«Όφις οικουρός» και «Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος».

Σταύρος Παπουτσής.

Αυτές οι αυθόρμητες σημειώσεις βγήκαν από ευχάριστες εντυπώσεις, διαβάζοντας τα δυο ποιητικά βιβλία «Όφις οικουρός» και «Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος» με τα οποία νομίζω ότι ο ποιητής Νίκος Κατσαλίδας έβαλε τον εαυτό του στη θέση του φαλαγγάρχη της Βορειοηπειρωτικής ποίησης και σε μια σεβαστή θέση γενικώς στη μεγάλη στρατιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Η θέση αυτή πιστεύω του αξίζει όχι μόνο γιατί έχει γράψει πάνω από 20 ποιητικές συλλογές, μα και γιατί-κατά τη γνώμη μου-οι δύο τελευταίες, εκφράζουν ακράδαντα έναν πέρα για πέρα, ποιοτικό, αξιόλογο, ολοκληρωμένο ποιητή. Είναι γνωστό ότι η τέχνη ενός έργου διακρίνεται ανάλογα με το πάντρεμα της μορφής και του περιεχομένου. Στο «Όφις οικουρός», δίνεται μια εξαιρετική βαρύτητα στο ύφος. Μια μορφή, γεμάτη φροντίδα, που συγκινεί, τόσο φυσική, παρθενική, αλλά και περίτεχνα κατασκευασμένη, που μπορείς να πεις πως αγγίζει την ακμή της ποιητικής ύπαρξης στο οικοδόμημα της δημιουργίας. katsalidas

Μια ποίηση πάντρεμα του φυσιολογικού και καλλιεργημένου που την ανακαλύπτει και τοποθετεί σε άγνωστα μονοπάτια του λόγου με διάσταση χώρου και χρόνου που χωράνε άνετα μέσα της το νόημα, η σοφία, η επιτήδευση, η ιδιορρυθμία της τέχνης. Ωστόσο πλούσια στην έκφραση της ουσίας που ερεθίζει με το ξεχωριστό στιλ χωρίς εμπόδια κατανόησης, αδέσμευτη σε μέτρο, ελευθερώνοντας όλες τις ενέργειες της ποιητικής του. Αν κι έχει εκδώσει τόσες ποιητικές συλλογές, ξανά μας ανακαλύπτει πως έχει αστείρευτη έμπνευση και έχει ακόμα πολλά να μας πει και να μας οδηγήσει σε άγνωστα μονοπάτια της ομορφιάς του λόγου. Στο «Όφις οικουρός», στα περίτεχνα τρίστιχα, ο Κατσαλίδας προσπερνάει θαυμάσια τα εκφραστικά κλισέ, να μας αφήσει μια γλυκιά γεύση στο τέλειο συνδυασμό των επινοήσεων, να προβάλει μια πλέον ανόθευτη ποιητική ουσία. Τέχνη συναρπαστική, βαθυστόχαστη, σύντομη, εντελώς απελευθερωμένη από περιττολογίες, ευχάριστη, στοχαστική, που σε ερεθίζει και σε σπρώχνει να την γευτείς αισθητικά, αν και αρχικά σου δίνει την εντύπωση μιας δύσκολης ερμηνείας. Όσο την μελετάς, τόσο αντλείς παρθενικές εντυπώσεις με την αρτιότητα της λογικής, του συνειρμού και πληρότητα της ποιητικής έκφρασης. Οι δυνατές ποιητικές εκφράσεις και οι επιλεγμένες λέξεις τοποθετημένες στη σωστή θέση, είναι σύμβολα που ερεθίζουν και καταλήγουν στις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του. Με τις μεταφορές και μορφοποιήσεις, ο ποιητής τεχνούργησε όμορφα ποιήματα ή σοφούς αφορισμούς, θα ‘λεγα, με ποιητική ολότελα περίτεχνη γλώσσα. «Είπαν ότι κοκάλιασε και πάει η πατρίδα μας/ και μας ζητάει το άλικό μας αίμα της θυσίας/να ξαναγεμίσει αορτές, φλέβες και αρτηρίες.’ Μέσα σ’ αυτό το βαθύ ωραίο τρίστιχο πλάθονται τα όνειρα, βρίσκει στόχο η φαντασία και η ουσία-πατρίδα γίνεται είδωλο που επηρεάζει την αίσθηση της συνείδησης μας. Ποίκιλα θέματα, έντονες στιγμές, τον άνθρωπο, τη φύση και την στοχαστική πορεία μας μεταφέρει ο Νίκος Κατσαλίδας. Αγκαλιάζει τη φύση, την ιδιαίτερη πατρίδα, υμνεί τις ομορφιές και τα φυσικά κάλλη της γης, ακόμα και το σύμπαν. Μεταχειρίζεται και εκμεταλλεύεται τα στοιχεία της φύσης με τεράστια φαντασία προς όφελος όχι μόνο της εικόνας, αλλά μας εκπλήττει με την ζωντανή και ατόφια εφεύρεση της ποιητικής ιδιοφυΐας. Στίχοι γεμάτοι ομορφιά, φύση, ανθρώπινη αρετή, σαν να συνθέτει μουσική με ποιητική ευαισθησία: «Στα βράχια μονοσάνδαλη οδεύει άγρια βρίζα/ ατροφική τριζοβολά σε μένος των βοριάδων./ Φλάουτο στη σπονδυλική φυσάνε οι αγριάδες.» Διαβάζοντας σκεπτόμενος το ποίημα θαυμάζει κανείς το κλασικό και το μοντέρνο, την φαντασία, τη λογική, γεμάτο φως κι ανταύγειες, ξεκινώντας από την αρχαία ελληνική ποίηση ταξιδεύοντας μέχρι σήμερα. Η φυσιολατρία, η εικονογραφία ακόμα και η σκιαγραφία της ζωής των πετούμενων-κότσυφα και κοκκινολαίμη-μαζί με τα τεράστια βουνά, χαράδρες και δέντρα, μας δίνει την εντύπωση πως εκδηλώνεται αυθόρμητα με το γαλήνιο πνεύμα, πως αφουγκράζεται βαθιά την αίσθηση της φύσης, ανακαλύπτοντας το βαθύτατο μυστήριο του άπειρου κόσμου που περιβάλλει των άνθρωπο. «Στην τσέπη μου θεριεύουνε τρία ιερά τέρατα/ τριάδα αιωνόβια της πυρπόλησης την νύχτας:/ ο πυριόβολος, η ίσκα, η στουρναρόπετρα μου. Εδώ για μια στιγμή η καρδιά γίνεται παλμογράφος και καταγράφει οπτικώς πως τρία πραγματάκια της τσέπης-πηγή φωτιάς-είναι και τα ιερά τέρατα που πυρπολούν τη νύχτα. Τρία αιωνόβια που θεριεύουν στην φαντασία, αλλά και στην πραγματικότητα διότι μια σπίθα από αυτά τα μικρά διανέμει φως δυνατό που σκορπάει το σκοτάδι, αλλά γίνεται και φωτιά-τέρας που καίει τα πάντα. Στο «Άντρες του Δεκατέσσερα», υπάρχουν στίχοι άψογοι τεχνικά, σύντομοι και ουσιώδεις απ’ όπου μπορείς να σκεφτείς την έντονη κι επίμονη αναζήτηση μιας νέας οπτικής γωνίας εκείνης της ηρωικής εποχής με εκφραστική σύνταξη που φαίνεται ολίγον ακαταλαβίστικη, με διασκελισμούς και τονισμούς, αλλά καταφέρνει πλήρες να ενεργεί και να ερεθίζει με το ξάφνιασμα του ευρήματος, το νέκταρ, το απόσταγμα ενός ηρωισμού που είναι παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές με σαφές μήνυμα, η εποχή να μη μείνει στη λήθη, αλλά ενωμένοι όπως τότε, εκεί που βρίσκεται η πηγή της έμπνευσης. «Άντρες του Δεκατέσσερα στις τοξωτές αντάρες,/ σύσσωμα πορευόντανε να στήσουνε το μέτωπο,/ στα οχυρά της αντοχής, στις ράχες του Φλεβάρη.» Στη «Φτήνια της ανεμελιάς», οι στίχοι είναι ρευστοί με λεπτότατες διακυμάνσεις που σαν επιδεικτικά επιγράμματα σταματούνε απρόοπτα καθηλώνοντας τον αναγνώστη όχι στην απλή διαπίστωση, αλλά να συνεχίσει την πορεία του λόγου, της έννοιας και λύσης του μηνύματος που ο ποιητής μεταφέρνει. Κάθε τρίστιχο, έχει ως περιεχόμενο ένα χείμαρρο ιδεών και εικόνων, ακόμα και σε κάθε στίχο υπάρχει πληθώρα από εικόνες και στοχασμούς. Από τα παραδείγματα και σ’ όλη την συλλογή διακρίνεται μια συμπυκνωμένη ποίηση δίχως μεγαλοστομία. Ο Νίκος Κατσαλίδας έχει παραμερίσει με μαεστρία κραδασμούς κι ομοβροντίες επιθέτων, την έξαρση και τους κούφιους συνηθισμένους στίχους για απαγγελίες. Εισχωρεί εντέχνως στο βάθος των αντικειμένων ανακαλύπτοντας εκείνα τα στοιχεία που δίνουν ιδιαίτερο ύφος στην εικόνα υποβάλλοντας εντύπωση αισθήματος και λογικής που πνευματοποιεί τον αναγνώστη, τον βάζει σε σκέψεις και μετά από κάθε ποίημα εισχωρεί στον ίδιο, χωρίς να το καταλάβει, κάτι από την ψυχή του ποιητή, από το πνεύμα, το νόημα και την ουσία των στίχων του.

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας με το πλούσιο ποιητικό έργο, δείχνει πως έχει μέσα του εκείνον τον ποιητικό σπόρο που με την εργατικότητα ενός πεπειραμένου τεχνίτη γεωργού καλλιεργεί ασταμάτητα με την πιο σύγχρονη μέθοδο για να καρπίσει άρτια. Με τις πετυχημένες τελευταίες συλλογές, κερδίζει καθημερινά έδαφος ως μια προικισμένη αντάξια ποιητική προσωπικότητα. Η εργατικότητα που τον χαρακτηρίζει στη μελέτη για δημιουργία τέχνης κάνει να θησαυρίσει και πλουτίσει η γνώση, να εξοικειώνεται το στιλ, το ύφος του, η πρωτοτυπία της γλώσσας. Από συλλογή σε συλλογή ο Νίκος Κατσαλίδας και είναι και δεν είναι ο ίδιος όταν γίνεται λόγος στο όνομα της εξέλιξης. Στο «Όφις Οικουρός», τα τρίστιχα είναι εμπνευσμένα σκιρτήματα μιας πρωτότυπης δημιουργίας και όχι από επιδράσεις άλλων. Τα αποθηκευμένα στοιχεία της ζωής, της φύσης, του σύμπαντος, τα επεξεργάζεται να φτάσει στη δική του πρωτοτυπία. Στο σημείο που στο δικό του πνευματικό εργαστήρι βάζει ο ίδιος δικούς του κανόνες. Στην έμπνευση, τον δικό του καλλιτεχνικό και ποιητικό οίστρο. Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι καταδικασμένος να δροσίζεται στην κρυψώνα της δικής του βρυσομάνας για να δημιουργήσει με αυθορμητισμό και να γονιμοποιήσει το δικό του ύφος. Ο αναγνώστης δεν μένει αδιάφορος, για τον απλούστατο λόγο: τα έργα αυτά έχουν ξεχωριστό πρόσωπο μιας περίεργης σφραγίδας. Τα τρίστιχά του μπορούμε να πούμε πως είναι στοχαστικά, ακαριαία δημιουργήματα της λογικής, της σοφίας. Αν και η φύση πλημμυρίζει σχεδόν σε όλη τη γκάμα σε κάθε στιγμή της έμπνευσης και δε φαίνεται ως στρατευμένη, η τέχνη της δημιουργίας κάνει την αστική προσέγγισή της.

 

«Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος», είναι ένα μεγάλο ποίημα, μια ποιητική σύνθεση ως δημιούργημα της καρδιάς, της ψυχής, του πόνου, της αγάπης, της παράδοσης, της ηθικής. Είναι ποίημα συναισθημάτων που τα περιέχει όλα και ένα βουκολικό και ένα αστικό αίσθημα, με σύγχρονο, αρεστό, κατανοητό ύφος. Έχει προφητική ενόραση, τραγουδά για κάτι που ξέρει ότι είναι απίθανο να μη συμβεί. Είναι γραμμένο, μπορείς να πεις, για την αιωνιότητα, με εκπλήξεις, επαναφορές, στίχους φιλικούς σε άμεση επαφή με τον αναγνώστη που τον νιώθει συνακόλουθο στα φτερουγίσματα της ποίησης, φτερουγίσματα της καρδιάς. Ο αναγνώστης γίνεται αυθόρμητα παρήγορος, συνοδοιπόρος του στην τολμηρή αυτή παρακλητική πορεία ενός πολυφωνικού, πολυεδρικού και εκτεταμένου σύγχρονου άσματος. Στη μεγάλη αυτή ποιητική σύνθεση, η τεχνική του έχει μια καταπληχτική εσωτερική δομή και κατάταξη, με πρωτότυπη ενότητα, ευδιάκριτη, κατανοητή σα να σε διαπερνάει ένα ρεύμα συναισθήματος, η ποίηση πάλλει σα ρωμαλέα μουσική με φως και πνεύμα της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου. Αν στο κύριο μοτίβο μιλάει για την αποδημία των γονέων, ο Κατσαλίδας με καταπληχτική μαεστρία, αποφεύγει κάθε απαισιοδοξία, λύπη, μαρασμό και μοιρολατρία. Αντίθετα, βρίσκεις άνετα την αισιοδοξία, να υμνεί την ομορφιά της ζωής, τους χυμώδεις καρπούς της, το μεγαλείο του σεβασμό προς αυτούς που σε φέρανε στη ζωή και σε μεγαλώσανε και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το κυρίαρχο πνεύμα, η μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσης κάθε ανθρώπου. Μια ποίηση της ομορφιάς, ανεξαρτήτως από την σκληρότητα της ζωής, οι σχέσεις γονέων τέκνων ποτέ δεν παύει να ‘ναι μια γλυκιά μητρική λειτουργία που τα περιέχει όλα. Αυτή την σχέση τέκνων και γονέων, αυτή την κληρονομιά από γενιά σε γενιά, ο Κατσαλίδας ανέδειξε και ύψωσε με τον πιο καλύτερο τρόπο και την κρατά εκεί που έχει τη θέση της, την ωραιοποιεί, την εξιδανικεύει, την εξαγνίζει με τις πορφυρές πνευματικές του εκρήξεις γιατί της αξίζει. «Μάνα μη φύγεις μακριά μας». Μάλλον ο Κατσαλίδας όταν εμπνεύστηκε αυτή τη σχέση, πρέπει να ‘ταν φωτισμένος από το Απολλώνιο φως. Το μεγάλο αυτό ποίημα, μαζί με το προοίμιο και το επίμετρο, αποτελείται από 54 ενότητες. Αν και η καθεμιά μπορεί να λειτουργήσει ξεχωριστά, αυτές γενικώς στην ενότητα πλημυρίζουν πληθωρικά από την έμπνευση, ταυτόχρονα με πλούσιο, γνήσιο και περίτεχνο λυρισμό. Ένα σκληρό ποιητικό πλαίσιο γεμισμένο με υγιής υλικό στο ύφος που σε καμιά περίπτωση δε συνθλίβεται από το ίδιο το βάρος της ύλης, στημένο έτσι που ο αναγνώστης να μην πέσει ούτε στιγμή στο κενό. Αυτή η αρτιότητα το κάνει έργο υψηλού επιπέδου, αυθεντικής ποιότητας, με τις περίτεχνες εικόνες και αναλαμπές που σε ξαφνιάζει και που μοιάζει τόσο οικείο, οικογενειακό, δικό του. Αλλά είναι και κάτι που έχει μια ευγενική αυθεντικότητα, μια αφοπλιστική ειλικρίνεια που το κάνει ατόφιο, μια αληθινή ποιητική γραφή που ο καθένας το νομίζει και δικό του, μια κατάθεση ψυχής δικής του, για τους γονείς του που τόσο το ‘θελε, αλλά δε μπορούσε να εκφράσει. Αυτή είναι η ομορφιά της τέχνης που το ταλέντο φτάνει σε ποιητικά θαύματα. Στη μικρή και λεπτή ανάλυση αυτού του μεγάλου ποιήματος, ας σταθούμε λίγο σε μια απλή, αλλά τόσο ζωντανή εικόνα, στην παράκληση, μια περίεργη παράκληση ενός αθώου γιου που ξεκινάει σε κάθε ενότητα επαναλαμβάνοντας τα αγαπημένα λόγια: «Μάνα, περίμενε, μη φεύγεις». Τι να είναι αυτή η παράκληση, τόσο σπάνια όσο και περίεργη;. Η μητέρα μπορεί να απαντήσει; Ο μοναχογιός, ως συνέχεια της ζωής; Δύσκολη απάντηση. Και η απάντηση γίνεται αυθόρμητα έμπνευση, γίνεται κατάθεση ψυχής, γίνεται σπινθηροβόλο και σοφό πνεύμα, γίνεται ποίημα, τραγούδι που φαρδαίνει και πλαταίνει αστείρευτο, όχι για να ξαναγυρίσει μια ζωή που θα φύγει, αλλά ως μια πίστη για την μεγαλοσύνη και τη συνέχεια της αιωνιότητας της ζωής από γενιά σε γενιά. Αυτή η σπιθοβόλα έμπνευση ήταν το κίνητρο, ως ξέχωρο στοιχείο που καθήλωσε τον ποιητή να μπει με πάθος και βάθος στο λαβύρινθο της σκέψης και της φαντασίας, να ξεσπάσει αυθόρμητα και να πει εκείνα που ίσως κόχλαζαν από καιρό μέσα του. Απ’ αυτό το συμπυκνωμένο κόχλασμα της λάβας πετάχτηκε η σπίθα, το έναυσμα που σ έναν δημιουργό ποτέ δεν σβήνει, γιατί προϋποθέτει την έμπνευση και, ξέσπασε φωτιά και λάμψη. Κάπου έχω διαβάσει πως η έμπνευση μοιάζει με ηδονικό σπασμό που ξετυλίγεται σε εικόνες, σκηνές, επιθυμίες, στοχασμούς. Ακριβώς από το ξετύλιγμα αυτού του σπασμού βγήκε ένα μεγάλο ποίημα, ως εκ τούτου δεν φτάνει να αρκούμαστε στην παρόρμηση μιας στιγμής, αλλά για αφετηρία με συνεχόμενες χειμαρρώδεις εμπνεύσεις κι από πάνω, ο ποιητής, να ανταποκρίνεται στις αυστηρές πρωτότυπες απαιτήσεις. Από ενότητα σε ενότητα η σκέψη μας συμβαδίζει στην όαση της φαντασίας του, στο άγνωστο ενός ανέφικτου ονείρου, στο φωτισμένο ανθρώπινο πνεύμα, στην τρυφερή, μέχρι παιδική ψυχή, στις καινοφανείς ιδέες που μεταφέρει. Ποίημα ή ύμνος για τους αγαπημένους γονείς του; Φωνή παρακλητική ή βοή ψυχής που πειθαρχεί την κραυγή, την αγωνία, τη νοσταλγία, τη μελαγχολία αποφεύγοντας την μοιρολατρία και δαμάζοντας ως στο ωραίο το βαθύ βουβό παράπονο; Ποίημα γεμάτο σκηνές και εικόνες, συμπληρωμένες με σωστές και φανταστικές πινελιές, με δόσεις λάμψης και αρμονικής ταξινόμησης, τοποθετώντας ακροβατισμούς συναισθημάτων και λογοτεχνικών ευρημάτων-αχ αυτή η έντεχνη επανάληψη των λέξεων και των εκφράσεων-ωσότου οικοδομηθεί η σωστή κατανοητική μορφή! Και, δεν είναι απλός το μοιραίο. Είναι ένα ολόκληρο μοντέρνο καθιστικό σαλόνι ποίησης που ο καθείς μας όχι μόνο αναπαύεται, αλλά και το νιώθει έντονα πως αυτό το καθιστικό σαλόνι είναι κι ένας απαραίτητος τόπος ψυχαγωγίας. Ο Παπανούτσος λέει: «Γιατί κελαηδεί τόσο όμορφα το αηδόνι και, μπορεί να μου εξηγήσει κανείς γιατί μ’ ευχαριστεί;» Στον «Παρακλητικό του ηλιοβασιλέματος», ο αναγνώστης συναντά την μεγαλοσύνη και την αγάπη προς τη ζωή και τη φύση. Εδώ δεν είναι μόνο άψυχα δέντρα, τα φυτά, τα βουνά, οι βοριάδες, το ποτάμι, τα πουλιά, τα άνθη, το χαμομήλι και τα πολύχρωμα λουλούδια, ο δυόσμος, η λεύκα, η γόησσα ροδιά, τα πεζούλια, οι πέτρες, η αυλόπορτα, η κληματαριά, το φτερούγισμα των πουλιών, το θρόισμα της αύρας, το χνούδι του τριφυλλιού, το φωτοστέφανο της κίσσας, οι χρυσές πευκοβελόνες, τα πέταλα της πούλιας, οι άνεμοι στις αγριοκαστανιές, η πένθιμη έκλειψη του ήλιου, η κουτάλα της σελήνης, τα ισκιώματα της νύχτας και τα άγια βακούφια. Δεν είναι μόνο –οι τράμπες της θεογονίας-ή το βεστιάριο της σελήνης,-οι καλλωπισμένες αιώρες στα φιλιγκράν του ήλιου,-οι κοραλλένιες ράχες στα ακρωτήρια της νεφέλης,-τα βυθισμένα αρχοντικά μας σαν ψαρομάλληδες δραγάτες,. Ούτε-η ρίζα του αρχοντικού ως αιώνια ραχοκοκαλιά,-οι ακρογωνιαίοι λίθοι και ο θόλος της εξώπορτας,-η άσπιλη κληματαριά με τα τσαμπουρολογήματα των πουλιών,-στον καβαλάρη να σβουρίζει το ανεμούριο των βοριάδων,-το χρυσοκέντητο κλειδί σαν μανταλάκι της σελήνης ή σαν ένα σκουλαρίκι λεύκας,-ο αργαλειός του αποσπερίτη πλέκοντας νήματα αφάνειας, άσπιλες κάλτσες στο φεγγάρι. Είναι και η ζωή, οι γονείς, ο ίδιος ο ποιητής, ο άνθρωπος, είναι η πορεία της ζωής τους, αλλά και πολλές άλλες υποχρεώσεις που ο ποιητής εκλιπαρεί: «Γύρνα, έχεις δουλειές ακόμα,/ και πολλαπλές υποχρεώσεις». Και δεν είναι καλλιτεχνικές φυσιολατρικές εικόνες, αυτές που αγγίζουν τις νατουραλιστικές εικόνες στο μεγαλείο τους, αλλά είναι και τοποθετημένες και συνδεμένες με μαεστρία και γίνονται ένα με τον άνθρωπο: τον πατέρα, την μητέρα, τον γιο, τον εγγονό, με την θεϊκή λειτουργία της ζωής, φτιάχνοντας με λεπτεπίλεπτες εικόνες μια εκπληκτική μουσική συμφωνία σε περιεχόμενο και ιδέες, αλλά και σε αρμονικό σύμπλεγμα από πλήθος κραδασμών του εσωτερικού κόσμου, όπως και ποικίλων εμπνεύσεων της ζωής, της αγάπης, της νοσταλγίας που στο σύνολο ο ποιητής μπόρεσε να φτιάξει ένα θαυμάσιο ορατόριο, ένα τραγούδι-θα το έλεγα-που όσο απολαμβάνεις, τόσο περισσότερο επιθυμείς να το βροντοφωνάζεις σα σε ναό μια εκκλησιαστική υμνωδία. Ιδού πως εκφράζεται στο απόσπασμα για τη μάνα του ο Νίκος Κατσαλίδας: «Εσύ, δεν είσαι Μονοβύζα…/ Εσύ, μανούλα της αιθρίας/ μάνα μ’ και μαργαριταρένια,…/ Εσύ, δεν χάλασες πατρίδες/ τα όσια μας και τα ιερά μας/ εσύ δεν πάτησες κουκκίδες./ και τα προγονικά οστά μας/ και ούτε αίματα βαρβάρων/ όρνεο, αιμοδιψής δεν είσαι/ ξίφη, εσύ δεν έχεις μπήξει/ πάνω σε άμοιρα κουφάρια./ Εσύ ‘χες σπόρο από ήλιους/ κάτεχες σπόρο ηλιαχτίδας/ έσπειρες, άπειρα πεζούλια/ όπου γαλούχησες λιακάδες/ είπες νερό να ρέει η βρύση/ ξεσπάσανε οι βρυσομάνες,/ είπες αστερισμός να λάμψη/ κι έλαμψε η απεραντοσύνη,/ είσαι ακέρια ζωγραφιά τους/ και η ψυχούλα σου ανασαίνει/ και πάλλει το αρχοντικό μας.» Ποίηση υποβλητικότητας, ομορφιάς, αγάπης, βάθους, διαύγειας. Άσμα που ο καθένας θέλει να το τραγουδάει για την μάνα του με μεγαλοπρέπεια Γιατί σε κάθε μάνα αξίζουν αυτά τα λόγια, αυτό το τραγούδι, αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Η κάθε μάνα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι Μονοβύζα εκδικητική, κακούργα που καταστρέφει καθετί στο πέρασμά της. Πόση αισιοδοξία και πόσα διδάγματα υψηλά μας μεταφέρει αυτό το απόσπασμα για τη μάνα. Ας σκύψουμε λιγάκι στο ποίημα για να δούμε μια μάνα και μια ζωή γεμάτη αξίες που χωρίς την ίδια τη μάνα ποτέ και κανείς δεν θα μπορέσει να μιλά για αξίες της οικογενειακής ζωής. Ένα μνημείο για τη μάνα που με μαεστρία κερδίζει άμεσα την προσοχή του αναγνώστη, να το πάρει μαζί για τη δική του μητέρα. Αναφέροντας τη μυθική Μονοβύζα της παράδοσης και συγκρίνοντάς τη με μια αληθινή μάνα, ο Κατσαλίδας ξεφεύγει από τον κλειστό κύκλο του δικού του οικογενειακού περιβάλλοντος, το διανέμει στον ορίζοντα και θέλοντας και μη, γίνεται κτήμα κάθε αναγνώστη. Και, από την άλλη κάθε μύθος ή παράδοση-ανεξάρτητα τι μετακομίζει στο ενεργητικό της-είναι πάντοτε βάση και πηγή από που ο κάθε άνθρωπος, προπαντός λόγιος, αντλεί έμπνευση κι αξίες. Επίσης στο απόσπασμα αυτό, όπως και σε όλες τις ενότητες υπάρχουν ομηρικά ομοιώματα της Οδύσσειας. Σε κάθε στίχο υπάρχει αρμονία της αιωνιότητας, υπάρχει το αγιασμένο ύδωρ της απόλαυσης. Η επανάληψη «Εσύ!» προς τη μάνα είναι σαν ένας προστατευτικός μανδύας στοργής, τον οποίο η ίδια η μητέρα είχε ρίξει πάνω στο παιδί της αφότου είχε γεννηθεί, και να που ήρθε η ώρα να της το επιστρέψει ευχάριστα γονατιστός γιατί μπροστά του δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μάνα του, η αγία ψυχή της. Μιλάει και για τον πατέρα και την στερνή ευχή του: «Έτη πολλά, γιε μου να ζήσεις/ σταυραετός, να εκατοστίσεις,/ γης να πατάς, πασάς να γίνεις,/ χώμα να πιάνεις να χρυσίζεις…/ και κάτω από των ίσκιο τους/ με τις σεμνότητες της δόξας,/ τις ρίζες μόνο μη ξεχάσεις/ και μη ξεχνάς το σπιτικό μας,/ μυελός νωτιαίος ως εσχάτων,/ μεδούλι της σπονδυλικής μας,/ πέτρα της ραχοκοκαλιάς μας,…/ και μη ξεχνάς το σπιτικό μας». Είναι η ευχή κάθε γονέα προτού αποδημήσει. Πρώτο γιατί είναι μεδούλι της σπονδυλικής μας και δεύτερο είναι πέτρα της ραχοκοκαλιάς μας. Δε μιλάει απλός για το σπίτι που έτσι κι αλλιώς μαζί με την ευχή έχουν εισχωρήσει άριστα και οι ιδέες της κληρονομιάς στα πάτρια εδάφη, που το επαναλαμβάνει σε μια άλλη ενότητα: «προστάτης πατριδολατρίας/ η ρίζα του αρχοντικού μας/ η αιώνια ραχοκοκαλιά μας…», αλλά συμπληρώνονται πολύπλοκα με το «σπιτικό μας» που είναι «μυελός νωτιαίος ως εσχάτων» και όχι απλός το σπίτι ως οικοδόμημα. Κι ας αχούν άδεια σήμερα αυτά τα αρχοντικά μας, όπως τα τραγουδάει ο ίδιος ο ποιητής στον επίλογο αυτού του συμπονετικού άσματος: «οι πιο σεμνοί ναοί του κόσμου/ οι άχραντοι, οι καλλωπισμένοι/ με τα κοράλλια της ψυχής μας/ και τις θωπείες των πνευμάτων/ φάροι ιεροί στα βόρεια βράχια,/ και οι πιο σεπτοί της οικουμένης». Αλλού ο ποιητής απευθύνεται στους δυο γονείς με παράκληση στο «μη φύγετε μακριά μας» σαν οι άλλοι που μαύρη πέτρα ρίξανε πίσω τους και «σε πάνθεο της χούφτας πίνουν σκούρα νερά της λησμοσύνης», αλλά να είστε στην επάνω σκάλα της αναμονής γιατί θα γυρίσει από τα ταξίδια «τις φλέβες να ξαναγεμίσει». Και τότε: «Α, ποιος τη χάρη μας μητέρα,/ τι θησαυρό κι αιώνια πλούτη,/ εκτός αυτά του πάνω κόσμου/ που όπως να ‘ν’ είναι δικά μας/ θα ‘χουμε στο ενεργητικό μας…» και τις «πάχνες πνοές του παραδείσου…» Θα ‘ναι οι πνοές τους σαν ανεμούρια, να αιωρούνται στις αυλές, να ευωδιάζουν στους αιθέρες σαν τρυφερές δροσοσταλίδες. Μιλήσαμε κάπως για ύφος και έμπνευση, αλλά δεν μπορούμε να μη μπούμε, έστω και για λίγο, σ’ ένα ουσιαστικό στοιχείο της ποίησης, δίχως το οποίο θα ήταν αρκετά δύσκολο να υλοποιηθεί η ποιητική σύνθεση. Είναι το εργαλείο που του έδωσε την δυνατότητα να τεχνουργήσει και να δαμάσει την φαντασία της έμπνευσης σε στιγμές χειμαρρώδης ροής για να φτάσει αυτό το επίτευγμα. Είναι το εργαλείο της γλώσσας, ο πλούτος των λέξεων από την αρχαία ως τη δημοτική και η σωστή τοποθέτησή τους. Αν και το ύφος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η γλωσσική σύνθεση από τον προσωπικό πλούτο του ποιητή, η ιδιομορφία και η ιδιοτυπία του. Σε αυτό το ύφος, στη δομή, η γλώσσα της ποίησης έδωσε υπόσταση, ζωή, δύναμη, ομορφιά, γοητεία. Την έφερε από δω, την έφερε από κει την φαντασία του, να φτιάξει ένα έργο με συνδετικό υλικό μαργαριταρένιο που ‘ναι η γλώσσα. Η μεταχείριση αυτών των επιλεγμένων λέξεων, η λειτουργία της ποιητικής έκφρασης έγινε φίλτρο της έμπνευσης και της φαντασίας που αντανακλά συγκινήσεις, έδωσε καλλιτεχνική όαση, φώτισε την κεντρική ιδέα, αλλά και όλες τις άλλες και ολοκλήρωσε πλήρες μουσικές κι οπτικές μαγικές εικόνες.

Α, αυτή η ελληνική γλώσσα, αυτά τα κοράλλια των λέξεων και ήχων, αυτό το σπάνιο αγαθό και ο πλούτος πάνω στον οποίο η λογοτεχνία και προπαντός η ποίηση κερδίζει θαυμάσια μορφή, έκπληκτο ύφος, πρωτοποριακή τεχνοτροπία και μια άρτια δομή. Οι ενότητες του μεγάλου αυτού ποιήματος μέσα σε διαδοχικές και εναλλάξ εικόνες, σε επαναλαμβανόμενες ποιητικά περίτεχνες λέξεις κι εκφράσεις, που σε παγιδεύουν σε δίχτυ γλωσσικής μαγείας, εκτυλίσσονται και γίνονται στο σύνολο, τόσο κατανοητές μεταφέροντας στους αναγνώστες συναισθήματα και μηνύματα, ιδέες και ήθος. Άγγιξε το τέλειο στα νοσταλγικά μας συναισθήματα, τα συναρμολόγησε αρμονικά με τη φύση και τις ανταύγειες της, μεταγγίζοντας την ουσία, την ομορφιά και ένα ζεστό, γλυκό, αγαπητό, πονετικό, επιθυμητό και ανάλαφρο αίσθημα. «Πάχνη τα χέρια να γεμίζεις,/ με βάλσαμο να με ραντίζεις,/ και από τη συκομουριά μας/ τα μαύρα ματοτσίνορά μου,/ με το ανθόνερο να αγιάζεις,/ φρύδια, ατίθασα μαλλιά μου,/ με το ροδόσταμο να πλένεις,/ να τα χτενίζεις την αυγούλα,/ με τις χρυσές πευκοβελόνες». Εκτός από την παρομοίωση της πευκοβελόνας με χτένα για τα μαλλιά του ως εικόνα, το απόσπασμα γενικώς μπορείς να πεις είναι και μια πολυσύνθετη ραψωδία, είναι και ένα βυζαντινό τροπάριο ή ένα λειτουργικό άσμα. Απλά, κατανοητά, παρακλητικά απευθύνεται στη μάνα: «Άκουσε πια τις παρακλήσεις,/ τους παρακλητικούς κανόνες,/ στην πάγια παρακλητική μου,/ και εσπερινή μου ακολουθία,/ την δέησή μου, το αίτημά μου,/ με τα προζύμια φουσκωμένα/ και τα τσουρέκια τα ψημένα,/ προς τα κανίσκια της αγάπης…/ κι αν δε σε φτάσει το αλεύρι/ μάζεψε πάχνη στα περβόλια/ να πασπαλίσεις τα καρβέλια/ για στέφανα και αρραβώνες…/ κυρά μητέρα της φυλής μας,/ αρχόντισσα της οικουμένης…» Στη ζωή, στο χαμό ενός γονιού ή και των δύο, όσο υπέργηροι και να ‘ναι, εμφανίζεται φυσικότατα η θλίψη. Οι αντιδράσεις του ατόμου στη θλίψη είναι ποικίλες. Είναι λόγου χάρη το αρχικό σοκ, είναι η άρνηση να πιστέψει κάποιος το συμβάν, να το αποδεχτεί, να υπάρχει συναισθηματική κατάπτωση, και πολλές φορές στοχασμός για το ανεξήγητο γιατί. Υπάρχει επίσης η παράλογη πικρία, το ξέσπασμα σε κλάματα, η ελαττωματική κρίση, ο ελαττωματικός τρόπος σκέψης. Είναι, λοιπόν η γνωστή μοιρολατρία. Ο Κατσαλίδας, όμως, μας δίνει και μια άλλη μορφή αντίδρασης, μια άλλη ιδέα, μη μοιρολατρική που δυσκολεύομε να την ονομάσω, αλλά δεν το κρύβω ότι μου αρέσει τόσο πολύ με την τεχνοτροπία, το ευγενικό ύφος, την επιλογή και την συμβατική εναλλακτική δυνατότητα που σε ξαφνιάζει: «Που πας πατέρα, και οι άγιοι,/ είναι κι αυτοί απασχολημένοι,/ πέτρες στη ράχη κουβαλάνε,/ αναστηλώνοντας ναούς τους/ γύρνα και κάτσε στην εστία,/ ούτε κι εκείνοι δεν μπορούνε,/ μήτε καιρό έχουνε να βγούνε/ κι ούτε παρέα να σας κάνουν…/ Κάμε ένα κόλπο να ξεφύγεις/ απ’ τα Ηλύσια του θανάτου». Λόγια μπαλάντας στα χείλη του καθενός που χάνει ή έχασε πρόσφατα έναν δικό του και στέκεται μπροστά σ’ ένα ποτήρι έχοντας στα μάτια ένα δάκρυ αγάπης και πίκρας. Κι εδώ αγγίζουμε το ήθος που μας προσφέρει ο ποιητής. Αλλά και τον αυθορμητισμό, συναρμολογημένο τέλεια που, αν κι εξωτερικά μπορεί να φαίνεται υπερφορτωμένο σε μερικές ενότητες, δεν παρεκτρέπει την πορεία του ποιήματος προς το περιεχόμενο, ουσία, νόημα, ιδέα. Ο Κατσαλίδας κατέχει την ποιητική λέξη, την ποιητική έκφραση, τον ποιητικό στίχο. Τα τοποθετεί σωστά, τα προσφέρει απλόχερα. Όπως στα τρίστιχα, και στην ποιητική σύνθεση, προσέχει, ελέγχει, ψάχνει, απορροφά, μεταχειρίζεται άψογα τη γλώσσα. Κάποτε γοητεύεται πίσω της, περιπαίζεται, αλλά δεν πέφτει σε άσχετες αναζητήσεις. Ελέγχει την λέξη, δρομολογεί την έμπνευση, πειθαρχεί την φαντασία του. Γνωρίζει την χρησιμότητα της γλώσσας, ανακατασκευάζει, διορθώνει για να περάσει κάτι πιο όμορφο, πιο λεπτό και πιο ευάλωτο νόημα ή μήνυμα, την ζωντανή και ορατή εικόνα. Στο, «Με το κανό του φεγγαριού», γράφει: «Φερέγγυος κωπηλάτης σκαλωμένος στα φαράγγια». Στο τρίστιχο «Κορμοί των δέντρων» γράφει: «Γυμνοί κορμοί θεοτικοί ξεριζωμένων δέντρων». «Η σελήνη υπνοβατεί λοστρόμος στο κατάστρωμα». «Η σκουριασμένη πυροστιά αστέρια καθηλώνει». «Τσιγάρο της αναμονής, γωνία στρίβει ο χάρος». Στο, «Ο βιρτουόζος ζέφυρος» λέει: «Απάνω στις ανέγγιχτες χορδές της λεμονιάς,/ δεξιοτέχνης ζέφυρος, χαϊδεύει με τα δάχτυλα,/ σαν βιρτουόζος το χρυσό δοξάρι της σελήνης». «Στο σκοπευτήριο των βοριάδων γράφει»: «Απόψε κατακούτελα πυροβολούνε οι βοριάδες,/ ύπουλα γυροφέρνανε στην παρεγκεφαλίδα μου,/ ψάχνουν τις ωμοπλάτες μου, γερεύανε τα νώτα.» Εδώ βρίσκουμε τα «επίγεια φαράγγια», «ουράνια κορωνίδα» «σαράντα αόμματοι άγιοι», «το εκκρεμές της εφηβείας», «κότσυφας γυρολόγος», «βυζαντινοπρεπέστατα ινδάλματα τα δέντρα», «εκκωφαντική πατρίδα», «ο ασκητής χειμώνας». Ενώ στο ποίημα, «Η κολυμπήθρα του Απρίλη» στιχουργεί περίτεχνα: «Αθόρυβα ανθοφορεί η κολυμπήθρα του Απρίλη./ Στα δέντρα αναμένανε χίλια πουλιά της βάφτισης./ Νουνός πουλάκια μαύλιζα για ανθηρές ονομασίες.» Ενώ στον «Παρακλητικό του ηλιοβασιλέματος» βρίσκουμε πετυχημένες λέξεις και εκφράσεις όπως: «κοινωνία της αμβροσίας», «χλοϊσμένο αραξοβόλι», «νερά της μνημοσύνης», «πλήκτρα της ευδίας», «θώκους της αδημονίας», «φλεβίτιδές σου χάρτες», «θεοβάδιστα βουνά», «βεστιάριο της πικράδας», «ξόβεργα της αετοράχης», «βιγλάτορας της ειμαρμένης», «πατρικά συναξάρια», «ταμπούρλο της σελήνης», «μοναξιά της αγιοσύνης», «σεντόνια της αντάρας», «ανέμελα γεράνια», «ερέβη της αντάρας» κ.α. Δεν εκφράζεται απλώς με τη λέξη χώρος θεάτρου, αλλά βεστιάριο, δεν λέει περιποιημένες φυσικές κρεμαστές κούνιες των δέντρων, αλλά καλλωπισμένες αιώρες, δεν λέει μαντρόσκυλα, αλλά τα λαγωνικά μας, όχι γκριζομάλλης αγροφύλακας, αλλά ψαρομάλλης δραγάτης, όχι κοσμήματα ηλιαχτίδων, αλλά φιλιγκράν του ήλιου. κ. α. Αν στο «Όφις οικουρός», με τα τρίστιχα ο Νίκος Κατσαλίδας παρουσιάζεται ως ένας ολοκληρωμένος ποιητής, της σύντομης, συμπυκνωμένης και σοφής ποιητικής έκφρασης, στο μεγάλο ποίημά του, «Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος», είναι πολυσύνθετος και εμψυχωμένος από αισθήματα ζωής, μια ποιητική σύνθεση που μπορείς κατ εξοχήν να το θεωρήσεις της χαρμολύπης, κατασκευασμένο από κάποια, εσωτερικά αγαθά ευαίσθητα αισθήματα. Δεν είναι της ειδυλλιακής ευδαιμονίας, αλλά της ανθρώπινης βούλησης και κάνει τον καθέναν και συνήγορο ελεύθερης βούλησης και μιας απραγματοποίητης επιθυμίας. Εδώ το αγαθό πνεύμα προς τους γονείς και την αρετή, ο ποιητής τα συλλαμβάνει από την αρχή στην αγνότητα και στο αρχέτυπο της αλήθειας και τα κρατάει αλώβητα. Η εντιμότητα του σεβασμού κι η ειλικρίνεια ρέουν λογικά. Η επιθυμία κατευθύνεται με ασφάλεια προς το στόχο, περισυλλέγοντας κάθε τι της ζωής, της φύσης, του γονέα. Όλα, ο γιός, τα υπενθυμίζει στη μητέρα του, η οποία όσο γερασμένη κι ανήμπορη να ‘ναι, μπορεί να προσφέρει στον δικό του μοναχικό κόσμο. Έτσι, από στίχο σε στίχο κι από ενότητα σε ενότητα, καταφέρνει να εντείνει το ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα της επιθυμίας για το πιθανό και πραγματικό, για το όραμα που, λογικά, βαδίζει στο ονειρικό παρά στο ρεαλιστικό. Ο ποιητής παλεύει συνέχεια με την επιθυμία του, κάνει το παν να τον καταλάβουν αυτοί που φεύγουν, βάζει, μάλιστα μπροστά και τον λειτουργικό κανόνα της παρακλητικής, μεταχειρίζεται περίτεχνα όλα τα στάδια της οικογενειακής ζωής σε σύνδεση με τη μεταφυσική, με τη φύση και τα υπάρχοντά της, δίνοντας το αέναο με μεταβαλλόμενη άρτια κλιμάκωση με στίχο εννέα σύλλαβο που μεταχειρίζεται τόσο εύστοχα και, τέλος ύψωσε περισσότερο το ανάστημά του και γενικώς την Βορειοηπειρωτική ποίηση με τα πανανθρώπινα μηνύματα, καταλήγοντας αισθητικά να μας προσφέρει μια θαυμάσια ποιητική σύνθεση, ένα τέλειο ποίημα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ