(c) ellinikignomi.eu

Αγγελική Ταλιγκάρου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (PHD)


Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό με την
Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού
Κράτους, η Μακεδονία εξακολουθούσε να παραμένει υπό κατοχή,
μολονότι ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας είχε αρχίσει
συγχρόνως με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ωστόσο οι τοπικές εξεγέρσεις
αποτύγχαναν, τόσο λόγω της παρουσίας μεγάλων στρατιωτικών
δυνάμεων στην περιοχή, όσο και λόγω της γεωγραφικής απόστασης από
το εθνικό κέντρο, αλλά και της δυσμενούς διεθνούς διπλωματικής
συγκυρίας. Μόνιμη λοιπόν επιδίωξη του Ελληνικού κράτους ήταν η
απελευθέρωση των υπόδουλων εδαφών και η προσάρτησή τους στον
Ελληνικό κορμό, όπου ιστορικά ανήκαν.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην
παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, με συμμάχους τη Βουλγαρία, τη
Σερβία και το Μαυροβούνιο, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη του Α΄
Βαλκανικού Πολέμου. Σκοπός του πολέμου αυτού ήταν η προστασία των
μη οθωμανικών πληθυσμών από τις διώξεις και βιαιοπραγίες των
Νεοτούρκων και η απελευθέρωση των εδαφών όπου κατοικούσαν αυτοί.
Η Στρατιά της Θεσσαλίας υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου,
στις 6 Οκτωβρίου επέτυχε στην Ελασσόνα την πρώτη νίκη των Ελληνικών
δυνάμεων εναντίον των Τούρκων. Μετά την ήττα τους, οι Οθωμανικές
δυνάμεις αναδιπλώθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, όπου οι Έλληνες
με σκληρή μάχη απώθησαν τις εχθρικές δυνάμεις, και ελευθέρωσαν τα
Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου. Ο δρόμος για την απελευθέρωση της
Μακεδονίας ήταν πλέον ανοιχτός.
Μετά την απελευθέρωση της Κοζάνης στις 11 Οκτωβρίου, ο Διάδοχος
Κωνσταντίνος σχεδίαζε την προέλαση των Ελληνικών δυνάμεων προς το
Μοναστήρι, έδρα του Γ΄ Σώματος του Οθωμανικού στρατού, θέλοντας να
αποτρέψει τον κίνδυνο αποστολής Οθωμανικών ενισχύσεων από την
πόλη αυτή προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τα κριτήρια του
Κωνσταντίνου ήσαν στρατιωτικά. Αντιθέτως, ο Έλληνας πρωθυπουργός
Ελευθέριος Βενιζέλος κινούμενος από πολιτικά κριτήρια, έδωσε την
εντολή για προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη, προς την ιστορική
πρωτεύουσα της Μακεδονίας, της οποίας η απελευθέρωση αποτελούσεδιακαή πόθο του Ελληνισμού. Η αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου αυτές τις κρίσιμες στιγμές, είναι ενδεικτική της έντασης που επικρατούσε τόσο σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού όσο
και στρατιωτικής εκτίμησης της κατάστασης ανάμεσα στους δύο άνδρες.

«Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής»
τηλεγραφεί σε έντονο ύφος ο Ε. Βενιζέλος προς τον Κωνσταντίνο,
φοβούμενος το ενδεχόμενο οι Βούλγαροι που εκινούντο από Ανατολικά
να εισέλθουν πρώτοι και να διεκδικήσουν την κατοχή της Θεσσαλονίκης.
Ο κίνδυνος αυτός ήταν ορατός, εφόσον οι συμμαχικές δυνάμεις δεν είχαν
προσυμφωνήσει ως προς τα εδάφη που θα διεκδικούσαν μετά την
απελευθέρωσή τους και το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος επείσθη με τη μεσολάβηση του πατέρα του,
βασιλιά Γεωργίου Α’, να στραφεί ανατολικά προς την Θεσσαλονίκη και
απελευθερώνοντας τη Βέροια, τη Νάουσα και την Έδεσσα στις 16, 17 και
18 Οκτωβρίου αντίστοιχα, έφθασε με τις δυνάμεις του στην πόλη των
Γιαννιτσών, ιερή πόλη των Οθωμανών, όπου και διεξήχθη η ομώνυμη
μάχη στις 19-20 Οκτωβρίου. «Η μάχη των Γενιτσών δύναται να
χαρακτηρισθή ως η μεγαλειτέρα η πεισματωδεστέρα και λυσσωδεστέρα
των μέχρι τούδε μαχών» έγραψε για τη μάχη αυτή ο Αθηναϊκός τύπος.
Κατά την υποχώρησή του, ο Οθωμανικός στρατός κατέστρεψε τις γέφυρες
του Αξιού, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η προέλαση των Ελληνικών
δυνάμεων προς την Θεσσαλονίκη, από δυτικά. Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι
βάδιζαν από ανατολικά προς τη Θεσσαλονίκη και ήδη ήσαν σε απόσταση
αναπνοής. Στο θέατρο του πολέμου και των διεκδικήσεων αναπτυσσόταν
μια απ’ αυτές τις μοναδικές μονομαχίες στην ιστορία, όπου μέσα σε λίγες
ώρες ή και σε λεπτά της ώρας ακόμα, παίζεται η μοίρα ενός τόπου κι ενός
λαού. Μπροστά στον ορατό κίνδυνο να προλάβουν οι Βούλγαροι να μπουν
πρώτοι στην Θεσσαλονίκη, άρχισε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια
κατασκευής νέων γεφυρών, που θα επέτρεπαν στον Ελληνικό Στρατό να
συνεχίσει την πορεία του και να διανύσει τα 18-20 χιλιόμετρα που τον

χώριζαν από την πόλη. Στην κατασκευή των γεφυρών αξιοσημείωτη υπήρξε η συνδρομή των
κατοίκων της Χαλάστρας και ιδιαίτερα του Χαλαστρινού εμπειροτέχνη
καροποιού και κατασκευαστή πλωτών μέσων για το ποτάμι (πλάβες)
Γιώργη Ταλίγκαρου, ο οποίος με γνώση, πείσμα αλλά και ενθουσιασμό,
που του υπαγόρευε η Ελληνική ψυχή του, βοήθησε τον στρατό να στήσει
τις γέφυρες και να συνεχίσει απρόσκοπτα πλέον την πορεία του προς την
Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα στις 25 Οκτωβρίου οι Ελληνικές Δυνάμεις
να φθάσουν στην Γέφυρα (Τόψιν), έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Χασάν Ταξίν πασάς, Στρατηγός Μεραρχίας και Διοικητής του 8ου
σώματος του Οθωμανικού στρατού, που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη,
δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την
παράδοσή της, αποδεχόμενος τους όρους του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Στις 26 Οκτωβρίου στις 11 το βράδυ, ανήμερα της εορτής του Αγίου
Δημητρίου, οι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης
υπέγραψαν για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβέρνησης τα σχετικά
πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό στρατό.
Ιδού πώς περιγράφει ο Ι. Μεταξάς το χρονικό της παράδοσης της πόλης
σε επιστολή του:
«Το βράδυ ήλθον εις το στρατηγείον Τούρκοι απεσταλμένοι προτείνοντες
την παράδοσιν του στρατού και της πόλεως. Ο Διάδοχος ανέθεσεν εις τον
Δούσμανην και εις εμέ να διαπραγματευθώμεν. Τους εζητήσαμεν και το
Καραμπουρνού. Δεν εδέχθησαν, και την άλλην ημέραν εκινήσαμεν προς
μάχην. Είχα κάμει την διαταγήν της μάχης, και το απόγευμα της 26ης ήσαν
κυκλωμένοι. Προτού όμως αρχίσει το πυρ, έστειλαν πάλιν απεσταλμένους
και εδέχθησαν όλους τους όρους μας.
Μετέβημεν νύκτα ο Δούσμανης και εγώ εις Θεσσαλονίκην και
διεπραγματεύθημεν με τον Τούρκο αρχιστράτηγον την παράδοσιν του
στρατού του, της πόλεως και του Καραμπουρνού, υπεγράψαμεν το
πρωτόκολλον.
Συγκινητική στιγμή! Εγυρίσαμεν αμέσως νύκτα.

Την άλλην ημέραν εισήλθαμεν πάλιν εις την Θεσσαλονίκην οι δυό μας και
απετελειώσαμεν την παράδοσιν. Το απόγευμα της 27ης εισηγάγαμεν τον
στρατόν. Το δε πρωί της 28ης εισήλθεν ο Διάδοχος, ημείς μαζύ του, και από
οπίσω του η 1η Μεραρχία. Εχάλασεν ο κόσμος!»
Η Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η πόλη που «ενσάρκωνε
καημούς και Ελληνικά όνειρα», ήταν και πάλι Ελληνική. Με έξαλλη χαρά
υποδέχθηκαν οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης την είδηση της
απελευθέρωσης: «“Ήρθαν οι δικοί μας! ήρθε ο Στρατός μας! ήρθαν οι
Έλληνες!”. Η Ελληνική Σημαία υψωνόταν στον Λευκό Πύργο και
κυμάτιζε πλέον ελεύθερα στον Ελληνικό ουρανό.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το
επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική
δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Με φόβο υποδέχτηκαν οι Τούρκοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης την μεγάλη
είδηση, ενώ οι Εβραίοι που αποτελούσαν την μεγαλύτερη πληθυσμιακή
ομάδα, δεν έκρυβαν τη δυσπιστία και την απογοήτευσή τους για την
ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο Ελληνικό Κράτος.
Από την πλευρά των Βουλγάρων, ο στρατηγός Θεοδωρώφ τη νύκτα
έστειλε αξιωματικό του στον Ταξίν πασά, ζητώντας να του υπογράψει
πρωτόκολλο παράδοσης όμοιο με το Ελληνικό. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος
αρνήθηκε δηλώνοντας όπως λέει η παράδοση: Από τους Έλληνες την
πήραμε στους Έλληνες θα την παραδώσουμε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ