Μιλάει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ η συγγραφέας και δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

“Γνωρίζοντας ότι και η ανάγνωση είναι μυητική, απαιτεί γνώση, επιμονή, ότι το βιβλίο πρέπει να αντιστέκεται, να μας ακολουθεί, αλλά όπως υπάρχουν πολλοί συγγραφικοί λόγοι, έτσι υπάρχουν και αναγνωστικοί. Το διάβασμα δεν είναι για να ξεχνιέσαι αλλά για να σε αφυπνίζει. Σίγουρα, όμως, θα πρέπει διαβάζοντας να περνάς καλά! Είναι μεγάλη απόλαυση η ανάγνωση και καλά κάνει ο καθένας και διαβάζει ό,τι τον αναπαύει”. Αυτά επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  η συγγραφέας και δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα.

banΗ Ελένη Γκίκα ξεκίνησε τη δημοσιογραφία από τα περιοδικά “Aντί” και “Φαντάζιο” (1981-1983). Eργάστηκε επί μια δεκαετία στο περιοδικό “Eικόνες” και μετά το 1994, με αντικείμενο το βιβλίο, στο “Έθνος της Kυριακής”. Mε το ίδιο αντικείμενο εργάστηκε στο ραδιόφωνο και για μια τριετία διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο Kορωπί. Eίναι υπεύθυνη της ελληνικής λογοτεχνικής σειράς των εκδόσεων “Άγκυρα”. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: “Σηματοδότες”, 1984, “Δρασκελιές”, 1988, “21 Xρωματιστές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα”, 1992, “Mέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα…”, 1996, “Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι…”, 1997, “Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα…”, 1998, “Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα”, 2000, “Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω…”, 2002, με την οποία τελειώνει ο κύκλος της ζωής και των γραμμάτων του αλφαβήτου, “Εν αταξίαις, εύτακτοι όντες”, 2006. Τα μυθιστορήματα: “Aλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;”, 1996, “Aναζητώντας τη Mαρία”, 1998, “Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;”, 1999, “Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου”, 2001, “Το αίνιγμα του άλλου”, 2003, “Οι κούκλες δεν κλαίνε”, 2004, “Χαίρε παραμύθι μου”, 2005, “Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς”, 2006, “Αύριο, να θυμηθώ να σε φιλήσω”, 2007, και “Υγρός χρόνος”, 2008. Τις συλλογές διηγημάτων: “Όνειρα από Toplexil”, 1997 και “Eάν ο Kαρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη”, 1998. Το παιδικό βιβλίο “Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα”, 2007. Kαι μια συλλογή με συνεντεύξεις: “Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι”.

Ερ: Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να διαβάζετε μυθιστορήματα; Ποια ήταν τα πρώτα σας αναγνώσματα;

Απ: Μυθιστορήματα, τελειώνοντας το δημοτικό. «Τζέην Έυρ», «Ανεμοδαρμένα Ύψη» των αδελφών Μπροντέ, το «Κάστρο» του Κρόνιν, «Άννα Καρένινα» του Τολστόι, κατευθείαν σχεδόν στα βαθιά. Ως μοναχοπαίδι είχα παρέες μεγάλους ή τα ξαδέλφια μου, κατά συνέπεια, διάβαζα ό,τι διάβαζαν. Εξάλλου, ως παιδάκι φιλάσθενο και απολύτως προστατευμένο, τα βιβλία ήταν η πρώτη μου «ασφαλής» συντροφιά. Δεν υπήρχαν άλλα παιδιά ούτε μέσα στο σπίτι, αλλ’ ούτε κι έξω στο δρόμο. Έμαθα να «βλέπω» τον κόσμο μέσα από το παράθυρο και μέσα από τα παραμύθια. Διάβαζα προτού ακόμα να πάω σχολείο. Ε μετά ήρθαν και τα παιδιά και όλα τα «επιτρέπεται» του κόσμου. Αλλά το διάβασμα ήταν εκείνο που, τελικά, μου απέμεινε: πάθος μου, σχεδόν DNA, μπορεί με την τόση μεγάλη του ένταση, και κουσούρι. Δεν έχει υπάρξει, απ’ ό,τι θυμάμαι, ούτε μια μέρα στη ζωή μου που να μην έχω διαβάσει, να μην έχω ανοίξει βιβλίο. Στα δύσκολα και στα εύκολα, ήταν και παραμένει για μένα η ύψιστη απόλαυση, η ερμηνεία του κόσμου. Οι μυθιστορηματικοί ήρωες είναι πια κάτι σαν… συγγενείς μου.

Ερ: Ποιοι ήταν οι ήρωες αυτών των βιβλίων και τι αντίκρισμα είχαν στην δική σας νεολαία;

Απ: Στο Κορωπί όπου έζησα τα παιδικά και τα μαθητικά μου χρόνια, οι μυθιστορηματικοί ήρωες δεν είχαν και τόσο μεγάλο σουξέ. Μ’ έβλεπαν κάπως σαν «εξωτικό φρούτο», ευτυχώς ήμουν καλόγνωμη και καλή μαθήτρια και μ’ αποδέχονταν έτσι μοναχική και όλο-με –ένα-βιβλίο-στο-χέρι. Θυμάμαι την απόγνωση της φιλολόγου στην πρώτη Γυμνασίου, μας είχε ζητήσει να πάμε βιβλίο προς ανταλλαγή, πήγα «Τα γράμματα στον πατέρα» του Κάφκα. Με είχαν μαγέψει και ονειρευόμουν ήδη τα δικά μου… γράμματα προς την μητέρα. Θυμάμαι το βλέμμα της, τη φράση της, «τώρα; τι να σε κάνω εγώ; πού να το δώσω και τι να σου δώσω;» Τα «Χωρίς οικογένεια», «Με οικογένεια» των άλλων παιδιών ήταν από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού ήδη διαβασμένα. Δεν με γοήτευαν, όμως, ξέρετε από τότε «οι διαβαστεροί». Είχα πάντα αδυναμία σ’ εκείνους που την ζούσαν και δεν την διάβαζαν τη ζωή. Λες και αυτό που μου συνέβη να ήταν ένα ατύχημα μόνο σε μένα. Προτιμούσα πάντα για φίλους τους… γειωμένους. Και τους χάρτινους ήρωες, βέβαια.

Ερ: Πέρα από τα μυθιστορήματα που διαβάσατε  υπήρχαν και οι κινηματογραφικές ταινίες . Βοήθησαν και αυτές στην καλλιέργεια αλλά και στην ανάπτυξη της φαντασίας για να αρχίσετε να γράφετε ;

Απ: Σινεφίλ μέχρι τρέλας υπήρξε ο υπέροχος μπαμπάς μου. Την πρώτη ταινία την είδαμε μαζί, τεσσάρων χρονών τότε εγώ, στο σινέ Φάρος. Κάτι με τον Χοντρό- Λιγνό. Εκείνο που μου απόμεινε, όμως, είναι εκείνη η… αρκούδα. Μια αρκούδα που πήγε να φάει το μέλι τους. Και φυσικά σε όλο τον υπόλοιπο σινεμά, τα κλάματά μου. Και η τρυφερή φωνή του μπαμπά μου «δεν κλαίνε καρδούλα μου, εδώ γελάνε! Κωμωδία είναι!» Έτσι μαζί είδαμε στην αρχή επικές ταινίες, από τον «Λόρενς της Αραβίας», το «Όσα παίρνει ο άνεμος» μέχρι τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ που με καταδιώκουν ακόμα. Ταινίες βασισμένες σε έργα του Ιούλιου Βερν, με τα ξαδέλφια μου το «2000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» αλλά και ελληνικές κωμωδίες, μελό, τα πάντα, τα πάντα. Μάθαμε μετά και πηγαίναμε τα ξαδέλφια μόνα μας. Ήταν και συγγενής ο καλός κύριος του σινεμά! Αρχίζαμε από την πρώτη προβολή μέχρι την τελευταία. Με την ξαδέλφη μου την Χρυσούλα είδα στο σινέ Φάρο δέκα χρονών και την «Αιμιλία την διεφθαρμένη». Φύγαμε αμέσως μετά το διάλειμμα, «προτού να ανάψουν τα φώτα», και με τη συμφωνία να μη το πούμε, φυσικά, πουθενά. Είχαμε τρεις κινηματογράφους, και θερινό. Μας θυμάμαι να ερχόμαστε σε κάποια Ναργκίς γύρω- γύρω στο σινεμά! Φοβόταν εκείνη τις πεταλούδες και την ακολουθούσα κι εγώ για την… συντροφιά της περιφοράς!

Ερ: Ξεκινήσατε το μεγάλο ταξίδι με το μυθιστόρημα. Ποιες ήταν οι πρώτες κριτικές πού σας έκαναν; Είσαστε ευχαριστημένη από αυτή την πορεία;

Απ: Υπήρξα πολύ τυχερή όσον αφορά το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το «Αναζητώντας τη Μαρία» διαβάστηκε, αγαπήθηκε, υπήρξε η αιτία που έκανα μια σπουδαία φίλη. Το διάβασε η πανεπιστημιακός και συγγραφέας Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια και με παρουσίασε στους φοιτητές. Αλλά ντρεπόμουν πάντα. Ίσως επειδή έγραφα ήδη για άλλους. Εξάλλου είχα διαβάσει και διάβαζα αριστουργήματα. Θυμάμαι τον Βασίλη Βασιλικό σε μια συνέντευξή μας, και σε εκείνον χρωστώ: «γράφεις! Αν γράφεις, μη τα κρατάς στο συρτάρι, δεν θα μπορέσεις να πας παρακάτω με κείμενα στο συρτάρι». Καθώς και την Τατιάνα Γκρίτση- Μιλλιέξ: «κυρά μου, γιατί μας τα κρύβεις; Όλοι μας έχουμε διαβάσει καλύτερα απ’ τα δικά μας! έχεις σκεφτεί ότι το να τα κρύβεις είναι κι αυτό εγωισμός;» Ας είναι, ακόμα ντρέπομαι όταν εκδίδω. Θα μου πείτε γιατί το κάνω; Και θα σας πω αυτό το κοινότοπο «επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».

Ερ: Διαβάζουν οι Έλληνες μυθιστορήματα;

Απ: Διαβάζουν και διαβάζουν πολύ! Ειδικά μυθιστόρημα! Βεβαίως διαβάζουν εκείνο που ξέρουν, αυτό που τους αναπαύει. Και με έναν τρόπο κάπως τηλεοπτικό: ό,τι ακούγεται, διαβάζεται εύκολα, μας θυμίζει εκείνα που ζήσαμε, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες ή με την ηρωίδα. Υπάρχει κι εκείνο το κοινό που όντως διαβάζει- «διαβάζει». Γνωρίζοντας ότι και η ανάγνωση είναι μυητική, απαιτεί γνώση, επιμονή, ότι το βιβλίο πρέπει να αντιστέκεται, να μας ακολουθεί, αλλά όπως υπάρχουν πολλοί συγγραφικοί λόγοι, έτσι υπάρχουν και αναγνωστικοί. Το διάβασμα δεν είναι για να ξεχνιέσαι αλλά για να σε αφυπνίζει. Σίγουρα, όμως, θα πρέπει διαβάζοντας να περνάς καλά! Είναι μεγάλη απόλαυση η ανάγνωση και καλά κάνει ο καθένας και διαβάζει ό,τι τον αναπαύει.

Ερ: Μιλήστε μας για το νέο σας μυθιστόρημα «Λίλιθ» , εκδόσεις «Καλέντης»;

Απ: Κατά τη γνώμη μου, είναι το πιο σύνθετο, αυτό που σκεφτόμουν καιρό. Κι όσο κι αν δεν του φαίνεται, το πιο αυτοαναφορικό, το πιο εξομολογητικό. Είναι, όπως ήδη γράφεται στο εξώφυλλο, ένα ερωτικό βιβλιοφιλικό θρίλερ. Και συγκεντρώνει ό,τι αγαπώ: Βιβλία, μυθιστορηματικούς ήρωες, αναγνωστικές μεθόδους, τρόπους γραφής, αινίγματα, φόβους. Ξεκίνησε πριν από τέσσερα- πέντε χρόνια από μια ερωτική αλληλογραφία που μου παραδόθηκε, σπουδαία γραφή! Μια νέα κοπέλα γράφει σε έναν σημαντικό άνδρα! Στη συνέχεια ήρθαν όλα τα άλλα. Η Λίλιθ που γράφει και φοβάται την χρησμικότητα της γραφής και τον έρωτα, οι ανασκαφές και το παλαιοβιβλιοπωλείο, η εντολή – παράκληση του εκδότη της να γράψει ερωτικό μυθιστόρημα. Η Λίλιθ που αντιμετωπίζει την μυθολογία του ονόματός της και τους γρίφους αυτής καθ’ εαυτής της γραφής. Η Λίλιθ που προσπαθεί να ανακαλύψει παραλήπτη και αποστολέα. Τελειώνοντάς το σκέφτηκα ότι μ’ αυτό, έχω πει ό,τι είχα να πω σ’ αυτή τη ζωή. Διαβάζεται με πολλούς τρόπους, κι αγραμμικά: μόνο η ιστορία, οι επιστολές, οι αναφορές στα βιβλία, από το τέλος ή απ’ την μέση προς την αρχή. Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τους εκδότες μου, Αλέξανδρο και Κέλλυ Καλέντη. Για την εμπιστοσύνη, την φροντισμένη δουλειά, για το ό,τι μου επιτρέπουν να γίνομαι δυσκολότερη και καλύτερη, για την ευλογία της φιλίας και της εκδοτικής οικογένειας. Μ’ αρέσει ν’ ανήκω και να εκτιμώ τους εκδότες μου. Μ’ αρέσει να ακολουθώ, μαζί τους αισθάνομαι και σημαντική και αγαπητή και μαθήτρια και παιδί.

Ερ: Είναι αλήθεια ότι το νέο σας μυθιστόρημα θεωρείται από τα καλύτερα έργα σας;

Απ: Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσα κάτι να πω. Περιμένω την γνώμη των άλλων με μεγάλη λαχτάρα κι αγωνία. Ότι κοπίασα, κοπίασα, αλλά άλλο οι προθέσεις του συγγραφέα και άλλο του κειμένου. Ο αναγνώστης γνωρίζει.

Ερ: Άλλοι λένε ότι οι συγγραφείς γεννιούνται και άλλοι ότι πλάθονται μέσα από τις εμπειρίες της ζωής. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;

Απ: Γεννιέται και γίνεται. Γεννιέται σίγουρα, γιατί είναι και αφύσικη η όλη διαδικασία της γραφής. Γιατί να κλειστείς και να πλάθεις κόσμους κι ανθρώπους εφόσον εκεί έξω είναι και η ζωή και οι άνθρωποι και ο κόσμος; Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ζουν, νομίζω, πρέπει κάτι να ψάχνεις, να κουβαλάς αγκαθάκι ή σκιά. Αλλά για να φτάσεις στο τέλος, έστω και κάπου στη μέση, απαιτείται κόπος και μόχθος, γνώση και πειθαρχία, δεν φτάνει η βαριά σκιά και η αρχική σπουδαία ιδέα. Το αντίθετο, έχει γίνει σπουδαία λογοτεχνία με ταπεινά υλικά. Βεβαίως, σίγουρα μεγαλώνοντας γράφεις διαφορετικά. Έχουν φύγει στο μεταξύ όλα τα περιττά: βεβαιότητες, στόχοι, ματαιοδοξία. Ηττημένος φτάνεις στην ευλογία της γραφής. Σχεδόν σου χαρίζεται για άγνωστο λόγο.

Ερ: Πρέπει οι συγγραφείς να εκφράζουν την γνώμη τους για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα ;

Απ: Έτσι ή αλλιώς οι δημιουργοί ζουν μέσα στα κοινωνικά προβλήματα και βιώνουν την εποχή. Η «κρίση» που δεν είναι πια κρίση αλλά η καινούργια κατάσταση, μας έκανε όλους, άλλους. Ακόμα κι αν σε απασχολούν τα σημαντικά: έρωτας, γέννηση, θάνατος, χρόνος, προδοσία, ακόμα και τότε στις ιστορίες σου αναδεικνύεται, θέλεις δεν θέλεις, η εποχή. Μιλάς γι’ αυτήν, αποτελείς μέρος της, είσαι κι εσύ μέσα στο πρόβλημα. Το αναδεικνύεις και μάλιστα ακόμα πιο καλά, όταν το φωτίζεις λοξά. Αναζητάς την αλήθεια που είναι πορεία. Η λογοτεχνία είναι μια μορφή ιστορίας. Η ιστορία των ανθρώπων και της εποχής.

Ερ: Κάνετε παρέα με άλλους συγγραφείς; Ποιο σημείο θα σας άρεσε να τους συναντήσετε;

Απ: Τους διαβάζω, κατ’ αρχάς, οπότε μέσα από το έργο τους σίγουρα τους συναντώ. Το πιο σπουδαίο και βαθύ, αληθινό εαυτό τους, με τις πληγές, τους φόβους και τις αμφιβολίες, τις ήττες τους έχω μάθει να τους αγαπάω. Ακολουθώ τις εμμονές τους από βιβλίο σε βιβλίο. Τους περισσότερους τους γνωρίζω και λόγω δουλειάς. Αλλά ο πιο σύντομος και ασφαλής δρόμος είναι μέσα από το έργο.

Ερ: Ποια εποχή σας εμπνέει περισσότερο για να γράφετε;

Απ: Το καλοκαίρι, συνήθως, με συνθήκες χειμώνα. Είμαι απ’ εκείνες τις εργατικές του καλοκαιριού, με ταράζει ο ήλιος, έχω και κάποια μορφή φωτοφοβίας, γεμίζω κόκκινα στίγματα, βγαίνω μόνο όταν πέσει ο ήλιος. Τις υπόλοιπες ατέλειωτες υπέροχες καλοκαιρινές ώρες, διαβάζω, γράφω, ακούω τον σφυγμό του κόσμου, κάνω εκείνο που έχω μάθει τόσο καλά να κάνω από παιδί: κοιτάζω τον κόσμο από το παράθυρο και προσπαθώ να τον καταλάβω, τον θαυμάζω!

Ερ: Θα σας ενδιέφερε να εκδώσετε κάποιο μυθιστόρημά σας μόνο σε ψηφιακή μορφή; Διαβάζετε μυθιστορήματα σε ψηφιακή μορφή;

Απ: Έχω πολύ καλή σχέση με το διαδίκτυο, το έχω κάνει ήδη με συμμετοχές μου στην OpenBook του Γιάννη Φαρσάρη. Βέβαια ζω και σε ένα σπίτι με 20.000 βιβλία. Αγαπώ την αφή, την οσμή του τυπωμένου χαρτιού, αλλά το πιο σημαντικό δεν είναι ο τρόπος, είναι η ιστορία. Όπως κι αν γράφεται, όπου κι αν την διαβάζουμε!

Ερ: Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

Απ: Να ζήσουν με όλη τους την καρδιά αυτό το ευλογημένο καλοκαίρι! Να ζήσουν την κάθε στιγμή με όλη τους την καρδιά! Με όποιον τρόπο επιλέγουν εκείνοι που τους λυτρώνει, τους κάνει να χαίρονται, τους ανακουφίζει!

Ερ: Τι θα προτείνατε στους νέους επίδοξους συγγραφείς;

Απ: Να διαβάζουν πολύ! Από δίψα ανάγνωσης φτάνει κανείς στη δίψα γραφής! Και όταν γράφουν να μη σκέφτονται τίποτα, το κέρδος, τον αντίκτυπο ή και τους άλλους. Αλλά να ακούσουν την ιστορία τους τίμια και ταπεινά. Οι ιστορίες έχουν την δική τους αφηγηματική φωνή. Εάν δεν την ακούς, κάτι δεν κάνεις καλά! Και να διαβάζουν, επιμένω σ’ αυτό! Να διαβάζουν και τους σπουδαίους και όλους τους άλλους!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ