Αντώνη Α. Αντωνίου – Διδάκτορος οικονομικής ιστορίας πανεπιστημίου Paris 1 – Sorbonne.

Η Θεσσαλία κατακτήθηκε από το σουλτάνο Βαγιαζίτ Α΄, το 1393. Ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ το 1423 ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη. Η κατάκτηση τη φορά αυτή συνοδεύτηκε από οργανωμένη εγκατάσταση πολυάριθμων μουσουλμάνων από την Μικρά Ασία. Η περιοχή της Θεσσαλίας οργανώθηκε σε σαντζάκιο, το οποίο είχε ως πρωτεύουσα τα Τρίκαλα και γι’ αυτό ονομάσθηκε σαντζάκιο των Τρικάλων. Τα σαντζάκια ήταν διοικητικές και στρατιωτικές μονάδες του οθωμανικού κράτους. Μεγαλύτερες περιφέρειες ήταν τα μπεηλερμπεηλίκια. Τη διοίκηση του σαντζακίου ασκούσε ο σαντζάκμπεης και του μπεηλερμπεηλικίου ο μπεηλέρμπεης ή μπεγλέρμπεης. Στην περιοχή του ο μπεηλέρμπεης ήταν απόλυτος εκπρόσωπος του Σουλτάνου σε θέματα ειρήνης και πολέμου, δικαιοσύνης και διοικήσεως.Το σαντζάκι των Τρικάλων διαιρέθηκε στους καζάδες Λάρισας και Φαναρίου όπου ανήκαν και τα Άγραφα, Ελασσόνας, Φαρσάλων, Βελεστίνου Δομένικου, Πλαταμώνα, Αλμυρού και Τρικάλων. Αυτή η διοικητική διαίρεση δεν υπήρξε σταθερή αλλά διαφοροποιήθηκε επανειλημμένα. Η Θεσσαλία παραχωρήθηκε ως τιμάριο από το σουλτάνο Μουράτ Β΄, στο στρατηγό του, Τουραχάν Μπέη (Gazi Turhan Bey). Τη διοίκηση ανέλαβαν αργότερα ο γιος του Ομέρ Μπέης και ο εγγονός του Χασάν Μπέης.
Ο έλεγχος της τουρκικής διοίκησης ήταν ιδιαίτερα εμφανής σε όλο τον πεδινό χώρο. Η λεηλατική πολιτική των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της μικρής ιδιοκτησίας και τη συγκέντρωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων στα χέρια λίγων. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον κάμπο, αλλά και οι καταπιέσεις των Τούρκων, έστρεψαν τον πληθυσμό προς τους ορεινούς όγκους. Η στροφή αυτή του πληθυσμού προς τα ορεινά πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία οι Κονιάροι, όπως ονομάζονταν οι μουσουλμάνοι έποικοι που μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία. Αργότερα η λεηλατική πολιτική του Αλή πασά και η τάση του να μεγαλώνει την περιουσία του μετατρέποντας χωριά σε τσιφλίκια έστρεψαν πολλούς κατοίκους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας προς τα Άγραφα. Από τα Άγραφα μαρτυρούνται μετακινήσεις πληθυσμών προς την Μακεδονία και την βόρεια Βαλκανική κατά τον 16ο αιώνα και προς την Μικρά Ασία κατά τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για μετακινήσεις συνδεδεμένες με τις συγκρούσεις με την Οθωμανική εξουσία.
Η δυσχέρεια ελέγχου των ορεινών περιοχών ήταν χρόνιο πρόβλημα. Δεν μπόρεσε να το λύσει ούτε η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλας τον 12ο αιώνα περιέγραψε μια ιδιαίτερα έκνομη κατάσταση στην ορεινή ζώνη της Θεσσαλίας. Αυτή την κατάσταση ήταν αναγκασμένοι να διαχειριστούν και οι Οθωμανοί. Ευέλικτοι και αποτελεσματικοί αναγκάστηκαν να βρουν συμβιβαστική λύση. Πάντως ο Μουράτ και οι διάδοχοί του δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες εξεύρεσης τρόπου, με τον οποίο θα επέβαλαν έλεγχο και στις ορεινές περιοχές. Οι κοινότητες επί τουρκοκρατίας έχουν τις ρίζες τους στo εθιμικό δίκαιο τις ζωτικές ανάγκες του Ελληνικού λαού. Στόχος τους ήταν να αντιμετωπίσουν την λεηλατική αντίληψη του κατακτητή. Στις αρχές του 17ου αιώνα χωριά των Αγράφων πέτυχαν την αλλαγή των αρμόδιων για την φορολογία τους Οθωμανών με συντοπίτη τους. Η αναγνώριση κοινοτικής αυτονομίας στους Έλληνες χριστιανούς βοήθησε την Οθωμανική αυτοκρατορία να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα το διοικητικό της σύστημα και να κάνει ευκολότερα αποδεκτή την εξουσία της χωρίς να αλλοτριώσει τα δημοσιονομικά και άλλα δικαιώματα που απορρέουν από την κατάκτηση.
Το 1525 ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης αναγκάστηκε να υπογράψει στο Ταμάσι την σημερινή Ανάβρα την γνωστή συνθήκη του Ταμασίου. Δυστυχώς το πρωτότυπο έγγραφο δεν σώζεται και τα στοιχεία για την συνθήκη αμφισβητούνται. Η Οθωμανική αυτοκρατορία το 1525 επί Σουλεϊμάν Α΄ του μεγαλοπρεπή υπήρξε ένα από τα πιο ισχυρά κράτη του κόσμου. Επεκτάθηκε στην Ουγγαρία και στην βόρειο Αφρική και μετέτρεψε την Τρανσυλβανία σε φόρου υποτελές πριγγιπάτο, όπως την Βλαχία και την Μολδαβία. Τα ασιατικά σύνορα της αυτοκρατορίας έφθασαν ως την Περσία και την Αραβία. Οι περισσότερες από τις βενετικές και άλλες λατινικές κτήσεις στην Ελλάδα πέρασαν στη δικαιοδοσία του σουλτάνου. Είναι δυνατόν μια τόσο ισχυρή και μεγάλη αυτοκρατορία να αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους Αγραφιώτες; Η ίδια η μετάφραση του εγγράφου εγείρει ερωτήματα. Υπογράφουν από την μια μεριά ο μπεγλέρμπεης ή μπεηλέρμπεης προφανώς της Ρούμελης χωρίς να μας δίνεται το ονοματεπώνυμο και από την άλλη τρεις προύχοντες με τα επώνυμα τους να θυμίζουν τουρκική προέλευση ή να είναι παρεφθαρμένα: Πρόκειται για τα επώνυμα Γαμίχης, Δεβλέτης και Αλιγίε. Ας μην βιαζόμαστε όμως και ας δούμε τους όρους της συνθήκης:
1. Άπαντα τα χωρία των Αγράφων αποτελούσιν αυτονομίαν η οποία διοικείται υπό συμβουλίου έχοντος έδραν το Νεοχώρι της Νευροπόλεως.
Ουδεμία τουρκική οικογένεια θα κατοικεί μονίμως εις τα χωρία των Αγράφων εκτός του Φαναρίου.
Οι κάτοικοι των πεδινών και ορεινών περιοχών θα επικοινωνούν ελευθέρως.
Τα Άγραφα υποχρεούνται να πληρώνουν εις την Υψηλην Πύλην 50.000 γρόσια και το ποσόν αυτό θα αποστέλλεται υπό του ειρημένου συμβουλίου απ`ευθείας εις την έδραν της Ευδαίμονος (Κωνσταντινούπολιν).
Πρόκειται για μια συνθήκη που επιτρέπει στην τοπική κοινωνία των ορεσίβιων Αγραφιωτών να συνεχίζει απρόσκοπτα και ακώλητα να διαχειρίζεται τα θέματά της αρκεί να εκπληρώνει τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία ταιριάζει και με το επικρατούν τότε ισλαμικό δίκαιο. Σύμφωνα με την ισλαμική αντίληψη, οι Οθωμανοί καταχτητές παραχώρησαν στους «λαούς των ιερών βιβλίων», δηλαδή τους χριστιανούς και τους εβραίους, το δικαίωμα περιορισμένης και ελεγχόμενης αυτοδιοίκησης σε τοπικό επίπεδο. Παρόμοιες συμφωνίες έχουν εφαρμοστεί κατά κόρον στην Οθωμανική αυτοκρατορία η οποία σε πολλές περιπτώσεις αρκούνταν στην λεηλατική – φορολογική της λειτουργία.
Η οθωμανική κατάχτηση της Ελλάδας, ως γνωστό, δεν συντελέστηκε ταυτόχρονα αλλά σταδιακά σε μια μακρά περίοδο. Διαφορετικοί ήταν και οι τρόποι κατάκτησης. Όσοι αναγνώρισαν την Οθωμανική εξουσία είχαν ευνοϊκότερη ή προνομιακή μεταχείριση ενώ οι περιοχές που κατακτήθηκαν με τα όπλα γνώρισαν το πιο βαρύ σύστημα κατάκτησης, χωρίς την παροχή προνομίων. Η Τουρκοκρατία στην Ελλάδα, αποτελούσε ένα σύστημα με πολλές και διαφορετικές όψεις, καθώς οι μορφές της υποταγής παρουσίαζαν διαφορές.
Η μορφή του κοινοτικού συστήματος και ο βαθμός αυτονομίας μιας κοινότητας ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων: Του χρόνου κατάχτησης, του τρόπου κατάχτησης, της γεωγραφικής θέσης,· του πληθυσμιακού μεγέθους,· της ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας ενός τόπου και του επικρατούντος καθεστώτος έγγειας ιδιοκτησίας. Οι ορεινές κοινότητες των Αγράφων δεν υποτάχθηκαν με την δύναμη των όπλων αλλά με την συνθήκη του Ταμασίου έγιναν φόρου υποτελείς και δεν γνώρισαν τόσο μεγάλη καταπίεση όση υπέστησαν άλλες περιοχές. Στο Φανάρι στην περιοχή του οποίου υπήρχαν τσιφλίκια διαφοροποιήθηκαν οι όροι οίκησης και συμφωνήθηκε να κατοικούν Οθωμανοί. Άρα η ύπαρξη της συνθήκης του Ταμασίου συνάγεται και έμμεσα από το είδος της κυριαρχίας που ασκήθηκε στα Άγραφα.
Οι κοινότητες μέσα από ένα καθεστώς de facto αυτοδιαχείρισης μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να αναπτύξουν σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες στον βιοτεχνικό τομέα. Κατά την καθηγήτρια του πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Ευθυμίου “Η πλουσιότερη και περιπλοκότερη τοπική πολιτική ζωή της ελληνικής χερσονήσου παρουσιάζεται στην αστική ζώνη της κεντρικής Βαλκανικής, στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο έως περίπου την γραμμή Άρτας – Φαρσάλων – Βόλου. Οι τοπικές κοινότητες χρειάστηκε να οργανωθούν, κυρίως, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις οι οποίες εισπράττονταν από το οθωμανικό κράτος ομαδικά. Η εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής ευθύνης επέτρεψε τη συνέχιση της λειτουργίας των συλλογικών τοπικών μορφωμάτων Έπρεπε επί πλέον οι τοπικές κοινότητες να επιλύσουν τα τοπικά προβλήματα και να επιτελέσουν τα απαραίτητα δημόσια έργα και έργα κοινωνικής πρόνοιας. Σύμφωνα με την επικρατούσα οπτική τα δημόσια έργα και τα έργα κοινωνικής πρόνοιας ήταν υποχρέωση τοπική, ατομική και ομαδική, στην οποία το κράτος έπρεπε να έχει δευτερεύοντα και βοηθητικό ρόλο.
Οι κοινότητες κατά την Τουρκοκρατία δεν είχαν εναιίο τρόπο λειτουργίας και συγκρότησης αλλά είχαν αναπτυχθεί κατά τόπους ιδιαιτερότητες. Όπως έλεγε ο αείμνηστος, διαπρεπής ιστορικός Δ. Ζακυθηνός «Αι Ελληνικοί κοινότητες της Τουρκοκρατίας δεν απέρρευσαν εκ των αρχαίων προτύπων υπήρξαν γέννημα της ανάγκης και αποτέλεσμα της ραστώνης και της διοικητικής ανεπάρκειας του κατακτητού». Δεν υπήρχε ένα ομοιόμορφο σύστημα αυτοδιοίκησης αλλά πολλά και διαφορετικά κοινοτικά μορφώματα. Απόροια της αδυναμίας άσκησης διοίκησης στο αχανές κράτος υπήρξε η ανάδειξη των κοινοτήτων με βάση τις τοπικές ανάγκες. Στις συναλλαγές τους οι Οθωμανικές αρχές απευθύνονται όχι προς το «κοινό» αλλά ονομαστικά προς τα πρόσωπα, τους κοινοτικούς άρχοντες που το εκπροσωπούν. Λόγω του ολιγάριθμου των κατοίκων, του ενιαίου θρησκεύματος και του μονοδιάστατου της επαγγελματικής δράσης των μελών τους, οι μικρές χωρικές κοινότητες των αγροτικών περιοχών παρουσιάζουν την απλούστερη μορφή. Η κοινότητα και η τοπική εκκλησία, με την ενδεχόμενη αξιοποίηση και του τοπικού αρματολού στα ορεινά, επέλυε το σύνολο των προβλημάτων των μελών της, είτε αυτά ήσαν φορολογικά, είτε επαγγελματικά, είτε αφορούσαν θέματα αστικού δικαίου.
Η ορεινή ζώνη πάνω από την Φθιώτιδα βρίσκεται κοντά στους μεγάλους χερσαίους, ποτάμιους και θαλάσσιους δρόμους σύνδεσης της Βαλκανικής με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, την Μαύρη Θάλασσα και την Ρωσία. Από αυτές τις περιοχές προήλθε ο κύριος όγκος των Ελλήνων και Ορθόδοξων εμπόρων οι οποίοι από τον 17ο και περισσότερο από τα μέσα του 18ου αιώνα κινήθηκαν προς την βόρεια Βαλκανική και την κεντρική Ευρώπη. Μερικούς από αυτούς τους εντοπίζουμε ως κτήτορες εκκλησιών στην γενέθλια γη των Αγράφων.
Στην ορεινή ζώνη μακριά από τα βλέμματα των Οθωμανών ανααπτύχθηκαν ζηλευτά σχολεία στα οποία δίδαξαν φωτισμένοι δάσκαλοι. Εξέχον παράδειγμα αποτελεί το Ελληνομουσείο των Αγράφων η Σχολή των Βραγγιανών με τον Ευγένιο Γιαννούλη, τον Αναστάσιο Γόρδιο και τον Νικόδημο Μαζαράκη να συμβάλλουν στην αφύπνιση του γένους. Σημαντικές ήταν και η σχολή του Τροβάτου, η σχολή του Φουρνά, η σχολή του Προυσού, η σχολή του Κερασόβου και η σχολή της Ρεντίνας. Στη σχολή του Φουρνά δίδαξε ο ιερομόναχος Διονύσιος, ανέδειξε αξιόλογους αγιογράφους και συνέγραψε το βασικότερο βιβλίο με τους κανόνες αγιογράφησης των ναών το οποίο ακολουθούν οι αγιογράφοι ακόμη και σήμερα. Αποτέλεσμα αυτής της πνευματικής αναγέννησης υπήρξε η ανάδειξη πνευματικών ανδρών μεγάλου βεληνεκούς με σημαντικό πνευματικό και συγγραφικό έργο.
Οι Αγραφιώτες πρωταγωνίστησαν στα επαναστατικά κινήματα της τουρκοκρατίας. Συμμετείχαν στο κίνημα του Διονυσίου του φιλοσόφου, τον οποίο οι υμνητές της δουλίας αποκάλεσαν σκυλόσοφο, Τότε θύμα της θηριωδίας των Οθωμανών υπήρξε ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου άγιος Σεραφείμ. Συμμετείχαν και στα Ορλωφικά με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να αναγκαστούν να μετοικήσουν στην περιοχή της Βιθυνίας στην Μικρά Ασία όπου δημιούργησαν οικισμούς. Ο κλεφταρματολισμός γνώρισε στην περιοχή την μεγαλύτερη ακμή του.
Φαίνεται ότι η συνθήκη του Ταμασίου υπήρξε ένας αναγκαίος συμβιβασμός ανάμεσα στους ανυπόταχτους ορεινούς και την πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία. Βαθμιαία, στην ορεινή ζώνη των Αγράφων, σφυρηλατήθηκε μια ισχυρή τοπική ταυτότητα δομημένη γύρω από το ανυπόταχτο και το υπερήφανο η οποία χαρακτηρίζει διαχρονικά τους κατοίκους της περιοχής.

* Το κείμενο προέρχεται από την ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ανάβρα στις 10-5-2017 ημέρα της επετείου της συνθήκης του Ταμασίου και της κήρυξης της επανάστασης του 1821 στα Άγραφα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ