Του Δημήτρη Ι. Παπαδημόπουλου, Δικηγόρου,
Γραμματέα της Ε.Κ.Ο. Δικηγόρων Ν.Δ. ν. Λαρίσης 

Συμπληρώθηκαν στις 13 Οκτωβρίου 2011, 107 χρόνια, από την απώλεια μίας ηρωικής μορφής, που στέκει πέρα από το χρόνο και το χώρο, που συμπυκνώνει στην ύπαρξή της, την αυταπάρνηση του Λεωνίδα, την ευγένεια του Αχιλλέα, τη λεβεντιά των αγωνιστών του 1821, την αγάπη του Χριστού, την τρυφερότητα του υπέροχου συζύγου και πατέρα, μα πάνω απ’ όλα την αφοσίωση στο όραμα της ελεύθερης Μακεδονίας και της ενωμένης Ελλάδας. Του Παύλου Μελά! Του παλικαριού που πρόσφερε την αλκή της νιότης του και την ίδια τη ζωή του με ενθουσιασμό και υπερηφάνεια σ’ αυτό που λέγεται μητέρα πατρίδα.

Από παιδί, “πάντα πρόθυμος να βοηθάει τ’ αδέλφια του, να παραχωρεί τη θέση του, το καλύτερο μερίδιο του φαγητού. Δίνει ό,τι έχει και παίρνει επάνω του τις μικροαγγαρείες και τα βαρετά καθήκοντα“. “Στο σχολείο γίνεται θηρίο, όταν τυχαίνει να τυραννά ή να κτυπά κανένας μεγάλος μαθητής έναν μικρότερο ή πιο αδύναμο. Ορμά τότε και τα βάζει μαζί του, χωρίς να λογαριάσει τίποτε“. Κάποτε –αναζητώντας τον πατέρα του – κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού του “και βρίσκεται μπροστά σε αραδιασμένα τουφέκια πολλά και σε ξύλινες κάσες“. Είναι όπλα που θα σταλούν στους επαναστάτες αδελφούς μας Κρητικούς, του εξηγεί ο πατέρας του, που του εμφυσά την αγάπη προς την πατρίδα. Κι εκείνος φυλάγει το μυστικό μέσ’ την καρδιά του.

Οι Βούλγαροι, με απαρχή το Βουλγαρικό Σχίσμα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχείας, ήγειραν διεκδικήσεις επί της Μακεδονικής γης, κυρίως από το 1870. Ο Μακεδονικός Ελληνισμός υπέφερε πολλά σε ανθρώπινες θυσίες και περιουσιακά αγαθά. Από το 1895 και μετά, ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες που ονομάστηκαν “κομιτατζήδες“, με την ανοχή των τοπικών τουρκικών αρχών, υπέβαλαν σε απερίγραπτα βασανιστήρια τον Ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Έκλεβαν, βίαζαν, δολοφονούσαν αθώους, άνδρες, γυναίκες, ιερείς, ιατρούς, δασκάλους, έκαιγαν ναούς, τρομοκρατούσαν, πλημμύριζαν στο αίμα τα άγια χώματα. Απώτερος σκοπός τους να “πείσουν“ τις Μεγάλες Δυνάμεις, ότι εκεί -δήθεν- υπήρχε ένας αμιγής βουλγαρικός πληθυσμός και ότι η γη τούς ανήκει, ενώ στην πραγματικότητα επεδίωκαν να επεκτείνουν τα γεωγραφικά όρια του κράτους τους και να επιτύχουν διέξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα.

Στη δράση τους αντιστάθηκαν οι Μακεδονομάχοι, ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.

Ο Παύλος Μελάς έχει προ πολλού αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων. Για τον γενναίο αξιωματικό, η ιδέα της ελευθερίας της Πατρίδος ήταν σκοπός ζωής, ήταν καθήκον. Χρέος για τον τόπο και τον πλησίον. “… Έγινα όργανο δυνάμεως πολύ  μεγάλης … και με ωθεί διαρκώς προς την Μακεδονίαν …“, ομολογώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι δάκτυλος Θεού τον καθοδηγούσε.

Και τον Αύγουστο του 1904 αφήνει τα πάντα. Σαλόνια, πλούτη, σύζυγο και δύο παιδιά. Κι ανηφορίζει στην Καστοριά για να οργανώσει τα Μακεδονόπουλα και να τα μεταβάλει σε Μακεδονομάχους ήρωες. Πριν αναλάβει δράση μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων. “… Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα“ και έχει το νου του στραμμένο προς τη θυσία του Χριστού και προς το μέγεθος της αποστολής Εκείνου, ευχόμενος να του σταθεί συμπαραστάτης.

Και ο Παύλος Μελάς, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, απ’ όπου περνά, σκορπά τον τρόμο στους εχθρούς της πατρίδας, φέρνει τον άνεμο της νίκης ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνες, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και σ’ όλο του το σώμα και αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του. Αυτό μονάχα έχει στο μυαλό του και το εξομολογείται με επιστολές στη γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη που υπεραγαπά: “Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου … Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ“.

Οι Βούλγαροι φοβούνται να τον αντιμετωπίσουν, τον παραδίδουν στα καταδιωκτικά αποσπάσματα του τούρκου κατακτητή. Στις 13 Οκτωβρίου 1904, στη Στάτιστα, ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Και γύρισε ο Παύλος πίσω λέγοντας: “Στη μέση με πήρε παιδιά“. Φώναξε τον Πύρζα το συμπολεμιστή του. Έβγαλε το σταυρό του απ’ το λαιμό και είπε: “Τον σταυρό να τον δώσεις στην γυναίκα μου και το τουφέκι, του Μίκη (του γιού του) και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα“. Έβγαλε τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε και φάνηκαν τα αίματα. Σε λίγο ξεψύχησε. Ξεψύχησε το παλικάρι. Που αγωνίσθηκε υπέρ σωτηρίας της Πατρίδος. Που κρατούσε την αγία παρακαταθήκη της φιλοπατρίας. Που εγεννήθη ισχυρός εν πολέμω, δια της Πίστεως. Που η ανδρεία του εβεβαίωνε την Πίστη του, η δε Πίστη του συμπλήρωνε την ανδρεία του.

Ας σκύψουμε όλοι εμείς κι ας ψάξουμε για τα ίχνη που άφησε στους χώρους από όπου πέρασε. Προσκύνημα και αναβάπτισμα εθνικό. Ας ξεχωρίσουμε την προσφορά από τον καιροσκοπισμό, τη θυσία από τον υπολογισμό. Κι ας ξαναθυμηθούμε τις τελευταίες του λέξεις, που τις διαποτίζει απεριόριστο μεγαλείο και αποτελούν παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του ανθρώπους αλλά στο έθνος ολόκληρο, όταν λαβωμένος θανάσιμα λέει στο φίλο και συναγωνιστή του τον Πύρζα: “Τον σταυρό μου να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, του Μίκη (του γιού του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα“. Κουβέντα από χείλη παγωμένα από την πνοή του θανάτου, που τα λέει όλα, τα συμβολίζει όλα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ