Πρώτα η πανδημία, μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι ξενοδόχοι δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι. ‘Ετσι γίνονται αναπόφευκτες οι αυξήσεις τιμών. «Πρωτόγνωρη η κατάσταση».Ο Μίχαελ Χάιντσλερ είναι συνήθως ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Αλλά ο ιδιοκτήτης ξενοδοχείου από το Ίμενσταντ στη λίμνη της Κωνσταντίας ανησυχεί για το τι τον περιμένει το επόμενο έτος. Ο 51χρονος αποφάσισε να αυξήσει τις τιμές κατά 16% έως 18%. Δεν έχει άλλη επιλογή. Ο πληθωρισμός, τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα και η επιστροφή σε συντελεστή ΦΠΑ 19% αντί για 7% στον κλάδο της εστίασης αναγκαστικά αυξάνουν το λειτουργικό κόστος. Πώς θα αντιδράσουν οι πελάτες του σε αυτήν την αύξηση των τιμών από 1ης Ιανουαρίου; ΄Άγνωστο. «Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη» λέει. Το ξενοδοχείο του έχει 34 δωμάτια και σουίτες και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίνας. Πρόθεσή του είναι πάντως να προσφέρει υπηρεσίες για όλα τα βαλάντια. Η κατάσταση είναι ενδεικτική για το πώς αισθάνονται οι ξενοδόχοι αυτήν την εποχή στη Γερμανία.

«Δεν είναι και τόσο κερδοφόρος ο κλάδος»

«Οι καιροί είναι δύσκολοι» λέει ο Τομπίας Βάρνεκε, διευθύνων σύμβουλος της Γερμανικής Ένωσης Ξενοδόχων. Κατά την διάρκεια της πανδημίας ο κλάδος έφτασε σε οριακό επίπεδο,σταδιακά ανέκαμψε αλλά μετά ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. «Πέφτουμε από τη μια κρίση στην άλλη» λέει ο Βάρνεκε. Μετά από συνεχόμενη ύφεση δύο ετών, το 2020 και το 2021, ο κλάδος εξακολουθεί να μην μπορεί να φτάσει στα επίπεδα πριν από την κρίση όσον αφορά στον κύκλο εργασιών. Αν και προχώρησε σε αυξήσεις των τιμών, ο τζίρος του κλάδου ξενοδόχων στο σύνολό του ήταν 3,8% λιγότερο τον περασμένο Οκτώβριο από ό,τι τον ίδιο μήνα πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία. Σε σύγκριση μάλιστα με τον προ πανδημίας μήνα Οκτώβριο του 2019, υπήρξε ακόμη και διαφορά της τάξης του 13,3% στον κύκλο εργασιών. Εάν ληφθούν υπόψη μόνο τα ξενοδοχεία και οι λοιποί πάροχοι καταλυμάτων, η πτώση ανέρχεται σε 7,5%. «Ο ξενοδοχειακός κλάδος είχε πάντα σχετικά χαμηλή κερδοφορία», λέει ο Βάρνεκε. «Ποτέ δεν περίσσευαν πραγματικά πολλά».

Η Στέφανι Τσάργκες-Φόγκελ, από τη συμβουλευτική εταιρεία ξενοδοχείων Zarges von Freyberg, πιστεύει ότι είναι σίγουρα δυνατό να βγάλει κανείς κέρδη. «Αλλά πρέπει να συνηθίσει το γεγονός ότι, παρά τις αυξημένες πωλήσεις, αυτό που μένει δεν είναι απαραίτητα πολύ υψηλότερο. Το περιθώριο κέρδους έχει μειωθεί σημαντικά λόγω της σημαντικής αύξησης του κόστους». Η Τσάργκες-Φόγκελ κάνει λόγο για έναν κλάδο που χαρακτηρίζεται έντονα από αβεβαιότητα και δύσκολο σχεδιασμό. «Δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ τόσο δύσκολος ο προγραμματισμός». Τα ξενοδοχεία που δεν έχουν σαφές σχέδιο και ισχυρή προβολή θα δυσκολευθούν στο μέλλον. Δυσκολίες θα αντιμετωπίσουν επίσης τα ξενοδοχεία μεσαίας κατηγορίας. «Το φθηνό και το πολύ ακριβό λειτουργεί, αλλά το μεσαίο είναι δύσκολο να προβληθεί», λέει. «Η σχέση μεταξύ τιμής και απόδοσης ήταν πάντα πολύ καλή στη Γερμανία», λέει ο Τομπίας Βάρνεκε. « Ήταν πάντα δύσκολο να επιτευχθούν λογικές τιμές, επειδή οι Γερμανοί είναι πολύ ευαίσθητοι σε αυτόν τον τομέα. Ο ίδιος πάντως δεν βλέπει να υπάρχουν περιθώρια για μείωση των τιμών προς το παρόν.

«Ευαισθητοποιημένοι» πελάτες στις τιμές

Η Στέφανι Τσάργκες-Φόγκελ υποστηρίζει ότι η παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας απλά κοστίζει. «Οι τουρίστες πρέπει να συνειδητοποιήσουν καλύτερα ότι δεν μπορούν να ταξιδεύουν σε μια αγορά με σαβούρα, αν περιμένουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο υπηρεσιών. Και στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών, αυτό είναι αυτονόητο και νομίζω ότι θα πρέπει να το συνηθίσουμε, όταν πρόκειται για ταξίδια». Εκείνο το οποίο επισημαίνει είναι ότι οι ανάγκες των επισκεπτών αυξάνονται και, όσο αυξάνονται οι τιμές, τόσο πιο ευαίσθητοι γίνονται. «Επομένως, η ιδιαιτερότητα στην προσφορά είναι πολύ σημαντική. Αυτό ξεκινά από τα μικρά πράγματα στον μπουφέ πρωινού, όπως τα τοπικά προϊόντα, αλλά και στον σχεδιασμό ή την επίπλωση του ξενοδοχείου, με πράγματα που οι επισκέπτες δεν θα βρουν παντού. Ή στην εξυπηρέτηση, προσφέροντας μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Έτσι μπορείτε να δημιουργήσετε διακριτικά γνωρίσματα που οι αλυσίδες ξενοδοχείων δεν θα έχουν ποτέ». Ο ξενοδόχος Χάιντσλερ επωφελείται από τη θέση του ξενοδοχείου του σε περιοχή τουρισμού και διακοπών της λίμνης Κωνσταντίας. «Ο κλάδος των ξενοδοχείων μέσα σε πόλη αλλά και των επαγγελματικών ξενοδοχείων υποφέρει περισσότερο από τις συνέπειες της πανδημίας από ό,τι ο κλάδος των ξενοδοχείων για διακοπές», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Ένωσης, Τομπίας Βάρνεκε. «Η τουριστική ζήτηση έχει ανακάμψει και πάλι πολύ πιο γρήγορα».

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι πολλοί ιδιοκτήτες ξενοδοχείων έχουν κάποια ηλικία και δεν μπορούν να βρουν διάδοχο. Στο κενό που δημιουργείται προσπαθούν να μπουν οι αλυσίδες ξενοδοχείων, κι αν καταφέρουν να βρουν θέση, ασκούνται πιέσεις στην ιδιωτική ξενοδοχειακή βιομηχανία. Ο ξενοδόχος Χάιντσλερ, από την άλλη πλευρά, ελπίζει ότι την οικογενειακή του επιχείρηση θα αναλάβουν τα ίδια του τα παιδιά στην τέταρτη γενιά. Αυτό που κάνει την αναζήτηση διαδόχου πιο δύσκολη είναι η κουραστική γραφειοκρατία. Οι μεγάλες ξενοδοχειακές εταιρείες διαθέτουν αντίστοιχες δομές ή ολόκληρα τμήματα που ρυθμίζουν τα πάντα. Από την άλλη πλευρά, βέβαια τα μικρά ιδιωτικά ξενοδοχεία είναι ταχύτερα και μπορούν να αντιδρούν πολύ καλύτερα στις νέες συνθήκες της αγοράς. Εκείνο που δίνει ελπίδα στον Χάιντσλερ είναι ότι η λίμνη της Κωνσταντίας έχει αναπτυχθεί πολύ καλά τα τελευταία χρόνια με βάση τον αριθμό των διανυκτερεύσεων. Και θα ήταν ικανοποιημένος αν μπορούσε να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο παρά τις αυξήσεις των τιμών. Μια πρόβλεψη από την Ένωση Ξενοδόχων θα μπορούσε να του δώσει ελπίδα. Αυτό που περιμένει για το επόμενο έτος είναι να φτάσει τον αριθμό των επισκεπτών και τον κύκλο εργασιών του 2023.

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ