Τι ανέφερε στο στο 24ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Κοινωνικής Παιδιατρικής και Προαγωγής της Υγείας ο εκδότης του “Θεσσαλικού Ημερολογίου” Κώστας Σπανός.
Το παιδί, καθώς αποτελεί την επιβεβαίωση της οικογενειακής συνέχειας, βρίσκεται πάντοτε στο κέντρο του ενδιαφέροντος των γονιών του. Με την ανατροφή του προσδοκούν, πολλές φορές, να ολοκληρώσουν τα δικά τους ανεκπλήρωτα όνειρα. Η αγάπη των δύο γονιών είναι μεγάλη, αλλά η μητέρα διακρίνεται για την τρυφερότητα και την λεπτότητα των αισθημάτων της. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες, εκδηλώνοντας την ανείπωτη χαρά της, μετά τον θηλασμό του νεογέννητου προσπαθεί να το αποκοιμίσει νανουρίζοντάς το με κάποια ολιγόστιχα τραγουδάκια, τα γνωστά μας νανουρίσματα. Με αυτά, όπως μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, εδώ και πολλούς αιώνες, η νεαρή μητέρα, φορέας της οικογενειακής της παράδοσης, αλλά και όλου του οικισμού στον οποίο ζούσε, τόνιζε τα ψυχικά και σωματικά χαρίσματα του νεογέννητου, με έναν ευρηματικό και αξιοζήλευτο τρόπο. Μετατρέπεται στον άγγελο φύλακα του μωρού της, εξασφαλίζοντας τον ήρεμο ύπνο του, ακόμα και από τον θόρυβο των πουλιών.
Νάνι, νάνι, νάνι του
και καλά κρατάτε το.
Παραθύρια μη βροντάτε
χελιδόνια μη λαλάτε.
Το παιδούλι μου κοιμάται
χελιδόνια μη λαλάτε.
Οι ποιητικές εικόνες, σμιλευμένες στο πέρασμα των αιώνων, με σχετική ομοιοκαταληξία, από μάνα σε κόρη, εντυπωσιάζουν με τον νατουραλισμό τους:
Πάρτε το, μωρέ κορίτσια,
σύρτε το πέρα στα ίτσια
και στου Μάη τα λουλουδίτσια,
να του δώσ’ ο Μάης λουλούδια
κι ο περιβολάρης καλούδια..
Καθώς το νεογέννητο αντιμετωπίζει προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον του, η μητέρα εύχεται να είναι υγιές, και προσθέτει την επιθυμία της αυτή, ως ευχή, στο τέλος του νανουρίσματος:
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι,
κι όπου του πονεί να γιάνει.
Καθώς η προσαρμογή του μωρού δεν γίνεται αμέσως μετά τον τοκετό, συχνά ο ύπνος του είναι δύσκολος. Η αγρότισσα μητέρα, αγωνιά για την υγεία του, αλλά σκέφτεται και τις πολλές δουλειές που έχει να κάνει. Προσπαθεί, λοιπόν, να το κοιμίσει και προσκαλεί τον ύπνο, σε πρώτο πρόσωπο, να βοηθήσει το παιδί της:
Νάνι, νάνι το μικρό μου,
νάνι, νάνι το μωρό μου.
΄Ελα ύπνε, ύπνωσέ το
και καλά αποκοίμησέ το.
Πάρ’ το, σύρ’ το στα λουλούδια
να κοιμάται με τ’ αρνούλια..
Οι αγρότες γονείς συχνά έλειπαν από το σπίτι. Στη θέση τους έμεινε η γιαγιά, η ανύπαντρη κουνιάδα και καμιά φορά η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας. Μία από αυτές, λοιπόν, φρόντιζε να κοιμίσει το νεογέννητο, τραγουδώντας απαλά το νανούρισμα, δίνοντας και την ταυτότητα της γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας:
Νάνι, νάνι, νάνι του,
ώσπου να ’ρθ’ η μάνα του
κι ο μπαμπάς απ’ το μαντρί
να του φέρει κατιτί,
καραμέλες στο χαρτί.
Ο ύπνος δεν έρχεται πάντοτε αμέσως και γι’ αυτό το νανούρισμα συνεχίζεται, με μικρότερη, όμως, ένταση καθώς έρχεται ο πρώτος, όπως έλεγαν οι παλιοί, δηλαδή άρχισαν να βαραίνουν τα βλέφαρα του μωρού. Η ποιητική ευρηματικότητα, της αναλφάβητης συνήθως αγρότισσας των περασμένων εποχών, και πάλι παίρνει τη θέση της, στο επόμενο νανούρισμα:
Νάνι, νάνι, νάνι του
ώσπου να ’ρθ’ η μάνα του
απ’ τον Δαφνοπόταμο
κι από την κρυόβρυση,
να του φέρει λούλουδα,
λούλουδα τριαντάφυλλα
και μοσχογαρίφαλα.
Καθώς περνούν οι μήνες, το νεογέννητο μεγαλώνει και η μητέρα τώρα το κρατάει στα γόνατά της και το χορεύει, λέγοντας μικρά τραγουδάκια, τα γνωστά ταχταρίσματα. Άλλα από αυτά είναι ολιγόστιχα, σαν αρχαία επιγράμματα, και άλλα λίγο μεγαλύτερα σε στίχους. Η αγρότισσα μητέρα ξεκουραζόταν μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές και γι’ αυτό εκφράζει την επιθυμία της να είναι πολλές οι αργίες για να αφοσιωθεί απερίσπαστη στη φροντίδα του παιδιού της:
Τάμπουρ, τούμπουρ, τουμπουρλές
να ’ταν και ταχιά γιορτές
και μεθαύριο Πασχαλιές
να χορεύουμε το μπούλη (ή τη μπούλα).
Κάθε μητέρα, όπως και η κουκουβάγια του μύθου, βρίσκει ότι το δικό της παιδί είναι ανώτερο από όλα τα άλλα. Όσον αφορά την κόρη της, τονίζει την ανωτερότητά της με τα αξιόλογα προικιά της, ενώ των άλλων κοριτσιών η προίκα είναι πενιχρή, ένα κόσκινο κουκιά! Μία τέτοια έπαρση, ποιητική αδεία φυσικά, συγχωρείται:
Τα παιδάκια τα καλά
πέντε δέκα στον παρά.
Τ’ άλλα τα κατώτερα
μια κουπάνα πίτυρα.
Τα κορίτσια τα καλά
πέντε δέκα στον παρά
και τα δίνουν για προικιά
ένα κόσκινο κουκιά.
Η αγρότισσα μητέρα είχε πάντοτε ανάγκη από βοήθεια. Γι’ αυτό, σε ένα από τα ταχταρίσματα, εκφράζει την επιθυμία να μεγαλώσει γλήγορα το παιδί της για να τη βοηθάει, στις αγροτικές εργασίες, κυρίως στον αλωνισμό ετοιμάζοντας τα κόσκινα-δερμόνια:
Το παιδί μας το μικρό
χάλνα το και φκιάσ’ το δυο.
Τάμπουρ, τούμπουρ πέστε το
να τρανέψει γλήγορα
να βοηθάει τη μάνα του,
να τρυπάει τα κόσκινα
και τα παλιοπύκναδα.
Το νεογέννητο κορίτσι, τόσο η μητέρα του, όσο και οι γιαγιάδες του, το βλέπουν ως μία μελλοντική νυφούλα. Η αποκατάστασή του είναι το κύριο μέλημά τους και το φανερώνουν και στο ταχτάρισμα της μικρούλας κόρης και εγγονής. Ο γαμπρός, φυσικά, δεν θα είναι όποιος κι όποιος, αλλά το παιδί, δηλαδή το αγόρι, του βασιλιά:
Έχουμε εμείς κορίτσι
έχ’ κι ο βασιλιάς παιδί
θα τ’ αρραβωνιάσουμε
για να συμπεθεριάσουμε.
Η έπαρση της μητέρας φτάνει στα ύψη της, στο επόμενο ταχτάρισμα, στο οποίο η αξία της κόρης της είναι μεγαλύτερη από εκείνη ενός βασιλόπουλου:
Έχουμε εμείς κορίτσι,
έχ’ κι ο βασιλιάς παιδί.
Να τ’ αρραβωνιάσουμε
πάλι δεν ταιριάζουμε.
Έχει πόρτες χαμηλές,
καβαλάρη δεν χωράει.
Η αποκατάσταση του παιδιού δεν αφορά μόνο το κορίτσι, αλλά και το αγόρι, το παιδί. Ο γάμος, όμως, του παλιού καιρού, με τους οργανοπαίκτες και καλεσμένους όλους τους χωριανούς, ήταν πολυέξοδος και γι’ αυτό ο λαϊκός ποιητής του επόμενου ταχταρίσματος τα υπολόγισε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Μάλιστα, προτείνει να γίνει ο γάμος την άνοιξη, εποχή κατά την οποία οι κτηνοτρόφοι εισπράττουν κάποια χρήματα από την πώληση των αρνιών, των κατσικιών και των χοιριδίων:
Του παιδάκι μου το γάμο
το χειμώνα δεν τον κάνω.
Θα τον κάνουμε την άνοιξη
που ’ρχονται τ’ αρνιά ’π’ τον κάμπο,
τα κατσίκια ’π’ το πουρνάρι
τα γουρούνια ’π’ το βαλάνι.
Σύρε μπαμπά και μάστα ούλα
να παντρέψουμε το μπούλη.
Η φαντασία του λαϊκού ποιητή αποδεικνύεται πολυτάλαντη στους αγερμούς, στα ποικίλα δηλαδή κάλαντα. Οι εικόνες μιας ιδεατής κατάστασης, την οποία βιώνει το παιδί και οι συχνές αλληγορίες, αναδεικνύουν τα κάλαντα σαν ποιήματα, δημιουργήματα του πιο δόκιμου ποιητή. To παιδί στη σαρμανίτσα, στο λίκνο του, το φροντίζουν με περισσό ενδιαφέρον τρεις υπηρέτριες (βαϊοπούλες), στις οποίες ανέθεσαν την περιποίησή του οι γονείς:
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το κανακεύουν
κι η μια την άλλη έλεγε κι η μια την άλλη λέει:
-Το τι να τ’ αγοράσουμε;
– Κουδούνια από γεράκια,
για να τ’ ακούει η μάνα του, να χαίρετ’ η καρδιά της,
για να τ’ ακούει ο πατέρας του, να χαίρετ’ η ψυχή του.
Σε μία παραλλαγή του τραγουδιού αυτού απηχείται η κτηνοτροφική ζωή του παλιού καιρού:
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν κι οι τρεις αράδ’- αράδα.
Η μια την άλλη έλεγε, η μια την άλλη λέει:
-Άντε μας, να του δώσουμε κουμπί και δαχτυλίδι,
όσο να ρθει η μάνα του με δυο καρδάρια γάλα,
με δυο, με τρία, με τέσσερα, μ’ ένα ζυγό παιγνίδια.
Στο επόμενο τραγούδι, γίνεται μνεία του θηλασμού και του φασκιώματος του νεογέννητου αγοριού. Η μητέρα του προσεύχεται και παρακαλεί τον Θεό να το φυλάγει υγιές, σαν το κόκκινο μήλο, και αγνό, σαν το λευκό τριαντάφυλλο:
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
μικρή ’ταν η κουνίτσα του κι αργυρή η φασκιά του
και το βυζί που βύζαινε όλο μαργαριτάρι.
Κι η μάνα του παρακαλεί μπροστά μεριά στην πόρτα.
-Θε μου, να γίνει κόκκινο, Θε μου, να γίνει άσπρο,
άσπρο σαν το τριαντάφυλλο, κόκκινο σαν το μήλο.
-Μάνα μ’, να το περιχαρείς, πολύ να το κερδέσεις,
χορέψεις και στο γάμο του με δυο, με τρία μαντίλια,
με δυο, με τρία, με τέσσερα, με μια ζυγιά νταούλια.
Μία άλλη, όμως, μητέρα παρακαλεί τον Θεό να χαρίσει πλούτο στο παιδί της:
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
όταν το κάν’ η μάνα του με πόνους και με δάκρυα,
κι αυτή στη θύρα στέκονταν, το Θιο παρακαλούσε:
-Θεέ μου, ρίξε μάλαμα, Θεέ μου, ρίξε ασήμι.
Και πήγε ο Θιος και έριξε καθάριο δαχτυλίδι.
Το δαχτυλίδι πέρασε και πήγε πέρα-πέρα.
Πέρα, κορούλα μου ξανθή, πέρα στις μαυρομάτες
που έχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι.
Ο γιος είναι πάντα το καμάρι της οικογένειας, ο χαϊδεμένος, για τον οποίο η μητέρα αφιερώνει πολύ χρόνο κι έχει ως στόχο να τον ιδεί μία μέρα γραμματιζούμενο και μορφωμένο. Τον συμβουλεύει, λοιπόν, να μάθει γράμματα, στο τραγούδι που ακουγόταν την παραμονή των Χριστουγέννων, στο σπίτι με μικρό αγόρι, στο οποίο βλέπουμε και μία εικόνα του παλιού τρόπου διδασκαλίας των παιδιών, αλλά και της όμορφης γυναίκας:
Η μάνα που έχει έναν γιο, υγιό και χαϊδεμένο,
τον έλουζε, τον χτένιζε, στο δάσκαλο τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με τη χρυσή του βέργα.
-Παιδί μου, μάθε γράμματα, παιδί μου βάλε γνώση.
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους σου πέρα-πέρα,
πέρα σ’ εκείνες τις όμορφες, πέρα στις μαυρομάτες,
που έχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι.
Τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο και γι’ αυτό, στο τραγούδι για την μικρή κόρη, την παραμονή των Χριστουγέννων, κυριαρχεί το θέμα της μελλοντικής αποκατάστασής της. Η μητέρα κρύβει την όμορφη μοναχοκόρη της με τα σγουρά μαλλιά και τις όμορφες πλεξούδες στα σύννεφα, για να μην την ιδεί κανένας, προφανώς για να μην τη βασκάνει. Όμως ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα και φάνηκε η κόρη. Την είδε ένας περαστικός πραματευτής και την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και έπεσε να πεθάνει. Η μητέρα βλέποντας πως ήταν ένας ευκατάστατος πραματευτής, δέχθηκε, χωρίς αντιρρήσεις, να τον κάνει γαμπρό της. Σε μία παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού, ο ερωτοχτυπημένος είναι ο γραμματικός του οικισμού, τον οποίο η μητέρα κρίνει κατάλληλο, επίσης, για γαμπρό της:
Μάνα μ’, τη θυγατέρα σου, μάνα μ’ την μοναχή σου,
την έλουζες, τη χτένιζες, στα σύννεφα την κρύβεις
και σκόρπισαν τα σύννεφα και φάνηκε η κόρη
και φάνηκαν τα σγουρά μαλλιά, τ’ αρχοντικά πλεξίδια.
Πραματευτής εδιάβαινε, πέφτει για να πεθάνει.
-Σήκω, σήκω, πραματευτή, γαμπρό για να σε κάνω,
γαμπρό στη θυγατέρα μου, γαμπρό στη μοναχή μου.
Σε μία παραλλαγή του τραγουδιού αυτού, την όμορφη κόρη
«την είδε ο ήλος κι έλαμπε και το φεγγάρι εχάθη,
την είδε κι ο πραματευτής κι έπεσε να πεθάνει»,
και σε μία άλλη
«την είδε ο Θιός, την είδε η γη, την είδε ο κόσμος όλος,
την είδε κι ο πραματευτής κι έπεσε να πεθάνει».
Όπως γίνεται αντιληπτό, από χωριό σε χωριό, ο λαϊκός τραγουδιστής σμιλεύει με τον τρόπο του τον στίχο του τραγουδιού, επιδιώκοντας να τον εξωραΐσει.
Οι αγερμοί του Λαζάρου διακρίνονται και αυτοί για τον πλούτο των εικόνων και την ευρηματικότητα του λαϊκού ποιητή. Στο σπίτι με μικρό αγόρι, οι Λαζαρίνες έλεγαν ένα σύντομο τραγούδι, στο οποίο κυριαρχεί η παρουσία των λουλουδιών:
Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι,
τριγύρω γύρω έφερνε, βασιλικό μαζεύει.
Βασιλικό κι αμάραντο και μοσχοκαραφύλλη.
Δίνει χεριά στη μάνα του, χεριά στην αδερφή του,
χεριά κρατεί στον κόρφο του για να ’χει να μυρίζει.
Πλουσιότερο σε στίχους, με κάποια απήχηση της κλεφταρματολικής ζωής που συμπλέει με μία θαυμάσια ανοιξιάτικη εικόνα, είναι το επόμενο, το οποίο έλεγαν οι Λαζαρίνες στο σπίτι με μικρό αγόρι:
Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι,
σιμά σ’ αφέντη κάθεται, σιμά σε φλαμπουράκι
και στο σπαθάκι ακούμπησε, τρεις μήνες λογαριάζει.
Τρεις μήνες, τρία ’ξάμηνα, τρία καλοκαιράκια.
-Απρίλη, Απρίλη δροσερέ, Μάη καταδροσάτε,
όλο τον κόσμο δρόσισες στα άνθη, στο λουλούδι
και μένα με παράτησες σε μια παρδαλομάτα.
Στο επόμενο τραγουδάκι, η διάρκεια του τοκετού ήταν μεγάλη: άρχισε αργά το σαββατόβραδο μέχρι την Κυριακή. Οι τελευταίοι στίχοι του απηχούν ένα έθιμο του Πάσχα, σύμφωνα με το οποίο ο νουνός, έντυνε το κουμπαρούδι του, δηλαδή του πρόσφερε μία καινούργια ενδυμασία και υποδήματα:
Ένα μικρό, μικρούτσικο, σαββατογεννημένο,
Σαββάτο αργά γεννήθηκε, την Κυριακή όλη μέρα.
Το βράδι το βάζουν κόκκινα και το πρωί γαλάζια
και τη Δευτέρα της Πασχαλιάς του νούνου τα καλούδια.
Η παρουσία του παιδιού στα δημοτικά τραγούδια είναι μακρόπνοη, καθώς ο αριθμός τους, από περιοχή σε περιοχή είναι μεγάλος, εξαιτίας κυρίως των πολλών παραλλαγών κάθε τραγουδιού, και δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας ομιλίας. Η αποψινή σύντομη περιδιάβασή μας έγινε στα δημοτικά τραγούδια του τόπου μου, της Θεσσαλίας, τα οποία είναι εξαιρετικής σύνθεσης, όπως φυσικά και όλων των διαμερισμάτων της χώρας μας. Σας ευχαριστώ.