Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.
Η παγίδα προς την οποία οδεύει η χώρα –χωρίς, ακόμη, να έχει πέσει μέσα για καλά– είναι χειρότερη από αυτήν του 2009, τότε που ο λαός της ψήφιζε χαζοχαρούμενα υπέρ του κυρίου «λεφτά υπάρχουν».
Οκτώ μήνες αργότερα απεδείχθη ότι, όχι μόνον «λεφτά δεν υπάρχουν», αλλά η Ελλάδα χρωστούσε και 310 δισεκατ. ευρώ, ποσόν που αντιπροσώπευε το υψηλότερο κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος στον κόσμο. Με δεδομένη, έτσι, την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η οποία είχε ήδη εκδηλωθεί από το 2008, οι διεθνείς αγορές δεν δάνειζαν πλέον την χώρα μας, ακόμα και με επιτόκια πάνω από 10%, δηλαδή πενταπλάσια αυτών που ίσχυαν σε διεθνές επίπεδο. Ακόμα χειρότερα, η ελληνική κρίση επεκτάθηκε ταχύτατα στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, δύο χώρες με υψηλά ιδιωτικά χρέη, και προχώρησε προς την Πορτογαλία, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο και ολόκληρη την ευρωζώνη.
Μπροστά στις εξελίξεις αυτές και με την δαμόκλειο σπάθη της χρεωκοπίας να κρέμεται πάνω της, η τότε κυβέρνηση του διδύμου Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου ζητούσε την βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου –το οποίο έτσι έμπαινε στην ευρωζώνη από την πίσω πόρτα. Η ελληνική κρίση δημοσίου χρέους έφερε επίσης στο προσκήνιο και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ενώσεως (ΟΝΕ), προσφέροντας στους αντιπάλους της μοναδικές ευκαιρίες για να την υπονομεύσουν.
Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξε την χώρα μέσω ενός πρωτοφανούς για τα διεθνή χρονικά δανεισμού και με ένα γενναίο «κούρεμα» δημοσίου χρέους –το μεγαλύτερο κομμάτι του οποίου σήμερα διακατέχεται από εθνικές κυβερνήσεις.
Έναντι των ανωτέρω διευκολύνσεων, η Ελλάδα ανελάμβανε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει αυτά που θα έπρεπε να είχε πραγματοποιήσει τα τριάντα τελευταία χρόνια ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το ΔΝΤ και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ). Αν δε κανείς έχει την υπομονή να διαβάσει τις Εκθέσεις του ΟΟΣΑ από το 1983 και μετά, θα διαπιστώσει ότι οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας μας ελάχιστα διαφέρουν από τις ετήσιες προτάσεις του Οργανισμού για την εξυγίανση και προσαρμογή της οικονομίας μας στις απαιτήσεις του παγκόσμιου οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι.
Συνεπώς, δεν απαιτείται ιδιαιτέρως υψηλός δείκτης ευφυΐας για να γίνει αντιληπτό ότι τα περίφημα μνημόνια δεν είναι τίποτε περισσότερο από ενέργειες που η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει στη σχετικά μακρά περίοδο συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διεθνείς οργανισμούς. Με απλά λόγια, τα μνημόνια είναι μεταρρυθμιστικά σχέδια, ικανά να προσφέρουν στην Ελλάδα ισχυρές δυνατότητες επιβιώσεως σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον το οποίο συνεχώς μεταλλάσσεται. Αν δε η χώρα, από τότε που εισήλθε στην ευρωπαϊκή οικογένεια, είχε ακολουθήσει τον δρόμο του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής της αναπροσαρμογής, ίσως η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση να μην την είχε ποτέ αγγίξει. Και αυτό διότι το προ κρίσεως ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν πολύ υγιέστερο από αντίστοιχα τραπεζικά συστήματα σε Ευρώπη και Αμερική.
Τούτων λεχθέντων, τα μνημόνια –τα οποία ελάχιστα εφαρμόσθηκαν ως προς το μεταρρυθμιστικό σκέλος τους– στην ουσία αποτελούν προοδευτική λύση στα πραγματικά προβλήματα της χώρας και η εφαρμογή τους είναι εφαλτήριο για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή είναι η πραγματικότητα και όσοι την παραμορφώνουν κάνουν πολύ μεγάλο λάθος.
Στο επίπεδο αυτό, ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς πολύ φοβούμεθα ότι, υπό την πίεση κάποιων υπεραπλουστευμένων σκοπιμοτήτων, επέλεξε λάθος δρόμο. Η σπουδή της κυβερνήσεώς του από την επομένη των ευρωεκλογών να πείσει ότι η Ελλάδα εξέρχεται από το μνημόνιο και άρα μπορεί με την αξία της να επιστρέψει στις αγορές κάθε άλλο παρά θετική υπήρξε, για δύο βασικούς λόγους.
Τους τελευταίους μήνες η διεθνής συγκυρία είναι μάλλον κακή, σε όλα τα επίπεδα, και το γεγονός αυτό συνολικά οφείλεται στην κακή κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας –μέρος της οποίας είναι και η Ελλάδα. Οι φόβοι για μείζονα προβλήματα στην Γαλλία και στην Ιταλία περιορίζουν την διάθεση για επενδύσεις, ανεβάζουν τις θερμοκρασίες στα επιτόκια και, σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγούν κεφάλαια σε φυγή από την Ευρώπη προς άλλους προορισμούς. Πώς, λοιπόν, οι αγορές θα δέχονταν να αναλάβουν κινδύνους με την Ελλάδα, όταν είναι γνωστό ότι η χώρα μας, πέραν από μία δραματική εσωτερική υποτίμηση, ελάχιστα έχει κάνει σε διαρθρωτικό επίπεδο;
Παράλληλα, ο διεθνής Τύπος είναι γεμάτος με άρθρα και αναλύσεις που υπογραμμίζουν την ελληνική απέχθεια για ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση αργούντος πλούτου της χώρας, ο οποίος τελικώς αυτοκαταστρέφεται. Η κατάσταση δε αυτή επιδεινώθηκε, δυστυχώς, και με σειρά φορολογικών και άλλων μέτρων που είναι σαφές ότι έχουν σχεδιαστεί με μεγάλη προχειρότητα και υπό την πίεση μιας ανεύθυνης αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, που πιέζει για πρόωρες εκλογές προκειμένου να σκεπάσει δραματικά εσωτερικά της προβλήματα.
Είναι έτσι προφανές ότι η κυβέρνηση κινείται υπό το καθεστώς του φόβου της ήττας –φαινόμενο που την εγκλωβίζει σε πρακτικές που μόνον αρνητικές επιπτώσεις έχουν. Αντί να παρουσιάσει τις θετικές πλευρές των μνημονίων και των προσπαθειών που γίνονται μέσω αυτών, με την τακτική της προσέφερε μασημένη τροφή στους αντιπάλους της, οι οποίοι επιδιώκουν την επιστροφή στο …χθες. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι μια τέτοια επιστροφή είναι αδύνατη, για πολλούς αντικειμενικούς λόγους και, αν τελικώς επιχειρηθεί, τα αποτελέσματά της θα είναι πολύ πιο οδυνηρά από την εσωτερική υποτίμηση που βιώνει η χώρα.
Στην παρούσα συγκυρία, λοιπόν, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του και αντιθέτως με διάφορες «αντισυστημικές» ερμηνείες, εκφράζει την πιο αποκρουστική διάσταση ενός παρελθόντος που η χώρα πρέπει να αφήσει πίσω της οριστικά.