Και ειδική χρήση του κάθε ξύλου από τον Δρα τεχνολογίας ξύλου Ιωάννη Κακαρά.
Πληροφορίες για την τιμή των ξύλων μας παρέχονται από τις επιγραφές. Μία από αυτές, της Ελευσίνας, η IG 112 1672, του 4ου π.Χ. αιώνα, μας πληροφορεί (στίχοι 146-147) ότι κέδρινο ξύλο, μήκους 12 ποδιών (= 3.924 m), πλάτους 6 δακτύλων (= 0,1226 m) και πάχους 3 δακτύλων (= 0,0613 m), κόστιζε 70 δραχμές, δηλαδή 2.330 αρχαίες δραχμές το κυβικό μέτρο, τιμή εξαπλάσια του ξύλου της φτελιάς.
Πρόκειται για στοιχεία μεγάλης σε όγκο έρευνας του Δρα τεχνολογίας ξύλου Ιωάννη Κακαρά, η οποία περιέχεται σε βιβλίο με τίτλο: Τεχνολογία δομικών κατασκευών από ξύλο.
Η διαφορά οφείλεται, σύμφωνα με τον ίδιο, στο ότι τα κέδρινα ξύλα προέρχονταν από μακριά (Λίβανο, Ταύρο, Β. Αφρική) και την τιμή επιβάρυναν τα μεγάλα έξοδα της μεταφοράς. Η ίδια επιγραφή (στ. 152-153), μας πληροφορεί ότι σανίδες φτελιάς μήκους 10 ποδιών (=3,27 τη),πλάτους 10 δακτύλων (=0,204 m) και πάχους 3 δακτύλων (=0,061 m) η τιμή ήταν δραχμές 14, δηλαδή 350 δρχ/m3.
Στους στίχους 152-153,153-154,156-157,169-170, αναφέρεται ότι σανίδες από φτελιά αναλόγως του πάχους, η τιμή ήταν μεταξύ 140 και 314 δρχ/m . Η ίδια επιγραφή αναφερόμενη σημειώνει ο κ. Κακαράς, σε σχιστά ξύλα μήκους 12 ποδών, πλάτους 10 δακτύλων και πάχους μισού ποδός, η αξία κάθε τεμαχίου ήταν 32 δραχμές, δηλαδή 246 δρχ/m.
Η πολύτιμη αυτή επιγραφή μας πληροφορεί, δηλώνει, για την τιμή των “δοκών”, των” δοκίδων”, και των “ιμάντων” της στέγης ότι η τιμή ήταν 17 δραχμές (στ.63) για κάθε δοκό, 2 δραχμές (στ. 87) για κάθε δοκίδα και 1 δραχμή (στ.64) για κάθε ιμάντα.
Τέλος από την επιγραφή της Ελευσίνας πληροφορούμαστε ότι οι μικρές σανίδες “μελίναι”, δηλαδή από ξύλο μελιάς, προοριζόμενες για “κανονίδας” είχαν τιμή 17 δραχμές το τεμάχιο (στ. 191), και για κάθε κορμό κυπαρισσιού χωρίς να αναφέρεται το μήκος, η τιμή ήταν 50 δραχμές.
Στον στίχο 37 της με αρ. 366 επιγραφής από τις επιγραφές της Δήλου λέγεται ότι αγοράστηκαν παρά Αριστοφάνους ξύλα οξύινα προς 3 δραχμές το καθένα. Στους στίχους 38, 39 και 40 αναφέρεται προμήθεια “σφηκίσκων”, δηλαδή των κεκλιμένων ξύλων της στέγης άλλων μεν προς 13,50 δραχμές ή 14 δραχμές το τεμάχιο και άλλων προς 10 δραχμές μόνο, όπως και η προμήθεια δρύινων ξύλων προς 7,30 δρχ και “καλαμίδων” (πλέγματα από καλάμι, στα οποία στερέωναν τη δόρωση, δηλ. τη λάσπη, στην οποία επικάθονταν τα κεραμίδια), προς 1 δρχ. το τεμάχιο.
Σημειώνεται εδώ ότι η τεχνική κατασκευής της επίπεδης και σχεδόν οριζόντιας στέγης των σπιτιών στα νησιά του Αιγαίου, από οριζόντιες δοκούς άρκευθου, ελιάς και κυπαρισσιού, πάνω στα οποία τοποθετούνταν στρώσεις από πλέγματα καλαμιών, φύκια, χώμα και τέλος στρώση από ειδική άργιλο για την επικάλυψη, σώζεται μέχρι τις μέρες μας, διαπιστώνει ο κ. Κακαράς.
Από άλλη επιγραφή της Δήλου του έτους 275/74 π.Χ. μαθαίνουμε ότι για ξύλα μήκους 7.84 m. η τιμή ήταν 70 δραχμές το καθένα, δύο δε αλλά τεμάχια μήκους 6.86 m εστοίχιζαν το ένα 43 δρχ. και το άλλο 50 δρχ.
Από την ίδια επιγραφή μαθαίνουμε ότι δοκοί μήκους 4,90 m στοίχιζαν, η καθεμία 7 δραχμές και κάθε δρύινος οβελίσκος 6 δραχμές.
Από την επιγραφή της Ελευσίνας του έτους 329/8 π.Χ. έχουμε μία σχετική, αλλά ασαφή πληροφορία. Για την προμήθεια 400 “επιβλήτων” (τάβλες) η τιμή ήταν 40 δραχμές, δηλαδή 0.10 δραχμές για κάθε τάβλα.
Σε αναλογία προς τα καλύμματα της επιγραφής της Σκευοθήκης, αυτές θα είχαν περίπου τις εξής διαστάσεις, πλάτος 0,110m και πάχος 0.018 m.
Από τρεις επιγραφές της Επιδαύρου του 4ου -3ου αιώνα π.Χ. πληροφορούμαστε ότι κάθε στρογγυλό ξύλο (αγνώστου, μήκους) κόστιζε 7 ή 6 δραχμές, δηλαδή όσο και οι οκτάπηχες (=3.92 m) δοκοί της Δήλου.
Για ξύλα άγνωστης διατομής, η τιμή τους ήταν ανάλογη με το μήκος τους. Ειδικότερα, για μήκος 24 πόδια, δηλ. 7.85m, τιμή 12 δραχμές το τεμάχιο.
Για μήκος 18 πόδια δηλ. 5.88m τιμή 7 δραχμές το τεμάχιο, για μήκος 16 πόδια δηλ. 5.23m, τιμή 6 δραχμές το τεμάχιο, ενώ για μήκος 14 πόδια δηλ. 4.58m τιμή 4 δραχμές το τεμάχιο. Η τιμή των δαπέδων, ξύλων μήκους 3.27 m ήταν μεταξύ 3,50 και 6 δραχμών, ανάλογα με την ποιότητα τους.
Τέλος, για μια άμαξα γεμάτη με τετράγωνα ξύλα μήκους 22 ποδιών, η τιμή ήταν 40 δραχμές και μήκους 23 ποδιών ήταν 48 δραχμές.
Ο άνθρωπος, στην ιστορία του, σημειώνει ο κ. Κακαράς, χρησιμοποίησε το ξύλο, που έβρισκε άφθονο στα δάση, για πολλές εφαρμογές, ανάμεσα σε αυτές για διακόσμηση, αλλά και για την κατασκευή έργων τέχνης.
Ξύλινα αντικείμενα έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση επί αιώνες ή χιλιετηρίδες, συχνά μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Το πιο παλιό ξύλο πού αναφέρεται στην βιβλιογραφία βρέθηκε κλεισμένο μέσα σε παγετώνα στις Η.Π.Α. και ή χρονολόγηση του με την μέθοδο του ισοτοπικού άνθρακα έδειξε ηλικία 31.000 ετών. Παρόλο που τα ευρήματα που σώζονται προβάλλουν τον λίθινο χαρακτήρα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, το ξύλο έπαιζε σημαντικό ρόλο σε όλες τις περιόδους.
Το ξύλο, εξηγεί ο κ. Κακαράς, παρέμεινε και σε περιόδους αυξημένης χρήσης του λίθου ένα εξίσου σημαντικό δομικό υλικό για όλους τους τύπους στέγης και σκελετού, για γέφυρες, οροφές, για κατασκευές στήριξης και σκαλωσιές καθώς και για ένα μεγάλο αριθμό πρόχειρων οικοδομημάτων, που μας είναι γνωστά μόνον από τις γραπτές πηγές, όπως κατασκευές στοών και σκηνών για γιορτές ή για εγκαταστάσεις στρατιωτικής χρήσης.
Επίσης, πρέπει να αναφερθούν η πίσσα και η άσφαλτος, αν και η χρήση τους ήταν περιορισμένη, και η μεταξύ τους διάκριση όχι πάντοτε καθαρή. Ο Ηρόδοτος γνώριζε ωστόσο τη χρήση τους από τη Βαβυλώνα.
Γνωρίζουμε επίσης, αναφέρει ο κ. Κακαράς, από επιγραφές και σύντομες αναφορές του Πλίνιου ότι χρησιμοποιούσαν την πίσσα (κατράμι), η οποία παραγόταν από ξύλο, για τη στεγανοποίηση της στέγης και την προστασία πολύ μαλακών λίθων.
Ειδική χρήση του κάθε ξύλου
Η δρυς, την οποία διέκριναν σε πολλά είδη {φηγός, αρία, πρίνος κ.α.) ήταν κατά τον Θεόφραστο “δυσεργότατη”, δηλαδή κατεργαζόταν πολύ δύσκολα και χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση, είτε ολόκληρων ναών, είτε ειδικότερα για στύλους, κατώφλια, τετράξυλα (κάσσες) και ανώφλια πορτών, οβελίσκους (ορθοστάτες), στέγες, ακόμη και για υπόγειες κατασκευές, για ξυλοδεσιές και στην ναυπηγική.
Η αρία (αριά) και ο πρίνος (πουρνάρι) είναι δύο είδη δρυός. Η αριά (το πιο βαρύ από τα ελληνικά ξύλα), κατά τον Θεόφραστο ήταν δύσκολο στην κατεργασία του και χρησιμοποιούνταν στις οικοδομές, αλλά κυρίως για στρόφιγγες (στροφείς) πορτών πολυτελείας, άξονες τροχών, σφήνες, και λαβές εργαλείων (στειλιάρια).
Η κρανεία (κρανιά), είχε ξύλο στερεότατο, χρησιμοποιούταν για “τύλους” (καβίλιες), για τα “εμπόλια” των κιόνων (δηλ. τους ξύλινους πύρους σύνδεσης των επιμέρους σφονδύλων των κιόνων), όπως για παράδειγμα του Παρθενώνα, του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, όπως επίσης και για θυρώματα. (Τις δεκαετίες 1950, I960, 1970 οι “βέργες” από κρανιά, ήταν το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο των δασκάλων για τιμωρία των άτακτων μαθητών. Σημερινή εφαρμογή παρέμεινε η κατασκευή της παραδοσιακής γκλίτσας των κτηνοτρόφων).
Η συκιά και ερινεός (αγριοσυκιά), έδιναν μεν ισχυρό ξύλο όχι για οριζόντιες δοκούς, αλλά για όρθια στηρίγματα, και κυρίως για ικριώματα οικοδομών. Η συκάμινος (σκαμνιά, μουριά), το ξύλο της οποίας κατά τον Θεόφραστο, είναι ισχυρό, αντέχει στη σήψη και κατεργάζεται εύκολα «μετά τα κυπαριττινά και τα θυώδη (…) ασαπέστατον και ισχυρό όψα και εύεργον». Η φιλύρα (φλαμούρι) έδινε πολύ μακρύ ξύλο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πόρτες και στις οροφές.
Η Θυϊα (γνωστό ως τούγια — γένος Thuya της οικογένειας των κυπαρισσοειδών) με αρωματικό ξύλο αναφέρεται από τον Όμηρο και ήταν ξύλο πολυτελείας για την κατασκευή ορόφων και πορτών.
Ο κέδρος του Λιβάνου, του Ταύρου, Β. Αφρικής και Κρήτης, ήταν πολύτιμος γιατί είχε μεγάλη διάρκεια ζωής και μεγάλες διαστάσεις. Χρησιμοποιούνταν στις οικοδομές για στήριξη βαρών ως δοκός σε πατώματα και οροφές, αλλά και για κλίμακες (σκάλες), πόρτες και εμπόλια, όπως στους κίονες της βόρειας πλευράς του Ερεχθείου. Είδος κέδρου θεωρούσαν και την Άρκευθο επειδή αναπτυσσόταν κοντά του, με ξύλο που έχει μεγάλη αντοχή στη σήψη και στο νερό. Η άρκευθος ωστόσο είναι άλλο είδος του γένους Juniperus. Η πεύκη χρησιμοποιούνταν όπως και ο κέδρος, σε δομικές και ναυπηγικές κατασκευές.
Η ελάτη, κατά τον Θεόφραστο “πυκνότατον ξύλον, ανθεκτικόν και διαρκές, αλλά προσβαλλόμενο από την τερηδόνα”‘ (ξυλοφάγο έντομο-σαράκι), χρησίμευε (όπως και σήμερα) κυρίως για δοκούς οροφής, στέγες αλλά και θύρες.
Το ξύλο του κυπαρισσιού, έχοντας εξαιρετική αντοχή στο χρόνο, στην υγρασία, τη σήψη και δίνοντας μεγάλου μήκους τεμάχια είχε εξέχουσα θέση όπως και ο κέδρος στην κατασκευή κτιρίων, τις στέγες, τις οροφές, τα εμπόλια και τις πόρτες. (Σημείωση: σήμερα δυστυχώς το ελληνικό κυπαρίσσι μένει αναξιοποίητο ως δένδρο των κοιμητηρίων και ως καυσόξυλο και στη θέση του χρησιμοποιείται εισαγόμενη ξυλεία ερυθρελάτης πολύ χαμηλότερης αξίας).
Η πτελέα (φτελιά, καραγάτσι) έδινε ξύλο με αντοχή στη σήψη και τις καιρικές μεταβολές, ίσιο και με μεγάλη διάρκεια. Χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική, για πόρτες και παράθυρα πολυτελείας, αντίζυγα πόρτων, κιγκλίδες (κάγκελα) και στροφείς πόρτων, φατνώματα οροφών, τροχαλίες, τροχούς αμαξών, λαβές εργαλείων (στειλιάρια) και γόμφους (μεγάλου μεγέθους, σφηνοειδή καρφιά και σφήνες).
Η πύξος (πυξάρι, τσιμισίρι), ξύλο άσηπτο κατά τον Θεόφραστο, χρησιμοποιήθηκε για ξυλολαβές εργαλείων, στρόφιγγες (στροφείς) και ευρέως από τους αρχαίους Έλληνες, κατά τις επιγραφές, για θυρώματα (κουφώματα), οροφές, φάλαγγες (κατρακύλια).
Η καρυά (καρυδιά), ιδίως η ευβοϊκή, ξύλο στερεό και με διάρκεια στο χρόνο, χρησιμοποιήθηκε για υπόγειες κατασκευές, οροφές και σανιδώματα επειδή παρείχε μακριές δοκούς. Οι αρχαίοι είχαν προσέξει μια ιδιαιτερότητα στο ξύλο της καρυδιάς, ότι προανήγγειλε με κρότο την ρήξη.
Η ελαία (ήμερη και άγρια ελιά) δεν προσβάλλεται από το σαράκι και χρησιμοποιήθηκε για μακριές δοκούς, κατακόρυφους πασσάλους, όχι όμως για μεγάλες οριζόντιες δοκούς. Επίσης χρησιμοποιούταν στη ξυλοδεσιά των πλίθινων τοιχών, για σφήνες, εμπόλια και ξυλολαβές (στειλιάρια).
Η μελία (μελιά, δεσποτάκι) παρέχει ξύλο ευκατέργαστο και χρησιμοποιήθηκε από τα Ομηρικά ήδη χρόνια για κατώφλια και άλλα μέρη πορτών, κανόνες, χάρακες, ξυλολαβές εργαλείων και γόμφους.
Η μίλος αναφέρεται από τον Θεόφραστο «ξυλοχρώματος μελανού» μεν στην Αρκαδία, «ξανθό όμοιον κέδρω» στην Ίδη της Κρήτης. Χρησιμοποιήθηκε σε επενδύσεις κιβωτίων και υποβάθρων ως παρακολλήματα, όπως ονομάζει ο Θεόφραστος τους σημερινούς καπλαμάδες.
Η άκανθα (ακακία) παρείχε ξύλα άσηπτα, ειδικά η «μέλανα» της κάτω Αιγύπτου και πολύ ισχυρά, κατάλληλα λόγω του μεγάλου μήκους τους (δωδεκαπήχη) για οροφές και κατά τον Ηρόδοτο’ με εφαρμογές στην ναυπηγική.
Ο φοίνιξ (φοινικιά), συνηθισμένο δένδρο της Ανατολής παρείχε μαλακά μεν, αλλά ισχυρά ξύλα κατάλληλα κυρίους για στύλους. Από την επιγραφή της Δήλου μας γίνεται γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε το ξύλο του φοίνικα για την παρασκευή μοντέλων «παραδειγμάτων».
Η άμπελος έδινε ξύλο σκληρό και διαρκές, χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για οικοδομικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα την κατασκευή κιόνων και κλιμάκων. Αργότερα η χρήση του ξύλου της αμπέλου εγκαταλείφθηκε.
Ο λωτός, ένα μικρό δένδρο της Λιβύης παρείχε ξύλο μελανό, πολύ μεγάλης διάρκειας και άσηπτο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για διακοσμητικούς σκοπούς (καπλαμάδες) και στροφείς πορτών.
Τέλος ο έβενος, έφθανε στην Ελλάδα όπως και σήμερα από τις Ινδίες και Αφρική (Αιθιοπία). Παρείχε ξύλο μελανού χρώματος, πυκνό, στερεό, διαρκές και άσηπτο. Λόγω της πολυτιμότητάς του χρησιμοποιήθηκε μόνο σε πολυτελείς κατασκευές, όπως για το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, ενός από τα 7 θαύματα του κόσμου, για κατασκευές στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και τη Δήλο.