Η έναρξη του πολέμου βρήκε τον ανταποκριτή της DW στην Ουκρανία. Από τότε βρίσκεται στο Κίεβο. Μοιράζεται εικόνες, καθημερινότητα, φόβους, το βαρύ κλίμα ενός κακού που πλησιάζει.Ένα παράθυρο στο ισόγειο στην συνοικία Προντίλ του Κιέβου. «Ζεστό κρασί, καφές, τσάι» είναι γραμμένο σε μια πινακίδα δίπλα. Το κρασί είναι ταμπού, ο στρατιωτικός νόμος απαγορεύει την πώληση αλκοόλ. Όμως ο άντρας συνεχίζει να προσφέρει καφέ και τσάι. «Χαίρομαι που είστε ακόμα εδώ», λέμε στον πωλητή, λίγο δύσπιστοι. Ανασηκώνει τους ώμους «Φυσικά και είμαι εδώ». Αυτό βέβαια κάθε άλλο παρά φυσικό είναι. Πριν από τον πόλεμο, το Κίεβο ήταν γεμάτο με μικρά καφενεία, όπως αυτό, τώρα είναι κλειστά.

Η είδηση του πολέμου

Αν υπάρχει κάτι σε αυτόν τον πόλεμο που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό, είναι ο συγχρονισμός καταστάσεων που δεν ταιριάζουν: Σιωπή και βία, καθημερινότητα και φόβος. Όταν έπεσαν οι πρώτες ρωσικές βόμβες, ήμουν στα ανατολικά της χώρας, στο Ντονμπάς. Εδώ και οκτώ χρόνια διεξάγονται μάχες. Η βία κλιμακώθηκε όμως εν όψει και της εισβολής που σχεδίαζε ο Πούτιν. Χωριά που παρέμεναν ήσυχα για χρόνια βομβαρδίστηκαν ξαφνικά. Πολλοί άνθρωποι ένιωσαν μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής. «Το μέτωπο πέρασε από το χωριό μας δύο φορές, αλλά κάτι παρόμοιο δεν έχουμε ξαναδεί», είπε η Ολένα Μακαρένκο, κοινωνική λειτουργός στο χωριό Vrubivka. Κοντά στο σπίτι της έπεσαν δύο οβίδες. Ένας μεθυσμένος άνδρας στην πλατεία της πόλης του Kramatorsk προφήτευσε με θλίψη ότι σύντομα θα γινόταν πραγματικός πόλεμος – σαν να μην είχαν πολεμήσει όλοι εδώ ήδη για οκτώ χρόνια.

Άλλοι όμως προσπαθούν να κάνουν στην άκρη τον κίνδυνο. «Τι θα έρθει;» είπε ένας ντόπιος πολιτικός. «Τον έχουμε συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό». Εκείνο το πρωϊνό ο συνάδελφός μου Νικ Κονόλι βρίσκονταν καθοδόν στο νυχτερινό τρένο για να με αντικαταστήσει. Είχα ένα εισιτήριο τρένου για Κίεβο για το απόγευμα. Στη μέση της νύχτας μου τηλεφώνησε. «Ξεκίνησε ο πόλεμος», είπε απότομα. Επειδή φοβόμασταν ότι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί θα μπορούσαν να είναι ανάμεσα στους στόχους των βομβαρδισμών, κατέβηκε σε μια μικρή πόλη, και ο οπερατέρ μας Ζένια Σίνκο και εγώ πήγαμε με το αυτοκίνητο για να τον παραλάβουμε.Οι άνθρωποι στη Saknowshchyna, όπως ονομάζεται το μέρος στη σιδηροδρομική γραμμή, αντέδρασαν στην είδηση ​​με ηρεμία και προετοιμάστηκαν για αυτό που θα ακολουθούσε.

Περίμεναν υπομονετικά σε μεγάλες ουρές μπροστά από μηχανήματα αυτόματης ανάληψης χρημάτων και εφοδιάστηκαν με ψωμί από τους φούρνους. Δεκάδες αυτοκίνητα περίμεναν ουρά σε βενζινάδικα για να ξαναγεμίσουν το ρεζερβουάρ. «Πάρε λίγο φαγητό μαζί σου, δεν ξέρεις πότε θα ξαναβρείς », μου είπε η φουρνάρισσα, που μόλις είχε επιστρέψει την προηγούμενη από επίσκεψη στην κόρη της στη Βιέννη. Με τρεις σακούλες με γεμιστά ζυμαρικά πήραμε το δρόμο για το Κίεβο. Σπάνια έχω βιώσει ένα πιο ειδυλλιακό ταξίδι. Στα χωριά οι άνθρωποι κουτσομπόλευαν, αραιά σύννεφα κινούνταν στον ουρανό, που είχε καθαρίσει μετά από πολλές θλιβερές ημέρες. Σύννεφα καπνού φάνηκαν να υψώνονται μόνο μακριά στον ορίζοντα.

Το Κίεβο, πόλη φαντάσμα

Οι συνέπειες του πολέμου γίνονται πλέον αισθητές παντού στη χώρα. Όπως και τα καφέ σχεδόν όλες οι άλλες μη απαραίτητες επιχειρήσεις ή καταστήματα έχουν κλείσει. Δρόμοι και διασταυρώσεις έχουν στενέψει από τα τσιμεντένια οδοφράγματα. Παγίδες τεθωρακισμένων συγκαλυμμένες με χαλύβδινους δοκούς σε σχήμα σταυρού, που εδώ ονομάζονται «σκαντζόχοιροι», στέκονται μπροστά από σημεία ελέγχου, όπου οι περαστικοί για να συνεχίσουν το δρόμο τους πρέπει να δείξουν ταυτότητες. Το Κίεβο είναι σαν πόλη φαντάσματα. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι οι μισοί κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Σχεδόν κανένας από όσους παρέμειναν, δεν κυκλοφορεί. Όσους βλέπετε στο δρόμο είτε κουβαλούν τσάντες με ψώνια, είτε βγάζουν βόλτα τους σκύλους.

Ωστόσο, πολλά πράγματα λειτουργούν σε αυτή την ακρωτηριασμένη καθημερινότητα. Τα ράφια στα σούπερ μάρκετ είναι γεμάτα. Εκτός από το αλκοόλ, σχεδόν ολόκληρη η γκάμα προϊόντων είναι ακόμα διαθέσιμη. Το ισπανικό ζαμπόν υπάρχει σε μαγαζί delicatessen, δημοφιλές πριν από τον πόλεμο για τις πιο εύπορες τάξεις. Επιπλέον, ζωντανοί αστακοί κολυμπούν σε ενυδρεία. Και για να πληρώσεις μπορείς να το κάνεις με την κάρτα σου στο ταμείο.

Από το πολυτελές σούπερ-μάρκετ μέχρι τα προάστια, όπου οι άνθρωποι κρύβονται στα υπόγεια εδώ και μέρες, απέχει 20 χιλιόμετρα. Εκείνο που τους απασχολεί είναι εάν μπορέσουν να φύγουν όταν σταματήσουν οι βομβαρδισμοί. Πριν λίγες μέρες πέθανε εκεί μια μητέρα με δύο παιδιά. Ήταν εκεί όταν μια ρωσική οβίδα έπεσε δίπλα τους. Η φωτογραφία της νεκρής οικογένειας ανάμεσα στις βαλίτσες της έκανε τον γύρο του κόσμου. Λίγες μέρες αργότερα πήγαμε στο ίδιο μέρος. Μαζί μας ήρθαν και άλλοι δημοσιογράφοι. Με τα μαύρα κράνη και τα προστατευτικά γιλέκα ξεχωρίζουμε ανάμεσα στο πλήθος των προσφύγων.

Για μια θέση στα κίτρινα αστικά λεωφορεία

Το Irpin είναι ένα από τα προάστια που πριν τον πόλεμο προσέλκυαν την μεσαία τάξη για να ξεφύγει από την κίνηση και τις υψηλές τιμές των ακινήτων του κέντρου της πόλης. Πριν από τον πόλεμο, οι άνθρωποι εδώ πλήρωναν κάτι παραπάνω από 1.000 ευρώ το τετραγωνικό για ένα διαμέρισμα. Τώρα τα σύννεφα μαύρου καπνού υψώνονται πίσω από τις πολύχρωμες πολυκατοικίες. Πυροβολισμοί ακούγονται από μακριά καθώς δεκάδες σκαρφαλώνουν πάνω από ξύλινες σανίδες που έχουν τοποθετηθεί σε ένα μικρό ποτάμι, επειδή η γέφυρα πάνω από αυτό έχει καταστραφεί εδώ και καιρό. Πρόκειται για έναν από τους «πράσινους διαδρόμους» που οι ειδήσεις αναφέρουν εδώ και μέρες.

Αυτήν την ημέρα η εκεχειρία τηρείται. Η Ντάρια, μια γυναίκα στα 30 της που ξεκίνησε νωρίς το πρωί με τον πατέρα της δεκάδες χιλιόμετρα από γειτονική πόλη, αναφέρει ότι είδε κατεστραμμένο στρατιωτικό εξοπλισμό και πτώματα. Μπήκε σε ένα από τα κίτρινα αστικά λεωφορεία που παραλαμβάνουν ανθρώπους μόλις εισέλθουν σε εδάφη που ελέγχεται από την Ουκρανία. Οι δρόμοι έχουν καταστραφεί. Είναι δύσκολο να φτάσεις εδώ, και είναι τρομερό.

Πέρασαν δύο εβδομάδες στο υπόγειο, προτού τολμήσουν να φύγουν. Η Ντάρια μιλά για Ρώσους στρατιώτες που της έστρεψαν ένα πιστόλι στο κεφάλι, κατάσχεσαν κινητά τηλέφωνα και βανδάλισαν διαμερίσματα. Τώρα ο φόβος τής έχει φύγει. Σκουπίζει τα μάτια της και χαϊδεύει το κεφάλι της γάτας, που κάθεται σε μια τσάντα για ψώνια στην αγκαλιά της. Το κίτρινο λεωφορείο θα τη μεταφέρει σύντομα σε άλλα σημεία της πόλης, όπου την περιμένει ήδη η κόρη της. Είναι σε ένα από τα μέρη όπου οι άνθρωποι πληρώνουν με κάρτα στα σούπερ – μάρκετ και αναρωτιούνται αν η βία και ο πόλεμος θα τους χτυπήσει σύντομα την πόρτα.

Ματίας Μπέλινγκερ

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ