90 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον Μεγάλο Λιμό που κόστισε τις ζωές τεσσάρων εκατομμυρίων Ουκρανών. Η 96χρονη Χάνα Ντομάνσκα διηγείται στην DW όλα όσα έζησε.«Περάστε μέσα, η γιαγιά σας περιμένει», λέει ο Μιχαΐλο Ντομάνσκι, γιος της Χάνα Ντομάνσκα, η οποία έζησε το Χολοντομόρ του 1932-1933.

Στα ουκρανικά η λέξη «Χολοντομόρ» σημαίνει «δολοφονία μέσω της πείνας» και αναφέρεται στον Μεγάλο Λιμό που προκάλεσε η σοβιετική ηγεσία. Ένας λιμός που κόστισε συνολικά έξι με επτά εκατομμύρια ζωές. Η Χάνα Ντομάνσκα έχει διηγηθεί πολλά στον γιο της για τον καταστροφικό λιμό, ο οποίος «θέρισε» πολλούς ανθρώπους στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται η Ουκρανία.

Στο δωμάτιο που κάθεται η 96χρονη ξεχωρίζουν τα κεντητά μαξιλάρια στο κρεβάτι και οι οικογενειακές φωτογραφίε στους τοίχους. Πλέον, η γυναίκα ζει μόνη της, στο χωριό Σεβέρινι, το οποίο μετρά μόλις 230 κατοίκους. Όταν είχαν ξεκινήσει οι θάνατοι στην τότε Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, ήταν μόλις 5 ετών.

Διωγμοί, εκτοπισμοί, εξορία

Η Ντομάνσκα μεγάλωσε σε μία μεγάλη οικογένεια. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες της είχαν οχτώ παιδιά – τέσσερις γιους, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας της Χάνα, και τέσσερις κόρες. Η οικογένειά της δεν είχε πλούτη. Ο παππούς της είχε ένα κομμάτι γης κι ένα άλογο, όχι όμως και αγελάδες. Ένα μέρος αυτής της γης το έδωσε στον γιο του, στον πατέρα της Χάνα. Εκεί αυτός έχτισε ένα σπίτι.

Η οικογένεια όμως έζησε τελικά μονάχα μισό χρόνο εκεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η σοβιετική κυβέρνηση του Στάλιν αύξησε τη φορολογία στα σιτηρά σχεδόν κατά 50%. Οι αγρότερες, που ούτε ήθελαν αλλά ούτε και μπορούσαν να εκπληρώσουν τέτοιες απαιτήσεις, έγιναν γνωστοί ως «κουλάκοι», ως οι κύριοι εχθροί των κομμουνιστών.

«Πήραν τα πάντα»

«Ήρθαν στο σπίτι μας κάποια από τα μεγάλα κεφάλια του κόμματος μαζί με μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας και μας πήραν τα πάντα, πραγματικά τα πάντα», θυμάται η ηλικιωμένη γυναίκα. Έψαχναν μέχρι και στον φούρνο για φαγητό. «Έφαγαν ή πήραν μαζί τους ό,τι βρήκαν», διηγείται η Χάνα Ντομάνσκα.

Όπως λέει η Ντομάνσκα, ήταν κυρίως οι σκληρά εργαζόμενοι αγρότες εκείνοι που εκτοπίζονταν: «Είχαν στο στόχαστρο ανθρώπους που είχαν οικονομίες, που δεν ήταν τεμπέληδες, που ήταν κάπως καλύτερα από τους υπολοίπους – και τους έπαιρναν μαζί τους».

Το 1/3 των κατοίκων του χωριού εκτοπίστηκε και όλη η περιουσία και τα ζώα τους μεταφέρθηκαν σε σοβιετικά κολχόζ, τα συλλογικά συστήματα εκμετάλλευσης. Πολλοί εξορίστηκαν στη Σιβηρία, μεταξύ αυτών και πέντε μέλη της οικογένειας της Χάνα – ο παππούς Μάρκο, η γιαγιά Πέστινα, η 15χρονη θεία Σεκλέτα, ο θείος Τόντος και ο πατέρας της, Βασίλ. Από όλους αυτούς, μονάχα η θεία της επέστρεψε στο χωριό.

Οικογενειακή τραγωδία

Μετά την εξαφάνιση του πατέρα της, η μητέρα της, Όλια, ξεκίνησε να ψάχνει τον άντρα της, λίγο καιρό αφ’ ότου είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι. Αναζητώντας τον σε ένα κοντινό χωριό όπου οι Σοβιετικοί μάζευαν τους κουλάκους προτού τους στείλουν στη Σιβηρία, η Όλια βρήκε τον άντρα της – δίχως να καταφέρει όμως να τον ελευθερώσει. Λίγες ημέρες αργότερα έχασε και τη νεογέννητη κόρη της.

Αφ’ ότου η μισή οικογένεια είχε εξοριστεί στη Σιβηρία, ήρθαν και πάλι κυβερνητικοί εκπρόσωποι για να πάρουν τη μητέρα και τα δύο της παιδιά. «Μας είπαν: “Ετοιμαστείτε, έρχεται ένα φορτηγό”», θυμάται η Χάνα Ντομάνσκα. «Η μητέρα μου ήταν ετοιμοθάνατη […] Ο δίχρονος αδερφός μου πέθανε επίσης από την πείνα. Εγώ επέζησα και πήγα στη θεία μου, […] η οποία δεν είχε παιδιά και με φρόντιζε».

Για να επιβιώσει, η Χάνα έπρεπε διαρκώς να ψάχνει για φαγητό: την άνοιξη έψαχνε ιδίως βρώσιμα φυτά, κυρίως χηνοπόδια. «Το καλοκαίρι τρεφόμασταν από τις ανθισμένες ακακίες […] Στο κολχόζ κόβαμε χηνοπόδια και τα κάναμε πολτό. Έτριζε στα δόντια μας, αλλά έπρεπε κάτι να φάμε». Τρόφιμα δεν υπήρχαν. «Τι να μαγειρεύαμε στο σπίτι; Δεν υπήρχε τίποτα! Το 1933 μαγειρεύαμε μόνο σούπες. Η θεία μου έφερνε λίγο αλεύρι, το ανακάτευε με νερό και το πίναμε. Έπρεπε να δουλέψουμε, γι’ αυτό και έπρεπε κάτι να φάμε», λέει η Χάνα Ντομάνσκα.

«Τα πτώματα στοιβάζονταν σαν καυσόξυλα»

Η χειρότερη χρονιά ήταν το 1933, τότε καταγράφηκαν οι περισσότεροι θάνατοι. Όπως λέει η αυτόπτης μάρτυρας, «όλοι ήταν κάπου σωριασμένοι, ένας εδώ, ένας εκεί, ορισμένοι νεκροί. Τα πτώματα στοιβάζονταν σαν καυσόξυλα». Η Χάνα θυμάται πως δεν υπήρχαν πια σκυλιά και γάτες στο χωριό – όλα είχαν φαγωθεί. Από τη θεία της είχε μάθει πως υπήρξαν ακόμη και περιστατικά κανιβαλισμού.

«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την πείνα. Πώς μπορεί κάποιος να κοιμηθεί όταν δεν έχει φάει τίποτα όλη μέρα; Μασάς ό,τι βρεις, φύλλα απ’ τα δέντρα, οτιδήποτε, το θέμα είναι απλώς να φας κάτι», λέει η Χάνα. Διηγούμενη την ιστορία της για το Χολοντομόρ, η Χάνα ανησυχεί πως μπορεί κάποιος να μην την πιστέψει. «Όμως αυτή είναι η αλήθεια», λέει, προσθέτοντας ότι «διηγούμαι αυτά που έχω δει».

Ο ρόλος της σοβιετικής ηγεσίας

Στην Ουκρανία μπορούσε κανείς να μιλήσει ανοιχτά για το Χολοντομόρ μονάχα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Παλιότερα υπήρχε ο φόβος πως θα καταλήξεις στη φυλακή. Σύμφωνα με Ουκρανούς ιστορικούς, τη δεκαετία του 1930 πέθαναν στην Ουκρανία εξαιτίας της πείνας περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι. Το 2006 το ουκρανικό κοινοβούλιο χαρακτήρισε το Χολοντομόρ «γενοκτονία σε βάρος του ουκρανικού λαού».

Μετά τον Μεγάλο Λιμό η Χάνα Ντομάνσκα επιβίωσε και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο σκοτώθηκε ο πατέρας της, πολεμώντας στο μέτωπο. Η ίδια κρυβόταν μαζί με άλλους νεαρούς Ουκρανούς σε άδεια σπίτια και γειτονικά χωριά, για να μην τη βρουν οι Γερμανοί.

Τώρα η Χάνα πρέπει να αντέξει έναν ακόμη πόλεμο – τη ρωσική εισβολή. Όμως είναι βαθιά πεπεισμένη πως ο ουκρανικός λαός θα νικήσει τους εισβολείς.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ