Ποια είναι η ταυτότητα του Θεσσαλού μετανάστη; Ποια ιστορικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά αυτός παρουσιάζει; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά ο αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μιχάλης Ζουμπουλάκης, μέσα από μια σημαντική και ενδιαφέρουσα επεξεργασία στοιχείων.
Έλληνες μετανάστες, σύμφωνα με τον ίδιο έχουμε πολύ πριν τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους (15ος Βυζαντινοί στην Ιταλία, 17ος Μανιάτες στη Κορσική και τη Νάπολη, 18ος ελληνικές εμπορικές παροικίες στην Τεργέστη, Λονδίνο, Βιέννη, Βουδαπέστη, Τρανσυλβανία, Οδησσό και Αλεξάνδρεια).
Νέα ώθηση έχουμε μετά το 1890, με βασικά χαρακτηριστικά την εξαγωγή πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού για αναζήτηση καλύτερης τύχης (εθελοντικά μεν αλλά σχεδόν αναγκαστικά). Όσον αφορά το πρώτο κύμα αυτό χρονολογείται μεταξύ 1830- 1890, αριθμώντας περίπου 2.700 όλοι (εκτός 5) στις ΗΠΑ για εμπορικούς λόγους (Ν. Υόρκη-Λουϊζιάνα).
Το δεύτερο κύμα σημειώνεται μεταξύ 1890-1940 και αριθμεί περίπου 495.300 κυρίως προς ΗΠΑ (446.000) λόγω της εθνικής και οικονομικής αστάθειας στην Ελλάδα και τη Μ. Ασία (1897, 1912-13, 1922 + σταφιδική κρίση). Πρόκειται κυρίως για μαζική μετανάστευση πρόσκαιρου χαρακτήρα ενός μέλους της οικογένειας.
Το τρίτο κύμα σημειώνεται μεταξύ 1950-1980, με περίπου 1.290.000 μετανάστες οι οποίοι κατευθύνονται κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία (623.320), Αυστραλία (170.000), ΗΠΑ (155.000), και Καναδά (107.000) λόγω της μεταπολεμικής ανέχειας στην ελληνική ύπαιθρο, της υποαπασχόλησης στις πόλεις αλλά και ως συνέπεια του εμφυλίου πολέμου.
Περίπου το 13% των Ελλήνων μετανάστευσε, και είναι περισσότεροι από όσοι γεννιόνταν κάθε χρόνο.
Η αρχή της παλιννόστησης, ξεκινά μετά το 1978 όπου περισσότεροι επιστρέφουν από ότι φεύγουν.
Σημαντική είναι η μεταβολή της δεκαετίας του 1990 καθώς από χώρα αποστολής γινόμαστε χώρα αποδοχής μεταναστών (περίπου 970.000 σήμερα-ΟΗΕ).
Επίσης μεταξύ 1968 και 2000 επαναπατρίστηκαν περισσότεροι από 800.000 Έλληνες του εξωτερικού κυρίως από τη Γερμανία (400.000) την Αλβανία (200.000) και την πρώην Σοβιετική Ένωση (200.000). Η ελληνική διασπορά σήμερα έχει ως εξής: (ελληνικής καταγωγής όχι ιθαγένειας) 5.607.950 άτομα το 1996 ΗΠΑ-Καναδάς 3,4 εκ. / Ευρώπη 1,2 εκ. / Αυστραλία 710 χιλ. και Αφρική 139.000.
Όσον αφορά τους Θεσσαλούς μετανάστες, αυτοί είναι σχετικά λιγότεροι λόγω του αγροτικού χαρακτήρα της περιοχής, όπου οι μεγάλες ανάγκες σε εργατικά χέρια για τις μεγάλες εκτατικές καλλιέργειες αποτρέπουν τη μετανάστευση (μέχρι το 1910) προσθέτοντας στα παραπάνω και το σχετικά ικανοποιητικό εισόδημα από τη γεωργία και την κτηνοτροφία (μετά το 1930).
Πότε ξεκινούν; Γιατί φεύγουν; Που πάνε; Ποιοι είναι; Τι κάνουν;
Ξεκινούν σχετικά αργά λόγω της αργοπορημένης ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας και του φεουδαρχικού χαρακτήρα οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής (580 τσιφλίκια ελέγχουν τα 2/3 της αραιοκατοικημένης θεσσαλικής γης μόλις 270000 κάτοικοι), μετά τη μεταρρύθμιση 1917 και κυρίως μεταπολεμικά.
Στο σύνολο τους οι Θεσσαλοί μετανάστες αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των Ελλήνων, με μεγάλες διακυμάνσεις: 1,63% την περίοδο 1955-59. 4,23% την περίοδο 1960-64. 5,52% την περίοδο 1965-69. 7,91% την περίοδο 1970-74 και 4,37% από το 1975-1977. Για το σύνολο αυτής της μεταπολεμικής περιόδου είναι 62.855. Οι λόγοι της φυγής τους δεν διαφοροποιούνται από της υπόλοιπης Ελλάδας: μη μπορώντας να εξάγει τα προϊόντα της η Ελλάδα εξάγει τους ανθρώπους της.
Στο ερώτημα πού πάνε, ο κ. Ζουμπουλάκης σημειώνει πως στοιχεία ειδικά για τους Θεσσαλούς μετανάστες έχουμε μόνο για την τρίτη μεταπολεμική περίοδο και δείχνουν ότι αυτοί κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στη Δυτική Ευρώπη και κυρίως στις βιομηχανικές περιοχές της Δυτικής Γερμανίας. Σε αντίθεση με τους παλαιοελλαδίτες και τους νησιώτες δεν φαίνεται να συγκεντρώνονται σε ένα μέρος (όπως οι Χιώτες στο Λονδίνο, οι Καλύμνιοι στη Φλόριντα και οι Καστελλοριζιοί στο Περθ της Αυστραλίας).
Οι περισσότεροι (60%) είναι άνδρες από 15-44 ετών απόφοιτοι δημοτικού (90%) με ελάχιστη τεχνική κατάρτιση (2%). Γενικά προέρχονται από τις ορεινές-ημιορεινές περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας όπου κυριαρχεί η χαμηλής παραγωγικότητας μικρή αγροτική ιδιοκτησία (Τρίκαλα-Καρδίτσα) και ελάχιστοι από τις πεδινές περιοχές της Λάρισας.
Στη διάρκεια του τρίτου κύματος (1950-1980) η πλειοψηφία τους είναι βιομηχανικοί εργάτες 49,7% ενώ ένα μεγάλο μέρος αποτελούν τα ανεπάγγελτα μέλη των οικογενειών τους 37,8% που ακολούθησαν τους άνδρες τους.
Τέλος στο ερώτημα πότε επέστρεψαν, ο αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναφέρει πως ένα 30-40% όσων έφυγαν μετά το 1950 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.
Μόνο για την περίοδο 1970-1975 επέστρεψαν στη Θεσσαλία 8848 απόδημοι, που αποτελούν το 5,7% των παλιννοστούντων, καταλήγει ο ίδιος.