Συνέντευξη στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ με τον συγγραφέα Νίκο Παργινό

Επιμέλεια: Βασιλική Β. Παππά

vas_nikpap@yahoo.gr

Ο Νίκος Παργινός γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στο Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Κρεμάλα (2005). Με τον έρωτα περνάει ο καιρός, με τον καιρό περνάει ο έρωτας (2009). Το τάγμα της ελπίδας (2011). Ο κανόνας της ορθής γωνίας (2014) και Το σταυροδρόμι των ηρώων (2019), τη συλλογή διηγημάτων Ο σκαλιστής των μπαστουνιών (2016) και το αφήγημα Φάρος ζωής (2017).

Β.Π.: Κύριε Παργινέ, θα θέλατε να μας μιλήσετε για το νέο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Το Χαμίνι της Οβριακής», βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα;

Ν.Π.: «Το Χαμίνι Της Οβριακής» είναι ένα βιβλίο που πραγματεύεται ένα δύσκολο και ευαίσθητο θέμα, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής Κοινότητας της Κέρκυρας. Οι Εβραίοι της Κέρκυρας αποτελούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα την πολυπληθέστερη κοινότητα στη Ελλάδα. Το βιβλίο στέκεται σε δυο κομβικά σημεία που αποτέλεσαν σταθμό για την πορεία της. Το πρώτο διαδραματίστηκε το 1891, όταν ένα στυγερό φονικό μιας μικρής εβραιοπούλας αποτέλεσε την αιτία και αφορμή για να ξεσπάσουν αιματηρά επεισόδια στο νησί, στοίχισαν τη ζωή σε 25 τουλάχιστον ανθρώπους, εκατοντάδες τραυματίες, περιουσίες καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν, ενώ το ένα τρίτο της Κοινότητας, περίπου 2.500 Εβραίοι, έφυγαν από το νησί προς άλλες πολιτείες. Το φονικό χρησιμοποιήθηκε από πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες, εργαλειοποιήθηκε μεθοδευμένα και ουδέποτε διαλευκάνθηκε, παρότι έχουν περάσει 132 χρόνια από τότε. Η δεύτερη καθοριστική στιγμή είναι η 9η Ιουνίου του 1944, όπου σχεδόν ολόκληρη η Εβραϊκή Κοινότητα της Κέρκυρας (σε ποσοστό 95%) αφανίστηκε στο πλαίσιο της τελικής λύσης του Ολοκαυτώματος των ναζιστών πληρώνοντας βαρύ τίμημα.

Το βιβλίο, μας ταξιδεύει στα σοκάκια της Οβραϊκής, της Εβραϊκής συνοικίας της Κέρκυρας, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Την ιστορία την αφηγείται ένα χαμίνι των δρόμων, μέσα από ένα ξεχασμένο χειρόγραφο που ανακαλύπτεται αναπάντεχα σε μια κατοικία της Οβριακής. Η τωρινή ιδιοκτήτρια του σπιτιού, αναζητά απαντήσεις για το όνομα και τις οικογενειακές της ρίζες, αδυνατώντας να συνδέσει το Εβραϊκό παρελθόν με το σύγχρονο χριστιανικό της παρόν. Μέσα από την άμεση οπτική του αφηγητή, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ζήσει κάθε στιγμή ως αυτόπτης μάρτυρας όλα ετούτα τα συνταραχτικά γεγονότα. Οι ήρωες του βιβλίου, είναι και εκείνοι που μας ταξιδεύουν στις ιστορικές εκείνες στιγμές, βλέπουμε την αντανάκλαση των συνταραχτικών αυτών γεγονότων στη ζωή τους, καθώς όλες εκείνες οι εξελίξεις καθορίζουν αποφασιστικά την καθημερινότητά τους.

Πάνω από όλα, επιτρέψτε μου, το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο προς την αγάπη, τον ανθρωπισμό, την αλληλεγγύη, καθώς επιχειρεί σε σκοτεινές στιγμές της ιστορίας να μας θυμίσει, πως η αγάπη και ο σεβασμός προς την αξία της ανθρώπινης ζωής, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και την ελευθερία, αποτελούν ουσιαστικό διακύβευμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε και να θέτουμε στο περιθώριο.

Β.Π.: Γεννηθήκατε στην Κέρκυρα όπου ζείτε μόνιμα. Ποιες μνήμες κουβαλάτε από την παιδική σας ηλικία;

Ν.Π.: Η Κέρκυρα είναι ο ιδανικός τόπος για έναν δημιουργό καθώς το περιβάλλον, οι ιστορικές αναφορές, οι θρύλοι και οι δοξασίες της αποτελούν σημαντικό εργαλείο που σε προκαλούν να εντρυφήσεις σε αυτά και να τα αναδείξεις μέσα από τα δημιουργήματά σου. Οι μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια έχουν ένα ιδιαίτερο άρωμα σπιτικής θαλπωρής, ουσιαστικών φιλικών δεσμών, ένα μωσαϊκό ήχων, εικόνων και αναμνήσεων που δεν ξεθωριάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν, αντίθετα, όσο περνά ο χρόνος αποκτούν όλο και μεγαλύτερη λάμψη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το χωριό μου, τους ανθρώπους του, τις γραφικές εκείνες φιγούρες του περασμένου αιώνα, θυμάμαι τις νεανικές μου περιπέτειες, τα αθώα ξεπετάγματά μας, τις περιπέτειες με τους φίλους, μα κυρίως δεν μπορώ να ξεχάσω την αυθεντικότητα που χαρακτήριζε τις ανθρώπινες σχέσεις εκείνης της εποχής, τη σοφία των απλών ανθρώπων που μπορούσες να την αντικρίσεις σε κάθε πτυχή της καθαρότητάς τους, στα απλά, στα τετριμμένα, στα μάτια και το βλέμμα τους.

Β.Π.  Είσαστε καλός μαθητής; Πότε εκφράσατε τις ανησυχίες σας όσον αφορά τη συγγραφή;

Ν.Π.: Ήμουν σχετικά καλός μαθητής, διατηρώντας έφεση κυρίως προς τις θετικές επιστήμες. Ανέκαθεν ένιωθα μια μαγεία για τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, τη φυσική. Κατάφερα και μπήκα σχετικά εύκολα στο Πολυτεχνείο όπου και αποφοίτησα. Πάντα όμως διάβαζα ως φανατικός αναγνώστης λογοτεχνία θέλοντας πρωτίστως να ξεκουράσω το μυαλό μου, να βρίσκω διεξόδους, να ταξιδεύω. Κάθε καλοκαίρι, μα και ως φοιτητής, ακόμα και κατά τη διάρκεια των εξεταστικών, δεν σας κρύβω πως επέλεγα να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία. Παράλληλα, έγραφα καθημερινά ημερολόγιο, γεγονός που με βοήθησε τόσο προσωπικά, όσο και συγγραφικά, καθώς έμαθα να ξεδιπλώνω σ’ αυτό τις σκέψεις μου. Ένα τραγικό γεγονός, ο πρόωρος χαμός ενός καλού φίλου αποτέλεσε και την αφορμή για να γράψω το πρώτο μου βιβλίο, καθώς ήθελα να καταγράψω σ’ αυτό κάποια κοινά βιώματά μας, να αφήσω ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στη μνήμη του. Αυτό το βιβλίο, αποτέλεσε την απαρχή μιας συγγραφικής πορείας που δεν είχα ποτέ φανταστεί.

Β.Π.: Ποιά βαθιά ανάγκη σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση και ποιοι συγγραφείς άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω σας;

Ν.Π.: Το γράψιμο είναι μια ουσιαστική διαδικασία λύτρωσης. Μέσα από τη συγγραφή εξαγνίζεσαι. Είναι πρώτα από όλα μια εσωτερική διεργασία πλήρωσης και αυτογνωσίας, καθώς σε προκαλεί να εμβαθύνεις στα ενδότερα του ίδιου σου του εαυτού. Δεν σας κρύβω, πως κάθε βιβλίο που καταπιάνομαι είναι κι ένα διαφορετικό ταξίδι που βιώνω παράλληλα με τους ήρωές του, νιώθω να βελτιώνομαι καθώς γράφω ως άνθρωπος πρώτα από όλα, καθώς μοιάζω να λειτουργώ σ’ ένα παράλληλο σύμπαν βιώνοντας καταστάσεις με τους πρωταγωνιστές μου σε άλλες εποχές και άλλους τόπους. Πάντα, ένιωθα να δραπετεύωμε την ανάγνωση, πόσο μάλλον με τη συγγραφή, που μοιάζει να καθορίζεις με τις αποφάσεις και τις λέξεις σου έναν ολόκληρο μικρόκοσμο. Πολλοί συγγραφείς με στοίχειωσαν από την παιδική μου ηλικία ακόμα. Λάτρεψα τον Ιούλιο Βέρν, τον Καζαντζάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγάτση, τον Χένρυ Μίλλερ, τονΝτοστογιέφσκι, τον Θερβάντες, ενώ αγαπημένο βιβλίο μου παραμένει μέχρι σήμερα ο Κόμης του Μόντε Κρίστο του Αλέξανδρου Δουμά που το έχω διαβάσει άπειρες φορές.

Β.Π.: Θεωρούμε έναν συγγραφέα επιτυχημένο ανάλογα με τις πωλήσεις που έχει. Αντανακλά αυτό την πραγματικότητα ή η ανάγνωση βιβλίων είναι καταδικασμένη να απευθύνεται πλέον μόνο στους λίγους;

Ν.Π.: Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με μεγάλο συγγραφικό αποτύπωμα εκδοτικά, πολλοί τίτλοι βιβλίων για μια μικρή αγορά που δυστυχώς βλέπουμε να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο κάθε χρόνο, καθώς οι νέοι, τα παιδιά μας έχουν απομακρυνθεί από το βιβλίο και τη λογοτεχνία. Δεν θεωρώ πως μπορεί να κριθεί κάποιος επιτυχημένος ή αποτυχημένος ανάλογα με τις πωλήσεις των βιβλίων του, καθώς πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους χωρίς τα βιβλία τους να είναι στις πρώτες λίστες των ευπώλητων. Όσον αφορά εμένα προσωπικά, θα σας έλεγα πως οι πωλήσεις είναι φυσικά κάτι που το επιθυμείς, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Στόχος κάθε φορά είναινα περάσεις μέσα από το βιβλίο σου το ξεκάθαρο μήνυμά σου, να βρεις αποδέκτες και φυσικά αυτό που έχεις δημιουργήσει να μην αποτελεί ένα φανταχτερό πυροτέχνημα της στιγμής αλλά να έχει διάρκεια στον χρόνο, να μπορεί να σταθεί με αξιώσεις στο λογοτεχνικό στερέωμα.

Β.Π.: «Όλα τα περί την Τέχνη είναι ένα κόσκινο με αρκετά μεγάλες τρυπούλες απ’ όπου περνάνε και τα μάταια, τα τόσο αναγκαία», έχει πει η αγαπημένη ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά. Συμφωνείτε;

Ν.Π.: Το να μπορέσεις να κατανοήσεις τον ποιητικό λόγο της Κικής Δημουλά είναι ένα ζητούμενο. Η τέχνη είναι ένα πελώριο κόσκινο που καλείται να καταπιαστεί με τα πάντα, μέσα σ’ αυτά φυσικά και τα μάταια, αλλά και τα αναγκαία. Γίνεται λοιπόν, ένα εργαλείο που μαςπροσφέρει απλόχερα τη δυνατότητα να τα βάλουμε όλα στη ζυγαριά, να τα εντάξουμε σ’ ένα κοινό πλαίσιο και να τα θέσουμε επί τάπητος.

Β.Π.: Τι λέτε για την άποψη ότι η Τέχνη δεν είναι παρά ένα αντίδοτο του ανθρώπου για το θάνατο;

Ν.Π.: Ο Πάμπλο Πικάσο υποστήριζε πως η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε την αλήθεια, ενώ ο μεγάλος και αγαπημένος Ρώσος ποιητής, ο Μαγιακόφσκυ υποστήριζε πως η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης όπου καθρεφτίζεται ο κόσμος, αλλά ένα σφυρί με το οποίο του δίνουμε σχήμα. Είναι λοιπόν τεράστια η συμβολή της στην ανθρωπότητα, παρότι στις μέρες μας ειδικά έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ανέκαθεν η τέχνη και η λογοτεχνία, τουλάχιστον εμένα προσωπικά, με βοηθούσαν να ξεπεράσω δυσκολίες, να ταξιδέψω, να εμπνευστώ, να αντικρίσω τον ίδιο τον κόσμο με άλλο μάτι, αλλάζοντας την κοσμοθεωρία μου. Μέσω της συγγραφής βιώνω κάτι ακόμα πιοουσιαστικό, καθώς δεν είναι μόνο το γράψιμο αλλά όλη η διαδικασία της προετοιμασίας ενός βιβλίου που με σαγηνεύει και μετατρέπει την καθημερινότητά μου σε κάτι πιο βαθύ. Η σκέψη και μόνο πως όσα αφήνεις πίσω σου ως γνήσια παρακαταθήκη σου θα συνεχίζουν αέναα ένα ταξίδι στον χρόνο όταν εσύ θα έχεις αφήσει τον μάταιο ετούτο κόσμο δίνει απάντηση στο ερώτημά σας.

Β.Π.: Ο Κάρολος Τζίζεκ έχει πει πως η φτώχεια έχει μια ιδιαίτερη δύναμη που δεν την έχουν πάντα τα χρήματα. Γεννάει την επιμονή και το πείσμα και μας μαθαίνει τι μπορούμε να θυσιάσουμε (από τα λίγα που έχουμε) για να επιτύχουμε το σκοπό μας. Εσείς ποια σημεία αναφοράς είχατε για την επίτευξη των στόχων σας;

Ν.Π.: Επιμονή, υπομονή, ασίγαστη θέληση, πάθος και αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Οι δυσκολίες, οι απορρίψεις, οι κακοτοπιές, οι κριτικές, τα αδιέξοδα, οι μάχες με τις λέξεις και τις άδειες σελίδες, είναι αυτά που σε καθοδηγούν και σε κάνουν όλο και πιο δυνατό ώστε να αντιπαρέλθεις κάθε εμπόδιο και να κάνεις πραγματικότητα όλα αυτά που ονειρεύεσαι.Μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής γνωρίζεις συγκλονιστικές στιγμές, πρωτόγνωρα συναισθήματα που δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις. Μα για να γίνουν όλα ετούτα πράξη, πρέπει να περάσεις πρώτα από τη στενωπό της μάχης με τον ίδιο σου τον εαυτό, με την αποδοχή της κρίσης και της κριτικής, με τις αντιξοότητες, με το περιβάλλον, με τις πιθανότητες και τότε ο καρπός της επιτυχίας γίνεται πιο γλυκός, αφού γνωρίζεις πόσο δύσκολη και επίπονη ήταν η προσπάθειά σου για την κατάκτησή του.

Β.Π.: Στις μέρες μας, πολλοί προσπαθούν να διεκδικήσουν ένα μέρος της φήμης. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.  Πιστεύετε ότι η φήμη και η αναγνώριση είναι η κύρια τροφή, πέραν των άλλων, για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες γενικότερα;

Ν.Π.: Η φήμη αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου μας. Η νέα γενιά δυστυχώς έχει αναλωθεί σε ένα ανούσιο τρυπάκι διεκδίκησης αναγνωρισιμότητας μετρώντας ακολούθους στα μέσα δικτύωσης, κοινωνικής αποδοχής, κατακτώντας likes και σχόλια. Όλο ετούτο το επικίνδυνο παιχνίδι επηρεάζει πρωτίστως τη νέα γενιά, τα μικρά παιδιά, τους εφήβους και δημιουργεί μια απατηλή εντύπωση για τον κόσμο μας που μοιάζει να επιζητεί την επίπλαστη και εφήμερη δημοσιότητα μέσω των ψηφιακών φίλτρων που μας παρέχει η τεχνολογία. Αυτός ο νέος σαγηνευτικός κόσμος, δυστυχώς μοιάζει να επικρατεί θέτοντας στο περιθώριο την ίδια την πραγματικότητα και το αυθεντικό που μοιάζουμε να μην μπορούμε να αποδεχθούμε. Η εποχήμας βρίθει από ψεύτικα είδωλα. Όσον αφορά εμένα προσωπικά, ποτέ η φήμη δεν αποτελούσε τροφή για το δημιουργικό μου μοναχικό δρόμο στη συγγραφή.  

Β.Π.: Καταλήγοντας, θα ήθελα να μας πείτε, τι ονειρεύεστε για το μέλλον σας;

Ν.Π.: Να συνεχίσω να δημιουργώ, να συνεχίσω να γράφω με την ίδια πίστη και θέληση, να παλεύω με τους χαρακτήρες των βιβλίων μου, να συνεχίσω να βρίσκω αστείρευτη δύναμη μέσα από εκείνους και να μεταφέρω τους αναγνώστες μου στη μαγεία της λογοτεχνίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ