Μιλά σήμερα ο κ. Κώστας Χρυσόγονος καθηγητής της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη
«Το πραγματικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το δημοσιονομικό, αλλά το εξωτερικό της χρέος και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το τελευταίο είχε εναλλάξ πλεονάσματα ή ελλείμματα ύψους έως και 2% περίπου ετησίως ως το «κλείδωμα» της ισοτιμίας δραχμής-ευρώ. Από τότε άρχισαν να παράγονται τρομακτικά ελλείμματα, 3% το 1998, 5% το 1999 και σταθερά διψήφια ποσοστά (του ΑΕΠ) έκτοτε, με κορύφωση το τερατώδες 16,4% του ΑΕΠ το 2008. Και τώρα ακόμη βρισκόμαστε κοντά στο 10% του ΑΕΠ, το οποίο δεν είναι βιώσιμο».
Αυτά δηλώνει σήμερα, ο κ. Κώστας Χρυσόγονος καθηγητής της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο Κώστας Χρυσόγονος πήρε το πτυχίο του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1983 με βαθμό άριστα (9.90/10). Είναι διδάκτορας του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αννοβέρου Γερμανίας το 1987 με βαθμό magna cum laude. Λέκτορας του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1990, επίκουρος καθηγητής το 1993, αναπληρωτής καθηγητής το 1999, καθηγητής το 2003. Μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής το 1993-1995, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης το 1994-1997, του Δ.Σ. της ΕΤΒΑ το 1999-2001. Σύμβουλος Σπουδών του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης το 1994-1997, Αντιπρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2003-2011. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε μεγάλο αριθμό επιστημονικών συνεδρίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει δημοσιεύσει 15 βιβλία και περισσότερες από 70 μελέτες. Ξένες γλώσσες: Αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά. Είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
Η συνέντευξη
• Το πείραμα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν εξαρχής ένα τυχοδιωκτικό εγχείρημα, αφού μάλλον δεν υπάρχει επιτυχημένο ιστορικό προηγούμενο νομισματικής ενοποίησης χωρίς ταυτόχρονη ενοποίηση της δημοσιονομικής διαχείρισης;
«Ακριβώς έτσι είναι και μάλιστα υπάρχει αντίθετο παράδειγμα, δηλ. αποτυχία νομισματικής ένωσης. Πρόκειται για τη Λατινική Νομισματική Ένωση που συγκροτήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας, Βελγίου και Ελβετίας και εκ των υστέρων προσχώρησε σ’ αυτήν και η Ελλάδα. Επειδή όμως και τότε, όπως και σήμερα, η ελληνική οικονομία ήταν ελλειμματική, το χρήμα διέρρευσε στο εξωτερικό και η χώρα μας επέστρεψε σε καθεστώς ημι-ανταλλακτικής οικονομίας. Τελικά αποχωρήσαμε κακήν-κακώς και η Ένωση εκείνη διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη».
• Τι έχετε να πείτε για τις ΗΠΑ, που επιτεύχθηκε η χρήση ενός κοινού νομίσματος από ομόσπονδα κρατίδια με ανομοιογενές οικονομικό υπόβαθρο;
«Οι ΗΠΑ είναι το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα, όπου υπάρχει πολιτική ενοποίηση και μηχανισμοί δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι τα δύο προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» (δηλ. αγοράς κρατικών ομολόγων) της αμερικανικής Fed την τελευταία τριετία έφτασαν περίπου το 1,6 τρισεκατομμύριο δολάρια (ή 1,2 τρις ευρώ), ενώ το ίδιο διάστημα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγόρασε ομόλογα των χωρών της περιφέρειας ύψους περίπου 100 δις ευρώ (ενώ η σχέση των οικονομικών μεγεθών μεταξύ ευρωζώνης και ΗΠΑ είναι περίπου 4 προς 5, δηλαδή οι αγορές της ΕΚΤ θα έπρεπε να είναι περίπου δεκαπλάσιες)».
• Γιατί οι χώρες της Ευρωζώνης οδηγούνται σε ένα φαύλο κύκλο με αυξήσεις μισθών, απώλεια ανταγωνιστικότητας νέες αυξήσεις ελλειμμάτων κ.ο.κ. που καταλήγει στην οικονομική ασφυξία; Τι πραγματικά συμβαίνει;
«Οι χώρες της ευρωζώνης παράγουν εντελώς διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία ορισμένες (π.χ. αυτοκίνητα και άλλα μηχανήματα η Γερμανία) και χαμηλή άλλες (π.χ. αγροτικά προϊόντα η Ελλάδα). Ο συγκερασμός όλων αυτών σε ενιαίο νόμισμα οδηγεί σε οικονομική ασφυξία τις τελευταίες».
• Ποια ήταν η εικόνα της χώρας μας πριν την Ευρωζώνη και πώς διαμορφώθηκε με την ένταξή της; Δέκα χρόνια μετά την ένταξη στο Ευρώ η Ελληνική οικονομία μπορούμε να μιλάμε πώς έχει μεγάλες, αξεπέραστες δυσλειτουργίες;
«Το πραγματικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το δημοσιονομικό, αλλά το εξωτερικό της χρέος και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το τελευταίο είχε εναλλάξ πλεονάσματα ή ελλείμματα ύψους έως και 2% περίπου ετησίως ως το «κλείδωμα» της ισοτιμίας δραχμής-ευρώ. Από τότε άρχισαν να παράγονται τρομακτικά ελλείμματα, 3% το 1998, 5% το 1999 και σταθερά διψήφια ποσοστά (του ΑΕΠ) έκτοτε, με κορύφωση το τερατώδες 16,4% του ΑΕΠ το 2008. Και τώρα ακόμη βρισκόμαστε κοντά στο 10% του ΑΕΠ, το οποίο δεν είναι βιώσιμο».
• Ποιες είναι οι λύσεις που απομένουν για την έξοδο από την κρίση;
«Λύση είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης όπως αυτή είναι σήμερα. Η επιχειρούμενη «εσωτερική» υποτίμηση (μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση φόρων κλπ) αφαιρεί αγοραστική δύναμη από την κοινωνία κατά τρόπο σύμμετρο για ελληνικά και ξένα προϊόντα και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να βαθαίνει η ύφεση και τελικά να αποτυγχάνουν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Αντίθετα το ζητούμενο θα ήταν να μειώσουμε την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων για ξένα προϊόντα και υπηρεσίες και να την κρατήσουμε κατά το δυνατόν ανέπαφη για τα ελληνικά, ή και να την αυξήσουμε κιόλας (υποκατάσταση εισαγωγών). Τούτο όμως θα ήταν εφικτό μόνο με «κανονική» υποτίμηση (δηλαδή με επιστροφή στη δραχμή και παράλληλη δραχμοποίηση του προ ΔΝΤ δημόσιου χρέους). Εξάλλου μέσα στην ευρωζώνη η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση χωρίς ιστορικό προηγούμενο, όπου το δημόσιο έχει χάσει την πιστοληπτική του ικανότητα συνολικά (αντίθετα σε όλες τις προηγούμενες «πτωχεύσεις» τα κράτη σταματούσαν τις πληρωμές μόνο προς το εξωτερικό, ελλείψει συναλλάγματος, ενώ προς το εσωτερικό εξακολουθούσαν να πληρώνουν, έστω και με πληθωριστικό χαρτονόμισμα). Επειδή όμως σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό το κράτος είναι εξ ορισμού ο πλέον φερέγγυος οφειλέτης (αφού είναι ο μόνος που έχει αναγκαστικούς «πελάτες», τους φορολογούμενους), η απώλεια της δικής του φερεγγυότητας συνεπάγεται, αργά ή γρήγορα, την απώλεια της φερεγγυότητας και όλων των ιδιωτών, περιλαμβανομένων και των τραπεζών. Τούτο οδηγεί σε αργό θάνατο όλη την εθνική οικονομία. Η μια λύση θα ήταν η ουσιαστική στήριξη από τους εταίρους (π.χ. με «ποσοτική χαλάρωση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα επίπεδα της Fed και ανταλλαγή των παλιών κρατικών ομολόγων με νέα, ισόποσα με την αξία αγοράς των παλιών στη δευτερογενή αγορά από την ΕΚΤ) και η άλλη η θεραπεία-σοκ (έξοδος από την ευρωζώνη, με τραγικές άμεσες συνέπειες αλλά με προοπτική μακροπρόθεσμης ανάταξης)».