(c) elliniki-gnomi ATHINA
(c) elliniki-gnomi ATHINA

Παρουσιάζονται προβλήματα σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ηλεκτρονικές συσκευές, τρόφιμα πολυτελείας και χημικά είδη.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Άρχισαν να καταγράφονται στην ελληνική αγορά οι πρώτες ελλείψεις σε εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των ελληνικών επιχειρήσεων να προπληρώνουν, και μάλιστα τοις μετρητοίς, το συνολικό τίμημα των παραγγελιών τους. Η απαίτηση αυτή των ξένων προμηθευτών, ως πρακτική, ξεκίνησε όταν “έσκασε” η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και επανεμφανίστηκε “δριμύτερη” από τα μέσα του Δεκεμβρίου 2014 και τις αρχές του 2015, όταν διεφάνη και στην συνέχεια ανακοινώθηκε η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

(c) elliniki-gnomi ATHINA
(c) elliniki-gnomi ATHINA

Οι ελλείψεις εντείνονται, όσο εκκρεμεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές και όσο «στεγνώνει» η ελληνική οικονομία από ρευστό

Σήμερα η κατάσταση αυτή, όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά πλέον έχει ενταθεί, όσο εκκρεμεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές και κυρίως όσο «στεγνώνει» η ελληνική οικονομία από ρευστό. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι, που υποστηρίζουν, ότι η κατάσταση πλέον είναι χειρότερη ακόμη και σε σύγκριση με το 2012.
Οπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, παρουσιάζονται προβλήματα σε μηχανολογικό εξοπλισμό και ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ σε ό,τι αφορά τον κλάδο των τροφίμων και ποτών, ελλείψεις αρχίζουν να εμφανίζονται σε ορισμένα premium προϊόντα, καθώς και σε προϊόντα πολυτελείας. Δυσκολίες έχουν επίσης παρουσιασθεί στις εισαγωγές χημικών προϊόντων, τόσο τελικών προϊόντων, όσο και υπό την μορφή των πρώτων υλών, κάτι που δυσχεραίνει την παραγωγή λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.

Οι ξένοι προμηθευτές δεν κάνουν ευκολίες πληρωμής, ούτε καν στους θεωρούμενους καλούς πελάτες

Οι ξένοι προμηθευτές δεν κάνουν «ευκολίες πληρωμής», ούτε καν στους θεωρούμενους καλούς πελάτες, ενώ το φαινόμενο αυτό προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες και σε άλλους κλάδους. «Πολλές τουριστικές μονάδες, οι οποίες ήθελαν να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους, κυρίως τον μηχανολογικό, εν όψει της νέας τουριστικής περιόδου, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα», επισημαίνει σε δηλώσεις του ο κ. Ιωάννης Παπαγεωργάκης πρόεδρος του Συνδέσμου Εμπορικών Αντιπροσώπων και Διανομέων Αθηνών (ΣΕΑΔΑ), ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) κ. Βασίλη Κορκίδη, η απαίτηση προπληρωμής του συνόλου της παραγγελίας δεν αποτελεί «ιδιοτροπία» προμηθευτών από κάποια συγκεκριμένη χώρα. Ωστόσο, οι περισσότερες δυσκολίες συναντώνται στις συναλλαγές με επιχειρήσεις από την Γερμανία, την Ισπανία, την Ολλανδία, την Δανία και την Ελβετία, αλλά ακόμη και από τις ΗΠΑ. Το παρήγορο είναι, ότι οι Κινέζοι προμηθευτές δεν ασκούν ιδιαίτερες πιέσεις – για την ώρα τουλάχιστον.

Προβλήματα για τις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις και στην περίπτωση, που οι ξένοι προμηθευτές τους δέχονται εγγυητικές επιστολές

Προβλήματα για τις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμη και στην περίπτωση, που οι ξένοι προμηθευτές τους δέχονται εγγυητικές επιστολές. Κι αυτό, διότι λόγω της μείωσης των καταθέσεων των επιχειρήσεων και της άσχημης οικονομικής κατάστασης πολλών εξ αυτών -κυρίως μικρομεσαίων- οι τράπεζες έχουν υποχρεωθεί να μειώσουν τα όρια των εγγυητικών επιστολών σε ποσοστό, που κατά μέσον όρο διαμορφώνεται σε 30%-40%. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις, που οι ξένοι προμηθευτές δέχονται εγγυητικές επιστολές μόνον από ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο κ. Κορκίδης εκτιμά, ότι με την διακοπή των πιστώσεων θα απαιτηθούν περί τα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ σε ρευστό, ενώ εάν συνεχισθεί για ένα ακόμη τετράμηνο αυτή η κατάσταση, τότε αναμένονται ανατιμήσεις σε βιομηχανικά προϊόντα, καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα. Οχι μόνον λόγω της μειωμένης προσφοράς, αλλά και λόγω του γεγονότος, ότι η αδυναμία έκδοσης εγγυητικών επιστολών και η μείωση των ορίων ασφάλισης των πιστώσεων θα αναγκάσει τις ελληνικές εταιρείες να «σπάσουν» τις παραγγελίες τους σε μικρότερης αξίας, με συνέπεια την αύξηση των εξόδων για την μεταφορά των εμπορευμάτων.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί συν τοις άλλοις μία άνιση μάχη μεταξύ ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθώς οι δεύτερες έχουν την πολυτέλεια της χρηματοδότησης από τις μητρικές τους εταιρείες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ