Ο συγγραφέας Μάριος Μιχαηλίδης

Ηλίας Γκρής, Λήθαργος Κόσμος (Γκοβόστης 2014)

Του Μάριου Μιχαηλίδη*

 

Η επιστροφή στον Λήθαργο Κόσμο του Ηλία Γκρή έγινε μετά από μια εμμονική διάθεση, να κατανοηθούν όσο γίνεται βαθύτερα και ουσιαστικότερα οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, ιδεολογικές άλλα και γλωσσικές-αισθητικές, της γενιάς του ’70 από τις δύο μεταπολεμικές γενιές. Το ζήτημα είναι ότι οι ποιητές αυτής της μεγάλης ομάδας, δεν είχαν κοινό βηματισμό ούτε και κοινό ιδεολογικό προσανατολισμό. Γι αυτό είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν αρχηγέτη ή έναν χαρακτηριστικότερο από τους άλλους εκπρόσωπό της. Κατά κανόνα, οι τίτλοι αυτοί, όταν δεν προκύπτουν ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες που τις τεκμηριώνουν εμπεριστατωμένες μελέτες, δίδονται μάλλον σε αφελείς δίκην χρεογράφων που κρατούν βασανιστικά δέσμιο τον οφειλέτη. Ο Ηλίας Γκρής, όπως και κάθε προσγειωμένος ποιητής από τη γενιά αυτή, δε θα μπορούσε να αποδεχθεί έναν τέτοιο ρόλο.

Άλλωστε, όλοι οι ποιητές της γενιάς του ’70 έχουν στοιχεία ομοιοτροπίας όπως και στοιχεία που τους διαφοροποιούν μεταξύ τους. Ενώ η συμβολή του καθενός στην ανανέωση του ποιητικού λόγου της γενιάς του έχει ως αδιάψευστο μάρτυρα το έργο του.

Στη συγκεκριμένο έργο, ο Γκρής δικαιολογεί την απόφασή του να εκδώσει ένα ποιητικό βιβλίο με χαρακτηριστικά ποιήματα από τέσσερις συλλογές που γράφτηκαν από το 1977 έως και το 1987. Πρόκειται για τη σύνοψη μιας δεκάχρονης θητείας στην ποίηση που σημαίνει και το κλείσιμο ενός πρώτου κύκλου δημιουργίας. Το έργο ανοίγει με ένα ποίημα από την αποκηρυγμένη πρωτόλεια συλλογή Ομολογίες. Μετά ακολουθούν ποιήματα από τις συλλογές: Ρημαγμένη πολιτεία (1980), Στα γεφύρια του κόσμου (1987), Εχθρικό τοπίο (1983), Λήθαργος κόσμος (1987). Η επιλογή των ποιημάτων ολοκληρώνεται με τις Δεκατρείς φωνές στην Κύπρο, 13 ποιήματα που του δόθηκαν στην Κύπρο. Το βιβλίο κλείνει με ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό Επίμετρο του Αλέξη Ζήρα.

Εκείνο που εξαρχής διαπιστώνει ο αναγνώστης είναι ότι ο Ηλίας Γκρής, όπως άλλωστε και το σύνολο των ποιητών αυτής της γενιάς, κουβαλά το βάρος της διάψευσης των αγώνων, έτσι όπως αυτό το βίωμα πέρασε στην ποίηση της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς:

Κόκκινα χρόνια μετά την Αστραπή/Τα πόδια της σέρνει η γενιά μας βογκώντας/ […] Σε λάσπες ιδεών άοπλη/Κατάσαρκα φόρεσε πανό και σημαίες […] (σ. 16)

Το στίγμα της γενιάς του ’70 είναι το στίγμα των οραμάτων που οι δύο προηγούμενες γενιές ένιωσαν να καταρρέουν κάτω από το βάρος της ήττας. Ένα πικρό βίωμα που το κληρονόμησαν μέσα από την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάκη Σινόπουλου του Τίτου Πατρίκιου, κ.ά. Ακόμη, στο δικό τους στίγμα προστίθεται και το στίγμα μιας κοινωνίας, απογυμνωμένης από ιδέες και μαχητικότητα, εν τέλει ενός κόσμου που έχει περιπέσει σε κατάσταση προθανάτιας παραίτησης. Μέσα στη μήτρα αυτού του κόσμου πορεύεται η γενιά του ’70 και παντού συναντά την οσμή από το άδικο αίμα. Ο Ηλίας Γκρής συνεπαρμένος από το πνεύμα της εποχής και έχοντας γευτεί τη λαίλαπα των καιρών, μαθητεύει κοντά σε σπουδαίους λογοτέχνες, όπως είναι ο Γιώργος Χειμωνάς. Ιδίως το ανεπανάληπτο έργο του Οι Χτίστες γίνεται ο φωτοδότης της συλλογής Ρημαγμένη πολιτεία:

Μπροστά μας η ερημιά των βράχων άστρα/της μοναξιάς που μέσα μας σβήνουν/Πώς να γράψεις, λοιπόν, ποιητή στίχους εξαίσιους/Πάνω σε αίματα που λάμπουν και τώρα; (Ρημαγμένη πολιτεία, σ.17)

Η αίσθηση της προδοσίας και του αδυσώπητου κενού μεταβάλλεται σε βαθειά οδύνη. Και ο ποιητής σέρνει το πάθος μιας φωνής που καταμέμφεται τον εμπαιγμό και την απάτη:

[…]Τα ωραία τραγούδια μας τα πήραν οι βοριάδες/Που ζήσαμε χωρίς τίποτα/Κάτω από μπαλκόνια μεγάλων εμπαιγμών/Ενώ τριγύρω σφυρίζει σαν ηττημένη/Μια επωδός της εξέγερσης κάποιου Νοέμβρη. (Ρημαγμένη πολιτεία, σ. 21)

Μεγαλωμένη η γενιά του ’70 μέσα στη ζοφερή πολιτεία του κατατρεγμού βλέπει τα όνειρά της να τρεκλίζουν και να τσακίζονται την επαύριο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μιας εξέγερσης-απεικάσματος των παλαιότερων αγώνων.

Κι αν σου μιλώ με λόγια δρεπάνια/ Είναι που αντρειωθήκαμε/ Περπατώντας σε χαλάσματα μέσα/ Χαμένοι από τ’ όραμα αυτών που εγενήκαν/Και μέλλουν να γενούν. (Ρημαγμένη πολιτεία, σ. 24)

Χαρακτηριστικό της γλώσσας των ποιημάτων αυτή της συλλογής, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Αλέξης Ζήρας στο Επίμετρο, είναι η απομάκρυνση από την κυριολεξία και η στροφή προς το ουσιώδες, με συνέπεια η γλώσσα να αποκτά την αίσθηση του βάθους. Επίσης, υπογραμμίζει ότι κοινό γνώρισμα πολλών ποιητών αυτής της γενιάς, είναι ο χαμηλός ποιητικός τόνος, χωρίς φυσικά να λείπουν οι εξαιρέσεις.

Άλλο σημαντικό γνώρισμα αυτού του μέρους είναι μια άλλοτε αδιόρατη, ωστόσο παρούσα, και άλλοτε μια περισσότερο αισθητή, ανάμεικτη ή και καθαρή ρυθμική τονικότητα που προσθέτει χάρη και ομορφαίνει τη ροή του λόγου. Χαρακτηριστικοί είναι οι πιο κάτω ανάπαιστοι (σ. 20).

Μα/γε/μέ  νοι/ αποα/ λλό/ κο/τους/ μύ/θους

υ  /υ /–      υ /   υ / —             υ / υ/– / υ

Με / το/ μά τι /θα /μπό απ’ το χνώ /το

υ   / υ / —       υ/ υ /–       υ / υ /–

Αυτό είναι ένα μόνο μικρό δείγμα. Δύσκολα μπορεί κανείς να συναντήσει στον Λήθαργο Κόσμο ποίημα στερημένο από το όμορφο ρίγος που προκαλούν οι ενδιάθετοι στην ποίηση του Γκρή ρυθμοί, ο ίαμβος ή ο τροχαίος αλλά και το υπέροχο μίγμα καθώς συμφύρονται υπέροχα με σπαράγματα δακτύλου ή αναπαίστου.

 

Στη δεύτερη ποιητική συλλογή, Στα γεφύρια του κόσμου ανοίγει η αυλαία ενός νέου σκηνικού που αισθητοποιείται από την ανασύσταση του ποιητικού λόγου και στη μετατροπή του θρηνητικού ύφους σε απολογία. Ασφαλώς, τα ψήγματα της λεηλατημένης ψυχικής ενδοχώρας είναι ακόμη ορατά. Ωστόσο, το ίδιο ορατά είναι και τα σημάδια της αυτοελεγχόμενης ομιλούσας φωνής:

Ξημερώνει το φως./Το χρόνο που ήρθε με παιάνες σμίγοντας/ το πουλί με τα’ αγρίμι στα μάτια της μνήμης./ Τη γλώσσα τεντώνεις ν’ ακουστείς αναμα-/σώντας τύψεις γενεών σε ένα σπίτι στοιχειό […] Πρόσωπα ήρθαν και φύγαν γαλάζια πουλιά στα ράμφη τους φέτες φεγγάρια. (ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ, σ. 43)

Η καταχνιά έχει δώσει τη θέση της στο φως. Η μνήμη, όμως, χωρίς να καταβυθίζεται στο ατελεύτητο μαύρο, επιλέγει να ανακαλεί το παρελθόν ως ένα ζωτικό στοιχείο που κρατεί όρθια τη συνείδηση:

Πορεύτηκε νύχτα η οργή των ανθρώπων/ευχή καλοτάξιδη απ’ αιώνες/ που ο Αλφειός ξεθάβοντας κόκκαλα/των παιδιών και μανάδων ο τρόμος/[…] σκόρπια λιθώδη οστά λευκασμένα/κνήμες πλευρά και κρανία σκοτωμένων/ολάνυχτες πύλες χαμού τα μάτια τους. (ΠΟΡΕΥΤΗΚΕ Η ΝΥΧΤΑ, σ. 45)

Ωστόσο, το άδικο συχνά επανέρχεται με τη μορφή μιας πληγωμένης μνήμης. Και η διάθεση να σηκώσει κανείς το βάρος ενός νέου αγώνα διαλύεται μπροστά στα νέα σημάδια των καιρών:

Κι όταν αδερφό πεθυμήσεις σε διαδηλώσεις/δρόμους ηφαίστεια/Θα τον βρεις αιχμάλωτο μιας μάγισσας οθόνης. […] (Η ΣΤΕΡΝΗ ΜΑΧΑΙΡΙΑ, σ.55)

Και ο ποιητής σαν να ζει μέσα σε μια βασανιστική ερημία διερωτάται: Πού πήγε τόσο αίμα κι ο πόνος απ’ τη στερνή μαχαιριά; (ό.π).

Όμως, την αδυσώπητη αλήθεια τη γνωρίζει, όπως δηλώνεται στο ποίημα ΜΗ ΖΗΤΑΣ, σ. 52-53

Μη ζητάς επαίτης τους όρκους/που γέρασαν περνώντας από χείλη σε χείλη/σκιές φαντασμάτων σ’ ανθισμένα ξωκκλήσια./ Οι ορκισμένοι χαθήκαν/ή άθαφτοι σεργιανούν/ρεματιές, λαγκαδιές και μνημούρια/και οι ζωντανοί μάρτυρες του όρκου/σε τρελάδικα και οίκους ευγηρίας.

Ο κόσμος ο πεθαίνοντας

Αυτός και γεννήτωρ

Της νέας γενιάς.

 

Το ποίημα κλείνει με μια αποστροφή ελυτικής υφολογίας που μεταβάλλεται σε προάγγελο μιας νέας ποιητικής πορείας, στη διάρκεια της οποίας εγκαταλείπεται το εμείς της συλλογικής ευθύνης και αντικαθίσταται με το εγώ. Ωστόσο, δεν πρόκειται για την επιλογή μιας μοναχικής πορείας, αποκομμένης από τη συνείδηση της κοινωνικής και ιδεολογικής συναντίληψης των ομοτέχνων. Περισσότερο μοιάζει με ένα τόλμημα: να ακουστεί ξανά μες στην ερημία της σιωπής που δεν μπορεί να περισώσει τις λίγες θρηνητικές επαναλήψεις, μια φωνή που θα συνενώνει τους πιστούς ενός νέου οράματος. Οράματος που δε θα αποστατεί από τη διαπιστωμένη ταυτότητα αλλά και δε θα “βολεύεται” στην απραγία που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί η θρηνωδία.

Στα πρώτα ποιήματα από τη συλλογή ΕΧΘΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ (1983) καταγράφεται η ατομική ταυτότητα με τις εγχάρακτες στην παιδική μνήμη τραυματικές εμπειρίες καθώς και ένα είδος απολογίας για την εμμονή στην ανάκληση του πένθους που απενεργοποίησε κάθε διάθεση για δράση:

Από μικρός περπατούσα γύρω μου θάνατος/μερόνυχτα τρόμος/σε ακατοίκητα σπίτια κάργες, αράχνες, και άστρα μαχαίρια/ζωή βουρκωμένη, πού να βρεις/τα χέρια να χτίσεις/τ’ άφησες στ’ αναχώματα νεκρούς ευλογώντας […] (ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ, σ. 61)

Την ίδια και απαράλλακτη αίσθηση προκαλούν οι στίχοι:

Μικρός περπατούσα έξω από σπίτια νεκρών/ενώ μια κορνέτα ηχούσε απελπισία/ο αέρας σφυρίζοντας σε αυλές/μισάνοιχτες πόρτες χτυπούσε/ […] Εμένα ο στοχασμός μου απάνω στα βουνά/για χρόνια και μήνες ημέρες ατελέσφορες. (ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ β, σ. 63)

Και καθώς σωρεύεται άλγος και τέφρα, ο ποιητής μέσα από μια μισοϋπνική κατάσταση βιώνει ονειρικά το υπερούσιο κέλευσμα να τον καλεί με λόγο προστακτικό να δει και να αντρειωθεί μέσα από τις αλήθειες ενός καταρρέοντος κόσμου:

Και είπεν η φωνή/ύψωσε τα μάτια σου στον άβατο δρόμο

Ύψωσα τα μάτια και είδα ένα φέγγος/καραβάνια περπατώντας των ανθρώπων/αχός και βουή που διάβαιναν/κουρελήδες σέρνοντας γυμνές ψυχές αίμα και πύον να στάζουν στο χώμα.[…] (ΚΑΙ ΕΙΠΕΝ Η ΦΩΝΗ, σ. 66)

Το ποίημα αυτό με τα υπόλοιπα πέντε συνθέτουν ένα ποίημα εν προόδω. Κατά κάποιον τρόπο συνιστούν έναν προφητικό παλαμικής και ελυτικής εκδοχής που προοιωνίζεται την προετοιμασία για την έξοδο από τον μαρασμό καθώς και την ολομέτωπη πάλη για την αφύπνιση της κοινωνίας από την αφασία του ληθάργου.

Το ποίημα ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ (σ. 77) διαγράφει με ενάργεια τις προθέσεις της φθεγγόμενης φωνής:

Αυτό που θέλω να πω/να ’χει αίμα/ να ’χει οστά/ να ’χει νεύρο εκδικήτρας φάρας/και τα μάτια στο βυθό του ανάστροφα/φυσώντας/ εγκόσμιες φυσαλίδες με θαμμένα σμαράγδια/να ’χει φωνή φέρνοντας ρίγος/ αστραπή που καίει κορμιά/ τρομάζει κοιμισμένες πέρδικες/μες στο στέρνο με άκαυτα δάση […]

Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η οφειλή του απέναντι στους νεκρούς είναι μεγάλη. Με τρόπο ευθύ επικοινωνεί με ποιητές που πέρασαν στην αντίπερα όχθη και που ο ίδιος μαθήτευσε και αντρώθηκε κοντά τους. Χαρακτηριστική είναι η ενότητα-αφιέρωμα στον Τάκη Σινόπουλο, τον ποιητή του Νεκρόδειπνου. Το προσκλητήριο των νεκρών διευρύνεται και μεταβάλλεται σε μια ανάγκη μνημοσύνης.

[…] η φωνή του ποιητή/ποτάμι σκοτεινό σε άγριους καιρούς πέτρες/στίχους κουβαλούσε, ξύλα ντουφεκιές, καπνούς/και αποκαΐδια, γυναίκες οδυρμού και σκοτωμένους. […] (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ Α, σ. 83)

Στον Λήθαργο κόσμο (1987) είχαν ενσωματωθεί οι ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Αυτά τα 13 ολιγόστιχα ποιήματα είναι παρόντα και στην έκδοση του 2014. Η περιδιάβαση στο πληγωμένο νησί ανασκαλεύει την ψυχή του ποιητή με τη μεγάλη θητεία στο θρήνο και την επίκληση των νεκρών. Οι εικόνες του χαμού ψηλαφούν την ευαισθησία του ποιητή και γίνονται ποιητικά σπαράγματα-φωνές κομμένης ανάσας: χαρακτηριστικά είναι τα τρία ποιήματα που ακολουθούν

Φαμαγκούστα/σε είδα/σε άγγιξα/εκεί/ που αλυσίδες δένουν/τα όνειρά σου/άκουσα κραυγές νεκρών. (2)

Αλτ!/Πράσινη Γραμμή/Από μέσα ξαγρυπνούν/διψασμένοι/οι νεκροί μας. (3)

Οχτώ μέρες/σε χάιδευα καθώς εραστής/ώσπου/είδα στα χέρια μου/αίμα. (13)

 

Ολοκληρώνοντας αυτό τη σημείωμα υπογραμμίζω ότι ο Ηλίας Γκρής καταγράφεται ως μια καθόλα έξοχη φωνή που μαζί με άλλες κοσμεί το χώρο των ποιητικών μας πραγμάτων. Η ποίησή του είναι τολμηρή και αμετανόητη στις εμμονές της, χαρίεσσα με τον μυστηριακό χαρακτήρα του λυρισμού της και ελκυστική με την εικονοπλαστική της δεινότητα.

 

*Ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι ποιητής και πεζογράφος, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ