Ξεχωριστή θέση στην πίστη είχε για τους ανθρώπους του θεσσαλικού κάμπου, τους καραγκούνηδες η Μεγάλη Εβδομάδα. Από την Κυριακή των Βαϊων, άρχιζε η ακολουθία του Νυμφίου, τις αγρυπνίες όπως τις έλεγαν και τις οποίες παρακολουθούσαν με τη δέουσα ευσέβεια, μικροί και μεγάλοι στις εκκλησίες. Από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι και τη Μεγάλη Παρασκευή πενθούσαν οι Καραγκούνες γυναίκες.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πολλές γυναίκες με τα μικρά παιδιά έμεναν όλη τη νύχτα στην εκκλησία. Κάθονταν στις στρωμένες ψάθες τους και συντρόφευαν τον Χριστό φορώντας σκούρες ποδιές και μώβ τραχλιές. Πρόκειται για στοιχεία βραβευμένης εργασίας από την Ακαδημία Αθηνών του εκπαιδευτικού Ζήση Τζιαμούρτα.  Όπως ο ίδιος σημειώνει, το πρωί στη Θ. Λειτουργία πήγαιναν οι γυναίκες σιτάρι, κομμάτια ψωμί, ελιές, σταφυδόπιττες.  Περίμεναν οι ψυχές των πεθαμένων. Αν δεν πήγαινε έστω ένας, έμεναν πικραμένες, προσθέτει ο συγγραφέας. Επίσης πήγαιναν και στους τάφους του νεκροταφείου, όπου άναβαν τα κανδήλια και έβαζαν κόκκινα αυγά. Το βράδυ, λοιπόν της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες, που συνόδευαν το Χριστό όλη τη νύχτα, τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδια, που σκόρπιζε συγκίνηση σε μικρούς και μεγάλους.

Η Μ. Παρασκευή βαρειά και λυπητερή ημέρα στη συνείδηση του Καραγκούνη. Πένθιμη ημέρα, πολύ πένθιμη. Το βαρύ πένθος το διαλαλούσαν με συγκεκριμένο τραγούδι για αυτή την ημέρα.  Τα μικρά παιδιά, τα δασκαλούδια, γύριζαν σ’ όλα τα σπίτια του χωριού από τα χαράματα μαζεύοντας χαρούπια, σύκα, αυγά κόκκινα. Και ο παπάς, καθώς και οι βουκόλοι γύριζαν αυτή τη μέρα σ’ όλο το χωριό μαζεύοντας χρήματα, αυγά, προϊόντα.

Η καμπάνα όλη τη μέρα χτυπούσε νεκρικά. Δεν εργάζονταν στα κτήματα, ούτε έπαιζαν χαρτιά στα καφενεία (κρεμούσαν το βαλέ από το νταβάνι), ούτε έπιναν ποτά. Οι γυναίκες δεν σκούπιζαν τα σπίτια ούτε μέσα, ούτε τις ρούγες, για να μη βγουν μυρμήγκια.

Όλη μέρα γυναίκες και κορίτσια έπαιρναν το δρόμο με προφανή λύπη για την εκκλησία με πολύχρωμα λουλούδια στα χέρια, τα οποία έθεταν στον Επιτάφιο και ασπάζονταν με τρεμάμενα χείλη τον Εσταυρωμένο. Οι μανάδες μάλιστα περνούσαν τα μικρά παιδιά κάτω από τον Επιτάφιο τρεις φορές, για να έχουν την ευλογία του Χριστού, ο οποίος έδειξε προς αυτά ιδιαίτερη αγάπη.

Με αγωνία περίμεναν οι Καραγκούνηδες, μικροί και μεγάλοι, να βραδυάσει να πάνε στην εκκλησία, για να ψάλλουν τα εγκώμια, τη Ζωή εν τάφω, όπως έλεγαν, οι μεγαλύτεροι. Μέσα στην εκκλησία όλοι οι χωριανοί κρατούσαν στα χέρια τους χερίσιες κηροκλούρες. Σαν τελείωνε η ακολουθία τέσσερα παιδιά, ηλικίας 18-25 χρόνων έπαιρναν στους ώμους τους το κοβούκλιο με τον Επιτάφιο για την περιφορά του. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, μετά ο παπάς μ’ όλο το χωριό έβγαιναν από τη δυτική πόρτα της εκκλησίας και υπό τον πένθιμο ήχο της καμπάνας γίνονταν η περιφορά. Στο δρόμο ο παπάς διάβαζε από μια φορά σε τρία σημεία τα ονόματα των πεθαμένων όλων των οικογενειών, που ήταν γραμμένα από τους Επιτρόπους σε μια κατάσταση, ενώ οι ψαλτάδες έψαλλαν το αιωνία η μνήμη. Σαν επέστρεφαν στο ναό, για να μπουν μέσα από την νότια πόρτα, περνούσαν όλοι οι χωριανοί κάτω από τον Επιτάφιο, για να έχουν τη χάρη του Εσταυρωμένου.

Τραγούδια

Ένα από τα τραγούδια των καραγκούνηδων συνδεόταν με το θείο δράμα, το οποίο ζούσαν οι Καραγκούνηδες την Μ. Εβδομάδα, όπως είδαμε. Τα χαράματα της Μεγ. Παρασκευής αγόρια παρέες-παρέες ανά δυο γύριζαν σ’ όλο το χωριό και τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδια δείχνοντας έτσι πως μετείχαν στα μεγάλα πάθη του Χριστού. Μαζί τους είχαν και τα καλάθια για τα αυγά και τ’ άλλα δώρα των νοικοκυρών. Μεγάλη μέρα η Μ. Παρασκευή, μεγάλο και το τραγούδι:

«Σήμερα μαύρους ουρανός σήμερα μαύρη μέρα…».

Στο τέλος του παραπάνω τραγουδιού έλεγαν και τη ευχή: Και του χρόνου. Οι νοικοκυρές το είχαν  για καλό να δώσουν κόκκινο αυγό. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή το παραπάνω τραγούδι τραγουδιόνταν διαφορετικά στα  Καραγκουνοχώρια.
Επειδή όμως σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο και έχαναν χρόνο, το απέφυγαν να το τραγουδούν. Το τραγουδούσαν περιπαθώς οι γυναίκες στην εκκλησία, όταν στόλιζαν τον επιτάφειο.
Παρακάτω ο ίδιος περιγράφει ένα ακόμα τραγούδι, που τραγουδούσαν τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά και μάλιστα σε σπίτια νοικοκυραιων με την ελπίδα πως θα έπαιρναν για δώρο κόκκινα αυγά και όχι σύκα ή καρούμπες, παρ’ όλο που και αυτό ήταν μεγάλο και τα έτρωγε αρκετό χρόνο. Πολλές φορές έλεγαν το μισό, για να κερδίσουν χρόνο.

«Κάτου στα Ιερουσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δενδρί δεν ήτανε, δενδρί εφανερώθει…».

Το Μεγάλο Σάββατο

Το Μεγάλο Σάββατο πρωϊ-πρωϊ οι γεροντότεροι και τα μικρά παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Πιο νωρίς οι γυναίκες έπαιρναν καινούργιο νερό από τη βρύση για ευτυχία μακριά από την επήρεια των κακών πνευμάτων. Την ίδια μέρα πήγαιναν και δώρα στους κουμπάρους, για τα χαρούν τη Λαμπρή. Μάλιστα οι χωριανοί που βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση πήγαιναν δώρα σε άπορες οικογένειες, όπως κρέας, γάλα, τυρί και γιαούρτι. Αλλά και η εκκλησία βοηθούσσε με κρέας και χρήματα τις φτωχές οικογένειες. Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, οι καραγκούνηδες έπεφταν για ύπνο, γιατί γύρω στις 3 τα ξημερώματα θα τους καλούσε η καμπάνα για την Ανάσταση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ