Επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διαπιστώνει η έκθεση. Ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και αναπτυξιακοί ρυθμοί στην οικονομία. Το χρέος θα μειωθεί με «βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική» και μεταρρυθμίσεις.Στο πλαίσιο της μηνιαίας έκθεσης που δημοσιεύει σήμερα το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών προβαίνει σε δική του εκτίμηση για τα τρία ελληνικά προγράμματα. Ο οκτασέλιδος απολογισμός καταλήγει, μετά από μια σύντομη ιστορική αναδρομή των τελευταίων δέκα χρόνων, στο συμπέρασμα ότι η «Ελλάδα ολοκλήρωσε με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής». Η χώρα αξιοποίησε τα τρία προγράμματα «για να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές όπως και για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας διαπιστώνεται «εκ νέου ανάπτυξη», όχι όμως με τους μέσους ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Για την Ελλάδα, η Κομισιόν αναμένει για φέτος αύξηση της τάξεως του 1,9%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη θα κυμαίνεται στο 2,1%.
Προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις
Ως επιτεύγματα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αναφέρονται μεταξύ άλλων, η βιωσιμότητα των οικονομικών του δημοσίου, η εγκαθίδρυση μιας ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, οι αλλαγές στο φόρο εισοδήματος, οι μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, η καθιέρωση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, η ενίσχυση των κανόνων διακυβέρνησης στις συστημικές τράπεζες, η νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, η ίδρυση του Υπέρ- ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων το 2016. Στα θετικά των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών συγκαταλέγονται επίσης η καθιέρωση της αξιολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων και των ρυθμίσεων για την επιλογή ανώτατων στελεχών στο δημόσιο τομέα.
Σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η έκθεση επικαλείται τις σχετικές εκτιμήσεις της Κομισιόν: Αν η Ελλάδα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους και οι οικονομικές της επιδόσεις αυξηθούν όπως αναμένεται από την Κομισιόν, τότε σε βάθος χρόνου θα μειωθεί και το χρέος. Παράλληλα όμως το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών παραδέχεται, ότι τα σενάρια της Κομισιόν «λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος (έως το έτος 2060) θεωρούνται αβέβαια και δεν μπορούν να θεωρηθούν προγνώσεις». Σε περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει ετήσιο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό 3,5% ως το 2022, στη συνέχεια 2% και ετήσια αντικειμενική ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1%, τότε το χρέος της θα μειωθεί το 2060 στο 96,8%.
Αναγκαιότητα επιτήρησης
Στην έκθεση επισημαίνεται πως η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης θα «ελέγχονται και θα συνοδεύονται» τόσο στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Ευρωπαϊκό Εξαμήνου, που ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, όσο και από μια «ειδική παρακολούθηση». Σε αυτό το πλαίσιο το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επικροτεί την απόφαση του Eurogroup να εξαρτηθεί η ελάφρυνση του χρέους από την πορεία των μεταρρυθμίσεων: «Προκειμένου να αυξήσει την αξιοπιστία της υλοποίησης ενός μέρους των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, το Eurogroup τα έχει συνδέσει με την παρακολούθηση μετά το τέλος των προγραμμάτων».
Στο επίκεντρο της στενής εποπτείας θα βρίσκονται σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022) και ακολούθως τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων όπως και η συνέχιση της εφαρμογής των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης. Η ενδυνάμωση αυτών των δυνατοτήτων συνιστά «τη σημαντικότερη πρόκληση της Ελλάδας μετά το τέλος των προγραμμάτων» εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης. Υπό την επιτήρηση της Κομισιόν, του ΕΜΣ και της ΕΚΤ η Ελλάδα θα βρίσκεται έως ότου αποσβεστεί «τουλάχιστον» το 75% των ευρωπαϊκών δανείων.
Τέλος, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών τονίζει, ότι μελλοντικά η ΕΕ θα συνεχίσει να παρέχει στήριξη για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Ως εργαλεία αναφέρονται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία, προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας, η οποία παρείχε τα τελευταία 5 χρόνια δάνεια και εγγυήσεις ύψους 9 δις ευρώ, αλλά και παροχή βοήθειας στην εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών σχεδίων από την ΕΕ σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη όπως και διμερείς πρωτοβουλίες.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο