-“Χρειάζεται, δηλαδή, μεγαλύτερη εξειδίκευση σε προηγμένους τεχνολογικά κλάδους, μέσω καλλιέργειας γνωστικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων παροχής έργου στο εργατικό δυναμικό και τον πληθυσμό γενικότερα, καθώς και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της χώρας μας στο σύγχρονο διεθνοποιημένο παραγωγικό και εκπαιδευτικό σύστημα”!

Στην ελληνική οικονομία υπάρχει έντονη ανάγκη μεγαλύτερης εξωστρέφειας, δηλαδή επέκτασης της μεταποίησης, που εξάγει και υποκαθιστά εισαγωγές!
Αυτό, όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο καθιερωμένο δελτίο για την ελληνική οικονομία, σημαίνει μεγαλύτερη εξειδίκευση σε
προηγμένους τεχνολογικά κλάδους, μέσω καλλιέργειας γνωστικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων παροχής έργου στο εργατικό δυναμικό και τον πληθυσμό γενικότερα, καθώς και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της χώρας μας σε ένα παραγωγικό και εκπαιδευτικό σύστημα, που
είναι de facto διεθνοποιημένο.
Η επίκληση της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής στην παραγωγικότητα, την καινοτομία, κλπ. είναι λόγια κενού περιεχομένου, χωρίς η χώρα να διαθέτει τις ανάλογες δεξιότητες.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (OECD Skills Outlook 2017), η Ελλάδα υστερεί δραματικά, σε σχέση με άλλες χώρες στην συμμετοχή σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και οι Έλληνες δεν έχουμε τις δεξιότητες, που απαιτούνται για να αποκτήσει η οικονομία μεγαλύτερη εξωστρέφεια.
Και βεβαίως, η ανάπτυξη δεξιοτήτων μέσω εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν είναι μόνον θέμα επάρκειας κρατικών πόρων. Είναι περισσότερο θέμα οικονομικής ευρωστίας, μιας οικονομίας, που αναπτύσσεται ταχύρρυθμα και όχι υποτονικά, λόγω των ποικίλων διαρθρωτικών εμποδίων στην ανάληψη οικονομικής και επενδυτικής δραστηριότητας.

“Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει γερές γνωσιακές βάσεις, υστερεί, όμως, σε οργάνωση, εξωστρέφεια, αξιολόγηση και σε μηχανισμούς διασύνδεσης με την αγορά εργασίας”!

Μόνον σε μια οικονομία, που οι επιχειρήσεις επενδύουν, πληρώνουν καλούς μισθούς και ζητούν εργαζόμενους με δεξιότητες, δημιουργούνται παράπλευρα και οι κατάλληλες δομές εκπαίδευσης και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού.
Προς τον σκοπό αυτό, το κράτος, οι εργοδότες, τα συνδικάτα και οι φορείς εκπαίδευσης και κατάρτισης απαιτείται να συνεργάζονται ώστε να παρέχονται ευκαιρίες κατάρτισης στους εργαζόμενους στην δουλειά τους και επανακατάρτισης σε ενηλίκους που χρειάζονται νέες δεξιότητες. Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να προσφέρουν υψηλές γνωστικές δεξιότητες σε μαθητές και φοιτητές.
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει γερές γνωσιακές βάσεις, υστερεί, όμως, σε οργάνωση, εξωστρέφεια, αξιολόγηση και σε μηχανισμούς διασύνδεσης με την αγορά εργασίας ώστε να κατανοεί τις ανάγκες και να παρέχει τις κατάλληλες δεξιότητες.

“Για να επιτελέσει η παιδεία τον ρόλο του μοχλού κοινωνικής κινητικότητας , απαιτείται να δοθεί μεγαλύτερη ελευθερία στις εκπαιδευτικές δομές, να ενσωματώσει εργαλεία αξιολόγησης και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα επενδύοντας στη συνεργασία με την αγορά”!

Οι Έλληνες είμαστε ευέλικτοι και προσαρμοστικοί, ιδίως όταν λειτουργούμε σε συνθήκες πιο οργανωμένων εκπαιδευτικών και εργασιακών δομών, όπως αποδεικνύει η επιτυχία των Ελλήνων πανεπιστημιακών στις ΗΠΑ αλλά και ικανοί να υπερβούμε προκλήσεις, όπως αποδεικνύεται από τις από τις πολυπληθείς ετεροαναφορές σε επιστημονικές δημοσιεύσεις Ελλήνων πανεπιστημιακών, που καταγράφει ο ΙΟΒΕ.
Η δημόσια παιδεία λειτούργησε παλαιότερα ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού.
Η αδυναμία της, ωστόσο, να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, της στερεί σταδιακά αυτή την ιδιότητα.
Για να επιτελέσει ξανά αυτό το ρόλο, απαιτείται να δοθεί μεγαλύτερη ελευθερία στις εκπαιδευτικές δομές, να ενσωματώσει εργαλεία αξιολόγησης και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα, επενδύοντας στην συνεργασία με την αγορά.
Μόνον έτσι θα πάψει να οδηγεί από την πίσω πόρτα τους μαθητές/φοιτητές, και τους φορολογούμενους γονείς τους, που ήδη πληρώνουν ακριβά την δημόσια παιδεία, στα φροντιστήρια και την ιδιωτική εκπαίδευση, που αντιστοιχεί σε 3,7 δισεκατομμύρια, επιπλέον των 5,6 δισεκατομμυρίων ευρώ του προϋπολογισμού για το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ