Η μάστιγα των τόκων: Οι διαπλανητικές συγκρούσεις συμφερόντων, η ευρωπαϊκή διάσταση, οι τρόποι επίλυσης της κρίσης δανεισμού, η ανάγκη εξόφλησης του ελληνικού χρέους, τα προβλήματα της χώρας μας και η υποχρέωση προστασίας του πλούτου της
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος *
Αθήνα, 12 Μαρτίου 2011,
viliardos@kbanalysis.com.
“Ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, χωρίς μία ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης, η οποία αντιλαμβάνεται αφενός μεν ότι οφείλει να ανταγωνισθεί σε ένα όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αφετέρου δε ότι επιβάλλεται να παρέχει γενναιόδωρα προγράμματα περίθαλψης και παιδείας, για τα θύματα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης” (Keynes)
Πληθωρισμός ή αποπληθωρισμός; Οι Η.Π.Α., έχοντας την «τραυματική» εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης του 1930 και επιλέγοντας μεταξύ δύο κακών το καλύτερο («το μη χείρον βέλτιστο»), συνηγορούν εμφανώς υπέρ του πληθωρισμού. Έτσι διοχετεύουν, με τη βοήθεια της Fed, τεράστιες ποσότητες χρήματος στις αγορές, χωρίς να υπολογίζουν τα εισοδηματικά ασθενή «στρώματα» των Πολιτών τους – πιστεύοντας ότι, μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις πληθωριστικές «παρενέργειες», μεταξύ των οποίων με τις κοινωνικές αναταραχές. Άλλωστε, διαθέτοντας «μονοπωλιακά» το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα ($), έχουν τη δυνατότητα να εξοφλούν εύκολα τις υποχρεώσεις τους, «τυπώνοντας» απλά καινούργιο χρήμα.
Η Γερμανία, η οποία έχει «πληγεί» δύο φορές στην πρόσφατη ιστορία της από τον υπερπληθωρισμό, ο οποίος κατέστρεψε τόσο το νόμισμα, όσο και την κοινωνική συνοχή της (ενώ την οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), τάσσεται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό υπέρ του αποπληθωρισμού – υπέρ της διατήρησης καλύτερα ενός σταθερού, ελεγχόμενου επιπέδου τιμών της τάξης του 2%, το οποίο δεν «εκβάλλει» υποχρεωτικά στην ύφεση. Ακριβώς για το λόγο αυτό, επιλέγει μία οικονομική πολιτική λιτότητας, «επιβάλλοντας» στους «εταίρους» της ένα αυστηρό «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», το οποίο συνδέει τους μισθούς με την παραγωγικότητα, καθώς επίσης τις κοινωνικές παροχές με τα «αποτελέσματα» των προϋπολογισμών τους – «αψηφώντας» επίσης τους Πολίτες.
Από την άλλη πλευρά, οι πλεονασματικές χώρες και ειδικά αυτές που διαθέτουν υψηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις, όπως η Γερμανία, είναι προφανώς εναντίον του πληθωρισμού – ο οποίος μειώνει σημαντικά (ανάλογα με το ύψος του) την αξία των χρημάτων, ενώ περιορίζει ταυτόχρονα τα «πραγματικά» πλεονάσματα (πόσο μάλλον αφού, οι αυξημένες τιμές πώλησης, ακολουθούν συνήθως με καθυστέρηση τον πληθωρισμό). Κατ’ επέκταση, οι πλεονασματικές χώρες είναι υπέρ της αύξησης των βασικών επιτοκίων δανεισμού, τα οποία περιορίζουν τις πληθωριστικές πιέσεις – ενώ αυξάνουν τους «τοκογλυφικούς» τόκους των κεφαλαίων, γεγονός που επιδιώκουν ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες τους.
Με τη σειρά τους οι ελλειμματικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές που υποφέρουν από υψηλά δημόσια χρέη και ελλείμματα των προϋπολογισμών τους, όπως οι Η.Π.Α. (το έλλειμμα του προϋπολογισμού της υπερδύναμης ανήλθε στα 222 δις $ το Φεβρουάριο, ενώ οι καθαροί τόκοι εξυπηρέτησης του τεράστιου δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. υπολογίζεται να τριπλασιαστούν – από 185 δις $ το 2010 στα 554 δις $ το 2015), τοποθετούνται υπέρ του πληθωρισμού, αφού μειώνει σταδιακά το πραγματικό χρέος, ενώ περιορίζει το «βάρος» των ελλειμμάτων, ως ποσοστό επί του πληθωριστικά αυξανόμενου ΑΕΠ κλπ. Επομένως, είναι υπέρ των χαμηλών επιτοκίων, αφού διαφορετικά απειλούνται από τους υψηλούς τόκους.
Πρόκειται λοιπόν για μία εμφανέστατη, στενή αλλά και ευρύτερη σύγκρουση συμφερόντων, η οποία αφορά αφενός μεν «εσωτερικά» τη δύση (ΕΕ, Η.Π.Α., Ιαπωνία), αφετέρου το σύνολο του πλανήτη. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στα αριστερά του οποίου εμφανίζονται οι σημαντικότερες πλεονασματικές χώρες, ενώ στα δεξιά οι ελλειμματικές, είναι χαρακτηριστικός, σε σχέση με τα δύο «αντίπαλα στρατόπεδα»:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Πλεονασματικές – Ελλειμματικές χώρες σε δις $ – Εκτιμήσεις 2009
Α/Α | Χώρα | Ισοζύγιο | Α/Α | Χώρα | Ισοζύγιο |
1 | Κίνα | 297,10 | 1 | Η.Π.Α. | -419,90 |
2 | Ιαπωνία | 140,60 | 2 | Ισπανία | -74,47 |
3 | Γερμανία | 135,10 | 3 | Ιταλία | -66,57 |
4 | Νορβηγία | 55,32 | 4 | Γαλλία | -56,13 |
5 | Ρωσία | 48,97 | 5 | Καναδάς | -36,13 |
6 | Ολλανδία | 42,72 | 6 | Ελλάδα | -34,30 |
7 | Νότια Κορέα | 42,67 | 7 | Μ. Βρετανία | -32,68 |
8 | Ταϊβάν | 42,57 | 8 | Ινδία | -31,54 |
9 | Ελβετία | 35,91 | 9 | Αυστραλία | -29,89 |
10 | Κουβέιτ | 32,01 | 10 | Βραζιλία | -24,30 |
11 | Μαλαισία | 30,46 | 11 | Πορτογαλία | -23,38 |
12 | Σουηδία | 29,50 | 12 | Ιράκ | -19,90 |
13 | Σαουδική Αραβία | 26,50 | 13 | Τουρκία | -13,96 |
14 | Σιγκαπούρη | 25,35 | 14 | Ν. Αφρική | -11.53 |
15 | Χονγκ Κονγκ | 18,40 | 15 | Μεξικό | -10.12 |
Πηγή: The World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Ο τρίτος παράγοντας τώρα, ο οποίος «συμμετέχει» επίσης στη «σύγκρουση», είναι οι κυρίαρχοι κλάδοι των αντιμαχομένων οικονομιών. Η Γερμανία (όπως η Κίνα, αλλά και αρκετές άλλες χώρες), «υποστηρίζεται» κυρίως από τη βιομηχανία της – από την παραγωγή δηλαδή, η οποία είναι «υπεύθυνη» για την οικονομική της πρόοδο.
Αντίθετα, η οικονομία των Η.Π.Α. βασίζεται στο χρηματοπιστωτικό κλάδο, μέσω του οποίου επεκτείνεται «κυριαρχικά» σε όλες τις υπόλοιπες χώρες – επίσης στις αναπτυσσόμενες. Έχοντας δε εξελίξει τα μέγιστα το «χρηματοπιστωτικό θηρίο», πλαισιώνοντας το με πλήθος άλλους «οργανισμούς» (εταιρείες αξιολόγησης, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, επιφανείς οικονομολόγους, διεθνείς χρηματιστές, πανίσχυρα Hedge funds, μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ), έχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει τεράστια κέρδη, τα οποία φυσικά μονοπωλούνται από τον πλούσιο ιδιωτικό της τομέα – το Καρτέλ και τη Wall Street.
Η Ιαπωνία τώρα ευρίσκεται κάπου ενδιάμεσα, αφού είναι πλεονασματική, έχοντας ταυτόχρονα υψηλότατο δημόσιο χρέος (πλησιάζει το 220% του ΑΕΠ της), αλλά και απίστευτα μεγάλες ιδιωτικές αποταμιεύσεις (τριπλάσιες σχεδόν του ΑΕΠ της) – ενώ στηρίζεται στη βιομηχανική παραγωγή, ιδιαίτερα δε στην υψηλή τεχνολογία. Ο πρόσφατος όμως σεισμός τεραστίου μεγέθους, φαίνεται ότι θα αποσταθεροποιήσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της, ειδικά επειδή ο προϋπολογισμός της συνεχίζει να είναι ελλειμματικός (περί το 10%). Ας μην ξεχνάμε ότι, η προηγούμενη μεγάλη σεισμική καταστροφή στη χώρα (το 1995, ισχύος 7,3 ρίχτερ), κόστισε περί τα 110 δις € στην οικονομία της, η οποία συνεχίζει να πλήττεται από μία ύφεση (deflation) που έχει διαρκέσει πάνω από 20 χρόνια.
Συνεχίζοντας, ένας τέταρτος ίσως συγκρουσιακός παράγοντας, ο οποίος όμως δεν βρίσκει αντιμέτωπη τη δύση μεταξύ της, είναι οι πρώτες ύλες και ειδικά η ενέργεια – όπου οι «αντίπαλοι» είναι η Ρωσία, η Βραζιλία (η Ν. Αμερική γενικότερα), το Ιράν, μέρος της Αφρικής, οι χώρες του κόλπου κλπ. Το ισχυρό νόμισμα στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο όμως απαιτεί «αποπληθωριστικό» πλαίσιο (αύξηση επιτοκίων κλπ), είναι υπέρ των χωρών που δεν διαθέτουν ενεργειακό πλούτο και εναντίον αυτών (Ασία) που στηρίζονται στις εξαγωγές απλών καταναλωτικών αγαθών – ενώ ο πληθωρισμός, ιδίως αυτός που επικεντρώνεται στις τιμές των τροφίμων, είναι καταστροφικός για τις φτωχές, αναπτυσσόμενες οικονομίες (Ασία, Αφρική κλπ), οι οποίες κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό από «αποσταθεροποιητικές» εξεγέρσεις των πλειοψηφικά πεινασμένων Πολιτών τους.
Φυσικά ο πληθωρισμός, ιδίως ο υπερπληθωρισμός, περιορίζοντας τα πραγματικά εισοδήματα και αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων, είναι «θανατηφόρος» για τα αδύναμα στρώματα του πληθυσμού οποιασδήποτε χώρας του πλανήτη (μισθωτούς, συνταξιούχους κλπ) – αφού τα πλουσιότερα τμήματα έχουν τη δυνατότητα να ισορροπήσουν τις όποιες απώλειες του, απολαμβάνοντας υψηλότερες αμοιβές, επενδύοντας τα χρήματα τους σωστά ή αυξάνοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεων τους.
Η παγκόσμια κατάσταση λοιπόν σήμερα, έτσι όπως διαμορφώνεται τουλάχιστον από τους παραπάνω παράγοντες, είναι μάλλον επικίνδυνα θολή – με τις όποιες προβλέψεις, σε σχέση με την εξέλιξη της, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολες. Επομένως, η «ρητορική» ερώτηση, με την οποία ξεκινήσαμε το κείμενο μας, εάν δηλαδή βρεθούμε αντιμέτωποι τελικά με (υπερ)πληθωρισμό ή με αποπληθωρισμό, είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί – αφού εξαρτάται από πάρα πολλούς, αντικρουόμενους παράγοντες, καθώς επίσης από τις χώρες που τελικά θα επικρατήσουν.
Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η κρίση στην Ευρώπη έχει αναμφίβολα «αναζωπυρωθεί». Εκτός αυτού, όλα όσα ισχύουν σε παγκόσμια κλίμακα, σε σχέση με τη σύγκρουση συμφερόντων των ελλειμματικών με τις πλεονασματικές χώρες, όσον αφορά τις επιλογές μεταξύ πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού, το ύψος των επιτοκίων κλπ, ισχύουν προφανώς και για το εσωτερικό της Ευρώπης.
Περαιτέρω, η Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει τη στάση πληρωμών, διατηρώντας την ανεξαρτησία της, αφού δυστυχώς υποχρεώθηκε στην καταστροφική πολιτική του ΔΝΤ, ενώ έχασε την πρόσβαση της στις «αγορές» – χωρίς ουσιαστικό λόγο, αφού το συνολικό χρέος της είναι το μικρότερο στην Ευρωζώνη (μόλις 252% του ΑΕΠ της). Ο δανεισμός που απαιτείται, ύψους 22,54 δις € επί πλέον αυτών του μηχανισμού στήριξης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (αν και τελικά πιθανολογούμε ότι θα «βοηθήσει» η Γερμανία, έναντι πολλαπλών βέβαια ανταλλαγμάτων).
Επίσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος, το οποίο «εκβάλει» στο χρέος, αφού οι τόκοι αυξάνονται (στα 16 δις € το 2011 – ήτοι στο 30% περίπου των εσόδων), ενώ τα έσοδα περιορίζονται, επειδή το ΑΕΠ μειώνεται λόγω των «υφεσιακών» ΔΝΤ-μέτρων που έχουν ληφθεί. Για παράδειγμα, επειδή τα έσοδα αντιστοιχούν στο 22% περίπου του ΑΕΠ, όταν το ΑΕΠ μειώνεται κατά 10 δις €, τα έσοδα περιορίζονται κατά 2,2 δις €. Επομένως, οι υψηλότεροι συντελεστές φορολόγησης (ΦΠΑ κλπ) δεν σημαίνουν αυτόματα την είσπραξη περισσοτέρων φόρων σε απόλυτα μεγέθη – αφού ο τζίρος της οικονομίας, το ΑΕΠ μας δηλαδή, μειώνεται.
Τέλος οι δαπάνες, λόγω της μείωσης των μισθών, των συντάξεων κλπ, ουσιαστικά «αντισταθμίζονται», από τον περιορισμό της κατανάλωσης, καθώς επίσης από την ανεργία και τα αποτελέσματα της. Κατ’ επέκταση, δυστυχώς για τη χώρα μας, αλλά και για το ΔΝΤ, το οποίο «απειλείται» με ολοκληρωτική αποτυχία (με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μην «ευοδωθούν» τα σχέδια των Η.Π.Α., όσον αφορά την «εισβολή» τους στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, δια μέσου της ελληνικής «κερκόπορτας»), η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώνεται σε μεγάλο βαθμό. Ίσως για το λόγο αυτό έχασε τον αυτοέλεγχο του ο διευθύνων σύμβουλος του «ταμείου», βρίζοντας με έναν άθλιο τρόπο τη χώρα μας, τουλάχιστον εξευτελιστικό για τον ίδιο – εκτός εάν αποτελεί μέρος ενός «υπόγειου σεναρίου».
Συνεχίζοντας, η Ιρλανδία δεν πρόκειται επίσης να αποφύγει το μοιραίο, παρά το ότι προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της – αρνούμενη υπερήφανα, ακόμη και στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, να αποδεχθεί την ηγεμονία της Γερμανίας. Με συνολικό χρέος που υπερβαίνει το 700% του ΑΕΠ της, καθώς επίσης με τους Ισολογισμούς των τριών μεγαλύτερων τραπεζών της να ξεπερνούν το 200% του ΑΕΠ της, θεωρούμε μάλλον απίθανο να αρκεσθεί στα περίπου 85 δις € του μηχανισμού στήριξης – από τα οποία έχει η ίδια αναλάβει το 20%.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία «πλήττεται» από το δημόσιο χρέος, από τους τόκους του καλύτερα, η Ιρλανδία υποφέρει από το ιδιωτικό χρέος (τράπεζες), το οποίο μεταφέρεται δυστυχώς από την κυβέρνηση της, στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και από εκεί στο χρέος. Όταν αρχίσει δε να εφαρμόζεται και στην Ιρλανδία η «υφεσιακή» πολιτική του ΔΝΤ, παρά τις όποιες αντιρρήσεις της νέας κυβέρνησης της, η οποία διαδέχθηκε αυτήν που ουσιαστικά άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στους συνδίκους του διαβόλου, τα δεδομένα της οικονομίας της προφανώς θα επιδεινωθούν πολύ περισσότερο.
Όσον αφορά την Πορτογαλία, φαίνεται ότι τελικά θα υποκύψει με τη σειρά της, παρά το ότι το δημόσιο χρέος της υπολογίζεται στο 85% του ΑΕΠ της το 2010. Το συνολικό χρέος της, δημόσιο και ιδιωτικό, υπερβαίνει το 323% το ΑΕΠ της, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού της το 2010 διαμορφώθηκε μεν στο 7,3% του ΑΕΠ (από 9,4% το 2009), αλλά με τη βοήθεια της «δημιουργικής λογιστικής» – αφού οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της μεγάλης εταιρείας τηλεπικοινωνιών (Portugal Telekom), ύψους περί τα 2 δις €, «μεταφέρθηκαν».
Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην (τεχνητή) αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 1,1% του ΑΕΠ, με την ανάλογη «πλασματική» μείωση του ελλείμματος. Η ανακάλυψη της συγκεκριμένης «εξαπάτησης» έγινε από την J.P. Morgan, η οποία προφανώς θα επιθυμούσε να βοηθήσει τους «συναδέλφους» της πραιτοριανούς των τοκογλύφων, το ΔΝΤ δηλαδή, να εισβάλλουν ανενόχλητοι στην τρίτη χώρα της Ευρωζώνης.
Εκτός αυτού, παρά το ότι η κυβέρνηση της Πορτογαλίας ισχυρίζεται ότι θα επιτευχθεί ανάπτυξη, η κεντρική τράπεζα της χώρας προβλέπει ύφεση της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ – με αποτέλεσμα την αδυναμία περιορισμού των ελλειμμάτων. Τέλος, τα υψηλά επιτόκια του νέου δανεισμού της χώρας από τις «αγορές» (5,99% την τελευταία φορά, για δάνειο ύψους 1 δις € μόλις), δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Η Ισπανία τώρα υποτιμήθηκε από την Moody’s, κυρίως λόγω του ότι η εταιρεία αξιολόγησης προέβλεψε πως η διάσωση των τοπικών τραπεζών της θα κοστίσει πολύ περισσότερο, από τα 20 δις € που ισχυρίζεται η κυβέρνηση της (κατά την Moody’s το κόστος θα ανέλθει στα 40-50 δις €, τα οποία θα μπορούσαν να αυξηθούν στα 110-120 δις €). Παράλληλα, η ανεργία (20%) συνεχίζει να μαστίζει τη χώρα, όπως επίσης η κρίση στον κλάδο των ακινήτων, η οποία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Παρά το ότι λοιπόν η ΕΚΤ προσπαθεί να διατηρήσει έξω από την κρίση την Ισπανία (άρθρο μας), ισχυριζόμενη ότι έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, η κατάσταση της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Εμείς τουλάχιστον θεωρούμε αρκετά επικίνδυνη και την Ιταλία η οποία, με δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ της (συνολικό 315%), με πολιτικά προβλήματα, καθώς επίσης με έντονες «συνέπειες» από την αναταραχή στη Λιβύη (εισαγωγές πετρελαίου, επενδύσεις, μεταναστευτικό), δεν είναι σε τόσο καλή οικονομική θέση, όσο μας παρουσιάζεται.
Συμπερασματικά λοιπόν, έχουν συσσωρευτεί αρκετά γκρίζα σύννεφα στον ουρανό της Ευρωζώνης, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να μην προκαλέσουν μία καταστροφική καταιγίδα – ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξαιρετικά δύσκολη θέση, στην οποία ευρίσκεται η ΕΚΤ, έχοντας αγοράσει αρκετά ομόλογα των «προβληματικών» χωρών της ένωσης. Επίσης, τη θέση εκείνων των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες ασφαλίζουν τα δημόσια ομόλογα (CDS), όπως για παράδειγμα η αμερικανική AIG. Μία ενδεχόμενη στάση πληρωμών κάποιας χώρας, θα πυροδοτούσε αναμφίβολα μία ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το σύστημα.
ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ
Συνεχίζοντας, θεωρείται ότι υπάρχουν δύο μόνο τρόποι για να επιλυθεί μία κρίση χρέους αυτού του μεγέθους: Η διαγραφή χρέους ή/και η διάσωση (bailout). Αντίθετα, η κεφαλαιακή ενίσχυση των ελλειμματικών χωρών, δια μέσου της μεταφοράς (transfer union) κεφαλαίων από τις πλεονασματικές (άρθρο μας) δεν συζητείται, ενώ θα μπορούσε να είναι το επακόλουθο της πολιτικής ένωσης της Ευρωζώνης, στα πλαίσια της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Η διάσωση τώρα μίας χώρας, προϋποθέτει την αύξηση του ποσού που έχει εγκριθεί στο μηχανισμό σταθερότητας EFSF (φαίνεται ότι αποφασίσθηκε ήδη), καθώς επίσης τη διεύρυνση των «πρωτοβουλιών» του – έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. Εάν ο μηχανισμός αγόραζε τότε ομόλογα δημοσίου στην πρωτογενή αγορά (επίσης συμφωνήθηκε), θα μπορούσε να βοηθήσει τις αδύναμες χώρες να επανέλθουν στις αγορές, χωρίς το φόβο των υψηλών επιτοκίων. Σε συνδυασμό δε με την «εθελούσια» διαγραφή μέρους των χρεών, με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, θα μπορούσε ένας τέτοιος μηχανισμός να δημιουργήσει ξανά βιώσιμες συνθήκες εντός της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα θα μπορούσε να σταθεροποιήσει εκείνες τις χώρες, οι οποίες κινδυνεύουν από ενδεχόμενες διαγραφές χρεών των υπολοίπων (αλυσιδωτή αντίδραση), χωρίς να έχουν οι ίδιες ευθύνη.
Η διάσωση αυτής της μορφής θα ήταν ασφαλώς συνδεδεμένη με διάφορες, φυσικά αυστηρές αλλά μη «υφεσιακές» και δίκαιες προϋποθέσεις, για τις χώρες που θα έκαναν «χρήση» της – χωρίς όμως τη συμμετοχή του ΔΝΤ, το οποίο εξυπηρετεί άλλου είδους σκοπιμότητες (τους τοκογλύφους και το Καρτέλ). Έτσι, θα μπορούσε να επιτευχθεί η πραγματική εξυγίανση των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης, η οποία είναι αδύνατον να επιτευχθεί με τις μεθόδους του ΔΝΤ και χωρίς τη στήριξη του μηχανισμού σταθερότητας.
Εάν όμως κάτι τέτοιο δεν συμβεί, αν και φαίνεται ότι έχει πλέον αποφασισθεί σε γενικές γραμμές, τότε είναι πολύ πιθανόν να αναγκασθούν κάποιες χώρες να κηρύξουν μονομερώς στάση πληρωμών – οπότε αρκετές από τις υπόλοιπες θα αναγκασθούν να διαθέσουν τα ίδια ή και περισσότερα χρήματα για τη διάσωση των τραπεζών τους. Εκτός αυτού, το Ευρώ μάλλον θα κατέρρεε και η Ευρωζώνη πιθανότατα θα διαλυόταν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το σύνολο των κρατών της – ειδικά για τη Γερμανία, η οποία εξάγει σχεδόν το 75% των προϊόντων της στην ΕΕ, σε σταθερούς «πελάτες» και χωρίς να αντιμετωπίζει συναλλαγματικά προβλήματα (άνοδο της αξίας του νομίσματος, εφόσον δεν θα ήταν κοινό κλπ).
Η ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, το νούμερο ένα πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το έλλειμμα, αλλά ούτε και το χρέος – αυτού καθεαυτού. Το πρόβλημα της χώρας μας, όπως και πολλών άλλων υπερχρεωμένων κρατών (επιχειρήσεων και νοικοκυριών επίσης), είναι οι τόκοι – έτσι όπως διαμορφώνονται από τα τοκογλυφικά επιτόκια των αγορών, τα οποία ουσιαστικά προσδιορίζονται από το Βατικανό του Κεφαλαίου: την τράπεζα διεθνών διακανονισμών, την οποία έχουμε αναλύσει διεξοδικά. Ο Πίνακας ΙΙ είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Μεγέθη κρατικού προϋπολογισμού σε εκ. €
Έτη | 2007 | 2008 | 2009 | 2010 | 2011 |
Τόκοι | 9.791 | 11.207 | 12.325 | 13.223 | 15.920 |
Χρεολύσια | 22.544 | 26.246 | 29.135 | 19.549 | 28.130 |
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος / Νομισματική Πολιτική 2010 – 2011
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, οι τόκοι το 2011 θα είναι κατά 6,2 δις € υψηλότεροι, σε σχέση με το 2007 – ενώ θα συνεχίσουν να αυξάνονται ακόμη περισσότερο, επιδεινώνοντας διαρκώς τη θέση μας. Ουσιαστικά, εάν υπολογίσουμε ένα μέσο επιτόκιο δανεισμού ύψους 5% ετήσια, αυτό σημαίνει ότι σε 20 περίπου έτη πληρώνεται ολόκληρο το δημόσιο χρέος (κεφάλαιο), το οποίο όμως συνεχίζουμε να χρωστάμε εξ ολοκλήρου.
Το ίδιο συμβαίνει με τις επιχειρήσεις, οι οποίες επιβαρύνονται με υψηλότερα επιτόκια, καθώς επίσης με τα νοικοκυριά (ιδιώτες), τα οποία πολλές φορές (πιστωτικές κάρτες) χρεώνονται με επιτόκια της τάξης του 20% – γεγονός που σημαίνει ότι, σε 5 χρόνια οι τράπεζες εισπράττουν το σύνολο του δανείου τους, δια μέσου των τόκων, ενώ τα νοικοκυριά συνεχίζουν να το οφείλουν.
Κατά την άποψη μας λοιπόν, η λύση που οφείλουμε να επιδιώξουμε δεν είναι άλλη, από την «εκδίωξη» του ΔΝΤ και την αποπληρωμή, την ολοσχερή εξόφληση δηλαδή του συνολικού δημοσίου χρέους της χώρας μας σε 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με αυτό που δανείζονται οι τράπεζες (με το βασικό της ΕΚΤ, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο 1%) – παραμένοντας «έντιμοι» και χωρίς να ζητήσουμε την παραμικρή διαγραφή (haircut).
Στην περίπτωση αυτή, οι ετήσιοι τόκοι για το σύνολο των χρεών μας (περί τα 340 δις €, εκ των οποίων τα 100 δις € ανήκουν σε Έλληνες – τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία, ιδιώτες), θα ήταν περίπου 3,4 δις € το πρώτο έτος (μειούμενοι στη συνέχεια), ενώ τα χρεολύσια 8,5 δις € το χρόνο – συνολικά λοιπόν 11,9 δις €. Ο Πίνακας ΙΙΙ που ακολουθεί είναι επιβοηθητικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ IΙΙ: Χρηματοδοτικές ανάγκες κρατικού προϋπολογισμού 2011 σε εκ. €
Έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού | 20.857 |
Χρηματοδότηση φορέων με ειδικά ομόλογα | 420 |
Ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας | 2.000 |
Συμμετοχή σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τραπεζών κλπ | 51 |
Χρεολύσια μεσομακροπρόθεσμου χρέους | 28.130 |
Πρόβλεψη εξόφλησης βραχυπρόθεσμου χρέους | 18.000 |
Σύνολο χρηματοδοτικών αναγκών | 69.458 |
Χρηματοδότηση από | |
Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου | 420 |
Μηχανισμό Στήριξης* | 46.500 |
Νέος δανεισμός από τις «αγορές» | 22.538 |
Σύνολο δανεισμού | 69.458 |
* Ουσιαστικά είναι 40 δις €, όπως στον Πίνακα Ι. Διαμορφώθηκαν στα 46,5 δις € επειδή λάβαμε καθυστερημένα τη δόση από την ΕΕ, τον Ιανουάριο του 2011.
Πηγή: Προϋπολογισμός 2011, σελίδα 74
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Εάν από το προϋπολογιζόμενο έλλειμμα του 2011, το οποίο εμφανίζεται στον Πίνακα ΙΙΙ (20,857 δις €), αφαιρέσουμε τους τόκους (15,92 δις €) και προσθέσουμε τα «νέα τοκοχρεολύσια» (11,9 δις €), το συνολικό ποσόν που θα απέμενε για χρηματοδότηση θα ήταν 16,837 δις € συν περίπου 2,5 δις € (ταμείο σταθερότητας κλπ) – οπότε γύρω στα 19,34 δις € (το έλλειμμα του 2011 θα διαμορφωνόταν στα 8,34 δις € σαν αποτέλεσμα των χαμηλότερων τόκων, ή στο 3,65% του προϋπολογιζόμενου ΑΕΠ των 228.408 εκ. € για το 2011).
Αυτά τα 19,34 δις € θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με την έκδοση Εθνικών ομολόγων σε ετήσια βάση (εσωτερικός δανεισμός), έως εκείνο το χρονικό σημείο που θα καλύπτονταν από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού (σωστή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, μείωση των περιττών κρατικών δαπανών, φορολόγηση των «εμπορικών» πολυεθνικών επί του τζίρου κλπ) – κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν βέβαια επανερχόταν η αισιοδοξία στην Ελλάδα, μέσα από την προοπτική για το μέλλον (εξόφληση του χρέους σε 40 έτη, με 1%), καθώς επίσης εάν κέρδιζε η Πολιτεία την εμπιστοσύνη των Πολιτών της.
Στην περίπτωση δε των εθνικών ομολόγων, οι όποιοι τόκοι θα παρέμεναν εντός της Ελλάδας, οδηγούμενοι στις επενδύσεις ή στην κατανάλωση – γεγονός που σημαίνει ότι, αφενός μεν θα αυξανόταν το ΑΕΠ μας, αφετέρου ένα μέρος τους θα επέστρεφε ξανά στο δημόσιο. Επομένως, η ωφέλεια για την Ελλάδα θα ήταν πολλαπλή ενώ, στην αντίθετη περίπτωση (δανεισμός από ξένους), η ζημία είναι πολλαπλή, παράλληλα με τις αρνητικές εξαρτήσεις, καθώς επίσης με τους κινδύνους για την εθνική μας κυριαρχία.
Ειδικά όσον αφορά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής, όπου η Γερμανία φαίνεται να συναίνεσε στη μείωση του επιτοκίου κατά 1%, μόνο για τα 110 δις € του δανείου μας από το μηχανισμό, υπό την προϋπόθεση της εκποίησης δημόσιας περιουσίας ύψους 50 δις € (!), η ανάγκη «απεξάρτησης» μας από το «άρμα» της, το οποίο ανήκει φυσικά στο διεθνές Καρτέλ, είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική.
Άλλωστε, υπάρχει και μία δεύτερη, εναλλακτική λύση, την οποία έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας: ο μηδενισμός του χρέους. Προφανώς υπάρχουν πολλές άλλες ακόμη, οι οποίες δεν μεταθέτουν το πρόβλημα επαυξημένο στο μέλλον, αλλά το επιλύουν ριζικά στο παρόν. Σε κάθε περίπτωση, όταν μία οικονομία επιβαρύνεται με επιτόκια που υπερβαίνουν το ρυθμό ανάπτυξης της, η αύξηση των χρεών της δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί.
Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ
Οι τόκοι, στην ευρύτερη έννοια τους, είναι «μακράν» το σημαντικότερο πρόβλημα της Ελλάδας – ταυτόχρονα, η «κακοδιαχείριση» επιτοκίων και χρεών, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της «φυλής» μας (σε πλήρη αντίθεση με τους Εβραίους). Στους τόκους κυρίως οφείλεται το συνεχές άγχος των Ελλήνων, καθώς επίσης η κακή ποιότητα ζωής στην Ελλάδα – χωρίς φυσικά να υποτιμούμε την απίστευτη διαφθορά του συνολικού σχεδόν πολιτικού μας συστήματος (πάντοτε με φωτεινές εξαιρέσεις), την καταστροφική γραφειοκρατία, την προχειρότητα, τα προβλήματα στην ίδρυση, λειτουργία και κλείσιμο των επιχειρήσεων, όπως και πολλά άλλα
Ειδικότερα, αρκετοί Πολίτες της χώρας μας, ιδιαίτερα το δημόσιο, καθώς επίσης οι πάσης φύσεως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι ουσιαστικά θύματα των τόκων – συνήθως με δική τους υπαιτιότητα. Η αιτία είναι το ότι, έχουν συνηθίσει αφενός μεν να δανείζονται αλόγιστα, χωρίς να διαπραγματεύονται καν τα επιτόκια, αφετέρου να μην εξοφλούν σωστά τις υποχρεώσεις τους – καθώς επίσης να μην διαχειρίζονται ορθολογικά τις «μετρητοίς» πληρωμές τους, απαιτώντας λογικές εκπτώσεις (εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν στη Γερμανία).
Άμεσα (επιτόκια) ή έμμεσα (τιμές αγοράς) λοιπόν, αρκετοί Έλληνες επιβαρύνονται με τεράστιους τόκους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ξεχρεώσουν σχεδόν ποτέ τα δάνεια τους – ή να μην καλυτερεύουν, όσο αξίζουν, την ποιότητα ζωής τους, παρά το ότι εργάζονται πολύ περισσότερο, από όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Για παράδειγμα, επειδή το Ελληνικό Δημόσιο αργεί συστηματικά να πληρώσει τους προμηθευτές του, χρεώνεται με σημαντικά υψηλότερες τιμές τα προϊόντα που αγοράζει – ειδικά τα φάρμακα και τον εξοπλισμό. Οι υψηλότερες αυτές τιμές (πολλές φορές υπερδιπλάσιες) είναι ουσιαστικά τόκοι, οι οποίοι πολύ συχνά αντιπροσωπεύουν ετήσια επιτόκια της τάξης του 100%. Αυτό σημαίνει ότι, κάθε χρόνο εξοφλείται το κεφάλαιο μέσω των τόκων, ενώ το δημόσιο συνεχίζει να το χρωστάει, επιβαρύνοντας, δυσανάλογα και αδικαιολόγητα, τις δαπάνες του προϋπολογισμού. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και με πολλές μεγάλες ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης με αρκετούς καταναλωτές.
Από την άλλη πλευρά, αρκεί να αναφέρουμε ότι, η καθυστέρηση μίας δόσης προς το δημόσιο χρεώνεται έως και 1,5% μηνιαία (18% επιτόκιο – εξόφληση σε πέντε χρόνια του κεφαλαίου μέσω των τόκων, το οποίο συνεχίζουμε να χρωστάμε), για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος – το οποίο επεκτείνεται στα επιτόκια υπερημερίας κλπ, ειδικά αυτά των πιστωτικών καρτών, τα οποία είναι τουλάχιστον εγκληματικά.
Φυσικά, όσον αφορά το δημόσιο, η καθυστέρηση των πληρωμών, εκτός του ότι προκαλεί τη δυσανάλογη αύξηση των τιμών αγοράς του, «προσελκύει» παράλληλα τη διαφθορά – η οποία επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το κόστος του. Το γεγονός αυτό είναι απόλυτα γνωστό στους αρχιερείς των διαφθορέων, στη γερμανική βιομηχανία, η οποία εκμεταλλεύεται τα μέγιστα την απίστευτη ανοησία της χώρας μας. Επίσης στις τράπεζες, οι οποίες απομυζούν στην κυριολεξία τους Έλληνες οφειλέτες, «διατηρώντας» τους πάντοτε χρεωμένους.
Στο συγκεκριμένο πρόβλημα θα έπρεπε ίσως να επικεντρωθούν οι προσπάθειες της Πολιτείας, επειδή η επίλυση του θα ήταν πιθανότατα το έναυσμα που χρειάζεται η χώρα μας, για να ξεφύγει από την ύφεση και να οδηγηθεί στην ανάπτυξη. Κατά την άποψη μας, εάν τοποθετούνταν όρια στα επιτόκια των τραπεζών, παράλληλα με τη διαγραφή τόκων των καταναλωτών ή των επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, θα δημιουργούνταν πολύ γρήγορα εκείνες οι προϋποθέσεις, τις οποίες χρειάζεται η Ελλάδα για να αναπτυχθεί ορθολογικά (κάτι που όμως πολύ δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί από κόμματα, τα οποία χρωστούν τα ίδια δεκάδες εκατομμυρίων στις τράπεζες, με αποτέλεσμα να υπακούουν στις «εντολές» τους).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτισμικό. Ουσιαστικά ζούμε σε μία πανέμορφη, πάμπλουτη χώρα, την οποία δυστυχώς δεν εκτιμούμε όσο πρέπει και δεν προστατεύουμε όσο θα μπορούσαμε. Η πατρίδα μας, εκτός του ότι έχει το μικρότερο συνολικό χρέος σε όλη την Ευρώπη, με υγιείς τράπεζες και με μη προβληματική αγορά ακινήτων, διαθέτει σημαντικότατη ακίνητη περιουσία, καθώς επίσης αρκετές δημόσιες, κοινωφελείς και άλλες επιχειρήσεις – ενώ πολλές δυτικές χώρες, χωρίς να εξαιρούνται η Γερμανία και η Μ. Βρετανία, έχουν «ξεπουληθεί», ανήκοντας στην κυριολεξία στους φοροφυγάδες του Καρτέλ.
Δυστυχώς, επειδή η Ελλάδα είναι πάμπλουτη, υποφέροντας παράλληλα από μία άνευ προηγουμένου κακοδιαχείριση των οικονομικών της, από τις κυβερνήσεις των τελευταίων τριάντα ετών (από την ολλανδική νόσο επίσης), ευρίσκεται στην κυριολεξία στο μάτι του κυκλώνα – με τους «υπηρέτες» των αγορών στις Η.Π.Α., στη Γερμανία κλπ, να κάνουν ότι μπορούν για να λεηλατήσουν τον πλούτο της (επιχειρήσεις και ακίνητη περιουσία, ιδιώτες και δημόσιο).
Σε αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δεν παράγουμε τίποτα, ίσως αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι, η αξία ενός παραδεισένιου νησιού μας, όπως για παράδειγμα της Μυκόνου ή της Κέρκυρας, υπερβαίνει την αξία πολλών μαζί βιομηχανικών μονάδων – ενώ ουσιαστικά οι Έλληνες αντιπαθούν τη βιομηχανία, επιλέγοντας αντί αυτής το φυσικό περιβάλλον (χωρίς να σημαίνει ότι, δεν πρέπει να δραστηριοποιηθούμε περισσότερο στην παραγωγή προϊόντων). Επίσης ότι, διαθέτουμε την νούμερο ένα ναυτιλία στον κόσμο, παρά το ότι ο πληθυσμός μας δεν υπερβαίνει τα 11 εκατομμύρια.
Ανεξάρτητα όμως από τη συγκεκριμένη διαπίστωση, οφείλουμε κατά την άποψη μας να αλλάξουμε αμέσως τρόπο ζωής – διαχειριζόμενοι σωστά τα οικονομικά μας και ελέγχοντας ενεργητικά την Πολιτεία (άμεση δημοκρατία), αλλά και τα ΜΜΕ, εάν δεν θέλουμε να χρεοκοπήσουμε χωρίς λόγο ή να γίνουμε προτεκτοράτο ενός οποιουδήποτε άλλου κράτους. Ειδικά όσον αφορά τα σημερινά προβλήματα μας, επιθυμούμε να τονίσουμε ακόμη μία φορά ότι, πρέπει να επιδιώξουμε την ολοκληρωτική εξόφληση του δημοσίου χρέους μας με ετήσιες, εφικτές και μακροπρόθεσμε δόσεις, με το ελάχιστο δυνατόν επιτόκιο.
Ολοκληρώνοντας, ίσως η παρούσα κρίση να μας αναγκάσει να μάθουμε να εκτιμάμε και να προστατεύουμε αυτόν τον παράδεισο που μας προσφέρθηκε, καθώς επίσης τη Δημοκρατία μας – η οποία, αν και δύσκολη στη λειτουργία της, πράγματι αρκετά προβληματική, είναι κατά πολύ προτιμότερη και ασύγκριτα πιο ανθρώπινη, από τον απολυταρχικό καπιταλισμό της Ασίας και το μονοπωλιακό της «δύσης».
Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com
* Ο Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.