Γράφει ο δημοσιογράφος Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Στο Βερολίνο έγινε ένα σημαντικό βήμα για την αποτροπή της εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη αλλά και για την παράταση της ζωής του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, καθώς ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται, ότι κατέληξαν σε μία βασική πολιτική συμφωνία, που θα διέπει στο εξής τις σχέσεις της χώρας μας με τους Γερμανούς και τους άλλους εταίρους μας.
Αυτό, όμως, πρέπει να φανεί και στην πράξη, δηλαδή στο προσεχές κρίσιμο Eurogroup, στο οποίο οι Υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης πρέπει να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή πολιτική φόρμουλα, ούτως ώστε να υλοποιηθούν οι κρίσιμες εκταμιεύσεις χρηματοδότησης.
Βέβαια, όπως υπογραμμίζουν πολιτικοί παρατηρητές, από τις 15 Απριλίου οι κανόνες του «παιχνιδιού» της ελληνικής κρίσης αλλάζουν και η διαπραγμάτευση μετατοπίζεται από το επίπεδο των Υπουργών Οικονομικών στο επίπεδο των ηγετών, κάτι, που προοιωνίζει την θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης στο Eurogroup, παρά την σκληρή και άτεγκτη στάση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.

Χωρίς αποδεκτό συμβιβασμό η ελληνική Κυβέρνηση δεν θα πληρώσει την δόση των 446 εκατομμυρίων ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού τα διαθέσιμα του Δημοσίου δεν θα επαρκούν

Με την επιστολή του στην Ανγκελα Μέρκελ, τον Φρανσουά Ολάντ και τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, την περασμένη Δευτέρα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός ΑλέξηςΤσίπρα ξεκαθάρισε, τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος και η Κυβέρνησή του την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, αφήνοντας και αρκετά περιθώρια υποχωρήσεων για τον τελικό συμβιβασμό. Ταυτόχρονα, όμως, προειδοποίησε, ότι, αν δεν βρεθεί ένας συμβιβασμός πολιτικά αποδεκτός από την Κυβέρνησή του, δεν θα διστάσει στις 9 Απριλίου να μην πληρώσει την δόση των 446 εκατομμυρίων ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού τα διαθέσιμα του Δημοσίου δεν θα επαρκούν για την εξυπηρέτηση όλων των εσωτερικών και εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας.OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Αμέσως μόλις έλαβε την επιστολή, η κ. Μέρκελ έσπευσε να προσκαλέσει τον κ. Τσίπρα στο Βερολίνο για μια «συζήτηση σε βάθος», όπως φέρεται να του ανέφερε σε τηλεφωνική επικοινωνία. Και από τις συνομιλίες, αλλά και το δείπνο των δύο ηγετών στην Καγκελαρία, που εξελίχθηκε σε μια πρωτοφανή, για τα δεδομένα των έως τώρα ελληνογερμανικών διαπραγματεύσεων κορυφής, συζήτηση τεσσάρων ωρών, φάνηκε, ότι αυτό που είπε, το εννοούσε.

Η Καγκελάριος Μέρκελ δεν θέλει να διακινδυνεύσει ενδεχόμενο «ακρωτηριασμό» της ευρωζώνης, από μια έξοδο της Ελλάδας, λόγω «ατυχήματος»

Προφανές είναι, ότι η απειλή χρεωστασίου στους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας συγκεντρώνει την προσοχή της ηγεσίας της Ευρώπης στην αποτροπή ενός γεγονότος, με εν δυνάμει ανεξέλεγκτες συνέπειες, που υπερβαίνουν τα μοντέλα προβλέψεων του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο ενδεχόμενος «ακρωτηριασμός» της ευρωζώνης, από μια έξοδο της Ελλάδας λόγω «ατυχήματος», δηλαδή επειδή η αθέτηση πληρωμής στο ΔΝΤ θα προκαλούσε ανεξέλεγκτες καταστάσεις πανικού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δεν είναι κάτι, που, σε αυτή την φάση τουλάχιστον, θα ήθελε να δοκιμάσει η Γερμανίδα Καγκελάριος, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις του στενού συνεργάτη της, Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας και των συμπατριωτών της, που πιέζουν για μια έξοδο της χώρας μας από την ευρωζώνη.
Και αυτό το πράττει η κ. Μέρκελ για δύο βασικούς λόγους.

Οι δύο βασικοί λόγοι της αλλαγής στάσης της Άνγκελας Μέρκελ απέναντι στην ελληνική Κυβέρνηση

Ο πρώτος λόγος είναι οι ισχυρές πιέσεις, που δέχεται από τους Αμερικανούς, οι οποίοι φοβούνται τις καταλυτικές γεωπολιτικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης τέτοιας αναταραχής, την ώρα που η Ρωσία του Πούτιν αλλάζει με τα όπλα τα σύνορα της Ευρώπης στην Ουκρανία, ενώ η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική «βράζουν» από τις πράξεις πολεμικής βίας και τρομοκρατίας και από τον αναγεννημένο εξτρεμισμό του Ισλαμικού Κράτους.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο κίνδυνος, που κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει η ίδια η κ. Μέρκελ, δηλαδή, ότι η αποτυχία της ευρωζώνης θα οδηγούσε και στην αποτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αυτό σημαίνει, ότι αν η ευρωζώνη αρχίσει να αποβάλλει κράτη-μέλη, όπως είναι τώρα η χώρα μας, με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ελλειμματικά ισοζύγια πληρωμών, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, κανένας δεν θα μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει, πού θα σταματήσει η πορεία της συρρίκνωσης, όταν ακόμη και μεγάλες οικονομίες στην ΕΕ (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι η εξέλιξη αυτή θα μπλοκάριζε και την ευρύτερη πορεία ενοποίησης της Ευρώπης.
Είναι λογικό, ότι η Γερμανίδα Καγκελάριος δεν θέλει να αναλάβει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές διεθνείς συνθήκες αβεβαιότητας.

Γιατί η Καγκελάριος δείχνει στους Έλληνες, ότι τώρα διαπνέεται πλέον από “αισθήματα φιλίας, κατανόησης και αλληλεγγύης” απέναντί τους

Άλλωστε, η κ. Μέρκελ γνωρίζει, ότι σε λίγες ημέρες ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα βρίσκεται στην Μόσχα για συνομιλίες με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει υποσχεθει πολλά στον Αλέξη Τσίπρα. Η κ. Μέρκελ επεδίωξε, προχωρώντας σε έναν διπλωματικό ελιγμό, την εσπευσμένη συνάντησή της μαζί του, ουσιαστικά για να τον “πείσει”, να μην ενδώσει στις προτάσεις του Ρώσου Προέδρου. Για να “χαλάσει”, όμως, τα σχέδια της ελληνορωσικής προσέγγισης και να δημιουργήσει διλήμματα στην ελληνική πλευρά, αναφορικά με την σύναψη συμφωνιών με τους Ρώσους, η Καγκελάριος έπρεπε να δείξει στους Έλληνες, ότι τώρα άλλαξε στάση και ότι διαπνέεται πλέον από “αισθήματα φιλίας, κατανόησης και αλληλεγγύης” απέναντί τους, που μπορεί να τα επιβάλει και στους άλλους εταίρους. χωρίς, όμως, να έχει πείσει ακόμη τους Έλληνες για την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Άλλωστε, γι’ αυτό μειώθηκαν σημαντικά ή και σταμάτησαν τις τελευταίες ημέρες τα ανθελληνικά γερμανικά δημοσιεύματα και οι προκλήσεις των συνεργατών της σε βάρος της χώρας μας. Αυτό, λοιπόν, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η ίδια της έχει καθορίσει και την περαιτερω στάση του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, που τις τελευταίες ημέρες αποφεύγει επιμελώς να κάνει την οποιαδήποτε δημόσια αρνητική αναφορά στην Ελλάδα. Η Γερμανίδα Καγκελάριος έχει επιλέξει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, αποσυνδέοντας το ζήτημα αυτό από το προσεχές Eurogroup, όπου ο κ. Σόϊμπλε αναμένεται να προσέλθει με σαφώς διαλλακτικότερη διάθεση από το πρόσφατο παρελθόν.

Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να προσφέρει στο Βερολίνο την αναγκαία πρόφαση συνέχισης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να συνεχισθεί η χρηματοδότηση

Όμως, τώρα, το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα δεν αφορά, πλέον, την κ. Άνγκελα Μέρκελ, που δείχνει, τουλάχιστον, ότι δεν απαιτεί από τους Έλληνες το «απόλυτο», όπως έκανε μέχρι τώρα ο κ. Σόϊμπλε, αλλά τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Μπορεί η Γερμανίδα Καγκελάριος να μην έχει πείσει ακόμη τους Έλληνες για την σκοπιμότητα της αλλαγής της στάσης της και την ειλικρίνεια των προθέσεών της, αλλά τώρα ο Αλέξης Τσίπρας είναι αυτός, που καλείται να προσφέρει στο Βερολίνο την αναγκαία πρόφαση συνέχισης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να συνεχισθεί η χρηματοδότηση.
Έτσι, το ερώτημα, που προκύπτει, είναι αν ο κ. Τσίπρας έχει, σε εσωτερικό επίπεδο, τα πολιτικά περιθώρια για να προσφέρει έστω το «σχετικό» στην κ. Μέρκελ, δηλαδή ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που θα δίνει τα αναγκαία πολιτικά επιχειρήματα στην Γερμανίδα Καγκελάριο, για να υπερβεί την σκληρή γραμμή του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και των εσωκομματικών αντιπάλων και επικριτών της.
Προς το παρόν, η ελληνικη Κυβέρνηση δεν έχει πείσει, ότι μπορεί να επιτύχει έναν τέτοιο συμβιβασμό. Όχι μόνον γιατί η λίστα μεταρρυθμίσεων, που θα παρουσιάσει στο Eurogroup, θα συνάδει περισσότερο με την λίστα Χαρδούβελη, παρά με την λίστα Βαρουφάκη, αλλά και επειδή υπάρχουν βασικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η επαναφορά απολυμένων στο Δημόσιο και η κατάργηση του νόμου, που επιβάλλει μεγάλες μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις. Η ελληνική Κυβέρνηση θα εκτεθεί σοβαρά στο εσωτερικό της χώρας, εαν ματαιώσει τις πρωτοβουλίες αυτές, όπως αξιώνουν οι τρεις “θεσμοί”.

Μέχρι την διάθεση κονδυλίων στην Ελλάδα από το Eurogroup, μεσολαβεί αρκετός δρόμος, που είναι “στρωμένος με αγκάθια” για την ελληνική Κυβέρνηση

Αλλά ένα ακόμη ζήτημα για τον Έλληνα Πρωθυπουργό είναι, και το πως θα χειριστεί την προσεχή του συνάντηση με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, δεδομένου ότι κάποιες δρομολογημένες και αναμενόμενες συμφωνίες σε αυτήν ενδέχεται να αυξήσουν την καχυποψία και τον αρνητισμό των Ευρωπαίων εταίρων μας σε βάρος μας.
Θα πρέπει, λοιπόν, να μην μας διακατέχει υπεραισιοδοξία και πρόωρος εφησυχασμός, γιατί μέχρι την τελική συμφωνία και την έκδοση της απόφασης του Eurogroup για την αποδέσμευση και την εκταμίευση κονδυλίων από την ΕΚΤ, μεσολαβεί αρκετός δρόμος, που είναι “στρωμένος με αγκάθια” για την ελληνική Κυβέρνηση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ