Η Αρχόντισσα των Ελληνικών Γραμμάτων και γνήσια θεραπαινίδα του Έλληνα Λόγου Δρ. Νίκη Κατσαούνη συμμετείχε στον εορτασμό της Κοινότητας Αγίου Παντελεήμονος στο ΒΔ Λονδίνο την Κυριακή 6η Ιουνίου και έδωσε μια εξαίρετη ομιλία, με θέμα: «Ο Ήχος και ο Λόγος της Κύπρου».

Η Δρ. Κατσαούνη, Μορφωτική Σύμβουλος της Κυπριακής Υπάτης Αρμοστείας στο Λονδίνο, είναι σημαντική και διακεκριμένη ποιήτρια και στιχουργός. Είναι ένας αυθεντικός άνθρωπος της Τέχνης και του Πολιτισμού που τιμά και προβάλλει παντού τον Οικουμενικό Ελληνισμό, με τη ζωή και τη δράση της.

Παρακάτω παρατίθεται ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας της Δρος Κατσαούνη:

Η Ημέρα της Κύπρου που γιορτάζουμε σήμερα εδώ, στον Άγ. Παντελεήμονα στο Λονδίνο ως ετήσια γιορτή, αρχές Ιουνίου (εορτή του Απ. Βαρνάβα, 11 Ιουνίου), είναι ένα σκληρά κερδισμένο δικαίωμα στη χαρά – εν τέλει – και την περηφάνια τού να είσαι Κύπριος, μέσα στις αναρίθμητες υποχρεώσεις που επωμιζόμαστε επί χρόνια, στην Κύπρο, ή εδώ στη Βρετανία ή και αλλού, μέσα στις μεγάλες και μικρές παροικίες του κόσμου όπου υπάρχουν διεσπαρμένοι οι Κύπριοι: Υποχρεώσεις που εκπορεύονται πάλιν, από το (καθόλου απλό) γεγονός ότι γεννηθήκαμε στην Κύπρο, αντί κάπου αλλού.

Το να είσαι Έλληνας Κύπριος, λοιπόν, δεν είναι ούτε αυτόδηλο, ούτε αυτονόητο, ούτε ιδιαίτερα εύκολο. Είμαι της γνώμης ότι ένας δεν γεννιέται Κύπριος Έλληνας, ή Γάλλος, ή Άγγλος επειδή γεννιέται στην Κύπρο, από γονείς Έλληνες ή Γάλλος επειδή γεννιέται στη Γαλλία από γονείς Γάλλους και Άγγλος επειδή γεννιέται στην Αγγλία, από γονείς Άγγλους.

Γίνεσαι Έλληνας της Κύπρου – ή Γάλλος, ή Άγγλος – εφόσον ανατρέφεσαι μέσα στο αντίστοιχο πολιτισμικό περιβάλλον και μια πρώτη, μητρική δηλαδή, γλώσσα.

Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που διερωτώνται εάν είμαστε Κύπριοι ή Έλληνες, ως εάν (να) υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο, και αποδύονται σε απολογητικές εξηγήσεις στις οποίες υπερισχύει, συνήθως, είτε η μια, είτε η άλλη ιδιότητα.

Ισχυρίζομαι ότι το δίλημμα είναι ψευδές, τόσο πολιτισμικά όσο και πολιτικά και θα επιχειρήσω να υποστηρίξω συνοπτικά αυτή τη θέση: Οι Έλληνες της Κύπρου ανατραφήκαμε σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον με έρεισμα την ελληνική γλώσσα που χρονολογείται από τους ειδικούς γύρω στο 1400 προ Χριστού. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα δε συνιστά μία και μόνη κοινή, καθ’ όλη τη γεωγραφική και ιστορική επικράτεια των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά διασπάται σε Αρχαίες Ελληνικές Διαλέκτους που χαρακτηρίζουν χωριστούς γεωγραφικούς χώρους και χρονικές περιόδους. (Η Αρχαία Κυπριακή Διάλεκτος προσομοιάζει τη Μυκηναϊκή).

Αυτό λέει πως από τότε που οι παππούδες μας μίλησαν ελληνικά της έδωσαν τη δική τους προφορά. Αυτό λέει πως μια διάλεκτος, όπως η Κυπριακή, δε σε καθιστά ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο Έλληνα από τους λοιπούς αφού ξέρουμε πως η γλώσσα είναι παράγωγο του γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου μέσα στον οποίο ένα άτομο μεγαλώνει. Δηλαδή άλλωσπως ελληνικά μιλούσαν οι Αρκάδες και άλλη ήταν η Τσακωνική, ή η Ιωνική διάλεκτος. Άλλη η Αττική, η οποία έγινε κοινή, λόγω της υπερίσχυσης των Αθηνών. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μια Διάλεκτος ή και μια Γλώσσα δε μπορεί να χαθεί ολότελα ή να απορροφηθεί από μίαν άλλη. Φαίνεται εξάλλου, πως υπάρχουν γειτονικές «συγγένειες» διαλέκτων. Κύπριοι και Κρητικοί και Κύπριοι και Χιώτες έχουμε ηχητικές ομοιότητες στην προφορά των τοπικών μας ιδιωμάτων.

Η Χριστιανική Θρησκεία θα αποτελέσει αργότερα και ισχυρό γλωσσικό ενοποιητικό στοιχείο που συνέχει τον ελληνικό πολιτισμό αφού πολλά έθιμα, τελετουργίες και μελωδίες, ποίηση και υμνολογία θα έρθουν να εμπλουτίσουν ηχητικά με τον Λόγο την Ποίηση και τη Μουσική τη Βυζαντινή, καθώς και οπτικά με την ζωγραφική, την αγιογραφία και την αρχιτεκτονική, τη λαϊκή και έντεχνη ζωντανή παράδοση που ονομάζουμε – με μια λέξη – ελληνική. Σ’ αυτόν το βαθύ γλωσσικό πλούτο μετέχουμε και δημιουργούμε από τον Όμηρο και το «δικό» μας Στασίνο, τους φιλοσόφους, από τον Εφέσιο Ηράκλειτο ώς τον Αριστοτέλη και το «δικό» μας Ζήνωνα, από τον Ερωτόκριτο της Κρήτης ως τον «δικό» μας Διενήν & Σαρατζιηνόν και τα μοναδικά Κυπριακά Σονέτα, της Ρίμες Αγάπης, τον Ύμνον της Αγάπης του Αγ. Παύλου, τον Ακάθιστον Ύμνον.

Πού χαράσσουμε τα «σύνορα», αυτού του πλούτου, σε ελληνικό και μη, σε κυπριακό και όχι ελληνικό; Σολωμός και Κάλβος, Καβάφης και Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Βασίλης Μιχαηλίδης και Μόντης, Μιχάλης Γκανάς και Μιχάλης Πασιαρδής πόσο λιγότερο, πόσο περισσότερο Έλληνες είναι, και πόσο «ανάδελφοι»;

Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, δεν είναι ένα «ελέω θεού» προνόμιο. Κτάται, καλλιεργείται και αναπτύσσεται ένσκοπα και με κόπο (π.χ. ο Σολωμός). Η ελληνική δεν είναι μόνο ένα εργαλείο λειτουργικής συνεννόησης μεταξύ όσων τη μιλούν, μα όπως όλες οι γλώσσες και αυτή, με τις πολλές της παραλλαγές, διαλέκτους και ιδιώματα, είναι φορέας ψυχισμών και συμπεριφορών, και αγωγός ενός συγκεκριμένου ήθους με δικούς της κωδικούς, εξελίξιμους μεν, αλλ’ αναγνωρίσιμους και διαρκούντες. Η δε προφορά του κάθε Έλληνα τον προσδιορίζει περισσότερο, τον κάνει διακριτό, πιο ορατό και πιο συγκεκριμένο. Σημαντικότερο, του δίνει την ταυτότητα ενός ιδιαίτερου «ανήκειν».

Ο (καλός) διανοούμενος Νίκος Δήμου έγραψε μετά τη δικτατορία το γνωστό βιβλίο, «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας». Κάποτε θα πρέπει να γραφεί ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η δυσκολία του να είσαι Κύπριος». Γιατί σαφώς, ένας Κύπριος ασκεί καθημερινά και ενσυνείδητα το πολιτικό του δικαίωμα να είναι Έλληνας, ενάντια στην εσκεμμένη καταπάτησή του από τους Τούρκους εισβολείς που προσπαθούν να απαλείψουν οποιοδήποτε ελληνικό και θρησκευτικό στοιχείο από το κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου. Από το κομματιασμένο σώμα των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και το φυλετικό διαμελισμό, που επιβλήθηκε με την εισβολή.

Η συστηματική και συνεχής καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς και ιστορίας ενός λαού, που συμβαίνει όταν αυτός εκριζώνεται από τον τόπο του με τα όπλα δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε περιστασιακή, ούτε ξέσπασμα στιγμιαίας παράκρουσης. Είναι η συνέχιση της βίας των όπλων επάνω στο λαό, με άλλο τρόπο. Η καταστροφή και ερήμωση της Αμμοχώστου, της ιδιαίτερης πατρίδας μου, η σταδιακή εκρίζωση των Ριζοκαρπασιτών και όλων των Καρπασιτών εγκλωβισμένων και η σύληση αρχαιολογικών χώρων και βεβήλωση κοιμητηρίων και ιερών, συνιστά πράξη βίας επάνω σε όλους τους Κύπριους, συνιστά πράξη βίας ενάντια στην παγκόσμια ιστορία και κοινότητα, εφόσον ένας πολιτισμός, όπως ο Κυπριακός, αλλοιώνεται με τη βία πάντα, όχι μόνον όταν καταστρέφεται με βόμβες, αλλά με τη βία πάντα, όταν παραχαράσσεται. Η Κερύνεια λέγεται Κερύνεια και δεν επιδέχεται ψευδώνυμα. Η γλώσσα μας η Κυπριακή πέρασε η ίδια από στενωπούς και κινδύνους εξόντωσης – πάντοτε όχι τυχαίας, ούτε περιστασιακής.

Κατά τον 15ο αι. ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς γράφει – και ο δικός του τρόπος γραφής είναι ο ίδιος αδιάψευστη μαρτυρία – πως κατά την περίοδο των Λουζινιανών στην Κύπρο (12ος – 15ος αι.): «(τότε) αρκέψα να μαθαίνου φράνκικα, και βαρβάρισαν τα ρωμαίκα, ως γοιον και σήμερον, και γράφομεν φράνκικα και ρωμαίκα ότι εις τον κόσμον δεν ηξεύρουν ίντα συντυχάννομεν».

Η φράγκικη κυριαρχία διήρκησε τρεις αιώνες και η (γενικώς) δυτική κυριαρχία στην Κύπρο, μαζί με την Ενετοκρατία και την Αγγλοκρατία, ακόμη τρεις! Η γλώσσα μας πέρασε ακριβώς τις ίδιες δύνες και τις δοκιμασίες που πέρασε ο δουλοπάροικος Κύπριος της Φραγκοκρατίας. Κύπριοι πέρασαν και από την Ιερά Εξέταση της Βενετίας, όπως μας αποκάλυψε σε πρόσφατη διάλεξή του ο διακεκριμένος Κύπριος πολιτικός ιστορικός Πασχάλης Κιτρομηλίδης.

Τόσο το σώμα της Κύπρου, όσο και το σώμα της Γλώσσας μας έδειξαν απαντοχή, αντίσταση και ικανότητα αυτο-επούλωσης στα βαθειά τραύματα μιας μακράς ιστορίας δυνάστευσης, από την οποία, σώμα και γλώσσα έπαθαν, αλλά και έμαθαν πολλά.

Η παροικία μας στο εξωτερικό είναι μια εστία ιδιαίτερης πατρίδας, που εγκλείει, δεν αποκλείει τις άλλες εθνότητες και τη μεγάλη βρετανική κοινωνία, μα προσπαθεί να συμβάλει, με τη δική της ιδιοσυστασία και ικμάδα στο κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας αυτής.

Ο δικός μας σεβασμός για την πολιτισμική ταυτότητα του «άλλου» δεν εγκλωβίζεται στην έννοια «ανοχής» του «άλλου», μια έννοια χαριστική και συγκαταβατική. Ο ελληνικός πολιτισμός δεν υπήρξε ποτέ «ανάδελφος». Από τα Ομηρικά χρόνια έδειξε ιδιαίτερη έφεση στην εξερεύνηση του κόσμου, όχι μόνο για λόγους οικονομικούς και εμπορικούς αλλά και έφεση στην εκμάθηση της γλώσσας, του πολιτισμού και των τεχνών και επιστημών του «γείτονά» του, τού «άλλου» και του «ξένου». Ο Πυθαγόρας λέγεται ότι έμαθε μαθηματικά από τους Αιγύπτιους, ενώ το πάρε-δώσε των Κυπρίων με τους γύρω λαούς και τους πολιτισμούς τους δεν ήταν μόνο υλικό και εμπορικό. Οι Κύπριοι έχουμε καταφανή βυζαντινή και ανατολική, αλλά και δυτικότροπη παράδοση στη λαϊκή μουσική μας και εμείς επηρεάσαμε τη μουσική των λαών που μας κυριάρχησαν.

Στην Κύπρο, έξωθεν ιστορικές συμφορές και πολιτικά λάθη στα οποία μετείχαν ορισμένοι ντόπιοι των δύο κύριων κοινοτήτων δυσχεραίνουν, ακόμη και σήμερα, τις ομαλές σχέσεις του κόσμου αφού η εισβολή και η κατοχή διαιρεί φυλετικά Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. ΟΜΩΣ: Οι δύο κοινότητες στην Κύπρο έχουν να επιδείξουν αιώνων συνεργασία και ανάπτυξη κοινών πολιτισμικών στοιχείων, χωρίς την απορρόφηση ή ισοπέδωση των μεν από τους δε. Κατά την περίοδο της τυραννικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Κύπρο, υπήρξαν τρεις κοινές εξεγέρσεις από Έλληνες Χριστιανούς και Τούρκους Οθωμανούς ενάντια στην Οθωμανική καταπίεση.

Κοινοί εργατικοί αγώνες και απεργίες Ε/Κ και Τ/Κ σημαδεύουν την ιστορία μας κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Αποικιοκρατίας στην Κύπρο.

Οι πολιτισμοί, αντίθετα με ό,τι διατείνεται ο Huntington, δεν συγκρούονται μεταξύ τους: Η βία και τα όπλα εξοντώνουν λαούς και πολιτισμούς και η εξόντωση δεν σταματά στη φυσική καταστροφή του «εχθρού», αλλά στοχεύει ίσα στην ψυχή του: Τον πολιτισμό του και την καταστροφή του.

Η ίδια η ΕΕ αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο ισοπέδωσης της γλώσσας και συνακόλουθα του πολιτισμού των λαών στη σύσταση μιας ενοποιημένης Ευρώπης, δίνει ειδική έμφαση και προνομιακή βοήθεια στις «μικρές» γλώσσες πολλών κρατών-μελών της. Το ανοσοποιητικό σύστημα του Κυπριακού οργανισμού είναι – ακόμη (αλλ’ ώς πότε;) υγιές και αντιδρά αποτελεσματικά – κάποτε λιγότερο κάποτε περισσότερο – στα βίαια ταρακουνήματα στα οποία υπόκειται.

Η Ελληνική γλώσσα είναι μια τέτοια «μικρή» γλώσσα ενός μεγάλου πολιτισμού και η Κυπριακή Ελληνική μια μοναδική εμπειρία, όχι μόνον επικοινωνίας αλλά και ιστορίας. Ο Κωνσταντίνος Ψυχάρης είχε πει πως Γλώσσα σημαίνει Ελευθερία. Τότε η δική μας γλώσσα, μέσα από αιώνες δυνάστευσης και αποικιοκρατίας και συνεχιζόμενης κατοχής, εξακολουθεί να είναι το διαυγές οδόσημο προς την αείποτε διεκδικούμενη ελευθερία μας.

Η Ημέρα της Κύπρου σήμερα στον Άγ. Πεντελεήμονα στο Λονδίνο, είναι Μέρα Γιορτής της μικρής 50χρονης Κυπριακής Δημοκρατίας μας. Ορίστε ο Ήχος και ο Λόγος της Κύπρου, που προφέρεται με διπλά, σκληρά σύμφωνα και πραγματώνεται με το Ήθος του σεβασμού του «άλλου», τη διαφύλαξη της ζωής και την ειρήνης «αγάπα τον πλησίον σου», και «ου φονεύσεις» είναι θεμελιακές αρχές του Χριστιανισμού.

Το Έλεος, μια έννοια αρχαία ελληνική και αργότερα Χριστιανική που ανεγείρεται ακόμη, με τα θεμέλια του Αγ. Πεντελεήμονα, εδώ δίπλα μας. Το Έλεος πρώτον, για όλους τους άλλους βασανισμένους λαούς, εγκλωβισμένους, πεινασμένους και δυναστευμένους, και ύστερον για μας, όπως έλεγεν η Γιαγιά μου η Ολυμπιάς.

Έλεος και Ελευθερία για όλον το δοκιμαζόμενο, αγωνιζόμενο κόσμο, όπου γης.

Ζήτω η Κύπρος!

Μετά την εκδήλωση οι Άρχοντες της Κοινότητας δεξιώθηκαν την Δρα Κατσαούνη στους Κοινοτικούς χώρους. Ο Ιερ. Προϊστάμενος Πρωτοπρ. Αναστάσιος Δ. Σαλαπάτας και ο Πρόεδρος της Κοινότητας κ. Παντελής Δημοσθένους ομίλησαν με θερμά λόγια για την Δρα Κατσαούνη και της προσέφεραν αναμνηστικό δώρο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ