Η 2α Αυγούστου έχει ανακηρυχθεί από το Ευρωκοινοβούλιο ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Σίντι και Ρομά. Ο Ρομά κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος Φατλούμ Κριεζί γράφει για τη σημασία της.Τη νύχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου 1944 οι Ναζί δολοφόνησαν τους τελευταίους 4.300 αθώους Σίντι και Ρομά – γυναίκες, άνδρες και παιδιά – από το διαβόητο «στρατόπεδο τσιγγάνων», μέσα σε θαλάμους αερίων του στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου.

Το 2015 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακήρυξε τη 2α Αυγούστου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Σίντι και Ρομά και «καταδίκασε ανεπιφύλακτα και απερίφραστα κάθε μορφή ρατσισμού και διακρίσεων» σε βάρος των μειονοτήτων. Όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. οφείλουν να τιμούν κάθε χρόνο τη μνήμη του Porajmos, όπως ονομάστηκε η γενοκτονία, ανήμερα της επετείου.

Η μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς μας και της ατυχούς και οδυνηρής ιστορίας της κοινότητάς μας. Το Porajmos δεν εκλαμβάνεται μονάχα ως τραγωδία για τους Σίντι και τους Ρομά, αλλά πρόκειται για ένα μοναδικό έγκλημα, ασύγκριτο με άλλες μορφές βαρβαρότητας και απανθρωπιάς που έχουν συμβεί κατά την ανθρώπινη ιστορία.

Στην εποχή των εθνικοσοσιαλιστών το «ηθικό» αντικαταστάθηκε από το «τεχνικό». Έτσι ο άνθρωπος διαχωρίστηκε πλήρως από τα συναισθήματα, τα πάθη και τις ηθικές αρχές. Ο σύγχρονος άνθρωπος της ναζιστικής εποχής στερήθηκε την ίδια την ουσία του. Τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στην αύξηση της «τεχνικής» του αποδοτικότητας, «αμόλυντη» από οποιαδήποτε ηθική ευθύνη. Η γενοκτονία δεν έγινε εξαιτίας μίας σαδιστικής διάθεσης, αλλά περισσότερο εξαιτίας της αδιαφορίας και της πλήρους απομάκρυνσης των ανθρώπων εκείνης της εποχής από κάθε ηθική υποχρέωση. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός υιοθέτησε επίσης ένα απάνθρωπο πρόσωπο, με αποτέλεσμα τη δολοφονία ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. 6 εκατομμύρια Εβραίοι και 500.000 Σίντι και Ρομά έπεσαν θύματα γενοκτονίας. Οι συνέπειες για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό ήταν καταστροφικές.

Διακρίσεις, προκαταλήψεις και ανισότητα

Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρομά και οι Σίντι εξακολουθούν να υφίστανται διακρίσεις σε όλους τους τομείς της ζωής, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου ζουν διάσπαρτοι. Η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό Ρομά στην Ευρώπη είναι η Ρουμανία, με περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους – στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Βουλγαρία ζουν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες μέλη της μειονότητας. Ο συνολικός αριθμός των Σίντι και Ρομά που ζουν στην Ευρώπη υπολογίζεται σε 12 εκατομμύρια άτομα – είμαστε η πολυπληθέστερη μειονότητα στην ήπειρό μας.

Ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία, που οδήγησε σε σοβαρή οικονομική ύφεση παγκοσμίως, η καθημερινή ζωή έγινε ένας αγώνας επιβίωσης για πολλούς Σίντι και Ρομά. Δυστυχώς μονάχα τέτοιες ημέρες, όπως τη 2α Αυγούστου, θυμόμαστε τη μοίρα της κοινότητάς μας. Απολαμβάνουμε το ενδιαφέρον του κοινού, μονάχα τέτοιες ημέρες, ως αποτέλεσμα μιας δημόσιας συμφωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ημέρες μνήμης είναι λάθος, ωστόσο καθίσταται σαφές ότι οι ανάγκες της μειονότητας παραβλέπονται κατά τις υπόλοιπες ημέρες του έτους – παρ’ όλο που ζούμε στην Ευρώπη εδώ και επτά αιώνες. Με την πανδημία κατέστη σαφές ότι η κοινότητα των Σίντι και Ρομά είναι η τελευταία που θα λάβει δημόσιο βήμα και στήριξη, αλλά η πρώτη που θα προβληθεί κάθε φορά που λαμβάνει βοήθεια.

Αυτό πρέπει να αλλάξει. Η ανθρωπιά δεν μπορεί να είναι προσποιητή μονάχα σε ημέρες μνήμης ή μπροστά στις κάμερες. Το ηθικό μας καθήκον ως ανθρώπινα όντα περιλαμβάνει τη συμπερίληψη των περιθωριοποιημένων Σίντι και Ρομά. Τελικά, η απάνθρωπη εμπειρία της γενοκτονίας οδηγεί σε μια ιδιαίτερη ευθύνη απέναντι στα θύματα και τους απογόνους τους. Ο ρατσισμός και οι διακρίσεις δεν πρέπει να έχουν θέση στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να κλείσω με ένα απόσπασμα από τον εβραϊκής καταγωγής Πολωνό-Βρετανό κοινωνιολόγο και φιλόσοφο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, το οποίο δίνει κουράγιο και ελπίδα: «Το κακό δεν είναι παντοδύναμο. Μπορεί κανείς να του αντισταθεί».

Ο Φατλούμ Κριεζί (29 ετών) είναι κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Κατάγεται από την κοινότητα των Ρομά στο Πρίζρεν του Κοσσυφοπεδίου και σπούδασε κοινωνιολογία και κοινωνική ανθρωπολογία στην Πρίστινα και στο CEU της Βουδαπέστης.

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ