Συνέντευξη με τον συγγραφέα Λουί ντε Μπερνιέρ. Η συνέντευξη δόθηκε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Λουί  ντε Μπερνιέρ γεννήθηκε το 1954. Ανήσυχος χαρακτήρας από παιδί, αφού πέρασε τέσσερις εξαιρετικά δυσάρεστους μήνες στο βρετανικό στρατό, αποφάσισε να ζήσει σε ένα μικρό χωριό στην Κολομβία. Εκεί δούλευε ως δάσκαλος τα πρωινά ενώ περνούσε τα απογεύματα φροντίζοντας κοπάδια με ζώα. Τα πρώτα του βιβλία είναι εμφανώς επηρεασμένα από τις εμπειρίες του εκείνης της εποχής και δείχνουν πως τον απασχολεί σοβαρά το θέμα της ελευθερίας του ατόμου τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στην πολιτική του τοποθέτηση. Σήμερα ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Τα βιβλία του έχουν όλα βραβευθεί ενώ ο ίδιος έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των είκοσι καλύτερων Άγγλων μυθιστοριογράφων.  «Ελπίζω πως έκλεισα λίγη Ελλάδα στο βιβλίο μου» λέει. Το νέο  βιβλίο  του «Παντού και πουθενά» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, έχει αποσπάσει ήδη διθυραμβικές κριτικές σε όλον τον κόσμο και φαίνεται πως δικαίωσε απόλυτα το σκοπό του. Είναι μια συλλογή από σύντομες ιστορίες ως επί το πλείστον σε ένα φανταστικό αγγλικό χωριό από το οποίο το βιβλίο έχει τον τίτλο του. Παίρνει ένα μικρό γεγονός ή επεισόδιο και ουσιαστικά περιγράφει μια νοσταλγική άποψη της ζωής στο χωριό, όπως έχει μείνει στην ιστορία από τον συγγραφέα από την παιδική ηλικία του. Η περίοδος που περιγράφει  είναι η  δεκαετία του 1960, όταν η Βρετανία βγήκε από  την περίοδο λιτότητας μετά τον πόλεμο.

 

 

Ερ: Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε;

 

Απ: Ήμουν έντεκα ετών. Η πρώτη μου αγάπη ήταν η ποίηση και έγραψα πολλά κακά ποιήματα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα.

 

Ερ: Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;

 

Απ: Νομίζω ότι ήταν τα βιβλία Τζάνετ και Τζον, τα οποία δεν κυκλοφορούν πια. Είχαν έναν πολύ εκνευριστικό σκύλο, που τον έλεγαν Ρόβερ  και έπαιζε πάντα με μια κόκκινη μπάλα.

Ερ: Τι ήταν αυτό που σας ανάγκασε να γράψετε για πρώτη φορά;

 

Απ: Ο πατέρας μου είναι ποιητής και νομίζω ότι ήθελα να του μοιάσω.

Ερ: Είχατε δυσκολίες για να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;

Απ: Δεν μπόρεσα να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο. Το πρώτο που εκδόθηκε ήταν το δεύτερο βιβλίο μου! Το σημαντικό ζήτημα ήταν να βρω έναν καλό ατζέντη.

Ερ: Πως αισθανθήκατε από την παγκόσμια επιτυχία του μυθιστορήματος Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι;

Απ: Μ’ ενοχλεί που κανείς δεν θέλει να με ρωτήσει τίποτε άλλο. Από την άλλη όμως, το σπίτι που ζω το οφείλω στο βιβλίο αυτό, οπότε δεν μπορώ να παραπονεθώ.

Ερ: Είσαστε ικανοποιημένος από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός σας;

Απ: Είμαι κατά το ήμισυ ικανοποιημένος.  Η μουσική επένδυση ήταν υπέροχη, όπως και η κινηματογραφία. Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Νίκολας Κέιτζ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό το ρόλο, και με εκνεύρισαν κάποιες αλλαγές στην ιστορία. Η πιο σημαντική σκηνή ήταν η σφαγή των Ιταλών στρατιωτών, η οποία ήταν ιδιαίτερα συγκινητική.

 

 

Ερ; Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο « Παντού και πουθενά»;

Απ: Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό σαν κι αυτό, το οποίο ήταν γεμάτο με θαυμάσιους χαρακτήρες. Ήθελα να μείνουν στη μνήμη μας. Αρχικά, ένας Γάλλος φίλος μού επισήμανε ότι η Βρετανία είναι «ένα τεράστιο φρενοκομείο» και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο.

Ερ: Οι ιστορίες του νέου σας βιβλίου δείχνουν ένα συγγραφέα που μεγάλωσε σε χωριό και που γνωρίζει άριστα τη φύση. Αλήθεια, τι χάσαμε όλοι εμείς που μεγαλώσαμε σε πόλεις;

Απ: Οι κάτοικοι της πόλης είναι ανεπηρέαστοι από τους κύκλους της ζωής και του θανάτου και δεν καταλαβαίνουν επίσης πώς είναι μια σωστή κοινότητα. Οι πολιτικοί της πόλης δεν έχουν ιδέα τι είναι καλό για την αγροτική οικονομία, αλλά ούτε και τους νοιάζει.

Ερ: Οι χαρακτήρες του βιβλίου καλύπτουν το ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας. Γιατί όμως δίνετε μια ιδιαιτερότητα στους νέους και στους ηλικιωμένους;

Απ: Πάντα πίστευα ότι τα παιδιά , οι ηλικιωμένοι και τα ζώα συχνά λείπουν από τη μυθιστοριογραφία. Θέλω να τους ξαναβάλω μέσα.

 

Ερ:  Διαβάζοντας το βιβλίο σας κατάλαβα πως αντιμετωπίζετε με γλυκύτητα και αγάπη τους συνανθρώπους μας. Είναι ακόμα και σήμερα σημαντικά αυτά τα στοιχεία για την κοινωνία μας; 

Απ: Είμαστε όλοι πολύ τυχεροί που υπάρχει ακόμη τόση πολλή γλυκύτητα και αγάπη ανάμεσά μας. Αυτά τα πράγματα επιζούν ακόμη και από τις πιέσεις της σύγχρονης ζωής, και δεν θα άξιζε να ζει κανείς χωρίς αυτά.

Ερ:  Δύο από τα μυθιστορήματα που έχετε γράψει, Πουλιά Χωρίς Φτερά, αλλά και Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι, αναφέρονται στη σύγχρονη  ιστορία της χώρας μας.  Αλήθεια, τι αντιπροσωπεύει για σας η Ελλάδα;

Απ: Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει τη μουσική, την ποίηση, τη φιλία, το κέφι, τις απολαύσεις των αισθήσεων, και το κουράγιο. Ως προς την αρνητική πλευρά, μερικές φορές με ενοχλεί το μέγεθος του πολιτικού και εθνικιστικού φανατισμού.

 

Ευχαριστίες στον καθηγητή ΤΕΙ Ηγουμενίτσας κ. Περικλή  Τάγκα για τη βοήθεια στη μετάφραση

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ