(c)ellinikignomi

Γράφει η Μαρία Χατζηνάκου* ανταποκρίτρια της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΝΩΜΗΣ στην πολιτεία του Illinois Η.Π.Α.

Ιστορικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη ελληνόφωνων κατοίκων στην περιοχή της Πίνδου γύρω στα 2200-2100 π.Χ. Από αυτά τα πρώτο-ελληνικά φύλα, στις αρχές της 2ας χιλιετίας π.Χ., ξεχωρίζουν τρείς βασικές ελληνόφωνες ομάδες: α) η Νότιο-Ελληνική ομάδα, περιοχή Β.Δ. Θεσσαλίας, με τους Ίωνες κυρίως, β) η Ανατολική ομάδα, στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας, με την Αρκαδική και Αιολική διάλεκτο, και γ) η Δυτική ομάδα, η φυλή των Μακεδνών, που είναι και η πολυπληθέστερη. Τα δυτικά φύλα, και οι Μακεδνοί κυρίως, διασπώνται. Μία ομάδα προωθείται προς την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Μία άλλη εγκαθίσταται στην περιοχή της Δωρίδας, που θα ονομαστούν και Δωριείς. Η Τρίτη ομάδα στρέφεται προς την Θεσσαλία. Η τέταρτη, οι Μακεδόνες, απλώνεται στις περιοχές της σημερινής Δυτικής, Νότιας και Κεντρικής Μακεδονίας. Η ομάδα αυτή, ελληνόφωνη όπως και οι άλλες, δεν κινείται προς τα νότια και για αρκετούς αιώνες μένει μακριά από την ραγδαία πολιτιστική εξέλιξη των συγγενών φυλών που έρχονται σε επαφή με τους ανεπτυγμένους Κρητο-Νησιωτικούς πληθυσμούς του νότου. Οι Δωριείς, φύλο Μακεδνών, από την περιοχή της Δωρίδας και οι Μακεδόνες ανήκουν στην ίδια κοινωνικο-γλωσσική ομάδα των Μακεδνών, από την οποία οι Δωριείς διασπάστηκαν και κινήθηκαν να βρουν τις τύχες τους προς τον νότο. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς κατατάσσουν τους Μακεδόνες ανάμεσα στην οικογένεια των ελληνόφωνων φύλων. Την περίοδο μεταξύ 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. οι Μακεδόνες κινήθηκαν ανατολικά της Ορεστίδος (περιοχή της σημερινής Καστοριάς) και εγκαθίστανται διαδοχικά στις επαρχίες Πιερίας, Βοττιαίας (περιοχή Βερμίου), Εορδαίας (σημερινής Πτολεμαϊδας) και Αλμωπίας (σημερινής Αριδαίας). Κατόπι διέσχισαν τον ποταμό Αξιό και πλησίασαν στα όρια της Χαλκιδικής. Οι Πελασγοί, (πρωτοελληνικά φύλα) και άλλα φύλα, όπως Θράκες, που προηγουμένως κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές, αφομοιώνονται. Με αυτόν τον τρόπο ο Μακεδονικός κόσμος μέσω της θαλάσσιας επικοινωνίας έρχεται σε επαφή με τα ελληνικά φύλα του νότου και σημειώνεται μια ραγδαία πολιτιστική ανάπτυξη, που έφτασε στο απόγειό της κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αμύντα, του Φιλίππου Β΄, και του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε ως δάσκαλό του τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη. Θα ήταν δύσκολο σήμερα να προχωρήσουμε στο συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν μέρος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες σε συνδυασμό με την γλωσσολογική ανάλυση και την εύρεση μεγάλου αριθμού επιγραφών ( 5.000 περίπου)- όλα στα Ελληνικά -μαζί με πλούσιο επίσης δειγματολόγιο Ελληνικών ονομάτων, αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε ποτέ διακοπή είτε πολιτιστική, είτε γλωσσολογική στην συγγένεια των Μακεδόνων με τους υπόλοιπους Έλληνες. Δεν είναι αλήθεια ότι μόνο οι ευγενείς Μακεδόνες μιλούσαν Ελληνικά. Ανάμεσα στα ευρήματα, που υπήρχε σε ένα πήλινο κομμάτι, ήταν γραμμένος στα ελληνικά ένας κατάδεσμος (μια κατάρα) από μία κοινή θνητή. Η ενότητα των Μακεδόνων με τους υπόλοιπους Έλληνες αποδεικνύεται ακόμη κάθε φορά με τα ευρήματα τα οποία έρχονται στο φως με τις σπουδαιότερες αρχαιολογικές ανασκαφές, κυρίως στις περιοχές της Πέλλας, της Βεργίνας, του Δίον, της Αιανής, της Σίνδου και λιγότερο στο Βόϊο, την Κοζάνη, την Καστοριά, την Φλώρινα, την Έδεσσα, την Αριδαία, το Κιλκίς, και φυσικά την Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική. Η Μακεδονία συνεχίζει να είναι Ελληνική γη κατά την περίοδο των Επιγόνων, διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και για δύο αιώνες ήταν ο πυρήνας ευρύτερων κρατικών ενοτήτων που διοικούνται από Μακεδόνες βασιλείς. Μόνο μετά την αποφασιστική μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ. η Μακεδονία παύει να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος και υποδουλώνεται στους Ρωμαίους. Παρ’ όλες τις συνεχιζόμενες επιδρομές των Γότθων κατά την διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ. , οι οποίοι απωθούνται, δεν σημειώνονται εθνολογικές αλλοιώσεις. Όταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους μεταφέρεται στο Βυζάντιο, η Θεσσαλονίκη γίνεται η σπουδαιότερη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, θεωρούσε φυσικά τους Μακεδόνες Έλληνες και γι’ αυτό κήρυξε και έγραψε τις Επιστολές του προς αυτούς στα Ελληνικά, όταν πέρασε από την Μικρά Ασία στην Μακεδονία, για να διαδώσει τον χριστιανισμό. Βασικά ο Ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτος μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. όταν διάφορες σλαβικές φυλές άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή της Μακεδονίας. Το 668 μ. Χ. ο Ιουστινιανός Β΄, τους νίκησε σε αποφασιστική μάχη και απώθησε πολλούς απ’ αυτούς βίαια στην Βιθυνία και την Μ. Ασία. Για ένα διάστημα οι Σλάβοι έζησαν ειρηνικά στις Ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου και πολλοί από αυτούς εξελληνίστηκαν. Στο μεταξύ φινο-ταταρικά φύλα -οι Πρωτοβούλγαροι – εισέδυσαν στην Βαλκανική και άρχισαν να υποτάσσουν τους Σλάβους, αφομοιώνονται γλωσσικά από τους πολυπληθέστερους Σλάβους. Από την συνένωση των δύο λαών δημιουργείται το βουλγαρικό κράτος και εμφανίζονται με το κοινό όνομα Βούλγαροι. Τον 11ο αιώνα μετά την γενοκτονία των Βουλγάρων από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, ο Ελληνικός πληθυσμός της υπαίθρου τονώνεται και σημειώνεται πάλι νέα ελληνική αναγέννηση σε όλη την έκταση της Μακεδονίας. Η Σερβική αυτοκρατορία του Στέφανου Ντουσάν, που εξαπλώνεται στην Μακεδονία τον 14ο αιώνα, ήταν βραχύβια χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο στον εθνολογικό χαρακτήρα της Μακεδονίας. Η εθνική αφύπνιση των Σέρβων κατά τον 19ο αιώνα με τις αναμνήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος συνετέλεσαν στην προβολή διεκδικήσεων στην Μακεδονία. Κάτι ανάλογο έγινε και με την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, οι οποίοι κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα επικαλούνται τίτλους κυριότητας στην Μακεδονία με βάση την πρόσκαιρη κατοχή της από τον τσάρο Σαμουήλ. Μετά τον 18ο αιώνα το ελληνικό στοιχείο ανθεί με πολλαπλούς τρόπους στον οικονομικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό τομέα, οδηγώντας στην πλήρη επικράτηση της ελληνικής, πνευματικής και πολιτιστικής επιρροής στην περιοχή. Με την καθοδήγηση και την συμπαράσταση και του ελληνικού κλήρου, οι μάζες των χριστιανών στην Μακεδονία αποκτούν συνείδηση της ελληνικής τους ταυτότητας παρόλο που αναγκάζονται να μιλούν Σλαβικά για λόγους επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Σλάβους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί απ’ αυτούς τους σλαβόφωνους χριστιανούς στέλνουν τα παιδιά τους σε Ελληνικά σχολεία, και πολεμούν κατά των Οθωμανών κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821-1828. Και ακολούθως παίρνουν μέρος σε όλα τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας κατά τον 19o αιώνα πολεμώντας για την ένωση της Μακεδονίας με το ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Με την ίδρυση της ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας το 1870, της γνωστής ως Εξαρχίας, αρχίζει φανερά ο ελληνο-βουλγαρικός ανταγωνισμός για επικράτηση στην Μακεδονία. Ο ανταγωνισμός αυτός είχε κατά νου την εδραίωση της εθνικής ταυτότητας στις σλαβόφωνες μάζες που κατοικούσαν στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας μεταξύ Καστοριάς- Πτολεμαίδας-Γιαννιτσών- ΖίχνηςΣερρών στο νότο, και Αχρίδας- Περλεπέ- Στρώμνιτσας-ΜελενίκουΝευροκοπίου, στον βορρά. Με τον ατυχή πόλεμο του 1897, οι Βούλγαροι κατάφεραν να προσεταιριστούν ένα μεγάλο μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού της ανωτέρω αναφερθείσης ζώνης. Έτσι το καλοκαίρι του 1903, κατά την εορτή του Προφήτη Ηλία, έγινε μια εξέγερση, γνωστή ως «Ιλιντεν», που πνίγηκε στο αίμα σε σύντομο χρονικό διάστημα από τον Τουρκικό στρατό. Συνέπεια όμως αυτής της εξέγερσης ήταν η καταστροφή πολλών ελληνικών κοινοτήτων και κωμοπόλεων της δυτικής και βόρειας περιοχής της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και του Κρουσόβου, με επικείμενο τον κίνδυνο να χαθεί η Μακεδονία μας. Έτσι άρχισε ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας το 1904 και που διήρκεσε ως το 1908, με προσάρτηση εθελοντικών ελληνικών σωμάτων από το ελεύθερο ελληνικό κράτος, την Κρήτη και άλλες περιοχές του υπόδουλου τότε ελληνισμού, συνδράμοντας έτσι τους γηγενείς Μακεδόνες αγωνιστές. Κατάφεραν με τον αγώνα αυτό να αναχαιτίσουν την επέκταση της Βουλγαρικής προσηλυτιστικής δραστηριότητας και να διατηρήσουν τον ελληνικό χαρακτήρα της νότιας και κεντρικής ζώνης της Μακεδονίας. Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα μεταξύ 1904-1908, σε πολλές περιοχές τα ελληνικά σώματα αποτελούνταν κυρίως από σλαβόφωνους και Βλαχόφωνους αντάρτες, τους «Γραικομάνους» (όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι), που ήταν φανατικοί Έλληνες προσηλωμένοι στην ελληνική εθνική ιδέα. Οι ‘Ελληνες, λοιπόν, αγωνίστηκαν σε μια περιοχή όπου ζούσε κυρίως ένας φιλικά προσκείμενος και συγγενής πληθυσμός, προσηλωμένος βαθιά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική ιδέα, άσχετα αν δεν μιλούσε πάντα την ελληνική γλώσσα. Όταν ο Έλληνο-βουλγαρικός ανταγωνισμός ήταν στο απόγειό του, διάφορα στατιστικά στοιχεία προσπαθούσαν να αναδείξουν την εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας, βασιζόμενες σε διαφορετικά κριτήρια, με την επιδίωξη να εξυπηρετήσουν εθνικές φιλοδοξίες. Οι Βούλγαροι θεωρούσαν την ομιλούμενη γλώσσα ως κριτήριο, ενώ οι Έλληνες βασίζονταν στην εθνική συνείδηση ή στην εκκλησιαστική ένταξη του συγκεκριμένου πληθυσμού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή την Βουλγαρική Εξαρχία. Η Οθωμανική απογραφή του Χιλμή Πασά το 1904, αναφέρει την ύπαρξη Ελλήνων, Βουλγάρων, Τούρκων, Σέρβων, Εβραίων και άλλων εθνοτήτων, όχι όμως την ύπαρξη Μακεδόνων ή Μακεδονικής εθνότητας, όπως ισχυρίζονται οι Σκοπιανοί στις μέρες μας. Μακεδόνες αποκαλούνταν με την γεωγραφική έννοια του όρου όλοι οι κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Αυτό δείχνει καθαρά ότι στις αρχές του 20ου αιώνα κανείς δεν είχε ανακαλύψει την ύπαρξη ενός ιδιαίτερου Μακεδονικού έθνους. Έτσι κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι σλαβόφωνοι που επέλεξαν να παραμείνουν στην Ελλάδα ήταν ελληνικής εθνικής συνείδησης. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο όρος «Σλάβο-Μακεδόνας» αναφέρεται στους Σλαβόφωνους κατοίκους του ευρύτερου χώρου της Μακεδονίας. Η επινόηση της «Μακεδονικής Εθνότητας» από τον Τίτο, είχε σαν στόχο την ενσωμάτωση τόσο της Βουλγαρικής όσο και της Ελληνικής περιοχής του ευρύτερου χώρου της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο μακεδονικό κράτος, που θα μετατρεπόταν σε ομόσπονδη δημοκρατία της μεταπολεμικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Γι’ αυτό οι ηγέτες των Σκοπίων, αν και άθεοι, κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες να ιδρύσουν την Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία το 1967, παρά τις αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου και την άρνηση όλων των Ορθόδοξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών να αναγνωρίσουν την αντικανονική αυτή ενέργεια. Η γλώσσα τους, (μια τεχνητή γλώσσα, μείγμα τοπικής σλαβικής διαλέκτου, κυρίως βουλγαρικής), και η εκκλησία τους, δύο χαρακτηριστικά στοιχεία των κατοίκων στο Γιουγκοσλαβικό μέρος της Μακεδονίας, που τους συνδέουν με τους Βουλγάρους και τους Σέρβους αντίστοιχα, μεταλλάχτηκαν ριζικά. Με αυτόν τον τρόπο ήταν εύκολο να καθιερωθεί ο μύθος της ύπαρξης ενός «Μακεδονικού Έθνους». Έτσι άρχισε η μονοπώληση του Μακεδονικού ονόματος, που έχει αρχαία ελληνική προέλευση, για να τους συνδέσει με τον Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο. Παίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις δύο έννοιες του ονόματος, την γεωγραφική και την εθνική, δημιουργούν τέτοια σύγχυση, ώστε οι ξένοι ανυποψίαστοι να μην μπορούν να διακρίνουν την διαφορά και να δέχονται το κάθε τι «μακεδονικό» ότι ανήκει στους Σκοπιανούς. Η προσπάθεια που κατέβαλαν οι αναθεωρητές ιστορικοί των Σκοπίων είχε δύο βασικούς στόχους: α) να εξαλείψουν από την Μακεδονία κάθε ιστορικό και πολιτιστικό ίχνος των άλλων λαών ( Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων), βάζοντας στην θέση του την ετικέτα του «Μακεδονικού» και β) να καθιερωθεί ως ιστορικό δόγμα η ύπαρξη του «Μακεδονικού» έθνους, όχι μόνο από το 1944 , αλλά 13 αιώνες πριν, με την εγκατάσταση των πρώτων σλαβικών φυλών στην Μακεδονία, τον 7ο αιώνα μ. Χ. Οι ιστορικοί τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες, δεν ήταν Έλληνες. Μόνον η άρχουσα τάξη λένε, ότι είχε εξελληνιστεί, ενώ η μάζα του λαού παρέμειναν Μακεδόνες, δηλαδή μη Έλληνες. Και όταν οι Σλαβικές φυλές έφτασαν στην Μακεδονία μεταξύ του 6ου και 7ου αιώνα μ.Χ. αναμείχτηκαν με τους γηγενείς «μη Έλληνες» Μακεδόνες, διεκδικώντας ότι είναι οι έμμεσοι διάδοχοι της κληρονομιάς των Αρχαίων Μακεδόνων. Το Μακεδονικό λοιπόν έθνος ξεπήδησε από αυτούς τους Σλαβο-Μακεδόνες με την οικειοποίηση και την μονοπώληση του «μακεδονικού ονόματος» και όλων των παραγώγων: της ιστορίας, του πολιτισμού, των μνημείων και των ιστορικών μορφών. Οι Έλληνες της Μακεδονίας καλούν τους εαυτούς τους «Μακεδόνες» όπως ακριβώς οι κάτοικοι της Ηπείρου καλούνται «Ηπειρώτες», οι της Πελοποννήσου «Πελοποννήσιοι», κ.λ.π., καταγόμενοι από τα αντίστοιχα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδος. Λίγα παραδείγματα είναι ικανά για να αποδείξουν με σαφήνεια το μέγεθος της της σκευωρίας και της πλαστογράφησης της ιστορίας. Ακόμα και η ελληνική επανάσταση του 1821, για παράδειγμα, μεταβάλλεται σε «μακεδονική» όταν γίνεται αναφορά στους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας που ζούσαν στα εδάφη της Μακεδονίας του Μ. Αλεξάνδρου. Η συνεχής επανάληψη για 40 και πλέον χρόνια των χαλκευμένων ιστορικών θεωριών, μαζί με έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό που είναι προσαρμοσμένος στην εμπέδωση του πειράματος μετάλλαξης του πληθυσμού της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε «Μακεδόνες», φαίνεται να έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα κατά την κρίση τους. Η αντίληψη που έχουν οι νέες γενιές των Σκοπίων για την ιστορία της Μακεδονίας είναι αυτή που διδάχτηκαν, και όχι αυτή που δέχεται η ιστορική επιστήμη. Με τον ζήλο του νεοφώτιστου εθνικιστή, οι νέοι «Μακεδόνες» είναι περήφανοι για το πλαστό παρελθόν τους και αντιδρούν με τυφλό φανατισμό όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει θέματα της εθνικής τους ύπαρξης. Όσοι, δε, τολμούν να αντισταθούν στην πλύση του εγκεφάλου, κατηγορούνται ως «αντιμακεδονιστές», «γραικομάνοι» ή ακόμα και ως πλαστογράφοι της ιστορίας. Εκτός όμως από την ιδιαίτερη κρατική τους υπόσταση, την γλώσσα τους, την εκκλησία τους και την ιστορία, το νεόπλαστο «μακεδονικό» έθνος κληροδοτήθηκε και με την δική του «Μεγάλη Ιδέα» το όνειρο μιας «Μεγάλης Μακεδονίας» με εδαφικές διεκδικήσεις. Οι αντιδράσεις των Ελλήνων που κατοικούσαν, κατοικούν στην Μακεδονία ή έλκουν την καταγωγή τους από αυτή είναι απολύτως φυσιολογικές, διότι ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι θα μπορούσε κάποιος ξαφνικά να αμφισβητήσει τα στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς ή ακόμα και να τους απαγορεύσει την χρήση του ονόματός τους ως Μακεδόνες. Οι ηγέτες των Σκοπίων θα πρέπει να καθιερώσουν καλές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Θα ήταν καλό επίσης να διευθετήσουν το ζήτημα της ονομασίας με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλούν την Ελλάδα και να δημιουργούν αναστάτωση σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή. Θα πρέπει επίσης να παραμερίσουν την προπαγάνδα που έχει στόχο εθνικιστικές βλέψεις, επιθετικές διαθέσεις με εδαφικές διεκδικήσεις όπως παρουσιάζονται σε χάρτες τους, στα διδακτικά τους βιβλία, κ.λ.π., ζητήματα τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τον 19ο και 20ο αιώνα κυρίως, που προβάλλονται ακόμη και σήμερα, και αρνούνται να τα προσαρμόσουν σύμφωνα με τη ιστορική αλήθεια. Το Σκοπιανό ζήτημα, βέβαια, πήρε την μορφή που έχει σήμερα από το 1991, κυρίως λόγω των εθνικιστικών κύκλων που δρουν στις Η.Π.Α. και στον Καναδά αλλά και στον χώρο της Αυστραλίας ακόμη. Ο Ίων Δραγούμης στο βιβλίο του «Μαρτύρων και Ηρών Αίμα» αναφέρει: «Εξόν από τα έθνη του Αίμου και οι Ευρωπαίοι χώνονται στην Μακεδονία. Σε ξένο αχυρώνα τι θέλουν πάλε τούτοι. Πειράζει κάθε μορφωμένο η ιδέα πως διαφορετικά από τους Έλληνες φαντάζονται την Μακεδονία οι ξένοι. Ζηλεύουν οι Μακεδόνες την πατρίδα τους, και επειδή φοβούνται μην την κακολογήσει κανείς, δεν παραδέχονται να ακουστεί γι’αυτήν ομιλία από ξένου στόμα βγαλμένη.» Η Μακεδονία μας, Έλληνες, είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, όμορφη και σε ωραίο μέρος τοποθετημένη (όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα φυσικά) και γι’ αυτό το λόγο την διεκδικούν πολλοί.

 

*Καθηγήτρια φιλόλογος, απόφοιτος Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μ.Α. Γλωσσολογίας, και 2ου Μ.Α. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Northeastern Illinois University, U.S.A. Με άδεια εκπαιδευτικού για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης της πολιτείας του Illinois Η.Π.Α. (παίρνοντας επιπλέον 20 πανεπιστημιακά μαθήματα πέραν των πτυχίων του Μάστερ), για διδασκαλία στα Αμερικανικά σχολεία της πολιτείας του Ιλλινόϊς. Πρώην Γενική Γραμματέας Παμμακεδονικής Ένωσης Αμερικής. Διευθύνουσα των Ελληνικών Σχολείων της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ιεράς Μητροπόλεως Σικάγου, Η.Π.Α. Εκτός από την Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, έχει σπουδάσει και κατέχει πτυχία γνώσης στην Ισπανική, Γαλλική, Ιταλική και Γερμανική γλώσσα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ