Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.
Πιστεύει κανείς ότι μία χώρα που χρωστάει 1,7 φορές το ετήσιο εισόδημά της θα μπορέσει ποτέ να επανέλθει σε φάση υπερκαταναλωτικού πάρτυ με εισαγωγές οι οποίες θα είναι τρεις φορές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές; Είναι δυνατόν μία χώρα η οποία στηρίχθηκε από την ευρωπαϊκή της οικογένεια με 300 δισεκατ. ευρώ να αφεθεί να κάνει ό,τι τής κατέβει από δημοσιονομικής πλευράς; Μπορεί να πιστέψει κανείς ότι οι διεθνείς χρηματαγορές θα δανείζουν μιαν Ελλάδα όπου ο σχηματισμός του ΑΕΠ της είναι καταναλωτικός σε ποσοστό 80%;
Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα και σε πολλά άλλα, οι απαντήσεις είναι αρνητικές. Και όσοι δίνουν βάση στα ευφυολογήματα και τις «αναλύσεις» κάποιων γελωτοποιών της οικονομίας και της πολιτικής, ας ετοιμάζονται λίαν προσεχώς να φάνε μία νέα «χυλόπιττα της ζωής τους» –πολύ χειρότερη από αυτήν που τούς προσέφερε πριν μία πενταετία ο κ. Γιώργος Α.Παπανδρέου.
Το πραγματικό σημερινό ελληνικό τεράστιο πρόβλημα δεν είναι αν θα βγει η χώρα από το μνημόνιο, ή αν θα απαλλαγεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ή αν θα σταματήσει η λιτότητα. Η τεράστια πρόκληση είναι αν, πώς και πότε η χώρα θα μπορέσει να αρχίσει να παράγει πλούτο και να επανενσωματωθεί σε έναν απαιτητικό νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Μία πρόσθετη δε παράμετρος της προκλήσεως αυτής είναι ότι η όποια αναπτυξιακή προσπάθεια και διαδικασία θα τελεί στο εξής υπό όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας και εποπτείας. Η παράμετρος αυτή δεν επιβάλλεται από κανέναν. Προκύπτει από συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας, η οποία, τριάντα και πλέον χρόνια ως μέλος της ευρωπαϊκής οντότητος ποτέ δεν τίμησε την υπογραφή της.
Σε όσους «ανησυχούν» για την εποπτεία και δαιμονολογούν προς τέρψιν της γαλαρίας, υπενθυμίζουμε ότι πριν λίγο καιρό η Ελλάδα ψήφισε ένα σημαντικό νομοσχέδιο, το υπ’ αριθμόν 4270/2014, το οποίο, με τίτλο «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Εποπτείας» ενσωμάτωσε στην εθνική μας έννομη τάξη σχετική κοινοτική νομοθεσία. Μεταξύ άλλων δε, το νομοσχέδιο αυτό προβλέπει την σύσταση ανεξάρτητου «Δημοσιονομικού Συμβουλίου», που θα περιφρουρεί ότι ο υπουργός Οικονομικών δεν παρεκκλίνει της σφιχτής δημοσιονομικής διαχείρισης, στην βάση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και αυτόματων μηχανισμών διορθώσεως των ελλειμμάτων και μειώσεως του χρέους.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Μιχάλης Πεγκλής, σύμβουλος Ευρωπαϊκής Πολιτικής κα αρθρογράφος της Εστίας κατά καιρούς, ο 4270/2014 «έρχεται στην συνέχεια άλλων νομοθετημάτων, που ενσωμάτωσαν στο εθνικό μας δίκαιο την κοινοτική νομοθεσία στο πεδίο της οικονομικής διακυβέρνησης (six pack, δημοσιονομικό σύμφωνο, Europlus pact, two pack, ΕΜΣ, semester, κλπ.). Το νέο σύστημα κανόνων αλλάζει ριζικά αυτά που ίσχυαν από την ίδρυση της Ζώνης του Ευρώ και που αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να προστατεύσουν την Ευρωζώνη από την κρίση».
Επισημαίνουμε, επίσης, προς κάποιους που εντελώς φαρισαϊκά κατηγορούν την Ευρώπη για απουσία αλληλεγγύης και άλλα παρόμοια, ότι δεν νοούνται κοινές πολιτικές χωρίς διαδικασίες ελέγχου. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαιτέρως δε η ευρωζώνη, μετά το πάθημα του 2009, πήραν το μάθημά τους και προχώρησαν σε ένα πλέγμα αυστηρών κανόνων για τα μέλη της ευρωζώνης –τα οποία κανείς δεν πίεσε να εισέλθουν σε αυτήν.
Στην παρούσα φάση, λοιπόν, στόχος είναι η «συλλογική εποπτεία» και η στενή συνεργασία στην οικονομική πολιτική. Συνδυάζει διαρκή παρακολούθηση καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, αυστηρότερες κυρώσεις και ευκολότερο σύστημα επιβολής αυτών. Εκτός από πρόστιμα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, κύριο εργαλείο συμμόρφωσης θα είναι η «διακοπή» κοινοτικών πόρων προς το κράτος μέλος που παρεκκλίνει. Στον πυρήνα της πολιτικής βρίσκεται ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός με συνταγματικού επιπέδου αυτοδέσμευση του κράτους μέλους, ενώ αν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% θα πρέπει να μειώνεται σημαντικά κάθε χρόνο, με ακόμη μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα. Ο προϋπολογισμός θα εγκρίνεται από τις Βρυξέλλες, ενώ θα ελέγχεται στενά η εκτέλεσή του μέσα από συνεχή διαβούλευση με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Στην σημερινή Ελλάδα του μνημονίου, τα παραπάνω μέτρα –που αποτελούν νόμου του κράτους– στην ουσία δεν ισχύουν, ακριβώς επειδή η χώρα υφίσταται μνημονιακή επιτήρηση –η οποία επί της ουσίας είναι πιο επιεικής από τον νόμο που ψηφίστηκε. Κατά συνέπεια, αυτοί που «ανησυχούν» ότι η Ελλάδα θα τύχει αυστηρότερης επιτηρήσεως αν βγει από το μνημόνιο επειδή έτσι θέλουν ο κ. Μ.Ντράγκι και η κυρία Κρ.Λαγκάρντ, απλώς παραπλανούν ή τελούν υπό καθεστώς πλήρους άγνοιας.
Η δήλωση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ ότι απαιτείται προληπτική στήριξη για την Ελλάδα αν το Ταμείο εγκαταλείψει το πρόγραμμα στήριξης και η πρόταση του κ. Ντράγκι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αγοράζει χρεόγραφα ελληνικών τραπεζών για να παρέχει ρευστότητα σε αυτές, δεν συνεπάγονται ένα νέο «μνημόνιο δανεισμού». Απλώς, μπορούν να ενταχθούν στον νόμο 4270/2014 με κάποιες ειδικές διατάξεις, οι οποίες πιθανότατα να δημιουργούν και ένα ειδικό καθεστώς για την χώρα μας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ «κανονική» χώρα για τις αγορές αν, παράλληλα με την δημοσιονομική της εξυγίανση και πειθαρχία, δεν πραγματοποιήσει βαθύτατες μεταρρυθμίσεις, ικανές να τής προσδώσουν ανταγωνιστική παραγωγική βάση. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Όλα τα άλλα πολλά λόγια είναι … φτώχεια.