υπό Δρος Κωνσταντίνου Νικολακόπουλου

καθηγητού Πανεπιστημίου Μονάχου

 

Η γέννηση του Χριστού και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια

 

Στις γραμμές που ακολουθούν θα αποπειραθώ να προσεγγίσω στο ευρύτερο πλαίσιο της ζωντανής Παράδοσης του Χριστιανισμού εκείνες τις γραπτές πηγές, που συνετέλεσαν αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση των εκκλησιαστικών και κοινωνικών-λαϊκών συντελεστών εορτασμού των Χριστουγέννων.

 

Οι βυζαντινές παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού τοποθετούν το νεογέννητο βρέφος και την Παναγία Μητέρα του μέσα σε ένα σπήλαιο, όπου απεικονίζονται επίσης δίπλα στο βρέφος και δύο εκπρόσωποι του ζωικού κόσμου, ένα βόδι και ένας όνος, καθώς επίσης και άλλες ουράνιες και επίγειες μορφές, όπως κάποιες γυναίκες-μαίες που πλένουν το νεογέννητο βρέφος. Αν όμως διαβάσει κανείς τις διηγήσεις των δύο Ευαγγελίων, που ανήκουν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης και αφηγούνται τη Γέννηση (κατά Ματθαίον 2,1-12 και κατά Λουκάν 2,1-20), δεν θα δει πουθενά να γίνεται λόγος για σπήλαιο ούτε για βόδι και όνο ούτε και για κάποια μαμή που βοήθησε. Δίκαια λοιπόν θα αναρωτηθεί κανείς: Από πού αντλούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι τα εικονογραφικά αυτά θέματα, εφόσον οι λιτές διηγήσεις των δύο συνοπτικών Ευαγγελίων δεν θα αρκούσαν να θεμελιώσουν μια τόσο πλούσια παράδοση γύρω από τα Χριστούγεννα;

 

Τα δύο αυτά γνωστά μας εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από άλλα αρχαία κείμενα που δεν αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, από τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τι ακριβώς είναι αυτά; Είναι απαραίτητο να προτάξουμε μερικές εισαγωγικές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τον στόχο αυτών των κειμένων και γενικότερα για τη θέση τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.

 

«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ­ ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ­ ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον επίσημα από την Εκκλησία καθιερωμένο «κανόνα» των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά είτε απλώς επιτρέπεται να διαβάζονται ως επιμορφωτικά και ψυχοφελή είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Σχετίζονται όμως με την Καινή Διαθήκη (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκτασή τους.

 

Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας; Πρώτα-πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο συνήθως διδακτικό ή απολογητικό.

 

Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα ­ όνομα που επικράτησε τελικά στην παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως τη λειτουργική ­ και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο σε αυτά. Οι τρεις μάγοι, για παράδειγμα, που προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Χριστό φέρουν τα ονόματα Γασπάρ (βασιλιάς των Ινδών), Βαλτάσαρ (βασιλιάς των Αράβων) και Μελχιώρ (βασιλιάς των Περσών)και γι’ αυτούς γίνεται αναλυτική αναφορά στο λεγόμενο «Αρμενικό Ευαγγέλιο παιδικής ηλικίας», που αποτελεί κάποια αρμενική μετάφραση του 11ου μ.Χ. αιώνα από συριακό πρωτότυπο. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Επίσης γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο κ.α.

 

Κατά δεύτερον υπάρχουν – δίπλα στην ευσεβή φαντασία κάποιων ανώνυμων συγγραφέων – και κακόβουλα αίτια δημιουργίας τέτοιων κειμένων. Η απόκρυφη γραμματεία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων Αποκρύφων γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη παρουσιάζει πλούσια θεματική που η πηγή έμπνευσής της βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τις τοιχογραφίες σε ναούς της Καππαδοκίας, τα απαράμιλλα ψηφιδωτά στο νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, τις τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Χιλανδαρίου (Αγίου Όρους), της Περιβλέπτου του Μιστρά, της Santa Maria Maggiore της Ρώμης κ.ά., που είναι εμπνευσμένα από απόκρυφα κείμενα και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας.

 

Η έρευνα των Αποκρύφων προωθείται σήμερα από μια Επιστημονική Εταιρεία για τη Μελέτη της Απόκρυφης Χριστιανικής Γραμματείας, με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πολλά άλλα Πανεπιστήμια του κόσμου. Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε το 1981 και ονομάζεται „Association pour l´ Étude de la Littérature Apocryphe Chrétienne“ και εκδίδει και αρκετές σχετικές μονογραφίες.

 

Η πορεία στη Βηθλεέμ, η σκηνή της γέννησης του Χριστού

 

Ένα από τα γνωστότερα και σημαντικότερα Απόκρυφα, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου (του 2ου αιώνα μ.Χ.), μας αναφέρει διάφορα στοιχεία προ του τοκετού και συγκεκριμένα κάνει λόγο για διάφορα συναισθήματα της εγκύου Μαρίας καθώς επίσης και για το σπήλαιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, πληροφορίες που αξιοποιούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι αλλά και η ευρύτερη λαϊκή ευσέβεια στον τομέα των διαφόρων εθίμων.

 

Το σχετικό απόσπασμα αυτού του απόκρυφου Ευαγγελίου αναφέρει τα εξής:

 

«Ο βασιλιάς Αύγουστος εξέδωσε διαταγή να απογραφούν όλοι όσοι κατάγονται από τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και αναλογίστηκε ο Ιωσήφ: “Εγώ θα απογράψω τους υιούς μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει”. Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθίσει και πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: “Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά”. Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: “Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπό σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό”. Η Μαρία απάντησε: “Είναι επειδή βλέπω ενώπιόν μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει”. Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε τότε η Μαριάμ: “Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει”. Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: “Πού να σε πάω; Ο τόπος είναι έρημος”. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα…» (17, 1 – 18, 1).

 

Άκρως εντυπωσιακή είναι στο χώρο της λαϊκής παράδοσης για παράδειγμα η σχετική στιχολογία των χριστουγεννιάτικων καλάντων της Θράκης, όπου γίνεται λόγος για την κοιλοπονούσα έγκυο, η οποία με τον τοκετό ελευθερώθηκε. Πίσω από τη λαϊκή μούσα κρύβονται στοιχεία της αποκρύφου παραδόσεως.

 

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες

κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε

τους Αποστόλους, τους Ιεράρχες

 

……………………….

 

Κι ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν

η Παναγιά μας ηλευθερώθη

Μέσα στους μόσχους, μέσα στα κρίνα

μέσα στις δάφνες και στα λελούδια

 

Στο Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου ακολουθεί μια πρωτότυπη και εξόχως ενδιαφέρουσα περιγραφή αναφορικά με τη συμμετοχή σύνολης της κτίσεως, όπου γίνεται λόγος περί αναστολής λειτουργίας του χρόνου και της κίνησης κατά την ώρα της γέννησης του Χριστού. Κατά την ιστορική στιγμή της γέννησης το Σύμπαν έκθαμβο σταμάτησε τη ροή και την κίνησή του, οι φωνές εσίγησαν, οι κινήσεις ανθρώπων και ζώων διακόπηκαν, τα πουλιά ακινητοποιήθηκαν στον αέρα, τα μέλη κάθε ζωντανού σώματος έμειναν μετέωρα στο σημείο όπου βρίσκονταν την ώρα εκείνη.

 

Πέρα από την αγιογραφία της εορτής χαρακτηριστικό αποτύπωμα των αποκρύφων διηγήσεων αναφορικά τόσο με το σπήλαιο όσο και με τη συμμετοχή της κτίσεως μπορεί κανείς να βρει και σε πολλές παραλλαγές τοπικών καλάντων των Χριστουγέννων.

 

Όμως το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου δεν σταματά εδώ να τροφοδοτεί την λαϊκή ευσέβεια, που εκφράζεται τόσο στην εικονογράφηση της εορτής όσο και στη λυρική της απόδοση μέσω των τόσο αγαπητών καλάντων. 

 

Η συνέχεια του σχετικού αποσπάσματος έχει ως εξής:

 

«Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα και άφησε τους γιούς του να την φροντίζουν. Κατόπιν βγήκε να αναζητήσει μαμή στα μέρη της Βηθλεέμ … η μαμή πήγε μαζί του. Σταμάτησαν όταν έφτασαν στο χώρο του σπηλαίου και να ένα φωτεινό σύννεφο επισκίαζε το σπήλαιο και η μαμή αναφώνησε: „Γέμισε από δόξα η ψυχή μου σήμερα, παράδοξα είδαν τα μάτια μου, γιατί σωτήρας γεννήθηκε στον Ισραήλ“ … Βγαίνοντας η μαμή από το σπήλαιο συνάντησε τη Σαλώμη και της είπε: „Σαλώμη, Σαλώμη, καινούριο θέαμα έχω να σου διηγηθώ, μια παρθένος γέννησε παιδί που δεν το χωρά η φύση της“. Και η Σαλώμη απάντησε: “Ζει Κύριος ο Θεός μου, μα αν δεν βάλω το δάκτυλό μου στη φύση της για να ερευνήσω, δεν θα πιστέψω ότι μια παρθένος γέννησε“.»

 

Τέτοια λοιπόν απόκρυφα στοιχεία έχουν αντλήσει παραδείγματος χάριν τα παραδοσιακά κάλαντα της Ηπείρου στην Δυτική Ελλάδα, όπου η λαϊκή μούσα, παραφράζοντας τη διήγηση του αποκρύφου, κάνει λόγο για την ανησυχία, τη φροντίδα και την περιποίηση που οι γυναίκες, ως άλλες μαίες-μαμές, θέλουν να παρέχουν στο ανυπεράσπιστο νεογέννητο.

 

Ελάτε εδώ γειτόνισσες,

και εσείς γειτονοπούλες,

τα σπάργανα να φτιάξουμε,

και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

 

Τα σπάργανα για το Χριστό,

ελάτε όλες σας εδώ.

 

Γίνεται λοιπόν σαφές, πως το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου λειτουργεί ως πρωτεύουσα πηγή και στις λεπτομέρειες αναφορικά με τον τοκετό και το χρονικό διάστημα αμέσως μετά από αυτόν, όπου σκιαγραφείται ο ρόλος των παρευρισκομένων γυναικών, μιάς ανώνυμης μαμής και μιας γυναίκας ονόματι Σαλώμη. Ο πλήρης εικονογραφικός περίγυρος σχετικά με την παρουσία και δράση των γυναικών στη γνωστή απεικόνιση της γέννησης συμπληρώνεται – πέρα από το Πρωτευαγγέλιο – και από διηγήσεις ενός ακόμη σχετικού αποκρύφου κειμένου από την παιδική ηλικία του Ιησού με το επιστημονικό όνομα «Αραβικό Ευαγγέλιο». Πρόκειται για αραβικό κείμενο που θεωρείται μετάφραση συριακού πρωτοτύπου του 5ου ή 6ου μ.χ. αιώνα. Το σχετικό απόσπασμα αυτού του κειμένου, που περιγράφει τη δράση των γυναικών-μαιών κατά και μετά τη γέννα του Ιησού, έχει ως εξής:

 

«17 … η γυναίκα πήρε αρωματισμένο ύδωρ για να πλύνει τον κύριο Ιησού· αφού τον είχε πλύνει, κράτησε εκείνο το ύδωρ που είχε χρησιμοποιήσει, και έχυσε ένα τμήμα του ύδατος επάνω σε ένα κορίτσι, που κατοικούσε εκεί και το κορμί του ήταν λευκό λόγω λέπρας, και η γυναίκα το έπλυνε. Παρά χρήμα καθαρίστηκε το κορίτσι από τη λέπρα. Και οι κάτοικοι εκείνης της πόλης είπαν: „Δεν υπάρχει αμφιβολία: Ο Ιωσήφ και η Μαρία και αυτό το αγοράκι είναι θεοί, δεν είναι άνθρωποι.“ Καθώς οι γυναίκες προετοιμαζόντουσαν να απομακρυνθούν, τότε ήλθε εκείνο το κορίτσι, που υπέφερε από τη λέπρα, κοντά τους και τις παρακάλεσε να την πάρουν μαζί τους ως συνοδό.»

 

Βάσει λοιπόν και αυτής της συμπληρωματικής πηγής του Αραβικού Ευαγγελίου εξηγείται η καθιερωμένη εικονογραφική παράδοση, κατά την οποία δίπλα στην μαία, που πλένει το νεογέννητο, απεικονίζεται κι ένα νεαρότερο κορίτσι.

 

Ύστερα από τα αποσπάσματα του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου και του Αραβικού Ευαγγελίου που παραθέσαμε και τα οποία καθιστούν φανερές τις πηγές έμπνευσης των αγιογράφων-ζωγράφων σε πολλές λεπτομέρειες της εικόνας της γέννησης, αξίζει να αναρωτηθούμε και για ακόμη ένα εικονογραφικό στοιχείο που χωρίς πολλή σκέψη όλοι το θεωρούμε δεδομένο. Τα δύο ζώα στη γνωστή εικονογραφική παράσταση της Γέννησης; Αυτά προέρχονται από ένα άλλο μεταγενέστερο Απόκρυφο, το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου (8ος αιώνας) που γράφει τα εξής: «Και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριοτάτη Μαρία βγήκε από τη σπηλιά και μπήκε σ’ έναν στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη τον γιο της, τον οποίο προσκύνησαν το βόδι και ο όνος. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: “Το βόδι γνώρισε τον αφέντη του και ο όνος τη φάτνη του κυρίου του”. Τα ίδια λοιπόν τα ζωντανά, το βόδι και ο όνος έχοντας Αυτόν στη μέση αδιαλείπτως τον προσκυνούσαν. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Αββακούμ: “Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς”. Στο ίδιο μέρος παρέμεινε ο Ιωσήφ με τη Μαρία για τρεις ημέρες» (14).

********

Κλείνοντας αυτό το εορτολογικό οδοιπορικό των Χριστουγέννων συμπεραίνουμε ότι στην τελική ολοκληρωμένη μορφή της εορτής συνέβαλαν μέσα από την πλατιά και ζωντανή Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας τόσο τα Ευαγγέλια του κανόνα της Καινής Διαθήκης όσο και η απόκρυφη γραμματολογία.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ