Της Ράνιας Γάτου
Ποιήτριας, Δοκιμιογράφου, Εικαστικού
Στον δημόσιο βίο μιας χώρας, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους συχνά θολώνει, καθώς η πολιτική, η ενημέρωση και η κοινωνική αντίληψη επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Το ψέμα μπορεί να παρουσιαστεί ως αλήθεια, και η αλήθεια να παραμεριστεί ή να διαστρεβλωθεί για να εξυπηρετήσει συμφέροντα. Αυτή η δυναμική προκαλεί μια βαθιά αίσθηση ανασφάλειας στους πολίτες, οι οποίοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το πραγματικό από το πλαστό. Στο άρθρο αυτό, θα εξετάσουμε τους μηχανισμούς που ενισχύουν την απόσταση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους και τις συνέπειες που έχει αυτή η απόσταση για την κοινωνία και τη δημοκρατία.Η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους στον δημόσιο βίο μιας χώρας δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ηθικής ή ατομικής ευθύνης. Αντιθέτως, αφορά τις ίδιες τις δομές εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης και άλλοι φορείς διαμορφώνουν την κοινή γνώμη μέσα από στρατηγικές επικοινωνίας που συχνά υποτάσσονται στην ανάγκη για έλεγχο της πληροφορίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αλήθεια δεν είναι πάντα το βασικό κίνητρο – αντιθέτως, το ψεύδος ή η μερική αλήθεια χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής ή κοινωνικής επιρροής.
Η πολιτική επικοινωνία στις σύγχρονες δημοκρατίες συχνά βασίζεται στην “κατασκευή” της πραγματικότητας, μια πρακτική που προσανατολίζεται περισσότερο στη διαχείριση της εικόνας παρά στην ουσία της αλήθειας. Οι πολιτικοί ηγέτες και τα κόμματα προσπαθούν να διατηρήσουν τη στήριξη των πολιτών, όχι μόνο παρουσιάζοντας επιτεύγματα, αλλά και μέσα από την απόκρυψη ή διαστρέβλωση της πραγματικότητας όταν αυτή δεν εξυπηρετεί τους στόχους τους. Αυτή η μορφή πολιτικής χειραγώγησης ενισχύεται από τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, τα οποία συχνά δεν περιορίζονται στον ρόλο του αντικειμενικού διαμεσολαβητή αλλά παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αλήθειας.
Η σχέση μεταξύ μέσων ενημέρωσης και πολιτικής εξουσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατασκευή της “αλήθειας”. Τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι απλοί μεταδότες πληροφοριών, αλλά δρουν συχνά ως πολιτικοί παράγοντες με ισχυρές σχέσεις εξουσίας. Μέσω της επιλεκτικής προβολής θεμάτων, της παραμόρφωσης των ειδήσεων ή της διασποράς ψευδών ειδήσεων, τα μέσα διαμορφώνουν την αντίληψη του κοινού για τα γεγονότα. Οι πολίτες, οι οποίοι εξαρτώνται από τα μέσα για την ενημέρωσή τους, εκτίθενται σε μια πραγματικότητα που συχνά απέχει από την αλήθεια.
Ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδεικνύει την απόσταση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους είναι η εξάπλωση των “ψευδών ειδήσεων” (fake news), ιδιαίτερα στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Οι πλατφόρμες αυτές, λόγω του αλγοριθμικού τρόπου λειτουργίας τους, προωθούν τις πιο συγκρουσιακές και πολωτικές ειδήσεις, ανεξαρτήτως της ακρίβειάς τους. Έτσι, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας αποκτά μαζικές διαστάσεις, με τους πολίτες να δυσκολεύονται να διαχωρίσουν την αλήθεια από το ψεύδος.
Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποδώσουμε όλη την ευθύνη για την εξάπλωση του ψεύδους αποκλειστικά στους πολιτικούς ή τα μέσα ενημέρωσης. Οι πολίτες, εν αγνοία τους πολλές φορές, συμβάλλουν στη διάδοση ψευδών πληροφοριών μέσα από τη συμπεριφορά τους, η οποία επηρεάζεται από ψυχολογικούς μηχανισμούς. Η “επιβεβαιωτική προκατάληψη” (confirmation bias), για παράδειγμα, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι τείνουν να δέχονται πιο εύκολα πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις προϋπάρχουσες απόψεις τους, ενώ απορρίπτουν τις αντίθετες. Αυτό δημιουργεί ένα έδαφος όπου το ψεύδος, εφόσον εναρμονίζεται με τις πεποιθήσεις των ατόμων, μπορεί να γίνει πιο εύκολα αποδεκτό από την αλήθεια.
Επιπλέον, η τάση για συναισθηματική αντίδραση σε ειδήσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές αναπαράγονται στα κοινωνικά δίκτυα, μειώνει την κριτική ικανότητα των πολιτών. Ο δημόσιος διάλογος, αντί να προάγει την ανοιχτή ανταλλαγή επιχειρημάτων και την αναζήτηση της αλήθειας, γίνεται πεδίο πόλωσης και συγκρούσεων. Το ψεύδος ενσωματώνεται εύκολα σε τέτοιες συνθήκες, και η αλήθεια χάνει τη δύναμή της.
Η διάβρωση της αλήθειας στον δημόσιο βίο έχει σοβαρές επιπτώσεις για την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Όταν η δημόσια συζήτηση βασίζεται σε ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, οι πολίτες δεν μπορούν να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώνεται, και η κοινωνική συνοχή αποδυναμώνεται, οδηγώντας σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν η καχυποψία και ο διχασμός.
Η αποδυνάμωση της αλήθειας ενισχύει την πολιτική αδιαφάνεια και επιτρέπει την εξάπλωση της διαφθοράς. Οι ηγέτες που χειρίζονται την πληροφορία με ψευδή ή ασαφή τρόπο είναι σε θέση να εδραιώσουν τη δύναμή τους χωρίς να λογοδοτούν ουσιαστικά. Επίσης, όταν οι πολίτες αμφισβητούν τη δυνατότητα ύπαρξης μιας αντικειμενικής αλήθειας, η δημοκρατία, ως σύστημα που στηρίζεται στον ορθολογικό διάλογο, βρίσκεται σε κρίση.
Η αποκατάσταση της αλήθειας στον δημόσιο βίο απαιτεί ισχυρά μέτρα σε επίπεδο παιδείας. Οι πολίτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κριτική σκέψη και στην ανάλυση πληροφοριών. Η παιδεία αποτελεί τον βασικό αντίβαρο απέναντι στη χειραγώγηση της πληροφορίας, καθώς οι πολίτες που διαθέτουν τα εργαλεία να αξιολογούν την ακρίβεια των δεδομένων είναι πιο ικανοί να αντισταθούν στα ψεύδη.
Πέρα από την εκπαίδευση, είναι απαραίτητη και η ενίσχυση των θεσμών διαφάνειας, όπως οι ανεξάρτητες αρχές ενημέρωσης και οι έλεγχοι για την αποτροπή της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Οι νόμοι πρέπει να προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης, χωρίς όμως να επιτρέπουν την εσκεμμένη παραπληροφόρηση που αποσταθεροποιεί την κοινωνία.
Η απόσταση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους στον δημόσιο βίο μιας χώρας είναι καθοριστική για την ποιότητα της δημοκρατίας και τη σταθερότητα της κοινωνίας. Η αλήθεια δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε μπορεί να επικρατήσει χωρίς συνεχή προσπάθεια από πολίτες, μέσα ενημέρωσης και θεσμούς. Η παιδεία, η διαφάνεια και η υπεύθυνη ενημέρωση αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη γεφύρωση αυτής της απόστασης και την ενίσχυση της δημοκρατίας.