Διήγημα του Βαναργιώτη Αλέξανδρου, φιλόλογου, συγγραφέα του βιβλίου «Διηγήματα για το τέλος της μέρας».

Δυο πράγματα κρατάω από τη γιαγιά μου, τα χέρια και τα μάτια της. Όλη η υπόλοιπη ήταν ένας μαύρος όγκος. Αμετανόητη γκαραγκούνα ως το τέλος, δεν αντικατέστησε το σεγκούνι με κανενός είδους άλλη φορεσιά. Ούτε σε προχωρημένη ηλικία, που πολλές ηλικιωμένες προτιμούν ρόμπες πιο ελαφριές, το αποχωρίστηκε ποτέ. Επειδή και το κεφάλι της κάλυπτε μονίμως ένα μαύρο τσεμπέρι, θα μπορούσες να την παρομοιάσεις με κατά κόσμον μοναχή. Άλλωστε τα βάσανα και η σκληρή ζωή της ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής. Μονάχα ο συχνός εκκλησιασμός της έλειπε. Πού να προφτάσει η φτωχή. Δεν σταματούσε από το πρωί ως το βράδυ. Χρωματικά, λοιπόν, αν αφαιρέσουμε την άσπρη τραχηλιά, πενθούσε. Και η ζωή της όμως δεν ήταν φορτωμένη λιγότερο πένθος. Αυτό εξέπεμπαν και τα μάτια της. Όσο θυμάμαι είχε ένα βλέμμα πονεμένο, γεμάτο έγνοια για όλους και για όλα, αλλά βαθιά πονεμένο. Αθώα και άκακη σαν τα αρνιά που τάιζε αγόγγυστα με μπιμπερό, γεννημένη όμως λες εξίσου μ’ αυτά για τη θυσία. Μικρός την παρομοίαζα με χελιδομάνα. Με το μαύρο σεγκούνι και την άσπρη τραχηλιά, την έβλεπα να τρέχει από τα χαράματα να τακτοποιήσει ζωντανά κι ανθρώπους. Απ’ την κουζίνα, την πυρωστιά και τις μπατζίνες, στα κοτόπουλα, στ’ αρνιά και στα γελάδια. Τα καλοκαίρια πέρα απ’ όλα τα άλλα στέγνωνε τραχανά και ξεσπύριζε καθιστή σε κύκλο με άλλες γυναίκες καλαμπόκι, ενώ τα βράδια του χειμώνα δίπλα στο τζάκι έγνεθε το μαλλί των προβάτων.

Αυτά τα επιδέξια χέρια δεν τα πρόσεξα μικρός, ας με έπλυναν τόσες φορές στη σκάφη. Έπρεπε να μεγαλώσω κι εκείνη να γίνει πιο δυσκίνητη και πιο αργή στις κινήσεις για να τραβήξουν την προσοχή μου. Η δυνατότητα να φεύγω από τη γενική αίσθηση και να επικεντρώνω στο ειδικό και το συγκεκριμένο ήρθε αργά, με την ωρίμανσή μου. Η γιαγιά τότε τα είχε τα χρονάκια της. Την παρακολουθούσα πια με προσοχή όταν καθόταν στο τραπέζι και τα σταύρωνε πάνω στην ποδιά της. Δυο λιπόσαρκα, αλλά δυνατά χέρια, σκασμένα στις άκρες των δαχτύλων, με φλέβες πράσινες διογκωμένες, ανάγλυφες, και δέρμα διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο. Δυο χέρια που δούλεψαν πολύ, που χάιδεψαν, φάσκιωσαν, αποχαιρέτισαν, σκούπισαν δακρυσμένα μάτια, ακουμπημένα ήσυχα-αυτά τα αεικίνητα- αποκαμωμένα λες, το ένα πάνω στο άλλο σε σχήμα σταυρού, στην ποδιά της.

Παρατηρούσα τον τρόπο που έχωνε τις χούφτες της στο τσουβάλι με το καλαμπόκι για να ταΐσει τις κότες- κι όλα τα πετεινά του ουρανού- και μετά πώς σκόρπιζε τους σπόρους στο χώμα, όμοια γεωργός που σπέρνει χωράφι. Κι ήταν ο ίδιος τρόπος που θρυμμάτιζε το χώμα συντετριμμένη πάνω από τους ανοιχτούς τάφους, αποχαιρετώντας τον παππού και τα παιδιά της. Και δεν έχασε λίγα. Από τα εννιά που έκανε, τα τρία της πέθαναν βρέφη και λόγω συνθηκών -κατοχή και φτώχεια- τα έθαψε χωρίς παπά, μέσα σε κουτιά παπουτσιών, που κι εκείνα ήταν δυσεύρετα, σε μιαν άκρη του κοιμητηρίου. Τα άλλα δύο τα έχασε μεγάλα, παντρεμένα με οικογένειες δικές τους. Την κοίταζα όπως έτρεχε το χώμα από τα δάχτυλά της και έμοιαζε σαν να κυλά ο χρόνος από την κλεψύδρα της ζωής της.  Πόλεμοι, πείνα, κακουχίες, θάνατοι. Όλα μια χούφτα χώμα· η ιστορία, το χθες, το σήμερα και το αύριο όλων μας. Χους εις χουν. Εκείνα τα εργασμένα χέρια που σπάγαν τους σβὠλους κι εκείνα τα μάτια που μοιρολογούσαν, δεν ήταν άλλα από τα μάτια και τα χέρια της Εκάβης και της μητέρας της παραλογής με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη. Μόνο που η γιαγιά στο τέλος έμεινε με μια κόρη, τη μάνα μου, και τρεις Κωνσταντήδες μακριά στα ξένα.

Τα πόδια της γιαγιάς τα έκρυβαν καλά τα μακριά σεγκούνια. Διέκρινες τις άκρες από τα δάχτυλά της τα καλοκαίρια που περπατούσε ξυπόλυτη και δυο πασουμάκια πατημένα στο πίσω μέρος το χειμώνα. Μόνο, όταν αρρώστησε και τη βοήθησα να μπει στο αυτοκίνητο για να την πάω στο νοσοκομείο, μου αποκαλύφθηκαν μέχρι τα γόνατα δυο πόδια γεμάτα φλεβίτιδα.

Τα μάτια και τα χέρια της λοιπόν κράτησα. Και κάθε φορά που την επισκεπτόμουν μεγάλος, πρώτα την κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια και δεχόμουν τη μετακένωση της θλίψης της -που ήταν πραγματικό έρμα στο ασταθές σκαρί μου- και αμέσως μετά έσκυβα και της φιλούσα τα χέρια.

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Συναρπαστικό, συγκινητικό, βαθειά ανθρώπινο. Θερμά συγχαρητήρια. Μας λείπουν, δυστυχώς, τέτοια κείμενα στούς δίσεκτους καιρούς που περνάμε και οι Κωνσταντίδες δεν έχουν πια γρήγορο άτι να φέρουν πίσω την Αρετή!

  2. Αλέξανδρέ μου, τι να πω, αληθινό και όμορφο. Σκέψου μόνο πως τις μέρες αυτές έγραφα κι εγώ για τη γιαγιά Φιφή, που μας έκανε ανθρώπους, εμένα και τα ξαδέρφια μου. Κι εκεί η ίδια φροντίδα, πόνος δίχως παράπονο και ευγένεια…
    Μου θυμίζει κάπως, ειδικά η περιγραφή των χεριών της στο διήγημά σου, κάτι άλλα υπέροχα χέρια αγρότισσας στην Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, ανάμεσα σε μάταιους έρωτες αστών και μαρκησίων. Νά σαι καλά να γράφεις έτσι πάντα, γνήσια και από καρδιάς!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ