Η ΑΡΑΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ: Τα κέρδη των τραπεζών, οι αποδοχές στελεχών τους, ο μηχανισμός κερδοφορίας, οι γερμανικές συντάξεις, ο πίνακας με τα τεστ κοπώσεως των ιδρυμάτων, οι δυνατότητες της πολιτικής και οι υποχρεώσεις των πολιτών

Βασίλης Βιλιάρδος *
viliardos@kbanalysis.com

Αθήνα, 02. Αυγούστου 2010. Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, μία από τις σημαντικότερες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ήταν η εμφάνιση τού ιού τού «ετεροβαρούς ρίσκου» («ηθικός κίνδυνος» στην οικονομική θεωρία – ένας όρος προερχόμενος από τις ασφάλειες), σε μία «εκλεπτυσμένη» του παραλλαγή. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η σημερινή του εξέλιξη, ειδικά στο χώρο των τραπεζών, οφείλουμε να επαναλάβουμε ξανά ένα μέρος της προηγούμενης ανάλυσης μας:

Η έννοια «ετεροβαρές ρίσκο» που χρησιμοποιούμε εμείς εδώ, αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, στην οποία ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος, όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά και καταλήξουν σε ζημίες.

Εξετάζοντας τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση από το συγκεκριμένο πρίσμα, θα διαπιστώσουμε αμέσως πως από το ξεκίνημα της (ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης στις Η.Π.Α.), η εσφαλμένη αξιολόγηση του «ετεροβαρούς ρίσκου» από τις τράπεζες ήταν εξαιρετικά βαρύνουσα. Με δεδομένο το ότι οι πελάτες των τραπεζών δανείζονταν χρήματα για την «κερδοσκοπική» αγορά ακινήτων, στο 100% της «αγοραίας» αξίας τους (πολλές φορές ακόμη και της μελλοντικής, αφού αναμενόταν η συνεχής αύξηση των τιμών πώλησης τους), χωρίς να συμμετέχουν με δικά τους κεφάλαια και χωρίς να εγγυώνται με άλλους τρόπους (για παράδειγμα με τις καταθέσεις ή με τους μισθούς τους), ο κίνδυνος που ανελάμβαναν ήταν μηδενικός ενώ, αντίθετα, η ευκαιρία μεγάλη.

Από την άλλη πλευρά, όλοι όσοι προωθούσαν τα δάνεια, αμειβόμενοι με ποσοστά επί των πωλήσεων και χωρίς να είναι υπεύθυνοι για την είσπραξη των τοκοχρεολυσίων, κέρδιζαν σημαντικά ποσά, χωρίς να αναλαμβάνουν τον παραμικρό κίνδυνο. Στη συνέχεια οι τράπεζες, «εμπνευσμένες» από τα αποτελέσματα και «εφευρίσκοντας» τη δυνατότητα της μαζικής πώλησης αυτών των δανείων σε επενδυτικές εταιρείες, επίσης δεν αναλάμβαναν κανένα συνειδητό ρίσκο, έχοντας μόνο ωφέλεια. Οι επενδυτικοί οργανισμοί, ενώνοντας τα πάσης φύσεως δάνεια σε CDOs, δημιουργούσαν «ασφαλή» (μέσω των CDS) και «ποιοτικά» (ΑΑΑ από τις αμειβόμενες επί τούτου εταιρείες «αξιολόγησης») «χρηματοοικονομικά προϊόντα», πουλώντας τα πίσω στις τράπεζες ή αλλού – έχοντας μόνο ωφέλεια και καθόλου κινδύνους.

Το «ετεροβαρές ρίσκο» έφτασε τελικά στο απόγειο του όταν, οι τελικοί αποδέκτες των δανείων μειωμένης εξασφάλισης (οι τράπεζες δηλαδή που ζήτησαν να εισπράξουν τις δόσεις από τους δανειολήπτες), διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν ούτε ασφαλή (δεν μπορούσαν να εισπράξουν τις δόσεις), ούτε ασφαλισμένα (οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν πλήρωναν όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν οι δανειολήπτες), αναγκάσθηκαν να τα αποσβέσουν από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας ως εκ τούτου τεράστιες ζημίες.

Αμέσως μετά οι τράπεζες, για να καλύψουν τις τεράστιες ζημίες τους, κατέφυγαν στη βοήθεια των κρατών, μεταβιβάζοντας πλέον τον κίνδυνο στους πολίτες τους – χωρίς μάλιστα να αποδέχονται ούτε ευθύνες, ούτε και μειώσεις των αμοιβών των στελεχών τους. Προφανώς, οι πολίτες δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν το πιστωτικό «παιχνίδι» των τραπεζών (να μεταβιβάσουν δηλαδή την ευθύνη της πληρωμής των ζημιών τους σε κάποιους άλλους), αφού ήταν ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας (η βάση καλύτερα της μεγαλύτερης οικονομικής «πυραμίδας» τύπου Madoff που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος).

Από τη στιγμή δε και μετά που τα κράτη ανέλαβαν τις ευθύνες χωρίς να έχουν καμία ωφέλεια, είτε εθνικοποιώντας κάποιες τράπεζες, είτε με οποιουσδήποτε άλλους τρόπους (Bad Bank, χαμηλότοκη ενίσχυση της ρευστότητας των ιδρυμάτων μέσω των κεντρικών τραπεζών κλπ), το «ετεροβαρές ρίσκο» εδραιώθηκε δυστυχώς στο καπιταλιστικό σύστημα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του”.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμπειρία ωφέλησε τις κυβερνήσεις, οι οποίες προφανώς δεν θα ήθελαν να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος – τα οποία πλήρωσαν οι Πολίτες τους, ενώ θα συνεχίσουν να τα πληρώνουν για πολλά χρόνια ακόμη (αν και οι εμπειρίες, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Πιραντέλο, «είναι φρούτο που γεννιέται σύμφωνα με το φυτό που το γεννά και το έδαφος, στο οποίο αυτό μεγαλώνει»). Εν τούτοις, υπάρχουν τεκμηριωμένες αμφιβολίες, σε σχέση με την ικανότητα τους να ανταπεξέλθουν με το πρόβλημα, αφού οι τράπεζες δεν φαίνεται να έχουν καμία διάθεση να συμβιβαστούν – ενώ τα κράτη δεν κατάφεραν ή, έστω, άργησαν πολύ να τις διαχωρίσουν σε μικρότερες, περιορίζοντας το «συστημικό» τους ρίσκο.

Όπως λέει δε χαρακτηριστικά ο ίδιος συγγραφέας «Είναι βέβαιο πως εμείς ζούμε, κατά προσέγγιση βέβαια, δυνάμεις αστάθμητες, ανυπολόγιστες….αν επιτρέπεται ο συλλογισμός, δρουν μόνες τους όλες αυτές οι δυνάμεις, αναπτύσσονται, κατά προσέγγιση πάντα, και σου φτιάχνουν μία παγίδα, την οποία εσύ δεν μπορείς να διακρίνεις αλλά, στο τέλος, σε τυλίγει, σε σφίγγει. Τότε βρίσκεσαι εγκλωβισμένος μέσα, έχεις πιαστεί στον ιστό της αράχνης, χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να εξηγήσεις το πώς και το γιατί».

Ολοκληρώνοντας τον πρόλογο μας, αυτό που στην πραγματικότητα βιώνουμε σήμερα, είναι ένας πόλεμος των κρατών με τις «ηγεμονικές» τράπεζες (παράλληλος με το «σκάκι» μεταξύ τους), οι οποίες έχουν απόλυτα κατανοήσει ότι, ο δρόμος που οδηγεί στην επικράτηση τους, δεν είναι άλλος από την αύξηση των οικονομικών μεγεθών τους – μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων ή άλλων μεθόδων και πρακτικών. Στα πλαίσια αυτά, η ύψιστη επιδίωξη των τραπεζών δεν είναι τόσο η κερδοφορία τους, όσο η ανάδειξη τους σε ιδρύματα, η ενδεχόμενη πτώχευση των οποίων δεν είναι δυνατόν να «επιτραπεί» από το «σύστημα», αφού θα είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση του (too big to fail).

Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ πως η Παγκόσμια Τράπεζα, εκτελεστικό όργανο της οποίας θεωρείται το ΔΝΤ, είναι επίσης μία τράπεζα, η οποία μάλλον δεν είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του κλάδου. Επί πλέον, δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε τη σημασία της «υπερχρέωσης» των κεντρικών τραπεζών (τόσο ο Ισολογισμός της ΕΚΤ, όσο και αυτός της Fed, έχουν υπερδιπλασιασθεί), καθώς επίσης το τεράστιο πρόβλημα της απόσυρσης της υπερβάλλουσας ρευστότητας από το σύστημα, η οποία έχει καθυστερήσει πάρα πολύ – ενώ δεν φαίνονται ρεαλιστικές δυνατότητες έγκαιρης «αντίδρασης» των κεντρικών τραπεζών της δύσης, με τις αγορές πιθανότατα «εκτός ελέγχου». Τέλος, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, δεν πρέπει να υποτιμάμε την απειλή της ανεργίας, η εξέλιξη της οποίας (υπολογίζεται να πλησιάσει «επίσημα» το 20%), θα είναι «αποφασιστική» για το μέλλον της χώρας μας.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Η επίκαιρη «βεντέτα» της αμερικανικής υπηρεσίας χρηματοπιστωτικού ελέγχου με την Goldman Sachs, «φωτίζει» τις πρακτικές ενός θεμελιώδους κλάδου, ο οποίος έχει χάσει πριν από πολλά χρόνια κάθε είδους ηθική. Η πρώτη, αν όχι η μοναδική προτεραιότητα των επενδυτικών τραπεζών, δεν είναι άλλη από το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος – με ποιόν τρόπο ή με ποια μέσα, είναι εντελώς αδιάφορο.

Η «αποδεσμευμένη απληστία», το χωρίς ηθικούς φραγμούς «κυνήγι» του κέρδους, φαίνεται ότι έχει «ισοπεδώσει» εντελώς το χρηματοπιστωτικό κλάδο, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά μία παγκόσμιας επιδημίας. Ακόμη και οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες, όπως η αμερικανική J.P. Morgan Chase, η ελβετική Credit Suisse ή η γερμανική Deutsche Bank, λειτουργούν πλέον σαν υπερμεγέθη Hedge funds – με το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους να προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές (Πίνακας Ι).

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Προ φόρων Κέρδη πρώτου τριμήνου 2010, σε δις $

ΤΡΑΠΕΖΑ Συνολικά κέρδη* Επενδυτικά κέρδη Εμπορικά κέρδη
Goldman Sachs 5,2 4,9 0,3
J.P. Morgan 4,5 3,9 0,6
Deutsche Bank 3,8 3,6 0,2
Barclays 2,7 2,2 0,5
Credit Suisse 2,7 1,7 1,0
UBS 2,6 1,1 1,5

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

*Συνολικά κέρδη: Επενδυτικά συν εμπορικά

** Οι δύο τελευταίες ελβετικές τράπεζες φαίνεται να ακολουθούν μία πιο «συνετή» πολιτική, αφού τα κέρδη τους από την κανονική αγορά είναι αυξημένα – με ενδεχομένως πιο «σταθερές» προοπτικές εξέλιξης των τιμών των μετοχών τους (πρόβλεψη).

Συνεχίζοντας οι υπερτράπεζες, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα τους να έχουν σαφή εικόνα των «ροών» των κεφαλαίων διεθνώς, την οποία τους προσφέρει η κυρίαρχη θέση τους στις αγορές, καθώς επίσης τις εύλογες ικανότητες τους να «αποσταθεροποιούν» το σύστημα, με στόχο την αποκόμιση προβλεπομένων υπερκερδών (προκαλώντας «ελεγχόμενες» από τις ίδιες κρίσεις), έχουν μάλλον ξεπεράσει σε ισχύ την Πολιτική ακόμη και των μεγαλύτερων κρατών. Το γεγονός αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού είναι γνωστό το ότι, όσοι δραστηριοποιούνται στις «αγορές» είναι στην ουσία κοινωνικά ανεύθυνοι, εξαιτίας του ίδιου τους του πάθους για το χρήμα, το οποίο κάποιες φορές τους καταβροχθίζει και κάποιες άλλες τους καταστρέφει (Lehman Brothers).

Όπως ήταν αναμενόμενο λοιπόν, η πλέον επώδυνη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου τις επιθετικές, τις «πολεμοχαρείς» καλύτερα πρακτικές των μεγάλων τραπεζών. Το αργότερο από εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία έγινε σαφές το ότι, οι κυβερνήσεις των δυτικών κρατών δεν θα επέτρεπαν τη χρεοκοπία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όλοι οι επαγγελματίες των κεφαλαιαγορών άρχισαν να επενδύουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στην προοπτική οικονομικής βοήθειας εκ μέρους των φορολογουμένων. Ακόμη και στην περίπτωση που κινδύνευαν με χρεοκοπία ολόκληρες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, οι επενδυτικές τράπεζες κέρδιζαν τεράστια ποσά – στοιχηματίζοντας στο ότι η «διεθνής κοινότητα» θα επενέβαινε, σώζοντας τα επαπειλούμενα κράτη και διασφαλίζοντας τις πολυποίκιλες κερδοσκοπικές τους τοποθετήσεις (ομόλογα, CDS κλπ).

Το ότι ο κίνδυνος έκρηξης μίας «ασφαλιστικής βόμβας μεγατόνων» έχει σε μεγάλο βαθμό αυξηθεί, δεν εμπόδισε τις τράπεζες στην «κλιμάκωση» των «στοιχημάτων» τους – πόσο μάλλον όταν η ίδια η κυβέρνηση των Η.Π.Α. διέσωσε «σιωπηλά» τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία του κόσμου (AIG), «δαπανώντας» τα χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων. Λειτουργώντας από καιρό τώρα απίστευτα ευφάνταστα και «δημιουργικά», σαν βιομηχανίες παραγωγής κερδοσκοπικών προϊόντων, συνεχίζουν ανενόχλητες το καταστροφικό παιχνίδι τους, χωρίς να δίνουν καμία σημασία στους «υποτελείς» τους – στους Πολίτες δηλαδή και στις κυβερνήσεις τους.

Ουσιαστικά, η ονομασία αυτού του «παιχνιδιού» είναι: «Έξυπνοι επαγγελματίες επενδυτές, εναντίον των επαρχιωτών τραπεζιτών και των ανεπαρκών κυβερνήσεων» – ένα επικίνδυνο παιχνίδι, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία κερδίζουν οι πολυεθνικές τράπεζες, σε απόλυτη συνεργασία με τα μεγάλα Hedge funds (J.Paulson, Magnetar κλπ). Δηλαδή, όχι μόνο δεν περιορίσθηκε η κερδοσκοπία, αλλά, αντίθετα, επεκτάθηκε, αφού τους επαρχιώτες τραπεζίτες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στην παγίδα των «δομημένων προϊόντων», συμπλήρωσαν οι ανεπαρκείς κυβερνήσεις – με τη βοήθεια των δημοσιονομικών κρίσεων, τις οποίες οι ίδιες προκάλεσαν, με αρχή την Ελλάδα (κρίση των κρίσεων).

Περαιτέρω, οι επενδυτικές τράπεζες έχουν ανακαλύψει πια μία νέα μέθοδο, με τη βοήθεια της οποίας «πολλαπλασιάζουν μαγικά» (leverage, μόχλευση) τα κεφάλαια τους: τροφοδοτούνται με τεράστιες ποσότητες φθηνού χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, στοιχηματίζοντας στο ότι, οι κυβερνήσεις δεν θα επιτρέψουν σε κανένα, σημαντικό για το σύστημα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να χρεοκοπήσει – πόσο μάλλον σε μία ολόκληρη χώρα, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Με απλά λόγια, η ίδια η χρηματοδοτούμενη από το φορολογούμενο «επιχειρηματική ευκαιρία» (business), φροντίζει να έχουν ξανά ονειρεμένα κέρδη οι τράπεζες – καθώς επίσης απίστευτα μεγάλες αμοιβές τα υψηλόβαθμα στελέχη τους (Πίνακας ΙΙ):

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ετήσιες αποδοχές 2009

Εταιρεία Όνομα Ετήσιες Αποδοχές
Credit Suisse Brady Dougan 12,5 εκ. €
Deutsche Bank Anshu Jain* 10,3 εκ. €
Deutsche Bank Joseph Ackermann 9,4 εκ. €
Santander Alfredo Abad 9,3 εκ. €
HSBC Michael Geoghegan 8,6 εκ. €

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Υπεύθυνος του επενδυτικού τμήματος

Την ίδια στιγμή βέβαια, επιχειρείται να πεισθούν οι Πολίτες για τις ανάγκες στήριξης των εθνικών τους οικονομιών, μέσω της μείωσης των αμοιβών τους (στη Γερμανία οι καθαρές ωριαίες αποδοχές του 20% των εργαζομένων υπολείπονται των 5 €, όταν αυτές των παραπάνω τραπεζικών στελεχών ξεπερνούν τα 5.000 € την ώρα), του περιορισμού των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων τους (Πίνακας ΙΙΙ), του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων, προς όφελος του ανταγωνισμού ή των τιμών (όταν προηγουμένως οι τιμές αυξήθηκαν μέσω της φορολόγησης, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου ο πληθωρισμός «οδεύει» προς το 8%) και πολλών άλλων «θυσιών».

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Μέσες μικτές μηνιαίες συντάξεις σε €, με ημερομηνία 31.12.2008, στη Γερμανία

Περιοχή Άνδρες Γυναίκες
Βαυαρία 983,41 496,12
Βερολίνο 1.039,27 684,06
Αμβούργο 1.069,70 596,02
Ρηνανία Βεστφαλία 1.118,28 457,83
Σάαρλαντ 1.119,18 390,32

Πηγή: Υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης Γερμανίας

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Οι πολύ υψηλές συντάξεις (άνω των 1.500 € μικτά μηνιαία), αφορούν μόλις το 10% των ανδρών για τη Δ. Γερμανία και το 5,3% για την πρώην Ανατολική

Ταυτόχρονα, για να «επιδράσει» σίγουρα το «φάρμακο», με το οποίο επιχειρείται η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών (με τη βοήθεια φυσικά των μικρομεσαίων «στρωμάτων» και της «αναδιανομής εισοδημάτων» μεταξύ τους), επιλέγονται οι σωστές εποχές, το ιδανικό σύστημα (σοσιαλισμός) και οι κατάλληλες μέθοδοι σύγκρουσης των δύστυχων επί μέρους κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους – ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων υπαλλήλων, μικροέμποροι και τουρίστες εναντίον ιδιοκτητών φορτηγών (προετοιμασία εισόδου των πολυεθνικών) κλπ.

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Όπως έχουμε αναφέρει παλαιότερα, ο «μεταλλαγμένος ιός» ευρίσκεται σε πορεία αυτονόμησης. Δυστυχώς, οι κεντρικές τράπεζες έχουν «πολιτικοποιηθεί» αρκετά, θυσιάζοντας σε κάποιο βαθμό την ανεξαρτησία τους – με δυσμενείς, κατά την άποψη μας, συνέπειες για το σύστημα. Οι αδυναμίες τους είναι πλέον ορατές στις επενδυτικές τράπεζες, οι οποίες τις εκμεταλλεύονται στο έπακρο.

Για παράδειγμα, οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά ομόλογα αδύναμων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ή κρατών), σε «εκπτωτικές» τιμές – δηλαδή, σε πολύ χαμηλότερες από την τιμή έκδοσης τους. Τα ομόλογα αυτά, τα τοποθετούν στη συνέχεια σαν εγγύηση στις κεντρικές τράπεζες, λαμβάνοντας έναντι «φθηνή ρευστότητα» (δάνεια με 1% επιτόκιο). Στη συνέχεια, εγγράφουν τα ομόλογα στους Ισολογισμούς τους, με την περιγραφή «held to maturity» (θα κρατηθούν μέχρι τη λήξη τους). Έντεχνα λοιπόν, εμφανίζουν κάθε χρόνο μεγάλα λογιστικά κέρδη, μέσω της συνεχούς αύξησης της αξίας των παραπάνω ομολόγων. Αναλυτικότερα, «εκτελούνται» τα παρακάτω βήματα:

(α) Το κράτος βοηθάει τις αδύναμες τράπεζες ή τα άλλα κράτη, με τη βοήθεια των χρημάτων των φορολογουμένων του.

(β) Η επενδυτική τράπεζα αγοράζει τα ομόλογα των αδύναμων ιδρυμάτων ή κρατών, σε χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, ένα ομόλογο αξίας έκδοσης 100 €, το αγοράζει έναντι 70 €.

(γ) Η επενδυτική τράπεζα εγγράφει τα ομόλογα στον Ισολογισμό της, με την προϋπόθεση ότι θα τα κρατήσει έως τη λήξη τους – οπότε, αυτά που αγόρασε με 70 € θα έχουν τότε αξία 100 € (συν τους τόκους).

(δ) Η επενδυτική τράπεζα προσφέρει τα ομόλογα στην κεντρική τράπεζα, η οποία της δίνει έναντι αυτών δάνειο (ρευστότητα), με χαμηλό επιτόκιο. Το δάνειο αυτό χρησιμοποιείται για την αγορά νέων «εκπτωτικών» ομολόγων, οπότε συνεχίζεται ο «φαύλος κύκλος» παραγωγής χρημάτων χωρίς αντίκρισμα.

Όπως διαπιστώνεται λοιπόν, πρόκειται για μία εξαιρετικά απλή τακτική – για έναν «ευρηματικό» τρόπο επίτευξης «πλασματικών» κερδών, χωρίς την ανάληψη του παραμικρού ρίσκου. Σε τελική ανάλυση, οι τράπεζες-πιστωτές εισπράττουν ολόκληρη την αξία των ομολόγων στο τέλος της λήξης τους, οπότε δεν υφίσταται κανένας λόγος εγγραφής μικρότερης αξίας στους Ισολογισμούς τους – υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι εκδότες των ομολόγων, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή κράτη, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσουν.

Η εξάλειψη του δυνητικού αυτού ρίσκου άλλωστε εξασφαλίζεται, σε περίπτωση ανάγκης, από τους φορολογουμένους – μέσω των κυβερνήσεων τους οι οποίες, με βάση την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, δεν διακινδυνεύουν την πτώχευση υπερχρεωμένων ιδρυμάτων ή κρατών (επίσης, εξασφαλίζεται από το «σύνδικο πτώχευσης», στην περίπτωση των κρατών – δηλαδή, από το ΔΝΤ).

Δυστυχώς, με το ετεροβαρές ρίσκο στο απόγειο του, η εξειδικευμένη αυτή κερδοσκοπία έχει διευρυνθεί, λαμβάνοντας τεράστιες διαστάσεις. Κάποιες μεγάλες επενδυτικές τράπεζες λοιπόν αγοράζουν μαζικά «τοξικά» ομόλογα σε χαμηλές τιμές, ενώ κάποιες άλλες επενδύουν, στοιχηματίζουν καλύτερα, στην πτώχευση των πρώτων – ακόμη και στην κατάρρευση της Ευρωζώνης. Άλλωστε, ανεξάρτητα από το ποιες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις θα αποδειχθούν τελικά σωστές, το τίμημα δεν θα πληρωθεί από αυτούς που αναλαμβάνουν το ρίσκο, αλλά από τους φορολογουμένους πολίτες.

Επομένως, η κρίση της Ευρωζώνης έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην κερδοφορία των τραπεζών – κυρίως σε αυτήν της γερμανικής Deutsche Bank, τα κέρδη πρώτου τριμήνου της οποίας προερχόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου (95%) από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις. Ήταν αυτονόητη λοιπόν η ενέργεια του προέδρου της να βοηθήσει την Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία, ζητώντας τη συμπαράσταση τόσο της γερμανίδας καγκελαρίου, όσο και των γερμανικών πολυεθνικών.

ΤΑ ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ

Όπως είχαμε ήδη προβλέψει, τα τεστ που διενεργήθηκαν δεν άφησαν εκτεθειμένο το τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει τυχόν αναταράξεων στο εσωτερικό του. Θεωρούμε όμως απαραίτητο να αναφερθούμε σε κάποιες βασικές πτυχές τους, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε στο μέλλον προ απροόπτου. Η κυριότερη από αυτές είναι τα παρακάτω τρία σενάρια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των 91 ευρωπαϊκών τραπεζών:

(α) Πρώτο στάδιο: Σύμφωνα με αυτό το «βασικό σενάριο», εξετάσθηκε η εξέλιξη των ιδίων κεφαλαίων, καθώς επίσης μερικών άλλων μεγεθών των τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα αναπτυχθεί τόσο ισχυρά, όσο προβλέπεται από την Κομισιόν – τόσο για το 2010, όσο και για το 2011. Η πρόβλεψη ήταν ανάπτυξη 1% για το 2010 και 1,7% για το 2011 (για την ΕΕ των 27 ήταν 1% για το 2010 και 1,5% για το 2011.

(β) Δεύτερο στάδιο: Αφορά ένα «σενάριο κρίσης», όπου η εξέταση γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι η Οικονομία της Ευρωζώνης θα εξελιχθεί χειρότερα από τις προβλέψεις της Κομισιόν (για παράδειγμα, η δυσμενής πρόβλεψη για τη Γερμανία ήταν 0,2% αύξηση του ΑΕΠ για το 2010 και -0,6% για το 2011).

Πιθανολογείται ότι, στο σενάριο αυτό συμπεριελήφθη μία «επίπεδη» εξέλιξη της δομής των επιτοκίων όπου, οι τραπεζικοί Ισολογισμοί τέθηκαν αντιμέτωποι με μία κατάσταση, κατά την οποία θα υπήρχαν ενδεχομένως «αναταραχές» στην αγορά ομολόγων (bond market). Ένας μεγάλος αριθμός τραπεζών διαθέτει αυξημένες ποσότητες αυτού του είδους των χρεογράφων, οπότε αντιδρά με ευαισθησία στις διακυμάνσεις των τιμών τους ή σε άλλες δυσκολίες της αγοράς αυτής.

(γ) Τρίτο στάδιο: Βασιζόμενο στο δεύτερο στάδιο, αφορά το «σενάριο κραχ», όπου «προσομοιώνεται» επί πλέον μία κατάρρευση της αγοράς ευρωπαϊκών ομολόγων του δημοσίου. Κατά το «κρίσιμο» αυτό σενάριο, οι τράπεζες τίθενται απέναντι σε ένα σοκ, παρόμοιο με αυτό που διαπιστώθηκε στο ζενίθ της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε, τα «διαφορικά επιτόκια» (spreads) των προβληματικών χωρών έφτασαν στα ύψη, ενώ σχεδόν έπαψε να λειτουργεί η αγορά κρατικών ομολόγων.

Το «μοντέλο» που χρησιμοποιήθηκε στηρίχθηκε στις παραπάνω προϋποθέσεις, με τις τράπεζες να αξιολογούνται, λαμβάνοντας ως δεδομένη μία πτώση της αξίας των ομολόγων κάποιων κρατών, μέχρι και -30%. Όποιο πιστωτικό ίδρυμα λοιπόν είχε στο χαρτοφυλάκιο του ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, αξιολογούταν δυσμενέστερα, σε σχέση με τα υπόλοιπα. Στον Πίνακα IV που ακολουθεί, παραθέτουμε τα αποτελέσματα του «τεστ κοπώσεως» των ελληνικών τραπεζών:

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Αποτελέσματα του τεστ κοπώσεως των Ελληνικών τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο αρνητικής κατάταξης την τελευταία στήλη), με βάση τα παρακάτω σενάρια:

Βασικό σενάριο: Οι «ανοιξιάτικες» προβλέψεις ανάπτυξης της οικονομίας

Σενάριο κρίσης: -3% ύφεση, υποτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης, καθώς επίσης διάφορες άλλες δυσμενείς εξελίξεις.

Σενάριο κραχ: Μεγάλη μείωση της αξίας των ομολόγων δημοσίου

Τράπεζα Κεφάλαιο* Ρίσκο Ενεργητ. Κεφαλ. Επάρκεια Βασικό σενάριο Σενάριο κρίσης Σενάριο κραχ
ΑΤΕ 1,3 15,1 8,4% 10,7% 8,9% 4,4%
Πειραιώς 3,4 37,4 9,1% 10,9% 8,3% 6,0%
Εθνική 7,6 67,4 11,3% 11,7% 9,6% 7,4%
Eurobank 5,3 47,8 11,2% 11,7% 10,2% 8,2%
Alphabank 5,9 51,1 11,6% 12,3% 10,9% 8,2%
Ταχ.Ταμ. 1,3 7,5 17,1% 17,0% 15,0% 10,1%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα IV, το ρίσκο στο ενεργητικό των τραπεζών (επισφάλειες κλπ) είναι αρκετά μεγάλο – με εξαίρεση το ΤΤ, το οποίο ουσιαστικά έχει λάβει μία άριστη αξιολόγηση (η ΑΤΕ δεν πέρασε στις «εξετάσεις»). Στα σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν, η Πειραιώς είχε τη δεύτερη δυσμενέστερη αξιολόγηση (στο σύνολο τους) – γεγονός που ασφαλώς προβληματίζει, σε σχέση με την πρόταση εξαγοράς που υπέβαλλε, για την ΑΤΕ και το ΤΤ.

Για μερική σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ («μερική» επειδή διαφοροποιούνται οι εκάστοτε τοπικές προϋποθέσεις), ο Πίνακας V:

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Αποτελέσματα του τεστ κοπώσεως των μεγαλύτερων ανά χώρα τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο τα ίδια κεφάλαια)

Τράπεζα Κεφάλαιο* Ρίσκο Ενεργητ. Κεφαλ. Επάρκεια Βασικό σενάριο Σενάριο κρίσης Σενάριο κραχ
BCP Portugal 6,1 65,6 9,3% 9,4% 8,4% 8,4%
Santander Sp. 56,0 562,6 10,0 % 11,0% 10,2% 10,0%
Unicredit It. 39,0 452,4 8,6% 10,0% 8,1% 7,8%
Bank Ireland 9,6 104,6 9,2% 9,0% 7,6% 7,1%
BNP Paribas 62,9 620,7 10,1% 11,4% 9,7% 9,6%
HSBC 122,2 1133,2 10,8% 11,7% 10,4% 10,2%
Deutsche Bank 34,4 237,5 12,6% 13,2% 10,3% 9,7%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται, παρά τις «πομπώδεις» αναγγελίες εκ μέρους της ΕΕ, καθώς επίσης τα «εξευγενισμένα» ονόματα των «τεστ κοπώσεως ή αντοχής», δεν ελήφθη καθόλου υπ’ όψιν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας κάποιων κρατών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνέχισαν ατυχώς να «τροφοδοτούν» την περαιτέρω διεύρυνση του «ετεροβαρούς ρίσκου», αφού διεμήνυσαν επίσημα ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν τη χρεοκοπία κανενός – συνεχίζοντας να χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών τους, για την ενίσχυση αδύναμων χωρών ή προβληματικών τραπεζών (HRE στη Γερμανία, ΑΤΕ στην Ελλάδα κλπ).

Το γεγονός αυτό προφανώς θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την κερδοσκοπία που αναφέραμε παραπάνω στα κρατικά και λοιπά ομόλογα αφού, όπως φαίνεται, οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες θα εντείνουν το «παιχνίδι» των λογιστικών κερδών. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την άποψη ότι, επιβοηθούν την ισχύ των μεγαλυτέρων του κλάδου – αφού οι επενδυτές θα προτιμήσουν λογικά την τοποθέτηση τους σε μετοχές ή άλλου είδους αξιόγραφα αυτών των τραπεζών, οι οποίες «παρουσίασαν» τα καλύτερα αποτελέσματα.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Τουλάχιστον θεωρητικά, η ευρωπαϊκή Πολιτική θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη με τις τράπεζες (επίσης με τις πολυεθνικές), εάν οι Πρώσοι, οι Γαλάτες και οι Σάξονες μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους – επιθυμώντας πράγματι να μην καταρρεύσει ο «κοινωνικός καπιταλισμός» και η ζώνη του Ευρώ. Εν τούτοις, υπάρχουν πάρα πολλές αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίες πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να εκλείψουν. Πόσο μάλλον όταν πλέον φαίνεται καθαρά ότι, η Γερμανία θα κυριαρχήσει στα επόμενα χρόνια, αφού η εξέλιξη του πολέμου οδηγεί σε τέτοιου είδους συμπεράσματα.

Με τους νεαρούς Γάλλους να ενδιαφέρονται κυρίως για μία θέση στο δημόσιο και τους μεγαλύτερους για τη συνταξιοδότηση τους, με τους Βρετανούς να αποτελούν τους «μπάτλερ» των Η.Π.Α., με την «ελλειμματική διακυβέρνηση» των Ελλήνων να μην μπορεί να διακρίνει τα πλεονεκτήματα του εξαιρετικά χαμηλού ιδιωτικού χρέους, με τους Ισπανούς να ευρίσκονται σε κατάσταση «αποσύνθεσης» και τους Ιταλούς υπερχρεωμένους, αδιάφορους για την ουσία, οι Γερμανοί, εργατικοί, μεθοδικοί, επιθετικοί και φιλόδοξοι, ενισχύουν συνεχώς την ηγεμονική θέση τους.

Ειδικά το μισθολογικό dumping που εφαρμόζει η Γερμανία, «ερήμην» της ΕΕ, καθώς επίσης οι συνεχώς μειούμενες αμοιβές των εργαζομένων της (κάτω των 3,5 € καθαρά), ισχυροποιούν τα μέγιστα τις επιχειρήσεις της οι οποίες, ακόμη και «ιδιωτικοποιημένες», παραμένουν πάντοτε στον έλεγχο Γερμανών επιχειρηματιών (κατάφεραν να εκδιώξουν ακόμη και τη WalMart των 400 δις $ τζίρου). Σχεδόν το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κόσμου, τοποθετείται σήμερα (σωστά) στα ομόλογα του δημοσίου και στις μετοχές των γερμανικών επιχειρήσεων, θέλοντας να διατηρήσει μειωμένο το ρίσκο του, καθώς επίσης αυξημένες τις προοπτικές μακροπρόθεσμων κερδών.

Επομένως, οι όποιες δυνατότητες επικράτησης της Πολιτικής επί των τραπεζών, προϋποθέτουν τη δραστηριοποίηση της Γερμανίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Ανεξάρτητα τώρα από το εάν θα το επιχειρήσει ή όχι (ενδεχομένως δεν είναι ακόμη προς το συμφέρον της, %C