Γράφει ο Θεοδόσιος Αρ. Κυριακίδης , Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα».

Όταν ο αγαπητός εκδότης της Αμάστριδος, Δημήτρης Πιπερίδης μου ζήτησε να σκιαγραφήσω συνοπτικά τον βίο του αείμνηστου Χαράλαμπου Κιαγχίδη, συγκατάνευσα ευθύς αμέσως. Ήταν μια οφειλή, μια υποχρέωση. Εξάλλου γνώριζα καλά ποιος ήταν ο Χαράλαμπος Κιαγχίδης κι ας μην είχα προλάβει να τον ζήσω από κοντά. Ατελείωτα βράδια προσπαθώντας να απαλύνω το βάρος της μοναξιάς της γυναίκας του και αγαπημένης μου θείας Κατίνας (αδερφή της γιαγιάς εκ πατρός), άκουγα συναρπαστικές ιστορίες για την ολοκληρωτική αφιέρωση του Κιαγχίδη στα κοινά. Αργότερα με την ενασχόλησή μου με τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα και την τριβή με το προσωπικό του αρχείο ανακάλυπτα την ασυγκράτητη αγάπη του για τους Ποντίους και τον πολιτισμό τους. Άλλες φορές σε διάφορα παρακάθια άκουγα ιστορίες νοσταλγικές, αλλά κάποιες φορές και ευτράπελες για την παροιμιώδη αυστηρότητά του, από παλιούς φοιτητές που πέρασαν από τον Οίκο Ακρίτα Φοιτητή.

Αυτή η βεβαιότητα πως γνωρίζω πια τη ζωή και το έργο του Χαράλαμπου Κιαγχίδη διαψεύστηκε αμέσως μόλις εντρύφησα βαθύτερα στο πολύτιμο αρχείο του που φυλάσσεται στις εγκαταστάσεις του Ερευνητικού Κέντρου του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Ας δηλωθεί ευθύς εξαρχής.  Όποιος προσπαθήσει να σκιαγραφήσει σύντομα τον βίο του Χαράλαμπου Κιαγχίδη θα βρεθεί μπροστά σε σημαντικές δυσκολίες. Ήταν άνθρωπος που διεκπεραίωνε πολλές και σημαντικές υποθέσεις ταυτόχρονα, ενώ από πολύ νωρίς πρόσφερε αφιλοκερδώς στα κοινά όσο ελάχιστοι. Πώς να χωρέσεις λοιπόν, τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα σε λίγες σελίδες; ελλοχεύει ο κίνδυνος να αδικηθεί η προσωπικότητά του, η μνήμη του και η εν γένει προσφορά του.

Σε κάθε περίπτωση θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του που συνεπάγονται παράλληλα σημαντικούς σταθμούς στη νεότερη ιστορία των ποντιακών συσσωματώσεων και όχι μόνο. Διότι η φιλανθρωπική και κοινωνική του δράση δεν περιορίστηκε μόνο σε ποντιακού ενδιαφέροντος ευεργεσίες.

Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Ο Χαράλαμπος Κιαγχίδης γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1912 στην Τραπεζούντα. Ορφάνεψε πολύ νωρίς αφού το Σεπτέμβριο του 1922 ο πατέρας του Παναγιώτης δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου.

Με τον ξεριζωμό και τον ερχομό στην Ελλάδα και πολύ νωρίς, μόλις σε ηλικία 18 χρονών τέθηκε επικεφαλής των 50 περίπου οικογενειών του χωριού Πρασινάδας Δράμας, στο οποίο ίδρυσε μαζί με άλλους το πρώτο διδακτήριο. Αργότερα παραχώρησε δωρεάν το σπίτι του και μέρος του αγροκτήματός του για τις ανάγκες του διδακτηρίου. Την ίδια περίοδο ορίζεται μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής και με τα υπόλοιπα μέλη μετατρέπουν το τζαμί του χωριού σε εκκλησία.

Το 1941 και λόγω των συνεπειών του πολέμου φεύγει από την Πρασινάδα Δράμας και εγκαθίσταται στη Βέροια μέχρι τον Απρίλιο του 1944. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βέροια και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1941 διορίστηκε μέλος της υποεπιτροπής των εν Βεροία καταφυγόντων προσφύγων εξ Αν. Μακεδονίας και Θράκης με έργο την απογραφή των προσφύγων του Δήμου Βεροίας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος της παραπάνω επιτροπής εξασφάλισε σε 28.000 άτομα στέγη, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Την ίδια περίοδο έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπηρετώντας στην Κεντρική Μακεδονία ως διαφωτιστής, αρχηγός των Συνδέσμων και στρατολόγος. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (1946-1949) περιόδευε στις ακριτικές περιοχές της Δράμας τονώνοντας το ηθικό των «συμμοριοπλήκτων». Ενίσχυσε τους παραπάνω ακριτικούς πληθυσμούς με είδη διατροφής, ρουχισμού και ζωοτροφών.

Το 1953 με ενέργειές του στη Βασίλισσα Φρειδερίκη απέσπασε το ποσό των 45.000 δραχμών για την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο χωριό του, Πρασινάδα Δράμας. Τέλος, με έρανο που διενήργησε στη Θεσσαλονίκη συνέλεξε το υπόλοιπο απαιτούμενο ποσό για την αποπεράτωση του ναού που έφτασε τις 300.000 δραχμές.

Από τη δεκαετία του ’60 ξεκινάει και η δράση του στην Εύξεινο Λέσχη. Χρημάτισε συνολικά 16 χρόνια (1961-1976) πρόεδρός της και η παρουσία του στην προεδρία συνδέθηκε με χρυσές εποχές δημιουργίας και απόκτησης σημαντικών περιουσιακών στοιχείων.

Όταν τον Απρίλιο του 1961 υπέβαλε για πρώτη φορά υποψηφιότητα στην Εύξεινο Λέσχη εξελέγη πρώτος από τους συνολικά 28 συνυποψήφιους του. Στη σύνθεση του Δ.Σ. έλαβε την θέση του αντιπροέδρου με τον καθηγητή Β. Χαριτάντη να λαμβάνει τη θέση του προέδρου. Μετά, όμως, από τρεις μήνες ο Χαριτάντης παραιτείται και ο Κιαγχίδης γίνεται ο νέος πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης.

Το πρώτο του μεγάλο κατόρθωμα, δείγμα των σπουδαίων επιτευγμάτων που θα ακολουθήσουν, είναι η αγορά μετά από πέντε χρόνια, του ιδιόκτητου εντευκτηρίου της Λέσχης στη Λεωφόρο Νίκης, οίκημα σήμερα αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Τα εγκαίνια του Εντευκτηρίου έγιναν το καλοκαίρι του 1965.

Αξίζει να σημειωθεί πως όταν ανέλαβε την προεδρία η Λέσχη είχε χρέος 46.000 δραχμών. Το 1966 όταν παρέδωσε το ταμείο της Λέσχης είχε αποθεματικό 186.000 δραχμές. Λέει ο Κιαγχίδης για το Εντευκτήριο: «…κτίσθηκε με μεγάλους κόπους και θυσίες. Κατόρθωσα να αποσπάσω μερικά χρηματικά ποσά από διαφόρους συμπατριώτας μέλη και μη της Λέσχης, συμποσούμενα εις δραχμάς 700.000 (συνολικά στοίχισε 2.000.000 δρχ) περίπου, διότι κατόρθωσα να τους πείσω ότι πρέπει ν’ αποκτήσουν οι Πόντιοι ένα ευπρεπές κτίριον αντάξιον του ονόματος των και με φοβεράς αντιξοότητας, επέτυχα να εισπράξω το ανωτέρω ποσόν…».

Το 1966 ο Κιαγχίδης παραδίδει το Εντευκτήριο και παραιτείται. Στη Γενική Συνέλευση της 22ας Μαΐου 1966 ανακηρύσσεται επίτιμος πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης. Το 1968 διορίζεται πρόεδρος της Λέσχης από τη Χούντα, ένα γεγονός που το σημειώνει και ο ίδιος ο Κιαγχίδης, χωρίς να αισθάνεται ότι θα έπρεπε να το αποσιωπήσει. Τι σημαίνει αυτό; Όπως έλεγε συχνά ο ίδιος «και με τον δέβολον θα συνεργαστώ για τα ποντιακά», άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως όταν αργότερα κατηγορείται γι’ αυτήν του τη συνεργασία με τη Χούντα, αυτός που αναλαμβάνει την υπεράσπισή του δεν είναι άλλος από τον βουλευτή της αριστεράς (ΕΔΑ) Ιωάννη Γαβριηλίδη, ο οποίος μάλιστα επί Χούντας εξορίστηκε στα Γιούρα. Ο Γαβριηλίδης θα γράψει στην αναφορά του, την 12η Μαΐου 1976: «…Και αν δεν πίστευα ότι ο κ. Κιαγχίδης δεν είναι χουντικός και η οικονομική του δραστηριότητα επί Χούντας εγένετο αποκλειστικώς δια να υπηρετήση τα οικονομικά συμφέροντα της Ευξείνου Λέσχης τα οποία ομολογουμένως υπηρέτησε αφιλοκερδώς, δεν θα αναλάμβανα την υπεράσπιση του». Εξάλλου, συνεχίζει ο Γαβριηλίδης «…στον εγκαλούμενο (εννοεί τον Κιαγχίδη) επροτάθη (από τη Χούντα) να συμμετάσχει στην Συμβουλευτική Επιτροπή και δεν εδέχθη. Του επροτάθη να διορισθή Υπουργός Βορείου Ελλάδος επίσης απέρριψε την πρότασιν και την προσφοράν». Τελικά «ο υπό κατηγορίαν κ. Κιαγχίδης δεν έδρασε μέσα από τα γρανάζια της Χούντας και για όφελος της Χούντας ή δια τον εαυτό του. Με την δράση του για το Σωματείον εβγήκεν φτωχότερος ενώ το Σωματείον στο οποίον πρόσφερε τις υπηρεσίες το μετέβαλε σε πλουσιότερον και του έδωσε κύρος και ακτινοβολία».

Η προσφορά του στη Λέσχη επικροτείται αφού εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος, σε όλες τις επόμενες αρχαιρεσίες που ακολουθούν, το 1970, το 1972 και το 1974.

Το άλλο μεγάλο επίτευγμα του Κιαγχίδη, για το οποίο ανάλωσε πάνω από δέκα χρόνια είναι το κόσμημα των ποντίων που στέγασε τα όνειρα και τις ελπίδες εκατοντάδων άπορων φοιτητών κυρίως της επαρχίας. Ο οίκος Ακρίτα Φοιτήτου, για τον οποίο ο Κιαγχίδης αφιέρωσε πραγματικά όλη τη ζωή του, αποτέλεσε για την σπουδάζουσα νεολαία της εποχής το λιμάνι και το στήριγμα. Ο Κιαγχίδης έγινε ο «πατέρας» των απόρων φοιτητών σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τον ελληνισμό. Το 1961 ο Οίκος Απόρου, τότε Φοιτητού, φιλοξενούσε 28 φοιτητές, το επόμενο έτος έφτασαν τους 65, ενώ μετά από 5 χρόνια, το 1966 δηλαδή, φιλοξενούσε 153 φοιτητές.  Γράφει ο Κιαγχίδης για τον Οίκο Ακρίτα Φοιτητού: «…Το Οικοτροφείον που είναι μάλιστα οκταώροφον είναι αποκλειστικώς έργον ιδικόν μου. Αποτελεί αγώνας δέκα ολοκλήρων ετών και συγκεκριμένως άρχισα τας ενεργείας μου δι’ οικόπεδον του Δημοσίου το έτος 1962, και κατόρθωσα να πάρω το ανωτέρω οικόπεδον το 1970. Μετά ταύτα δε άρχισα την ανέγερσιν της οικοδομής του ανωτέρω Οικοτροφείου το 1971 και παρέδωσα τούτο το 1974, όπου κατά Μάρτιον μήνα του ανωτέρω έτους 1974 έλαβον χώραν και τα εγκαίνια του ιδιοκτήτου Οικοτροφείου».

Να σημειωθεί εδώ ότι η ιδέα της ίδρυσης του Οίκου Ακρίτα Φοιτητή –όπως σημειώνει σε μια επιστολή του (21.4.1971)  ο Αβραμάντης- ανήκε στον Θεοφύλακτο Θεοφύλακτο ενώ αυτός που έδωσε σάρκα και οστά στην πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ο.Α.Φ. ήταν ο Ιωάννης Συμεωνίδης. Την αδήριτη ανάγκη εξεύρεσης ιδιόκτητης στέγης κάλυψε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Χαράλαμπος Κιαγχίδης.

Γράφει σε μια άλλη επιστολή του  ο Αβραμάντης (Φεβρουάριος 1974): «…το ποσόν των 1.200.000 δραχμών, συλλεγέν επί προεδρίας του κ. Ιωάννη Συμεωνίδη προλείαινε την οδόν προς απόκτησιν της Στέγης. Παραμένει όμως αναμφισβήτητον το γεγονός, ότι το επιστέγασμα του αγώνος οφείλεται εις τον κ. Χαράλαμπον Κιαγχίδη».

Όταν η Γενική Συνέλευση της Ευξείνου Λέσχης την 6η Ιουλίου του 1975 τον ανακήρυξε Μέγα Ευεργέτη και ισόβιο πρόεδρο ο Κιαγχίδης θα γράψει: «Ο αγών μου δια την Λέσχην επί 15 και πλέον έτη, με συνέπειαν να εγκαταλείψω σχεδόν τη δουλειά μου επί χρόνια και ωφελήσω μόνο την Λέσχην, εξετιμήθη ως ώφειλε, διότι τα έξοδά μου και οι ημεραργίαι και η απώλεια της ατομικής μου εργασίας ως Δικηγόρου επί 15 έτη, απετιμήθησαν κατ’ ελάχιστον όριον εις τρία εκατομμύρια δραχμές. Ζημίαν την οποίαν υπέστην διά να ωφελήσω την Λέσχη και μόνον».

Κάποιοι από τους συνεργάτες του ίσως να ήρθαν σε κόντρα με τον άνθρωπο Χαράλαμπο Κιαγχίδη κι αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Εξάλλου η ανθρώπινη φύση είναι, μετά την πτώση εξ ορισμού ατελής. Έτσι λοιπόν στην απόφαση αυτή της Γενικής Συνέλευσης υπήρχαν αντιδράσεις, στις οποίες δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε εδώ. Ο ιστορικός που θα καταγράψει την πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία της Ευξείνου Λέσχης θα περιγράψει, ίσως, τις λεπτομέρειες αυτής της υπόθεσης. Αυτό που χωράει να ειπωθεί εδώ είναι πως ο Κιαγχίδης σκληρός πρώτα με τον ίδιο του τον εαυτό, κάποτε ισχυρογνώμων, ίσως άλλες φορές άδικος, μπορεί να πίκρανε στον καθημερινό του αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον για τους συμπατριώτες του και για περισσότερη ελπίδα και φως για την Ποντιακή Ιδέα. Αυτά, όμως, είναι τα μικρά, τα ασήμαντα, που προκαλεί η καθημερινή τριβή και ο αγώνας για την επίτευξη σπουδαίων στόχων. Αυτό που καταγράφει η ιστορία, αυτό που δίδαξε η δράση του και αυτό που τα επιτεύγματα του αφηγούνται, είναι πως ο Κιαγχίδης ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα της προσφυγικής και μεταπολεμικής γενιάς των Ποντίων, ένας άνθρωπος της αυταπάρνησης, της ανιδιοτέλειας και κυρίως της ελπίδας για μια ολόκληρη γενιά που πρωταγωνιστεί τώρα, όπως εκείνος τότε, στα ποντιακά πράγματα. Πραγματικά πολλοί για τους οποίους είμαστε περήφανοι ως πόντιοι είναι δικά του παιδιά, δικά του αναστήματα. Δεν είναι λίγες οι φορές σε μουχαπέτια και παρακάθια που αναφέρεται το όνομα του Κιαγχίδη με ευγνωμοσύνη. Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να αφουγκραστούμε προσωπικές του στιγμές από ανθρώπους που έζησαν κοντά του. Κι αυτή ας είναι μια προσωπική πρόταση προς τη διεύθυνση του περιοδικού. Ας καταγραφούν σε επόμενα τεύχη αναμνήσεις από ανθρώπους που τον έζησαν στον Οίκο Ακρίτα Φοιτητού. Γιατί η ιστορία έχει χρέος να καταγράψει τα γεγονότα αλλά η βιωματική αφήγηση έχει τη χάρη της ζωντανής αναπαράστασης της ζωής του αείμνηστου ευεργέτη του Ποντιακού Ελληνισμού.

Παράλληλα με την παραπάνω δράση του στην Εύξεινο Λέσχη ο Κιαγχίδης ως ιδρυτής και πρόεδρος του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ανιστόρησε την ομώνυμη Μονή στο Ροδοχώρι της Νάουσας. Υπήρξε επίσης εμπνευστής και ευεργέτης της ανιστόρησης της Μονής του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.

Οι ευεργεσίες του ήδη από την δεκαετία του ’50 στρέφονται και προς το Ροδοχώρι της Νάουσας. Εκεί με τον ξεριζωμό είχαν εγκατασταθεί οι υπόλοιποι κάτοικοι των χωριών της εξαρχίας του Περιστερεώτα. Για την Πρασινάδα και το Ροδοχώρι ο Κιαγχίδης υπήρξε ανεκτίμητος προστάτης και αρωγός. Εξάλλου σ’ αυτά τα χωριά είχαν εγκατασταθεί και όλοι του οι συγγενείς.

Έτσι λοιπόν το 1957 απέσπασε πάλι χρήματα από την Βασίλισσα Φρειδερίκη (30.000 δρχ.) και με συμπληρωματικό έρανο που διενήργησε στη Θεσσαλονίκη προέβη σε γενική επισκευή του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου στο Ροδοχώρι.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κιαγχίδης αναλάμβανε σχεδόν -αν όχι τελείως- αφιλοκερδώς τις δικαστικές υποθέσεις των Ροδοχωριτών αλλά και τις κοινοτικές υποθέσεις του χωριού. Από τις πλείστες ευχαριστήριες επιστολές ξεχωρίζουμε δυο. Η πρώτη είναι του προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Νικόλαου Ανδρονικίδη με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1957. Γράφει τα εξής:

«Κύριε Κιαγχίδη, Αι επί σειρά ετών συγκινητικαί χειρονομίαι σας προς προστασίαν των εν τη Κοινότητι μας συμπατριωτών μας, κατέστησαν πάντας ημάς υποχρέους, ίνα δια της παρούσης εκφράσωμεν τας απείρους ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην τόσον ημών των Κοινοτικών Συμβούλων όσον και την τοιαύτην των κατοίκων προς υμάς, όστις από της κατηραμένης μαύρης Κατοχής και μέχρι σήμερον εμοχθήσατε και μοχθείτε δια την πρόοδον και ευημερίαν των κατοίκων μας και απεδείξατε εμπράκτως, ότι υπήρξατε στοργικότερος και αποδοτικότερος προστάτης των συμπατριωτών σας όσον ουδείς άλλος άνθρωπος εν τη Κοινωνία.

Θα ήτο δι’ ημάς ασυγχώρητον σφάλμα εφ’ όρου ζωής, εάν παρεγνωρίζαμεν ή απεσιωπούσαμεν τας επί σειράν ετών υπερανθρώπους θυσίας σας από του έτους 1942 μέχρι σήμερον, ήτοι επί μιαν 15ετίαν και κατά την περίοδον της Κατοχής κατορθώσατε να επιτύχητε την χορήγησιν αρκετών εκατοντάδων στρεμμάτων αγρών εις αποξηρανθείσας γαίας της περιοχής Βεροίας και Γιαννιτσών και κατόρθωσαν οι κάτοικοι μας να διατηρηθούν εις την ζωήν δια της εξασφαλίσεως των απαραιτήτων μέσων. Δεν λησμονούμεν ωσαύτως το στοργικόν ενδιαφέρον σας κατά την διάρκειαν του εμφυλίου πολέμου των ετών 1946-1950… Ποίος δύναται ωσαύτως να λησμονήσει τας τόσας θυσίας σας δια την κατασκευήν του οδικού δικτύου Μεγάλου Ρεύματος Ναούσης. Γνωρίζομεν καλώς τον επί μίαν διετίαν υπεράνθρωπον αγώνα σας (1953-1955) και χάρις εις υμάς μόνον, δια πρώτην φοράν, και μετά 33ετίαν από της εγκαταστάσεως μας εν τω χωρίω τούτω, ηξιώθημεν συγκοινωνιακού μέσου, προϋπολογισμού δαπάνης ενός εκατομμυρίου δραχμών και ο άθλος σας αυτός, δια τον δρόμον μας, δεν ήτο έργον ουδενός ειμή μόνον έμπνευσις και δημιούργημα ιδικόν σας…. (Τον ευχαριστεί στη συνέχεια για την επισκευή και τον εξωραϊσμό της εκκλησίας του Ροδοχωρίου)…».

Όλα τα παραπάνω «…κατέστησαν επιτακτικόν πλέον το καθήκον μας, ίνα δια της παρούσης γνωρίσωμεν υμίν ότι, αι ανωτέρω αναφερθείσαι σπάνιαι εις έκτασιν ευεργεσίαι σας προς τους κατοίκους του χωρίου μας συγκλονίζουν τας ψυχάς τόσον των Κοινοτικών μας Συμβούλων όσον και τας τοιαύτας των 250 οικογενειών του χωρίου μας και ανακηρύσσοντες υμάς ως μεγάλον ευεργέτην, εκφράζομεν δια της παρούσης την απεριόριστον ευγνωμοσύνη όλων μας…». Με δικές του επίσης ενέργειες πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά πόσιμου νερού στο Ροδοχώρι.

Ο Κιαγχίδης μεσολάβησε σε πλείστες υποθέσεις ποντίων προσφύγων ενώ διαδραμάτισε ευεργετικό ρόλο σε υποθέσεις ποντιακών οικογενειών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Παράλληλα με τις παραπάνω δράσεις του ήταν και δεινός ρήτορας. Μιλώντας και γράφοντας αρχαιοπρεπώς και σε καθαρεύουσα χειριζόταν επιδέξια το λόγο χωρίς να αποφεύγει όμως συχνά εκφραστικούς βερμπαλισμούς και πλεονασμούς. Παρ’ όλα αυτά συνέγραψε και πραγματοποίησε πλήθος ομιλιών. Παράλληλα έγραψε ένα τρίπρακτο θεατρικό έργο με τίτλο «Το Κάστρο» ενώ το σπουδαιότερο πόνημά του αποτελεί η μελέτη του για την Ιστορία της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα την οποία εξέδωσε το 1981.

Αν θέλαμε με δυο λόγια να μιλήσουμε για τον άνθρωπο Χαράλαμπο Κιαγχίδη θα λέγαμε πως όλη του η ζωή υπήρξε μια κατάφαση του εθελοντισμού και της αυθυπέρβασης. Μια ολοκληρωτική προσφορά του εαυτού στην υπηρεσία του πλησίον, της κοινωνίας και κυρίως της Ποντιακής Ιδέας. Ανυπότακτη φύση, μοναδική και ανεπανάληπτη, ένα ζωντανό παράδειγμα ενεργής άρνησης της ιδιοτέλειας. Ανάλωσε σχεδόν όλη του τη ζωή για την Ποντιακή Ιδέα με ακαταδάμαστη ορμή και αξιόλογα επιτεύγματα.

Συνήθως δεν έχουμε την μεγαλοψυχία να δούμε και να επικροτήσουμε την προσφορά του συνανθρώπου μας όσο εκείνος βρίσκεται εν ζωή. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η μικροψυχία, βαρίδιο πραγματικό και σπίλωση της Δημιουργίας, έχει κυριολεκτικά κατακλύσει την αχάριστη κοινωνία μας. Το γεγονός όμως αυτό δεν στάθηκε ικανό να παραλύσει την εθελούσια αυταπάρνηση και προσφορά του Κιαγχίδη, ο οποίος γνώρισε κάποιες τιμές όσο ζούσε. Κάποιες από τις τιμές που έλαβε ο Κιαγχίδης ήταν η ανακήρυξή του ως επίτιμου πρόεδρου και μέγα ευεργέτη της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα. Μεταξύ άλλων βραβεύτηκε το 1974 για την προσφορά του στον Ελληνισμό και στην Ορθοδοξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσπάθεια βράβευσης του από την Ακαδημία Αθηνών δεν ευοδώθηκε. Μια ομάδα δικηγόρων αναγνωρίζοντας την μεγάλη του προσφορά στην κοινωνία και τον συνάνθρωπο είχε στείλει επιστολή στην Ακαδημία προκειμένου να τιμηθεί ο Κιαγχίδης για την προσφορά του. Μεταξύ άλλων η επιστολή έγραφε τα έξης χαρακτηριστικά: «…Η αναφερόμενη προσφορά του εκλεκτού τούτου συναδέλφου δεν υπήρξε στιγμιαία και παροδική, αλλά συνεχής αδιάκοπος εν τω σύνολό της…».

Ο Κιαγχίδης παραιτήθηκε από βεβαιότητες και βολικές διευθετήσεις. Επίμονα και επίπονα, με πειθαρχία και συνέπεια έφερε σε πέρας κάθε μεγαλόπνοο σχέδιο που κατάστρωνε. Αν λοιπόν η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης βρίσκεται σε μια εύρωστη οικονομική κατάσταση με ακίνητα στην κατοχή της αξίας εκατομμυρίων ευρώ, αυτό οφείλεται, όχι αποκλειστικώς αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό στον Χαράλαμπο Κιαγχίδη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα. Η όποια ακίνητη περιουσία διαθέτει το Σωματείο σήμερα είναι παρακαταθήκη του ιδρυτή του.

Σε μια συγκινητική εκδήλωση (31.3.2002) που οργάνωσε η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης και ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα για να τιμήσουν τη μνήμη του, μίλησαν για τη δράση του παλιοί ευεργετηθέντες και οικότροφοι του Οίκου Ακρίτα Φοιτητού. Μεταξύ αυτών και ο Θεόφιλος Παρτσαλίδης, αντινομάρχης Ξάνθης, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων: «… να δώσουμε τη σωστή διάσταση και την πλήρη εικόνα του ανθρώπου εκείνου που ανάλωσε στην κυριολεξία τη ζωή του για να μπορέσει τόσο αυτός που σας ομιλεί όσο και οι άλλοι συμφοιτητές του να διεκδικήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση και να κατακτήσουν τη ζωή μέχρις εκεί που έφτασαν…. Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά εγκωμιαστικά λόγια για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του αείμνηστου Χαράλαμπου Κιαγχίδη, για το τι μας πρόσφερε και τι του οφείλουμε εμείς οι 20χρονοι τότε φοιτητές… μας γνώριζε όλους με τα μικρά μας ονόματα, ήξερε την καταγωγή όλων μας, μας επισκεπτόταν τακτικά για να δει από κοντά πως τα περνάμε, αν έχουμε κάποια ιδιαίτερα προβλήματα, αν το φαγητό μας είναι αρκετό και αν πρέπει να το βελτιώσουμε. Περνούσε πολλές φορές αργά τη νύχτα και η χαρά του ήταν πολύ μεγάλη όταν έβλεπε ότι όλοι ήμασταν στο αναγνωστήριο και μελετούσαμε μέχρις αργά τα μεσάνυχτα. Μας προέτρεπε να μην ξεχνούμε να γράφουμε γράμμα στους γονείς μας για να έχουν νέα μας… Βοήθησε να σπουδάσει ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων οι οποίοι δεν είχαν τις οικονομικές δυνάμεις μεταξύ των οποίων και αρκετοί μη πόντιοι και αυτό επετεύχθη χάρη στις πολλές και μεγάλες δωρεές που του έδιναν εκείνοι που τον τιμούσαν και τον σέβονταν… Μας προέτρεπε να αισθανόμαστε περήφανοι για την καταγωγή μας…».

Σε μια εποχή στην οποία στερούμαστε τέτοιους ανθρώπους το μόνο που μένει σε μας είναι να τιμούμε την μνήμη του αλλά και όλων των άλλων μεγάλων προσωπικοτήτων του Ποντιακού Ελληνισμού. Να τιμούμε και να θυμόμαστε τις προσωπικότητες αυτές για να εμπνεύσουμε τους νέους να επιδοθούν σε ανάλογες πράξεις αρετής.

Άλλωστε στο έργο του Πλάτωνα, Πρωταγόρας και στο δεύτερο μέρος του λόγου του Πρωταγόρα για την αναίρεση της πρώτης σωκρατικής αντίρρησης σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής σημειώνεται: «…πολλαὶ δὲ διέξοδοι καὶ ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν ἀγαθῶν, ἵνα ὁ παῖς ζηλῶν μιμῆται καὶ ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι» (Πλάτων, Πρωταγόρας, 326a).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ