Η γερμανική υποψηφιότητα επικράτησε τελικά της αντίστοιχης τουρκικής για τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου το 2024. Πανηγυρισμοί της ομοσπονδίας και προσδοκίες των επιχειρήσεων για κέρδη.Ο πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (DFB) δεν μπορούσε να κρύψει την τεράστια χαρά του. Μετά την ανακοίνωση ότι η Γερμανία θα είναι η διοργανώτρια του Euro 2024, ο Ράινχαρντ Γκρίντελ αγκάλιασε τον παλαίμαχο γερμανό διεθνή Φίλιπ Λαμ, ο οποίος είχε αναλάβει ρόλο πρεσβευτή για την υποψηφιότητα της χώρας του. Η εκτελεστική επιτροπή της UEFA αποφάσισε στη Νιόν της Ελβετίας -με ψήφους 12 – 4 υπέρ της Γερμανίας- να αναθέσει τη διοργάνωση του σπουδαίου ποδοσφαιρικού τουρνουά στη γερμανική ομοσπονδία, απορρίπτοντας για τέταρτη φορά υποψηφιότητα της Τουρκίας.

«Ευχαριστώ την εκτελεστική επιτροπή της UEFA για την απίστευτη εμπιστοσύνη της. Αντιλαμβάνομαι την ευθύνη. Θα κάνουμε τα πάντα προκειμένου να δικαιώσουμε τις προσδοκίες», δήλωσε ο Ράινχαρντ Γκρίντελ. Η Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου θα αναλάβει για δεύτερη φορά τη διοργάνωση ενός Euro μετά από εκείνο του 1988. Η Γερμανία θα φιλοξενήσει μια κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση 18 χρόνια μετά το Μουντιάλ του 2006, με τον ισχυρό άνδρα του γερμανικού ποδοσφαίρου να εκφράζει τη χαρά του για το γεγονός ότι η χώρα του θα φιλοξενήσει «ένα ακόμη μεγάλο ποδοσφαιρικό γεγονός. […] Το Euro 2024 θα κάνει πολλούς ανθρώπους να ενθουσιαστούν με το ποδόσφαιρο –στη Γερμανία και πέρα από αυτήν», σχολίασε ο Ράινχαρντ Γκρίντελ.

Σε Βερολίνο ή Μόναχο ο τελικός

Οι πόλεις που θα φιλοξενήσουν τους αγώνες σε έξι χρόνια από σήμερα είναι το Βερολίνο, το Μόναχο, το Ντύσελντορφ, η Στουτγκάρδη, η Κολωνία, το Αμβούργο, το Ντόρτμουντ, το Γκελζενκίρχεν και η Φραγκφούρτη. Η DFB εκτιμά ότι μπορεί να προσελκύσει 2,78 εκατομμύρια θεατές στα 51 παιχνίδια που θα διεξαχθούν στα γερμανικά γήπεδα. Για τον τελικό της διοργάνωσης ερίζουν Βερολίνο και Μόναχο.

Η UEFA πείστηκε τελικά για τη γερμανική υποψηφιότητα, διακρίνοντας μεταξύ άλλων έλλειψη «σχεδίου δράσης στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στην Τουρκία. Η Τουρκική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου αποτυγχάνει για τέταρτη φορά στη διεκδίκηση τελικής φάσης ενός Euro μετά τις αποτυχημένες υποψηφιότητες για τις διοργανώσεις του 2008, του 2012 και του 2016.

Ισχυρό χαρτί για τη γερμανική υποψηφιότητα ήταν κατά πολλούς το μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας συγκριτικά με την Τουρκία. Πολλά γερμανικά γήπεδα είναι ήδη έτοιμα, το μόνο που απομένει είναι μικροβελτιώσεις και μικρές αναπροσαρμογές. Μάλιστα, ανεξάρτητα από το Euro 2024 και το ήδη καλό επίπεδο των γερμανικών υποδομών, η Γερμανία σχεδιάζει να επενδύσει οκτώ δις ευρώ από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για έργα υποδομής.

Αυξημένα κέρδη προσδοκούν οι επιχειρήσεις

Μετά την ένταση που επικράτησε στους κόλπους της DFB με την υπόθεση του πρώην γερμανού διεθνούς Μεσούτ Οζίλ, αλλά και μετά το πρωτοφανές ναυάγιο της Γερμανίας στο πρόσφατο Μουντιάλ της Ρωσίας, η επικράτηση της γερμανικής υποψηφιότητας για το Euro 2024 ήταν ζωτικής σημασίας για την ομοσπονδία και ειδικά για τον πρόεδρό της, το μέλλον του οποίου κρεμόταν κατά πολλούς από τη σημερινή απόφαση της UEFA.

Η επικράτηση της γερμανικής υποψηφιότητας επιτρέπει λοιπόν στους διοικούντες την DFB να αισθάνονται χαρά και ανακούφιση, ωστόσο δεν είναι οι μόνοι που χαίρονται για την έκβαση της συγκεκριμένη υπόθεσης. Ήδη έχουν εκφραστεί θετικά για την ανάθεση του Euro 2024 στη Γερμανία και εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κλάδου της χώρας. «Ένα Euro στη Γερμανία είναι καλή είδηση για πολλές επιχειρήσεις στη χώρα», δήλωσε ο Φόλκερ Τράιερ, μέλος Γερμανικού Συνδέσμου Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων (DIHK). Όπως διευκρίνισε μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, «μία διοργάνωση τέτοιου μεγέθους αυξάνει τη ζήτηση μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης και των τουριστών», βελτιώνει την εικόνα της Γερμανίας, ενώ και «η βελτίωση και διεύρυνση των υποδομών προωθούν τις συναλλαγές και τονώνουν την ανάπτυξη».

Πάντως την ίδια ώρα οικονομικοί επιστήμονες προειδοποιούν για υπερβολικές προσδοκίες. «Οι έρευνες που έχουν γίνει και αφορούν την οικονομική επίδραση μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων, δεν καταλήγουν σε κοινές διαπιστώσεις», επισημαίνει ο Όλιβερ Χολτερμέλερ, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Leipniz στο Χάλε. Ο γερμανός ειδικός εφιστά μεταξύ άλλων την προσοχή και στις μεγάλες οργανωτικές δαπάνες που απαιτούνται για τέτοιου είδους διοργανώσεις.

SID, Reuters / Άρης Καλτιριμτζής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ