Μιλά στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  ο καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του ΠΘ Γιώργος Πετράκος.

«Η ανάπτυξη ταυτίστηκε σχεδόν με τα δημόσια έργα (πάσης φύσεως), τα οποία συχνά είχαν υπερβολικά υψηλό κόστος για τις δυνατότητες της χώρας, ενώ η επιλογή τους δεν προέκυπτε πάντα με σαφή κριτήρια, προτεραιότητες και ιεραρχημένες κοινωνικές ανάγκες». Αυτά ανάμεσα σε άλλα τονίζει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του ΠΘ Γιώργος Πετράκος.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

Η λέξη καινοτομία, κυριαρχεί τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας ως αντίδοτο στην κρίση, αλλά και μια φυγή προς το μέλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι κάτι τέτοιο με βάση τη δική σας πανεπιστημιακή εμπειρία, μέσα από έρευνες και μελέτες που έχετε πραγματοποιήσει;

 

Καινοτομία είναι o μετασχηματισμός της γνώσης σε νέες μεθόδους ή διαδικασίες παραγωγής, νέα προϊόντα, ή νέες υπηρεσίες. Στηρίζεται στην επιστήμη, την έρευνα, την εμπειρία και την τεχνολογία αλλά και τη διορατικότητα, και επιδιώκει την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών των σύγχρονων κοινωνιών. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι χώρες και οι περιφέρειες οι οποίες επενδύουν στην καινοτομία είναι αυτές οι οποίες έχουν το υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και τις καλύτερες προοπτικές αντιμετώπισης των τεχνολογικών και διαρθρωτικών αλλαγών και των οικονομικών κρίσεων. Προϋποθέτει μια κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων ή ερευνητικών κέντρων και σημαντικούς δημόσιους πόρους οι οποίοι κατευθύνονται στην έρευνα και την ανάπτυξη της καινοτομίας.

 

Η χώρα μας έχει τον χαμηλότερο δείκτη καινοτομίας στην ΕΕ, με ευθύνη κυρίως του κράτους, το οποίο ποτέ δεν επένδυσε τους αναγκαίους πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία τα τελευταία 20 χρόνια και δεν απέκτησε μια συγκροτημένη πολιτική με συνέχεια και συνέπεια, η οποία να βασίζεται αφενός στις ‘καλές πρακτικές’ της διεθνούς εμπειρίας και αφετέρου στις ιδιαιτερότητες του δικού μας παραγωγικού συστήματος (κατακερματισμός, μικρή κλίμακα και εσωστρέφεια). 

 

Με δεδομένη την υψηλή ποιότητα του διανοητικού κεφαλαίου της χώρας, η ανάπτυξη της καινοτομίας είναι δυνατή στην Ελλάδα, αλλά απαιτεί όραμα και συνέχεια στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες της παραγωγικής βάσης της χώρας και να αναπτυχθούν οι αναγκαίες συνέργιες. Απαιτεί μια άλλη νοοτροπία, η οποία θα επικεντρώνει στα προβλήματα, αλλά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες του παραγωγικού ιστού κάθε περιφέρειας και θα επιδιώκει συνέργειες με το χώρο της επιστήμης και της γνώσης οι οποίες θα παράγουν μετρήσιμα αποτελέσματα σε όρους παραγωγής και απασχόλησης.  

 

Ποιες είναι οι δικές απόψεις για το μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης που έχει εφαρμοστεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας; Πρέπει να πάμε σε κάτι καινούργιο, όπου θα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση και βαρύτητα στην περιφέρεια;

Απέτυχε κατά τη γνώμη σας το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης, όπου όλα κινούνται κυρίως από την πρωτεύουσα Αθήνα;

 

petrakos1 Είναι προφανές σε όλους ότι η οικονομική κρίση η οποία έπληξε τη χώρας μας, πέρα από τις αδυναμίες και τις ασυμμετρίες της Ευρωπαϊκής οικονομικής αρχιτεκτονικής, αναδεικνύει και την αποτυχία του μοντέλου ανάπτυξης των τελευταίων 30 ετών τόσο στο εθνικό, όσο και στο περιφερειακό επίπεδο. Το μοντέλο αυτό ενθάρρυνε περισσότερο την κατανάλωση από τις επενδύσεις, βασίστηκε στις εισαγωγές αντί για την εγχώρια παραγωγή, ανέθεσε την ευθύνη της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης κυρίως στο κράτος, αγνόησε επιδεικτικά έννοιες όπως η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια, ευνόησε την προσοδοθηρία (δηλαδή τον εύκολο πλουτισμό από μεταβαλλόμενες αξίες) αντί για τη δημιουργία νέας προστιθέμενης αξίας για την κοινωνία, στράφηκε στο δανεισμό  γιατί ανέχθηκε την φοροδιαφυγή, επαναπαύτηκε με μια κατακερματισμένη παραγωγική βάση με μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις χωρίς οικονομίες κλίμακας, παρακολούθησε με απάθεια τη συρρίκνωση της βιομηχανίας (κάτω από 8% του ΑΕΠ σήμερα) και τη συγκέντρωση της κυρίως σε καταναλωτικούς και ενδιάμεσους κλάδους, έντασης εργασίας και πρώτων υλών (και όχι έντασης γνώσης ή τεχνολογίας). Ταυτόχρονα, στο περιφερειακό ή το τοπικό επίπεδο, το παραγωγικό σύστημα είναι διάτρητο χωρίς τοπικές παραγωγικές αλυσίδες που να δημιουργούν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και ελλιπείς ή ανύπαρκτες σχέσεις ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία, στη γεωργία και τον τουρισμό, τη βιομηχανία και τον τουρισμό, ή τη γεωργία και την ενέργεια.

 

 

 

Η αποτυχία του μοντέλου ανάπτυξης συνεπάγεται και την αποτυχία της αναπτυξιακής πολιτικής (αν υποθέσουμε ότι υπήρχε). Η ανάπτυξη ταυτίστηκε σχεδόν με τα δημόσια έργα (πάσης φύσεως), τα οποία συχνά είχαν υπερβολικά υψηλό κόστος για τις δυνατότητες της χώρας, ενώ η επιλογή τους δεν προέκυπτε πάντα με σαφή κριτήρια, προτεραιότητες και ιεραρχημένες κοινωνικές ανάγκες. Υπήρχε (και εξακολουθεί να υπάρχει τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης) απουσία ενός Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης κυρίως στους τομείς που αφορούν τους παραγωγικούς πόρους (επενδύσεις, ανθρώπινο κεφάλαιο, καινοτομία). Οι όποιες πολιτικές ενίσχυσης των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας απέδωσαν ελάχιστα, λόγω του συγκεντρωτισμού, της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς, των εμμονών και των αγκυλώσεων του κρατικού μηχανισμού. Η ανάπτυξη ήταν ευθύνη του κεντρικού κράτους (αλλά όχι των περιφερειών και των δήμων που στερούνταν πόρων και αρμοδιοτήτων) μέσα από ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό σύστημα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης των πόρων, όπου το 90% του Τακτικού Προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων διαχειριζόταν από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας ήταν απολύτως φυσιολογική εξέλιξη η αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων (ιδίως μετά το 2000) με την Αττική να παράγει περίπου το μισό ΑΕΠ της χώρας. 

 

Η χώρα μας βρίσκεται στο μέσο μιας επώδυνης διαδικασίας κατανόησης των αιτιών της κρίσης και στην αρχή ενός δύσβατου δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος, όμως, απαιτεί αλλαγές στο κράτος (κεντρικό και τοπικό), το πολιτικό σύστημα, το παραγωγικό σύστημα και την Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα και την κατεύθυνση προς την οποία θα γίνουν αυτές οι αλλαγές. Αν και ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να ανακτήσει η χώρα το χαμένο ΑΕΠ μπορεί, ανάλογα με τις συνθήκες, να είναι μικρότερος (5-6 χρόνια) ή μεγαλύτερος (10 χρόνια), ένα είναι βέβαιο: Στο τέλος της κρίσης οι κοινωνικές ανισότητες θα είναι τεράστιες, γεγονός που θέτει επιτακτικά την ανάγκη για μια νέα κοινωνική συμφωνία με σκοπό την προστασία των πλέον ευάλωτων στρωμάτων και την αναδιανομή των οικονομικών ωφελειών και υποχρεώσεων.

 

Η πολιτική για την ανάπτυξη της χώρας και των περιφερειών της θα πρέπει να τοποθετείται με σαφήνεια και ορατή απόσταση ανάμεσα στα υφιστάμενα δόγματα (κρατισμός / φιλελευθερισμός), να βασίζεται σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης το οποίο θα περιλαμβάνει τους στόχους, τις προτεραιότητες, και τα κοστολογημένα και ιεραρχημένα μέσα πολιτικής που αντιστοιχούν σε αυτές, ικανοποιητικούς δείκτες αποτελέσματος (για το ΑΕΠ, την απασχόληση, την καινοτομία, το ανθρώπινο δυναμικό) και μια κατανομή των πόρων που να ευνοεί την αποκέντρωση.

Η νέα πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης θα πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στο εθνικό (κεντρικός σχεδιασμός) και στο περιφερειακό επίπεδο (εξειδίκευση και υλοποίηση) βασιζόμενη στην αρχή της επικουρικότητας. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να έχει ως στόχο την ανάκτηση της παραγωγικής βάσης κάθε περιφέρειας, την ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς και την ενίσχυση των εξαγωγών. Θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι για τα επόμενα 10 χρόνια αναπτυξιακή πολιτική μπορεί να θεωρείται μόνο εκείνο το μίγμα δράσεων και μέτρων που συμβάλουν στη δημιουργία νέων βιώσιμων θέσεων εργασίας.

Η νέα πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης θα πρέπει να βασίζεται σε ένα κράτος (κεντρικό και τοπικό) φιλικό προς το παραγωγικό σύστημα, το οποίο να χαρακτηρίζεται από σαφείς και σταθερούς κανόνες, συνέπεια και ταχύτητα. Θα πρέπει να διαθέτει το κύριο μέρος των πόρων της νέας προγραμματικής περιόδου για εξειδίκευση δράσεων και υλοποίηση στις Περιφέρειες (στα πλαίσια ασφαλώς ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού) σε πολύ-τομεακά και πολύ-ταμειακά προγράμματα.

 

Οι περιφέρειες με τη σειρά τους θα πρέπει να βασίσουν την πολιτική τους σε ένα Σχέδιο Ανάπτυξης με κεντρικό άξονα την ανάταξη του παραγωγικού συστήματος, την ενίσχυση των υφιστάμενων παραγωγικών εξειδικεύσεων και την αναζήτηση νέων, την αξιοποίηση του ανθρώπινου και διανοητικού κεφαλαίου και της γνώσης, την αναζήτηση συνεργειών και οικονομιών κλίμακας στην παραγωγή για την ενίσχυση της βιωσιμότητας και της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, τη δημιουργία αναπτυξιακής συνείδησης στη διοίκηση και τους πολίτες (για μη σταματάνε χρήσιμες επενδύσεις ο λαϊκισμός και η άγνοια), την έξυπνη αξιοποίηση εγκαταλειμμένων βιομηχανικών κτιρίων εντός αστικού ιστού που συνήθως ανήκουν σε τράπεζες, την αξιοποίηση της Δημοτικής περιουσίας με προσκλήσεις για μεγάλες επενδύσεις ή ομάδες τοπικών παραγωγών ή ανέργων (στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας), τη δημιουργία υποδομών που στηρίζουν το παραγωγικό σύστημα, τη διαμόρφωση αλυσίδων προστιθέμενης αξίας σε τοπική κλίμακα με στοχευμένες δράσεις σύνδεσης της γεωργίας με τον τουρισμό, τις ΑΠΕ και την μεταποίηση, καθώς και του τουρισμού με την μεταποίηση και τον πολιτισμό. Σε όλη αυτή την προσπάθεια η γνώση, η επιστήμη και η έρευνα θα πρέπει να εμπλουτίζουν και να ενισχύουν την αναπτυξιακή προσπάθεια μέσα από  μακροχρόνιες συνέργιες της επιστημονικής και παραγωγικής βάσης των περιφερειών.

 

 Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας εμφανίζει σημαντικά ποσοστά βελτίωσης με βάση τις αξιολογήσεις που έχουν γίνει και γίνονται, κερδίζοντας καθημερινά την διεθνή επιστημονική αναγνώριση. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η εξέλιξη και τι θα πρέπει να γίνει στο άμεσο μέλλον για ακόμα καλύτερες επιδόσεις;

 

Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είναι πάνω από όλα το επιστημονικό του δυναμικό. Στα 25 χρόνια της λειτουργίας του, το ΠΘ είχε την τύχη να προσελκύσει σημαντικό αριθμό ικανών και νέων επιστημόνων οι οποίοι με τις γνώσεις τους και τις ακατάπαυστες προσπάθειες τους δημιούργησαν δομές και υποδομές, εργαστήρια, κλινικές, μεταπτυχιακά προγράμματα και μια κρίσιμη μάζα ερευνητικού και συγγραφικού έργου, το οποίο συμβάλλει στην συνεχή βελτίωση της θέσης του στον εθνικό και διεθνή επιστημονικό χάρτη. Ταυτόχρονα με το ερευνητικό του έργο, το ΠΘ παράγει αξιόλογο διδακτικό έργο εκπαιδεύοντας κάθε χρόνο χιλιάδες προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές και συμβάλλοντας στη διάχυση σύγχρονης και χρήσιμης γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας σταδιακά, το Πανεπιστήμιο ανέπτυξε και συνεχίζει να αναπτύσσει τις σχέσεις του με την τοπική κοινωνία, οικονομία και διοίκηση, στρέφοντας την προσοχή του και αξιοποιώντας τις δυνατότητες του για την αντιμετώπιση ενός ευρέως φάσματος τοπικών προβλημάτων.

 

 

 

Δυστυχώς, το μέλλον του Πανεπιστημίου προβλέπεται ζοφερό. Η δραματική μείωση της χρηματοδότησης του, οι απώλειες προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή διαθεσιμότητας και η διακοπή των προσλήψεων νέου επιστημονικού προσωπικού προδιαγράφει μια αρνητική πορεία η οποία θα πρέπει να αποτραπεί. Το ΠΘ είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη επένδυση που έγινε τα τελευταία 30 χρόνια στη Θεσσαλία και κατάφερε να αναπτυχθεί παρά τα εμπόδια και την κατά καιρούς αδιαφορία του κράτους. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι το επιστημονικό κεφάλαιο της χώρας (και της Θεσσαλίας) οδηγείται σε παρακμή  την ίδια στιγμή που η ΕΕ προσδιορίζει την «έξυπνη ανάπτυξη» (δηλαδή την ανάπτυξη βασισμένη στη γνώση) ως νέα στρατηγική των περιφερειών της Ευρώπης για την έξοδο από την κρίση.

 

 Και μια τελευταία ερώτηση… Πώς θα πρέπει να συνδυαστεί το επίπεδο σπουδών με την αγορά εργασίας, με βάση και τη δική σας εμπειρία από πανεπιστήμια των ΗΠΑ;

 

Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις τις οποίες θα αντιμετωπίσει το Πανεπιστήμιο είναι η ανάγκη να διευρύνει τους διαύλους επικοινωνίας  με την κοινωνία και την οικονομία, να αναζητήσει και να στηρίξει τις δημιουργικές της δυνάμεις και τη νέα γενιά, να μεταφέρει γνώσεις, ιδέες και καλές πρακτικές, να δημιουργήσει θετικά παραδείγματα αξιοποίησης της γνώσης στο σύγχρονο περιβάλλον.

Σε αυτή την προσπάθεια, ιδιαίτερη σημασία έχει να αναζητήσουμε περισσότερο χώρο δημιουργικής γνώσης βασισμένης σε συμμετοχικές και διαδραστικές εμπειρίες και τις κατάλληλες κάθε φορά ισορροπίες μεταξύ επιστημονικής γνώσης και αγοράς εργασίας, προγραμμάτων σπουδών και επαγγελματικών προοπτικών, οι οποίες απασχολούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά τους φοιτητές. Στο ραγδαία μεταβαλλόμενο σύγχρονο περιβάλλον το Πανεπιστήμιο θα πρέπει ενδιαφέρεται μονίμως και διαρκώς για τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και της οικονομίας. Η επιλογή αυτή, όμως, έχει όρια, καθώς η αγορά εργασίας δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο διαμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών, ούτε φυσικά η πανεπιστημιακή εκπαίδευση μπορεί να συρρικνωθεί σε ένα (ενδεχομένως καλό) πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης.

Ποιος είναι

 

 

 Ο Γιώργος Πετράκος είναι οικονομολόγος, Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης του Χώρου στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

 

  Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1960 και μεγάλωσε στην Ιστιαία Ευβοίας και την Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1977-81) και στο πανεπιστήμιο της Αριζόνας, ΗΠΑ (1984-88) από όπου έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Οικονομική Επιστήμη και Διδακτορικό Δίπλωμα με Ειδίκευση στην Περιφερειακή Οικονομική και την Οικονομετρία. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.

 

   Γενικός Γραμματέας Επενδύσεων και Ανάπτυξης, Υπουργείο Ανάπτυξης, Ιανουάριος 2010 – Ιούλιος 2012. Επιλογή μετά από ανοικτή πρόσκληση μέσω της διαδικασίας opengov.  Πρόεδρος του Επενδυτικού Συμβουλίου του Ταμείου Χαρτοφυλακίου JESSICA Greece (www.jessicafund.gr), Ιανουάριος 2010 – Ιούλιος 2012. Πρόεδρος του Επενδυτικού Συμβουλίου του Ταμείου Χαρτοφυλακίου JEREMIE Greece, Ιανουάριος 2010 – Ιούλιος 2012.Vice President, European Regional Science Association (www.ersa.org), και Councelor, Regional Science Association International (www.regionalscience.org), Ιανουάριος 2007 – Δεκέμβριος 2011

 

  Δίδαξε οικονομικά στο ArizonaStateUniversity (1986-1988), στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ως Λέκτορας (1991-95), στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας  Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ως Επίκουρος Καθηγητής  (1995-2000), Αναπληρωτής Καθηγητής (2000-04) και καθηγητής ( από το 2004). Επιπλέον , υπήρξε Επισκέπτης Ερευνητής στο LondonSchoolofEconomics (2000) και στο VictoriaUniversity της Αυστραλίας (2004).

 

   Μέχρι  τον Ιανουάριο του 2010 ήταν Διευθυντής του Εργαστηρίου Περιφερειακής Οικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας , Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης  του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.  Διατέλεσε  Πρόεδρος του Τμήματος (2000-2004 και 2008-2010) και Διευθυντής του προγράμματος Μεταπτυχιακών σπουδών (2007-2010). ΕίναιΑντιπρόεδροςτουEuropean Regional Science Association (ERSA)  γιατηνπερίοδο 2007-11

 

Οι τομείς επιστημονικής εξειδίκευσης του είναι η Αστική και Περιφερειακή Οικονομική, η Περιφερειακή  Ανάπτυξη και Πολιτική, οι Διεθνείς  Οικονομικές Σχέσεις, η Ευρωπαική Ολοκλήρωση και Οικονομικές σε Μετάβαση με έμφαση στα Βαλκάνια. Έχει συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό  διεθνών συνεδρίων και έχει κληθεί ως ομιλητής σε πολλά Πανεπιστήμια  και  Ερευνητικά Κέντρα του εξωτερικού.

 

   Έχει συγγράψει ή επιμεληθεί 23 βιβλία και τόμους και έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 150 εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους . Διαθέτει μεγάλη ερευνητική εμπειρία από την υλοποίηση δεκάδων διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων.

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ