

«Ή ταν ή επί τας.»Των Σπαρτιατών.

Το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα. Το «Εν τούτω Νίκα» και από την Επανάσταση του ’21 «Ελευθερία ή θάνατος».

Μαγικές λέξεις, με βαθύ νόημα, της ψυχής και της καρδιάς, που στο άκουσμα και μόνο, άθελα, σε διαπερνά ένα ρίγος όλο σου το σώμα. Λέξεις που έγιναν Δημοτικά τραγούδια, που εμπνεύστηκαν μεγάλοι ποιητές της Πατρίδας μας και όχι μόνο, που έγιναν θρύλοι, που εμψυχώθηκαν Αγωνιστές, Επαναστάτες, Αρματωλοί και Κλέφτες διανοούμενοι και Λόγιοι αλλά και απλοί άνθρωποι.

Γράφει στην σελ. 18 ο συγγραφέας:

«Το Εικοσιένα γεννήθηκε για να αναγεννηθούμε ως έθνος και κράτος, για να ξαναβρούμε το νόημα της καταγωγής μας, να βρούμε την φύτρα μας και να συναντήσουμε τους προγόνους μας στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στον πολιτισμό, στη δημιουργία, στις τέχνες και τα γράμματα, να γίνουμε αληθινά ελεύθεροι

«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά»

Διονύσιος Σολωμός

«Καλύτερα μιας ώρας

ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια

 σκλαβιά και φυλακή»

Ο Ρήγας ο Βελεστινλής

Στο δεύτερο κεφάλαιο μας παρουσιάζει τα τοπόσημα της Επανάστασης του 1821.

«Οι πρωταγωνιστές αφήνουν αμάραντες πατημασιές, χνάρια αιώνια στο γεωγραφικό σώμα της πατρίδας. Αυτή η πατρίδα είναι ζυμωμένη με τις παλικαριές και τα κατορθώματα, τους αγώνες, το αίμα, τις πληγές, τις επιτυχίες, αλλά και τις αστοχίες και τις αποτυχίες των προγόνων μας. Αυτή οφείλουμε να αγαπάμε, να τη σεβόμαστε και να την προστατεύουμε

Υπάρχει η ομιλία του Κολοκοτρώνη το έτος 1838 στους μαθητές Γυμνασίου στην Πνύκα της Ακρόπολης.

Μετά την πτώση της Χούντας, κάποια μέρα που βρέθηκα στην Αθήνα, στην Πατησίων και Κύπρου γωνία, σε ένα μαγαζί Λαϊκής Τέχνης, στάθηκα για λίγο. Είδα στην βιτρίνα ένα γυαλιστερό αντικείμενο πορσελάνης σε σχήμα τηγανιού που έγραφε στη μέση : « Όποιος ελεύθερα συλλόγαται, συλλόγαται καλά.» Τότε έμαθα, πως αυτή την ατάκα την είπε ο Ρήγας Φεραίος.

Όταν ήμουν στην εφηβεία, έκανα παρέα, τα καλοκαίρια, με ένα εκλεκτό φίλο, τον Κώστα Αθανασόπουλο φοιτητή στην Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα φοιτούσε και στην Πάντειο. Εμένα τότε, η Δημοσιογραφία ήταν το όνειρο μου… θυμάμαι στις συζητήσεις, μου έλεγε πως μπορείς να βγάλεις μια ολοκληρωμένη είδηση. Όταν συμβεί κάτι πρέπει να ρωτήσεις: «Ποιός, πού, πότε, γιατί, τί, πώς». Αυτό ακριβώς υπάρχει στην «Πατριδογραφία». Όλα είναι με τάξη, απλά, ζωντανά και λακωνικά.

Στο τρίτο κεφάλαιο, έχουν θέση οι «Αρχαίοι Χρόνοι» από το Μαραθώνα το 490 π.Χ. Ο Λεωνίδας της Σπάρτης στις Θερμοπύλες, ο Χρυσός αιώνας του Περικλή, ο Παρθενώνας, η Ακρόπολη, οι Φιλόσοφοι της Αττικής, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Φειδίας, Ευριπίδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Αριστοφάνης, κ.α. Κατόπιν έχει: «Ελληνιστικοί Χρόνοι» από το θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου (323 π.Χ. έως 30 π.Χ.). Ακολουθούν «Ρωμαϊκή Χρόνοι» εν συνεχεία, Μέγας Κωνσταντίνος, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζάντιο, σε μεγάλη ακμή, πτώση 1453 Τουρκοκρατία.

Εδώ τώρα, συναντάμε 12 σελίδες συντομότατες, με μία ή δύο προτάσεις, όπου περιέχουν ονόματα, ημερομηνίες, και τόπους! «Χορογραφία της Επανάστασης του Εικοσιένα». Με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως αρχή, να κηρύσσει την Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία στις 22 του Φλεβάρη το 1821 και τελειώνει μέχρι τον κορωνοϊό, στις μέρες μας…

Όσα βιβλία και αν διάβασα, Σχολικά, Ιστορικά, Εγκυκλοπαιδικά, πουθενά δεν βρήκα με τόση συντομία και σαφήνεια γεγονότα σημαντικά που να γίνουν κτήμα μου! Το τονίζω και το πιστεύω, γιατί έτσι είναι. Ο Καθηγητής κ. Αναγνωστόπουλος αυτό πέτυχε και μπράβο του! Σοφόν το σαφές καθώς έλεγαν οι Αρχαίοι πρόγονοι μας.

Στη συνέχεια, υπάρχει το 4ο κεφάλαιο με τον ήρωα Καραϊσκάκη. Τον απλό, τον αγράμματο, τον στιγματισμένο απ’ την κοινωνία, τον πανέξυπνο και ασκοίνιαστο όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Από πολύ μικρός, έγινε φόβος και τρόμος των Τούρκων με μια παρέα ψυχομένων πιτσιρικάδων, πάλευε να σταθεί όρθιος, χωρίς οικογένεια, χωρίς αδέρφια και ξαδέρφια. Επειδή ήταν νόθος και γιος της Καλόγριας. Αργότερα, όταν έγινε καπετάνιος, είδε, που ο Κολοκοτρώνης είχε 12 αδέρφια, αλλά και ένα συγγενολόι 150 Κολοκοτρωναίους! Ο Δεληγιάννης 8 αδέρφια, ο Μακρυγιάννης 12 αδέρφια, ο Παπαφλέσσας 18 αδέρφια! Ο Καραϊσκάκης μια ζωή μόνος… Ως, και στον Αλή Πασά στα Γιάννενα, που τότε είχε ξεχωριστό βιλαέτι από τους Τούρκους, πήγε κι έμαθε την τέχνη του πολέμου, με φυλακίσεις και αποδράσεις αλλά και με πάρα πολλά προβλήματα υγείας. Τώρα πλέον, ήταν άνδρας. Εκεί παντρεύτηκε και έκανε δύο κόρες καιέναν γιο. Την Ελένη, την Πηνελόπη και τον Σπύρο.

Η μητέρα του, με καταγωγή από τη«Σκουληκαριά Άρτας, μια όμορφη, από γενιά αρματολών των Ντιμισκή, στο Μαυρομμάτη Θεσσαλίας παντρεύτηκε τον προεστό Γιάννη Μαυρομμάτη, ατύχησε στο γάμο της, έμεινε νέα και χήρα, έγινε γνωστή ως καλόγρια με το όνομα Ζωή, γέννησε σε μια σπηλιά κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, όπου υπηρετούσε, το παιδί του Βαλτινού Κλεφταρματολού Ίσκου, αυτό ήταν δώρο του Θεού προς το Ελληνικό Γένος. Ευλογημένη ώρα! »

Αυτός ήταν ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» όπως έγραψε ο Κωστής Παλαμάς, που έγινε θρύλος με τις μάχες ενάντια στον πανίσχυρο Κιουταχή στο Κομπότι, στο Δίστομο, στην Άμφισσα, στην Αράχωβα, στο Κερατσίνι, στην πολιορκία της Ακρόπολης, αλλά και στο Φάληρο όπου λαβώθηκε βαριά. Τότε, είπε στους συντρόφους: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Δεν είναι τυχαίο, που για τον πατριώτη μας Καραϊσκάκη ασχολήθηκαν τόσοι βιογράφοι. Ο Κασομούλης, ο Γαζής, ο Αινιάν, ο Περραιβός, Βλαχογιάννης, Φωτιάδης και άλλοι. Τα τραγούδια που γράφτηκαν, παλαιά και νέα, έχουν μέσα όλα αίσθημα και συναίσθημα, πόνο και δάκρυ.

«Παιδιά μου να μ’ακούσετε, παιδιά μου να μ’ ακούστε.

 Να πολεμήσ’ τε την Τουρκιά, όσο κι αν δυναστήτε,

 κι εγώ θα πάω στην Κούλουρη, μες στο Νοσοκομείο.

 Εγώ θα πάω να γιατρεύω, εγώ θα πάω να γιάνω,

 σε πέντε μέρες θελ’ να ‘ρθω, σε πέντε θα γυρίσω.

 Μάϊδε σε πέντε γύρισε μάϊδε σε δεκαπέντε,

και τ’ άλογο σου Γιώργο μου, ακόμα χλιμιντράει…»

 

Τα δημοτικά τραγούδια της φύτρα μας, έχουν την αθανασία και την ιδιαιτερότητα για τον εξής λόγο. Όχι μόνο, για το δίκαιο τον Αγώνα μας, στους αιώνες της σκλαβιάς, αλλά για την τιμιότητα, το πείσμα και την αυταπάρνηση, να ξεσκλαβοθούμε και να αναπνεύσουμε αέρα ελεύθερο!

Αμέτρητοι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, τραγουδιστές, μέχρι και φιγούρες σε θέατρο σκιών, όλα, με ψυχή και τόλμη πέρασαν στην αιωνιότητα και θα μείνουν για πάντα.

Τα δημοτικά τραγούδια για τον Καραϊσκάκη από τον Βλαχογιάννη, τον Μακρυγιάννη, τον Ιατρίδη και τον Σταμέλοτα διάβασα με μεγάλη προσοχή να τα κατανοήσω, επειδή πρώτη φορά τα συνάντησα στην ζωή μου!

Αλλά, ας πάμε στο επόμενο κεφάλαιο στα περήφανα Άγραφα και στο Δημοτικό Τραγούδι του εικοσιένα.

«Τα Άγραφα μια θαυμαστή βουνοθάλασσα ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή ανάμεσα στους νομούς Ευρυτανίας, Καρδίτσας, Τρικάλων και Άρτας, είναι τα χιλιοτραγουδισμένα και καθαγιασμένα βουνά της Ελλάδας

Το μοναδικό τμήμα της Ελληνικής Γης που δεν μολύνθηκε ποτέ από βάρβαρους Τούρκους. Εδώ στα Άγραφα, ήταν οι κρυψώνες και τα καταφύγια των Κλεφταρματολών. Είχε οργάνωση δυνατή, και 4 Ανώτερες Σχολές των Αγράφων όπου δίδαξαν ονομαστοί Δάσκαλοι του Γένους, ανάμεσά τους και ο Αναστάσιος Γόρδιος. Στον τόπο αυτό, υπήρχαν 27 Μοναστήρια, χτισμένα σαν αετοφωλιές ανάμεσα στους βράχους. Όπως της Κορώνας, της Παναγίας της Προυσιώτισσας, της Σπηλιάς, της Πέτρας και άλλα…

Από αυτές τις συνθήκες και σε αυτά  τα μέρη, εμψυχώθηκε και σπούδασε ο τολμηρός και ασυμβίβαστος δεκαπεντάχρονος Καραϊσκάκης, που στο τέλος έφτασε αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης…

«Εδώ κρατήθηκαν ως κόρην οφθαλμούπανάρχαιες παραδόσεις και θρύλοι, ήθη και έθιμα, τραγούδια που τραγουδούσαν τους πόθους, τους Αγώνες και τις ελπίδες των Ελλήνων, τραγούδια δεμένα με τους ανθρώπους και τη φύση».

Τα τραγούδια τους, είναι πολλών ειδών. Της λευτεριάς, τα Δημοτικά, του πόνου, της αγάπης, της ζωής.

«Σήκω, Λενιώ μ’ κι άνοιξε και στρώσε μου να πέσω. Μένα Λενιώμ’ με λάβωσαν στο χέρι και στο πόδι. Σύρε Λενιώ μ’ για τους γιατρούς, τα γιατρικά να φέρεις. Εγώ Λενιώ μου δεν μπορώ…»

 

Της μάχης:

«Τι να ‘ ναι ο αχός που γίνεται κι ταραχή μεγάλη, στη μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα; Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους. Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή και τα βουνά βογκάνε. Κ’ ένα πουλάκι φώναξε από ψηλά κλαράκι. « Πάψε, Γιάννη μ’ τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι, να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα, να μετρηθεί κ’ η κλεφτουριά να μετρηθεί τασκέρι.» Μετριούνται οι Τούρκοι τρείς φορές και λείπουν  πεντακόσιοι, μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρείς λεβέντες

 

Τα αθάνατα Δημοτικά Τραγούδια.

«Πως λάμπει ο ήλιος στα βουνά στους κάμπους το φεγγάρι, έτσι έλαμπε η Λιάκαινα στα Τούρκικα τα χέρια. Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.

  • Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκο άντρα να σ’ αρματώσει στο φλουρί και στο μαργαριτάρι;
  • Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου της γης να κοκκινίζει παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει…»

Εγώ, στο απέραντο κάμπο της Θεσσαλίας μεγάλωσα. Τραγούδια, ελάχιστα γνώριζαν οι γονείς μου και οι μεγάλοι άνθρωποι στον τόπο μου. Ο αείμνηστος Δάσκαλός μου Αποστόλης Γιωτάκος είχε εκδώσει ένα βιβλίο όταν ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού, με χοροτράγουδα της περιοχής Σοφάδων. Επειδή είμαι μανιώδης συλλέκτης παλαιών βιβλίων το έχω και σήμερα στη συλλογή μου… Στην εποχής που ζούμε, ειδικά αυτά τα χρόνια τα περίεργα κανένας δεν τα θυμάται, και όπως πολύ σωστά γράφει στη σελίδα 92 ο συγγραφέας της “Πατριδογραφίας” «Μπροστά στη λαίλαπα της τεχνολογίας και του καταναλωτισμού η στροφή μας προς τη δημιουργική πνοή των παραδόσεων και των τραγουδιών μας, είναι αναγκαία και αίτημα των καιρών…»

 

Ο φίλος μου, Κύριος Καθηγητής έχει ολοκληρώσει μια εργασία πολλών αστέρων! Το κάθε κεφάλαιο, έχει ξεχωριστή αξία ιστορική και λογοτεχνική. Γιατί «έχει πλούτο γνώσης και σοφίας στην ψυχή του, όποιος γνωρίζει την ιστορία μας». Δάκρυσα αρκετές φορές, σε πολλές σελίδες. Τελειώνει με τις μάχες για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας… Το βιβλίο αυτό, δεν πρέπει να λείπει από κανένα σπίτι.

Εγώ, στο Δημοτικό, αλλά και στο Γυμνάσιο, Ιστορία και Γεωγραφία δεν έμαθα. Ίσως, επειδή ήμουνα λίγο μεγάλος, και τα ενδιαφέροντα μου ήταν άλλα. Τότεείχα πάθος με τη Λογοτεχνία, τους μεγάλους Συγγραφείς, και ιδιαίτερα με τον Καζαντζάκη…

Μελετώντας προσεχτικά την «Πατριδογραφία» μπορώ να πω ότι έμαθα πολλά από αυτά που δεν ήξερα… Να είναι καλοτάξιδο, και ο Συγγραφέας γερός και δυνατός για να μας δώσει και άλλα έργα του…

Χίλιες φορές Μπράβο του!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ