SAMSUNG CAMERA PICTURES

Ο Κύπριος συγγραφέας και συνεργάτης της «Ε.Γ.». Μάριος Μιχαηλίδης συνομιλεί με τον επίσης Κύπριο συγγραφέα Αιμίλιο Σολωμού. Συνέντευξη – παρουσίαση: Μάριος Μιχαηλίδης.

«Η γλώσσα, ο πολιτισμός, η μουσική, και ασφαλώς το ελληνικό βιβλίο είναι τα μέσα της επικοινωνίας μας και αυτά που θα κρατήσουν άσβηστη τη φλόγα και τους δεσμούς ανάμεσα στους Έλληνες είτε αυτοί ζουν στην Κύπρο, την Ελλάδα ή το εξωτερικό». Αυτά αναφέρει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ, ο Κύπριος συγγραφέας Αιμίλιο Σολωμού, με τον επίσης συγγραφέα και συνεργάτη της «Ε.Γ.». Μάριο Μιχαηλίδη.

-Να σας εκφράσω καταρχάς τα συγχαρητήριά μου για την ευρωπαϊκή διάκριση του μυθιστορήματός σας «Ημερολόγιο μιας απιστίας». Αυτό ασφαλώς δικαιώνει την πορεία σας στο χώρο της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πώς αντιμετωπίζετε αυτή τη βράβευση. Μήπως σας φορτώνει με ένα πρόσθετο βάρος;

Σας ευχαριστώ πολύ. Αισθάνομαι, όμως, ότι ένα βραβείο δεν πρέπει να αποτελεί το κριτήριο για τη δικαίωση ή την καταξίωση ενός λογοτέχνη. Είναι τετριμμένο αυτό που θα πω, αλλά είναι αλήθεια. Υπάρχουν νομπελίστες που έχουν «εξαφανιστεί» από τον λογοτεχνικό χάρτη, ενώ πολλοί συγγραφείς που δεν αξιώθηκαν κάποιο σημαντικό βραβείο έχουν δικαιωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών και τα βιβλία τους άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Συνεπώς, νομίζω απέχω πολύ από τη «δικαίωσή» μου στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Παραμένω ακόμα σχετικά άγνωστος, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό. Πάντως, κάνω αυτό που αγαπώ πιο πολύ. Το χαίρομαι και δεν είναι λίγο.

Το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το «Ημερολόγιο μιας απιστίας» (2013) αναμφίβολα είναι σημαντικό. Κυρίως γιατί μου δίνει ένα επιπλέον κουράγιο να συνεχίσω, αλλά και επειδή προσφέρει την ευκαιρία στο βιβλίο μου να μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Ταυτόχρονα, αποτελεί χρέος να δικαιώσω όσους εμπιστεύτηκαν το βιβλίο μου (εκδόσεις Ψυχογιός, Κριτική Επιτροπή), τους αναγνώστες αλλά και να μην απογοητεύσω εμένα τον ίδιο. Και είναι πραγματική ευθύνη, γιατί εκπροσωπώ τη χώρα μου, όπως και άλλοι πεζογράφοι, στον τομέα της σύγχρονης πολιτισμικής ευρωπαϊκής δημιουργίας και ιδιαίτερα όσον αφορά το βιβλίο.

-Γνωρίζω ότι μέρος του έργου σας έχει μεταφραστεί. Πώς νιώθει ένας μεταφρασμένος συγγραφέας. Θα ήθελα το σχόλιό σας.

Το δεύτερο μυθιστόρημά μου «Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας» (2003) κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία το 2013 και το τρίτο, το «Ένα τσεκούρι στα χέρια σου» (2003), έχει μεταφραστεί και αναμένεται να κυκλοφορήσει επίσης στη Βουλγαρία μέσα στο 2016. Το «Ημερολόγιο μιας απιστίας» κυκλοφορεί στην Πολωνία, τη Γερμανία και πολύ πρόσφατα στην Αλβανία. Την τρέχουσα χρονιά αναμένεται να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει σε έξι ακόμα χώρες (Ουγγαρία, Σερβία, Σλοβενία, Βουλγαρία, FYROM και Τουρκία). Οι εκδότες της πολωνικής και της γερμανικής έκδοσης μού μεταφέρουν ότι το βιβλίο πάει πάρα πολύ καλά. Αισθάνομαι ότι ζω το όνειρό μου. Αυτό που κάθε συγγραφέας ονειρεύεται να ζήσει. Είναι πολύ σημαντικό για το βιβλίο ότι θα κυκλοφορήσει σε όλες αυτές τις χώρες. Θα συνεχίσει το ταξίδι του και θα φτάσει στα χέρια και άλλων αναγνωστών. Έτσι, το βιβλίο μέσα από αυτόν τον θεσμό του βραβείου ταξιδεύει πέρα από τα όποια σύνορα, η γλώσσα παύει να αποτελεί εμπόδιο. Επομένως, είμαι ικανοποιημένος που συμβάλλω κι εγώ, έστω και λίγο, στο διάλογο και το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, στην πολυμορφία της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.solomou

Μιλώντας γενικά για τον τομέα του πολιτισμού, αλλά και τον θεσμό του βραβείου, θα έλεγα πως αυτό είναι εξαιρετικά αναγκαίο για την πολιτική της Ε.Ε. Ιδιαίτερα σήμερα που μοιάζει να έχει χρεοκοπήσει η Ιδέα της Ευρώπης, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς με την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, την ξενοφοβία, την αναλγησία της απέναντι στους καταδιωκόμενους πρόσφυγες, αλλά και στις χώρες του Νότου, την αδιαφορία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και την εξαθλίωση. Το βιβλίο και γενικότερα ο πολιτισμός είναι αυτός που μπορεί να κρατήσει τη φλόγα αναμμένη. Κατά την άποψή μου, το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ε.Ε. είναι ένας θεσμός κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μας, σαν να έχει δημιουργηθεί ειδικά για εμάς, τις μικρές και γλωσσικά ανάδελφες χώρες. Οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι δεν το έχουν ανάγκη. Γι’ αυτούς είναι πολύ εύκολο, έχουν τους μηχανισμούς, να φτάσει το βιβλίο στα κατάλληλα χέρια, να μεταφραστεί και να προωθηθεί.

-Στο πρόσφατο μυθιστόρημά σας «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» (Ψυχογιός, 2015) προσέχει κανείς ότι η μυθοπλασία εντάσσεται μέσα σε ένα ιστορικό περιβάλλον, το οποίο έχετε μελετήσει με ιδιαίτερη επιμέλεια. Αυτό, άλλωστε φαίνεται από την πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτετε. Θα αποκαλούσατε το βιβλίο σας ιστορικό μυθιστόρημα;

Το τελευταίο μου βιβλίο με απασχολούσε σχεδόν από την αρχή της κρίσης. Έπαιρνα σημειώσεις και μελετούσα. Όταν ένιωσα έτοιμος, προχώρησα στη συγγραφή. Αναφέρεται στο σήμερα (μέχρι το 2013), αλλά και σε ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη το 1870, τη Σφαγή στο Δήλεσι. Τότε, η συμμορία των Αρβανιτάκηδων δολοφόνησε τέσσερις επιφανείς Ευρωπαίους, τρεις Άγγλους και έναν Ιταλό. Ιδιαίτερα οι Άγγλοι σχετίζονταν συγγενικά ή φιλικά με την αγγλική αριστοκρατία, την πολιτική και την τότε κυβέρνηση του Γλάδστωνος. Η σφαγή τους προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη στράφηκε κατά της Ελλάδας, τα δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό τύπο ήταν απίστευτα προσβλητικά για τους Έλληνες και οι Δυνάμεις ήταν έτοιμες να επέμβουν στρατιωτικά κατά της χώρας. Σε έναν βαθμό, το ζήσαμε και το ζούμε τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα είναι και πάλι το μαύρο πρόβατο. Ο πρέσβης της Αγγλίας παρακαθόταν στο Υπουργικό Συμβούλιο και έδινε οδηγίες στην ελληνική κυβέρνηση, όπως λίγο πολύ συμβαίνει και σήμερα με τους εκπροσώπους των δανειστών στην Αθήνα. Το βιβλίο κινείται μπρος-πίσω και η Σφαγή του Δήλεσι μου έδωσε την ευκαιρία να εξετάσω τις παθογένειες του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του, να αναζητήσω τις ομοιότητες ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, τα αίτια που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Όλοι οι παράγοντες που προκάλεσαν την τραγωδία που βιώνουμε στις μέρες μας ήδη προϋπήρχαν στον 19ο αιώνα. Για να γράψω το βιβλίο, χρειάστηκε να μελετήσω για τη Σφαγή στο Δήλεσι, αλλά και να ακολουθήσω τη διαδρομή που πήραν οι ληστές και οι όμηροί τους σ’ εκείνο το δεκαήμερο οδοιπορικό αγωνίας πριν τη σφαγή. Προσπάθησα να εντοπίσω τα ίχνη που σώζονται σήμερα από εκείνο το γεγονός στην Αθήνα και την Αττική (π.χ. Πικέρμι, Ωρωπός, Συκάμινο). Δεν είναι, όμως, ένα μυθιστόρημα αμιγώς ιστορικό. Θα έλεγα ότι είναι κράμα ιστορικής πραγματικότητας και μυθοπλασίας, κατά κάποιον τρόπο κάπως υβρίδιο. Όσα συνδέονται με τη Σφαγή στο Δήλεσι καταλαμβάνουν περίπου το ένα τρίτο του βιβλίου. Το βιβλίο θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι εν μέρει αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά έχει και έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, δεν είναι εύκολο να ταυτιστεί με κάποιο μυθιστορηματικό είδος.

-Θα ήθελα να σχολιάζατε το πώς αισθάνεται ένας Ελληνοκύπριος συγγραφέας όταν, κατά κάποιον τρόπο, πολλοί ελλαδίτες κριτικοί ή και συγγραφείς, κατηγοριοποιούν αυτόν και το έργο του στην κυπριακή λογοτεχνία. Έμμεσα, δηλαδή, να «αρνούνται» την δικαιωματική ένταξή του στην ευρεία ομάδα των νεοελλήνων συγγραφέων. Σήμερα, κανείς δε μιλά για Θεσσαλική ή για Ζακυνθινή λογοτεχνία.

Δυστυχώς δεν είναι μόνο από μια μερίδα Ελλαδιτών κριτικών και συγγραφέων που γίνεται αυτή η κατηγοριοποίηση. Και ορισμένοι Κύπριοι έχουν την ίδια άποψη. Στην πρώτη περίπτωση αυτό συμβαίνει, έχω την εντύπωση, με μια διάθεση έστω κάποιας απαξίωσης. Στη δεύτερη από ιδεολογική σκοπιμότητα. Και οι δύο περιπτώσεις δε με βρίσκουν καθόλου σύμφωνο. Όπως δε με βρίσκουν σύμφωνο και όσοι σπεύδουν να αντιδράσουν από διάθεση «πατριωτική», κάτι που υποκρύπτει επίσης μιαν ιδεολογική τοποθέτηση. Για μένα αυτό αποτελεί ένα ψευτοδίλημμα. Η λογοτεχνία που γράφεται από Κύπριους εντάσσεται ασφαλώς στη νεοελληνική λογοτεχνία, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έχει όμως τις ιδιαιτερότητές της (π.χ. οι θεματικές που αναπτύσσονται υπό το βάρος των τοπικών κοινωνικοπολιτικών και ιστορικών γεγονότων), αλλά για κανένα λόγο δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι ξεχωριστό και αυτόνομο. Αν ονομαζόταν Κυπριακή Λογοτεχνία με τους όρους που παλαιότερα μιλούσαμε για Επτανησιακή ή Κρητική, απαλλαγμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις, τότε θα το αποδεχόμουν. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να τονίσω ότι υπάρχουν αξιόλογα έργα Κύπριων πεζογράφων που εμπλουτίζουν με το έργο τους τη νεοελληνική λογοτεχνία. Και θα έπρεπε να τους δοθεί μεγαλύτερη προσοχή. Δυστυχώς, αυτό το ψευτοδίλημμα είναι ίσως ένας παράγοντες που αποτρέπει αυτή την καταξίωση. Θα αναφέρω δύο από τις παλαιότερες περιπτώσεις: τον Νίκο Νικολαϊδη (1884-1956) και τον Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη (1904-1999) οι οποίοι ακόμα δεν κατέλαβαν τη θέση που τους αξίζει στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το έργο τους είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ίσως να φταίμε και εμείς εδώ στην Κύπρο που δεν έχουμε τους μηχανισμούς να προωθήσουμε το έργο τους στην Ελλάδα.

-Ποιο μήνυμα θα στέλνατε στον απόδημο ελληνισμό;

Οι απόδημοι Έλληνες συντηρούν σε έναν βαθμό τον χαρακτήρα του παλαιού κοσμοπολίτικου και οικουμενικού ελληνισμού. Συνεπώς, η παρουσία τους στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου λαμβάνονται καθοριστικές αποφάσεις, είναι πολύ σημαντική. Με το παράδειγμά τους και τη συμμετοχή τους στα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της Γερμανίας έχω την αίσθηση ότι κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα αυτά τα τελευταία χρόνια, την ανεπανόρθωτη ζημιά στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Κατά κάποιον τρόπο, διαδραματίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τον ρόλο που ανέλαβε ο Ιωάννης Γεννάδιος το 1870 στη βρετανική πρωτεύουσα στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την Ελλάδα μετά τη Σφαγή στο Δήλεσι (Η παρουσία του Γεννάδιου στο βιβλίο Το Μίσος είναι η μισή εκδίκηση είναι μικρή αλλά σημαντική). Γνωρίζω ότι δεν ήταν εύκολα, και για τον απόδημο ελληνισμό, αυτά τα χρόνια. Και εύχομαι το 2016 να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Κυρίως να κρατήσουν όπως έκαναν τόσα χρόνια την επαφή με την πατρίδα τους. Η γλώσσα, ο πολιτισμός, η μουσική, και ασφαλώς το ελληνικό βιβλίο είναι τα μέσα της επικοινωνίας μας και αυτά που θα κρατήσουν άσβηστη τη φλόγα και τους δεσμούς ανάμεσα στους Έλληνες είτε αυτοί ζουν στην Κύπρο, την Ελλάδα ή το εξωτερικό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ