44o Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης.

Βόννη

14-17 Οκτωβρίου 2013

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

του σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας

Εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης

κ. Αυγουστίνου

 

 

Θεοφιλέστατοι,

αγαπητοί μου πατέρες,

αδελφές και αδελφοί εν Χριστώ,

 

είναι γνωστή σε όλους μας η εικόνα: ένα κλαδάκι βασιλικού μπαίνει στο ποτήρι με το νερό, βγάζει σιγά σιγά ρίζες και συνεχίζει τη ζωή του, παρότι αποκομμένο από τον κορμό του φυτού είναι καταδικασμένο να μαραζώσει, να μαραθεί, να πάψει να υπάρχει. Το θαύμα αυτό με ενθουσίαζε από παιδί ακόμα, και ανυπομονούσα να το ξαναζήσω με το κλαδάκι του βασιλικού που μας έδινε ο παπάς του χωριού μου την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης και τη μέρα του Σταυρού. Από το ποτήρι με το νερό η νέα ζωή κατέληγε στο χώμα. Εκεί πάλι χρειαζόταν πολλή φροντίδα τον πρώτο καιρό, για να δημιουργήσει ένα νέο φυτό, διαφορετικό αλλά τόσο ίδιο, καινούργιο αλλά εξίσου παλιό.

Τα πενήντα χρόνια που πέρασαν ήταν δύσκολα χρόνια. Η φτώχεια, η ανέχεια, η κακία των καιρών και των ανθρώπων μας πέταξαν από τη δεκαετία του 60 σε τούτη δω τη χώρα, την οποία αισθανθήκαμε αρχικά κρύα – όχι μόνο λόγο του καιρού! – και αφιλόξενη. Οι άνθρωποι μας ήταν ξένοι – και μόνοι.

Και Εκκλησία να τους μαζέψει κοντά της όπως η όρνιθα τους νεοσσούς της (Μθ 23,37) στην ουσία δεν υπήρχε. Τί είχαμε τότε; Ένα παρεκκλήσι εδώ, μια παράγκα εκεί, ένα δωματιάκι αλλού, στην καλύτερη περίπτωση μια εκκλησία – στο Μόναχο. Και χιλιάδες πιστών που δεν έφεραν τίποτα άλλο από την πατρίδα παρά μόνο μια βαλίτσα με τα απαραίτητα (που ίσως ήταν κι όλη τους η περιουσία!), και την ελπίδα στην καρδιά για ένα καλύτερο μέλλον γι΄ αυτούς και τον τόπο τους. Μια προσωρινή κατάσταση ήταν ο ερχομός και η παραμονή τους εδώ. Μια κατάσταση που για πολλούς έγινε μόνιμη – για να επαληθεύσει τη λαϊκή σοφία. Βλέποντάς σας αντιλαμβάνομαι ότι σιγά σιγά λιγοστεύουν οι μάρτυρες της κατάστασης της προσωρινότητας – όπως ο ομιλών – και πληθαίνουν εκείνοι, που ανδρώθηκαν εδώ ή ήρθαν πλέον για να μείνουν και ζουν τη μονιμότητα της Διασποράς μας.

Η πενηντάχρονη Μητρόπολή μας ήρθε όμως – από τότε – για να μείνει. Η διορατικότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα επιβεβαιώνεται και από την τόλμη του να αποσπάσει εδάφη από την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και να ιδρύσει τις πρώτες Μητροπόλεις στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Η μεγάλη αυτή μορφή του άγιου αυτού Πατριάρχη αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο ερχομός των Ελλήνων στην Γερμανία, και σε άλλες χώρες τις Δυτικής Ευρώπης, δεν θα είναι για λίγο χρόνο. Δεν θυμάμαι πως αισθάνθηκα, όταν άκουσα την είδηση της ιδρύσεως της Μητροπόλεως στο Μύνστερ, όπου ζούσα το 1963 και σπούδαζα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά την αγωνία του πρώτου Ιεράρχη της Μητροπόλεως μας, του Πολυεύκτου, όταν έφτασε εδώ και είδε ότι ο μεν θερισμός πολύς οι δε εργάτες ολίγοι (Λκ 10,2). Θυμάμαι πολύ καλά όταν προσπάθησε – και τα κατάφερε – να με αποσπάσει από το σπουδαστήριο και να μου αναθέσει μια απο τις δυσκολότερες ενορίες της νεοιδρυθείσας Μητροπόλεως, αυτής του Δυτικού τότε Βερολίνου, αλλά και του Ανατολικού. Σε κάποιον άλλον, κατόπιν κληρικό της Μητροπόλεως, έγραφε στην αρχή της ελεύσεώς του εδώ να βρει γρήγορα κοπέλα να παντρευτεί, γιατί η Εκκλησία τον χρειάζεται επειγόντως!

Οι Ποιμενάρχες που τον ακολούθησαν, ο Ιάκωβος και  ο Ειρηναίος, δώσαν την ψυχή τους για την Μητρόπολη (ο πρώτος, αν θέλετε, και τη ζωή του για την Μητρόπολη έδωσε)· όργωσαν όλη τη χώρα, για να οργανώσουν ενορίες, να συστήσουν πνευματικούς πυρήνες, που θα μάζευαν γύρω τους τον Ελληνισμό, χειροτόνησαν τους ιερείς της πρώτης γενιάς, που – μαθημένοι στις δυσκολίες και τις θυσίες – έγιναν τα πάντα τοις πάσι (Α΄Κορ 9,22). Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον αποστρατευθεί και κάποιοι δεν είναι πια κοντά μας, όμως στο έργο τους, το οποίο με ζήλο συνεχίζουν οι ιερείς της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, υπάρχει ανεξίτηλη η υπογραφή τους.

Βλέποντας όλα αυτά που έγιναν τα πενήντα χρόνια που πέρασαν, βλέπω ένα μεγάλο θαύμα. Μια δημιουργία σχεδόν εκ του μηδενός. Κι όπως σε όλα τα θαύματα δεν παίζει μόνο η θεία χάρη το ρόλο της αλλά και η συνέργεια των ανθρώπων. Εδώ όμως ένα μικρό παράπονο: από τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων, αλλά και άλλων Ορθοδόξων,  που βρήκαν θαλπωρή στην Εκκλησία μας, λίγοι – πολλοί λίγοι – ήταν εκείνοι που βοήθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να σταθεί η Μητρόπολη στα πόδια της. Κοντά μας όμως στάθηκαν πολλοί φίλοι Γερμανοί (όχι απαραίτητα Ορθόδοξοι). Με τη συνέργεια όλων αυτών συντελέστηκε το θαύμα.

Το επίσημο ελληνικό κράτος από την άλλη δεν μας στάθηκε πάντα αρωγός. Δεν ήταν βέβαια κακιά μητριά η ποτνία πατρίδα μας, αλλά και στοργική μάνα δεν αναδείχθηκε. Ίσως λόγω άγνοιας ή και ανέχειας. Ελάχιστη ήταν η υλική, κυρίως όμως η ηθική υποστήριξη την οποία λάβαμε. Χθες στην προσλαλιά μου ανέφερα ότι η Μητρόπολη έζησε από τον Adenauer ως τη Merkel οκτώ καγκελαρίους, σήμερα να σάς αποκαλύψω ότι έζησε επίσης και 25 πρωθυπουργούς της Ελληνικής Δημοκρατίας, την πολιτική των οποίων καλούνταν πάντα να λάβει υπόψη για το καλό των ανθρώπων της. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις όπου η Μητρόπολη έπρεπε ακόμα ακόμα και να έρθει αντιμέτωπη με το λεγόμενο εθνικό κέντρο – κι εδώ να αναφέρω μόνο τον όρο «ελληνικές κοινότητες» χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Να εξομολογηθώ όμως εδώ ότι ουδέποτε μπόρεσα να καταλάβω – παρά τις ατελείωτες ώρες συζητήσεων με πολιτικούς, διπλωμάτες και επαΐοντες – αν η Ελλάδα έχει χαράξει κάποια συγκεκριμένη πολιτική σε ό,τι αφορά στον Ελληνισμό της Διασποράς στη Ευρώπη. Είμαι από την άλλη περήφανος, ότι τουλάχιστον η Μητέρα Εκκλησία πριν από πενήντα χρόνια αντιλήφθηκε αμέσως την ανάγκη και χάραξε αμέσως στρατηγική.

Και είμαι περήφανος γιατί η σύνεση και η πείρα της Μητέρας Εκκλησίας την έκαναν να αντιληφθεί πριν από το ελληνικό και το γερμανικό κράτος τόσο τη μονιμότητα της παραμονής των πιστών μας εδώ, όσο κυρίως τον στόχο της ενσωμάτωσής τους (Integration), ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την επιτυχή ένταξη τους στον εδώ κοινωνικό ιστό. Την ώρα που η γκετοποίηση βόλευε και τη μία και την άλλη πλευρά, η ενσωμάτωση έδινε και δίνει βάση, πνοή, όραμα και προοπτική. Θα μου πείτε: ποιός ξέρει καλύτερα ο νεοσσός ή η όρνιθα; Η αποστολή της Εκκλησίας, το  πνευματικό της έργο ήταν πάντα η ενότητα των διεστώτων υπό τον κατευθύνοντα την ιστορία Κύριό μας. Γι’ αυτό και το φετινό μας συνέδριο εμπνέεται από το παύλειο: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ 13,…). Να το πω και αλλιώς: Και μόνο για τη συμβολή της στην ενσωμάτωση των ανθρώπων μας στην εδώ κοινωνία, η Μητρόπολη έχει εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της αποστολής της.

Σε ό,τι αφορά στις επιμέρους πτυχές του έργου της Μητροπόλεώς μας, τα πρώτα πενήντα χρόνια δεν ήταν δύσκολα, ήταν πολύ εύκολα. Ένας οικονομολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσει μακροοικονομικά ότι η Μητρόπολη ήταν  καταδικασμένη να έχει μέχρι σήμερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όπου ήταν δυνατό χτίσαμε, όπου ήταν δυνατό αγοράσαμε (όπου ήταν δυνατό ζητιανέψαμε ακόμα…). Το ενεργητικό των πενήντα αυτών χρόνων  το γνωρίζετε καλύτερα από μένα. Όπως επίσης γνωρίζετε, ότι, σε ό,τι αφορά στα οικονομικά, είχαμε πάντα τη συναίσθηση εμείς στη Βόννη, αλλά και εσείς στους τόπους της ποιμαντικής σας ευθύνης, ότι διαχειριζόμαστε ιερό χρήμα, και αναλόγως πάντα ενεργούσαμε. Και θέλω να πιστεύω ότι περίπτωση Limburg δεν θα υπάρξει ποτέ σε μας.

Το να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε ήταν εύκολο. Το δύσκολο είναι να μείνουμε εδώ που είμαστε:

Κατ΄ αρχήν πρέπει να διατηρούμε έντονη λατρευτική ζωή, και μάλιστα τέτοια που να αρμόζει τελείως στην παράδοσή μας. Η Εκκλησία μας πρέπει να συνεχίσει μέσα από την λατρεία της να συντονίζει τους πιστούς μας στην πατροπαράδοτη πίστη μας. Να μη σταματήσει ποτέ να απευθύνεται στον όλο άνθρωπο, στην ψυχή αλλά και στο σώμα του. Σε όλες μάλιστα τις αισθήσεις του σώματός του. Ο πιστός μας πρέπει μέσα από τη λατρεία να βλέπει, να ακούει, να οσφρίζεται, να αγγίζει και να γεύεται το Χριστό. Όσοι νομίζουν ότι με μια κουτσή στραβή λειτουργία την Κυριακή ξέμπλεξαν, έχουν μεγάλο λάθος. Υπάρχουν άλλοι, προβατόσχημοι λύκοι, που το κάνουν καλύτερα…

Να διατηρήσουμε τα κτήρια, τα οποία με το αίμα και το υστέρημά μας αποκτήσαμε. Τους δεκάδες ναούς και τα πνευματικά κέντρα, τις πέτρες που δίνουν μαρτυρία Ορθοδοξίας στη Γερμανία. Και μάλιστα να τα διατηρούμε πάντα τόσο καλαίσθητα, ώστε, ακόμα κι όταν εμείς σιωπούμε, να κράζουν Ορθοδοξία αυτές οι πέτρες (πρβλ. Λκ 19,40).

Να φροντίσουμε για τη διάδοση της πίστης στους νέους μας, τους οποίους να τους κρατάμε πάντα κοντά στην Εκκλησίας μας. Η Εκκλησία είναι πάντα, ακόμα και σε ειρηνικούς καιρούς, το κρυφό σχολιό του γένους μας, μέσα σ΄ αυτή τα παιδιά μας θα διατηρήσουν τις ρίζες τους, την ταυτότητά τους.

Κι εδώ να κάνω και μια ιδιαίτερη παράκληση για το μάθημα των θρησκευτικών. Έχουμε καταφέρει σε κάποια κρατίδια και έχουμε πείσει τις αρχές να οργανώσουν (πανορθόδοξα) το μάθημα των θρησκευτικών στα γερμανικά σχολεία. Η μέχρι σήμερα όμως διεξαγωγή του μαθήματος μόνο αποτυχίες έχει σημειώσει· κανείς – κυριολεκτικά κανείς, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις γερμανικές αρχές που εκτελούν τη συνταγματική επιταγή – δεν νοιάζεται για τη θρησκευτική παιδεία των παιδιών μας. Να μην απορούμε λοιπόν μια μέρα, όταν οι Εκκλησίες μας θα γεμίζουν μόνο τη Μ. Παρασκευή και την Ανάσταση, ενώ ακόμα και οι γάμοι και οι βαπτίσεις θα γίνονται καθολικοί ή ευαγγελικοί, αφού όπως λένε οι περισσότεροι γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο μάθημα: «όλα τα θρησκευτικά το ίδιο είναι…» Εδώ κρούω τον κώδωνα: στο μάθημα των θρησκευτικών κινδυνεύουμε να ζήσουμε την πρώτη παταγώδη αποτυχία της ιστορίας της Μητροπόλεώς μας! Σκεφτείτε μόνο τί συνεπάγεται αυτό για τα παιδιά μας…

Να οργανώσουμε τη διακονία στην ενορία μας καλύτερα. Και εδώ δεν μιλώ ούτε για δημιουργία διακονικών συλλόγων και ιδρυμάτων, ούτε για ανάληψη ευθυνών που δεν μας ανήκουν. Μιλάω για την αλληλεγγύη ως φιλανθρωπία και αγάπη προς τον πλησίον. Νοσοκομεία, γηροκομεία, παιδικούς σταθμούς και φροντίδα στο σπίτι μπορούν να προσφέρουν το κράτος και τα ανάλογα ιδρύματα των καθολικών και ευαγγελικών καλύτερα από μας. Οι άνθρωποί μας όμως περιμένουν αγάπη και στοργή. Η πρώτη γενιά των μεταναστών έχει πλέον γεράσει και περιμένει πως τα παιδιά της θα την στηρίζουν στο τελευταίο αυτό ταξίδι. Για τους άλλους η κάθε ενορία θα πρέπει να αποτελεί μια ζωντανή οικογένεια, ιδίως εκείνες που αποτελούνται από λίγες ψυχές. Από την άλλη ένα νέο κύμα μεταναστών καταφθάνει καθημερινά και μας χτυπά την πόρτα, είτε από άγνοια (καθώς δεν ξέρει που ήρθε!) είτε από απελπισία (γιατί κατάλαβε που ήρθε!). Εδώ δεν βοηθά το να πάρουν μερικά ευρώ στο χέρι ή το εισιτήριο της επιστροφής…

Λόγω αυτής της δεινής κατάστασης στην πατρίδα μας δεν έχουμε τη χαρά της παρουσίας πατέρων από την αδελφή Μητρόπολη Δημητριάδος στο φετινό μας συνέδριο. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιγνάτιος μου έγραψε σχετικά παρακαλώντας για την κατανόησή μας. Τον άγιο Δημητριάδος, που τιμά την Εκκλησία μας στο έπακρο, ευχαριστούμε και για τις μέχρι τώρα αποστολές κληρικών του και για την αγάπη που παντοιοτρόπως εκδηλώνει προς τη Μητρόπολή μας.

Ιδιαίτερη είναι η χαρά μας για την παρουσία τού πανοσιολ. αρχιμανδρίτη Νικοδήμου Σκρέττα-Πλεξίδα ανάμεσά μας – και μάλιστα όλες τις ημέρες της συνάξεώς μας. Ο π. Νικόδημος είναι επίκουρος καθηγητής στον Τομέα Λατρείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης, του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως ειδικός λειτουργιολόγος θα είναι ο κύριος ομιλητής στην ενότητα Λειτουργία του φετινού συνεδρίου μας. Είμαι βέβαιος ότι τόσο η ακαδημαϊκή όσο και η ποιμαντική πείρα του θα αποτελέσουν πλούσια εναύσματα για να ανανεώσουμε την αγάπη μας για τη λατρεία, που είναι η καρδιά της εν Χριστώ ζωής και της ιερατικής διακονίας.

Στο σημείο αυτό όμως να σας ευχαριστήσω, όπως πάντα, όλους, Επισκόπους και Ιερείς, παρόντες, απόντες και αναχωρήσαντες, για το τόσο σημαντικό έργο, για την ψυχή την οποία δώσατε αυτά τα πενήντα χρόνια και θα συνεχίσετε να δίνετε και στο μέλλον. Για όλους σας – για την λειτουργία σας, τη μαρτυρία σας, τη διακονία σας – καυχώμαι εν Κυρίω!

Η Μητρόπολή μας είναι το κλαδάκι του βασιλικού, που μέσα στο ποτήρι με το νερό έβγαλε ρίζες. Το κλαδάκι αυτό, όπως είπα, πρέπει να το φυτέψουμε για να συνεχίσει να ζει. Και πάλι να το περιποιηθούμε, να το ποτίζουμε, να το κορφολογούμε. Εμείς – είμαι σίγουρος – θα κάνουμε τα κατ΄ άνθρωπο, όμως και σε αυτή τη νέα πεντηκονταετία, της οποίας την έναρξη πλέον ζούμε, έχουμε την πίστη, δηλαδή την ελπίδα και τη βεβαιότητα, ότι ο καλός μας Θεός είναι αυτός που και πάλι θα κάνει το θαύμα του.

Εύχομαι σε όλους μας και φέτος ένα ευλογημένο συνέδριο.


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ