Θέσεις και αντιθέσεις: Η σημερινή λειτουργία του ΔΝΤ, η ανάγκη επιστροφής του στις ιδρυτικές αξίες, η ελεγχόμενη πτώχευση, η στάση πληρωμών, η άρνηση εξόφλησης του απεχθούς χρέους, η επίκληση κατάστασης ανάγκης και οι υποχρεώσεις μας.
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος *
Αθήνα, 23 Μαρτίου 2011,
viliardos@kbanalysis.com.
“Είναι απολύτως απαραίτητο όλοι εμείς οι Έλληνες Πολίτες, χωρίς καμία εξαίρεση ή καθυστέρηση, να δραστηριοποιηθούμε, επανακτώντας την εθνική μας κυριαρχία – εάν δεν επιθυμούμε να αφήσουμε στις επόμενες γενιές μία χώρα βομβαρδισμένη, πάμπτωχη, γεμάτη ερείπια, χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, εγκληματικότητα, κλειστά σχολεία, εγκαταλειμμένα νοσοκομεία και ανθρώπινη δυστυχία. Όπως είπε δε πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας: Εάν το έθνος μας αγωνισθεί ενωμένο, θα ξεπεράσουμε γρήγορα την κρίση” .
Επιθυμώντας τώρα να απαντήσουμε στους «ισχυρισμούς» κάποιων υπερασπιστών των «συνδίκων του διαβόλου», σύμφωνα με τους οποίους «Η Ελλάδα δεν είχε δήθεν άλλες διαθέσιμες λύσεις, εκτός από το να αποδεχτεί το ΔΝΤ, ή να βρεθεί αντιμέτωπη με μια ολοκληρωτική κατάρρευση των οικονομικών της, με τελικό αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο χάος», χωρίς να αναφερθούμε σε μία σειρά λύσεων, τις οποίες έχουμε ήδη παρουσιάσει σε προηγούμενα άρθρα μας, θα ξεκινήσουμε από το εάν αποτελεί γενικώς λύση, η προσφυγή μίας οποιασδήποτε χώρας στο σημερινό ΔΝΤ. Ειδικότερα λοιπόν τα εξής:
(α) Κατά την άποψη μας, την οποία έχουμε τεκμηριώσει «ιστορικά» πάρα πολλές φορές, αναλύοντας παρόμοιες οικονομικές κρίσεις σε διάφορες περιοχές του πλανήτη (Βραζιλία, Αργεντινή, Ασία κλπ), το ΔΝΤ λειτουργεί κατ’ αρχήν σαν ένας σύνδικος πτώχευσης κρατών – ενώ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκάστοτε χώρα (πόσο μάλλον για την ανάπτυξη της).
Η «αποστολή» του είναι ουσιαστικά να εισπράξει με κάθε τρόπο τα «επισφαλή» δάνεια των πάσης φύσεως πιστωτών του δημοσίου μίας χώρας, μειώνοντας κυρίως τις κοινωνικές της δαπάνες, περιορίζοντας τα έξοδα λειτουργίας της, αυξάνοντας τα φορολογικά και λοιπά έσοδα της (μεταξύ άλλων, επιταχύνοντας και διευρύνοντας τη μεταφορά «πόρων» από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο), καθώς επίσης «εκποιώντας» τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία – ανεξάρτητα από την καταστροφή που προκαλεί, η οποία παρομοιάζεται από πολλούς με αυτήν μίας πολεμικής επίθεσης του ΝΑΤΟ.
Στα πλαίσια αυτής της λειτουργίας του το ΔΝΤ (όπως ακριβώς οι «μπράβοι» των τοκογλύφων), «τρομοκρατεί» σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους εκείνων των χωρών, οι οποίες έχουν υπερχρεωθεί (από τις διεφθαρμένες συνήθως κυβερνήσεις τους), έτσι ώστε να μην το επαναλάβουν στο μέλλον – ενώ παρουσιάζεται ως η μοναδική δυνατότητα αλλαγής των «σαθρών» πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δομών, οι οποίες έχουν εγκατασταθεί σε μία χώρα, «διαβρώνοντας» την ανταγωνιστικότητα της.
Ειδικά στο σημείο αυτό δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς, γιατί το ΔΝΤ δεν ασχολείται με την αλλαγή των «διεφθαρμένων και διαβρωμένων» δομών της «πατρίδας» του, των Η.Π.Α., οι οποίες έχουν απολέσει σχεδόν εξ ολοκλήρου την ανταγωνιστικότητα τους – τυπώνοντας αφειδώς χρήματα για να ανταπεξέλθουν, εις βάρος όλου του υπόλοιπου κόσμου, αφού είναι η, με αρκετή απόσταση, μεγαλύτερη ελλειμματική οικονομία του πλανήτη. Επίσης, μήπως με τη βοήθεια του ΔΝΤ προσπαθεί η υπερδύναμη, ακόμη μία φορά, να «εξάγει» τα προβλήματα της στον υπόλοιπο κόσμο, όπως έκανε ήδη με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων (subprimes) – σχεδιάζοντας ταυτόχρονα να αποπληρώσει τα χρέη της, με τα δικά μας χρήματα.
(β) Κατά δεύτερο λόγο, το ΔΝΤ έχει «μετεξελιχθεί» σε όργανο της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. (Wall Street) οι οποίες, με τη «συνδρομή» του, επιβάλλουν τους όρους τους σε διάφορες περιοχές του πλανήτη (άρθρο μας).
Αναλυτικότερα, το ΔΝΤ ήταν αρχικά «προγραμματισμένο» έτσι ώστε, όταν μία χώρα-μέλος του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, να έχει αυτόματα το δικαίωμα να λάβει ΔΝΤ-πιστώσεις. Ουσιαστικά λοιπόν ήταν ένα πραγματικό «ταμείο συνοχής», το οποίο εξασφάλιζε πιστώσεις στα κράτη που τις είχαν ανάγκη – χωρίς να απαιτείται η ανάληψη δανείων εκ μέρους τους από τους διεθνείς κερδοσκόπους, με τοκογλυφικά επιτόκια.
Μετά τον πόλεμο της Κορέας όμως, η μεγάλη αύξηση των ενεργειακών τιμών, δημιούργησε σημαντικές κρίσεις στα ισοζύγια πληρωμών πολλών χωρών – κάτι που πιθανότατα θα συμβεί ξανά σήμερα, μετά την καταστροφή στην Ιαπωνία, την απίστευτη εισβολή στη Λιβύη, καθώς επίσης τις συνεχόμενες εξεγέρσεις των πεινασμένων.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, «εισήχθη» εκ μέρους του Ταμείου η «εξάρτηση» – δηλαδή, τα κράτη δεν είχαν πλέον το δικαίωμα να ζητήσουν ΔΝΤ-πιστώσεις, εάν δεν τις συνέδεαν με την ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων, όπως για παράδειγμα την απελευθέρωση των συναλλαγματικών ελέγχων, καθώς επίσης την εξουδετέρωση των εμπορικών περιορισμών. Επίσης, το ΔΝΤ έπαψε να χορηγεί εφάπαξ πιστώσεις, με τη συνολική χρηματοδότηση πλέον να παρέχεται «με δόσεις» – οι οποίες εξαρτώνται τόσο από τη λήψη των μέτρων, όσο και από τα αποτελέσματα τους στην οικονομία της εκάστοτε χώρας.
Η «εξάρτηση» ήταν μία πρωτοβουλία των Η.Π.Α., η οποία στην αρχή δεν έγινε αποδεκτή από τα άλλα κράτη-μέλη, τα οποία είχαν την άποψη ότι, οι ΔΝΤ-πιστώσεις ήταν δικαίωμα των μελών, σύμφωνα με την ιδρυτική συμφωνία του (Articles of Agreement). Εν τούτοις, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ (Η.Π.Α.) έθετε πάντοτε «βέτο», όταν οι αιτήσεις των κρατών-μελών για πίστωση δεν «συνέπλεαν» με την ιδέα της «εξάρτησης». Το γεγονός αυτό οδήγησε τα μέλη του ΔΝΤ να απευθύνονται κατ’ αρχήν στις Η.Π.Α. και όχι στο «Ταμείο», όταν ήθελαν να ζητήσουν πιστώσεις. Έτσι, η αρχή της «εξάρτησης» ίσχυσε πρακτικά, παρά τις αντιρρήσεις πολλών κρατών-μελών του ΔΝΤ.
(γ) Τέλος το «Ταμείο», το εκτελεστικό όργανο δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, λειτουργεί προς όφελος της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων παγκοσμίως (Καρτέλ). Στα πλαίσια αυτά, με την ενεργό συμμετοχή των υπολοίπων οικονομικών «όπλων μαζικής καταστροφής» της υπερδύναμης (εταιρείες αξιολόγησης, τράπεζες, hedge funds, διεθνείς οικονομολόγοι κλπ), το ΔΝΤ «μετεξελίχθηκε» περαιτέρω.
Δηλαδή, «επιλύει» πλέον κρίσεις, τις οποίες συχνά το ίδιο προκαλεί – όπως σε κάποιο βαθμό στο παράδειγμα της χώρας μας, με τη βοήθεια της οποίας «εισέβαλλε» κυριαρχικά στην Ευρωζώνη, διευρύνοντας την «πελατεία» του. Συνδυάζοντας δε δημιουργικά τις παλαιότερες με τις νέες του «πρωτοβουλίες», συνεχίζει να ανοίγει τις εκάστοτε «κλειστές» αγορές προς όφελος των πολυεθνικών, λεηλατεί κυριολεκτικά τις τοπικές επιχειρήσεις, επιβάλλει την ανεξέλεγκτη κίνηση των διεθνών τοκογλυφικών κεφαλαίων κλπ.
Κλείνοντας την ανάλυση μας, οφείλουμε να τονίσουμε ξανά ότι, το ταμείο έχει ξεφύγει εντελώς από το ρόλο που του ανατέθηκε στο Breton Woods. Πιστεύοντας λοιπόν ότι η πολιτική διαφθορά, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στην υπερβολική χρέωση της, δεν θα είχε «εξελιχθεί» σε τέτοιο βαθμό, εάν δεν είχε συνυπολογισθεί εκ μέρους τόσο των διαφθορέων, όσο και των υπολοίπων δανειστών μας, η «ύπουλη προσφυγή» της χώρας μας στο ΔΝΤ, θεωρούμε ότι το «Ταμείο» είναι μέρος του προβλήματος – οπότε φυσικά δεν αποτελεί λύση για την Ελλάδα αλλά, αντίθετα, επιδεινώνει την κατάσταση της.
Ακόμη περισσότερο συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι, εάν το ΔΝΤ δεν εγκαταλείψει τη χώρα μας, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2011, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον – ενώ η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρωζώνη
Εν τούτοις, είναι ίσως εύλογο να αναρωτηθούμε, να ερευνήσουμε καλύτερα, εάν θα μπορούσε το ΔΝΤ να βοηθήσει πραγματικά την Ελλάδα (κατ’ επέκταση και άλλες χώρες, οι οποίες ενδεχομένως θα χρειαζόταν στο μέλλον τη συνδρομή του), υπό την προϋπόθεση ότι θα «επέστρεφε» στην αρχική αποστολή του – σε αυτή δηλαδή που του ανατέθηκε από τη διάσκεψη του Bretton Woods.
ΤΟ «ΕΠΙΘΥΜΗΤΟ» ΔΝΤ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Τα βασικότερα προβλήματα της χώρας μας είναι κατ’ αρχήν Πολιτισμικά (εδώ συμπεριλαμβάνουμε την κοινωνία και τους Πολίτες – επίσης την πλειοψηφία των ΜΜΕ), στη συνέχεια Θεσμικά και μάλλον στο τέλος, ενδεχομένως παράλληλα, Πολιτικά.
Τα οικονομικά προβλήματα «έπονται», ενώ στην πραγματικότητα δεν προηγείται η υπερχρέωση (η χώρα μας δεν είναι σε καμία περίπτωση χρεοκοπημένη, αφού τόσο τα περιουσιακά της στοιχεία, όσο και οι υποδομές της, υπερβαίνουν τα δάνεια της), αλλά η κακοδιαχείριση – στην οποία υπάγεται η παγίδα ρευστότητας που δεν αποφύγαμε, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε την ευρύτερη κρίση δανεισμού της «δύσης» (η «υπόθεση εργασίας» εδώ είναι ότι, οι ενέργειες της σημερινής μας κυβέρνησης, μετά την ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους της, δεν ήταν σκόπιμες, με στόχο την έλευση του ΔΝΤ – αλλά ανεπαρκείς, όπως αυτές της προηγούμενης, καθώς επίσης εσφαλμένες).
Επομένως, σύμφωνα τουλάχιστον με την παραπάνω περιγραφή, εάν το ΔΝΤ δεν είχε «μετεξελιχθεί» στην εγκληματική οργάνωση των τοκογλύφων, αλλά σε μία ικανή, έντιμη οργάνωση διαχείρισης οικονομικών κρίσεων διεθνώς, θα έπρεπε να ασχοληθεί με τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας – έχοντας τη δυνατότητα να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα την απαιτούμενη ρευστότητα. Άλλωστε, τα χρήματα που διαθέτει είναι λιγότερα από το 30% του συνολικού πακέτου στήριξης της οικονομίας μας – ενώ η χώρα προέλευσης του, η υπερδύναμη, απλά «τυπώνει» χαρτονομίσματα, τα οποία ουσιαστικά δεν κοστίζουν καθόλου. Οι ενέργειες του όφειλαν λοιπόν να είναι οι εξής:
(α) Θεωρώντας ότι, το Πολιτισμικό πρόβλημα (έλλειμμα Παιδείας) της χώρας μας απαιτεί μακροχρόνια «θεραπεία», η οποία προϋποθέτει την επίλυση των υπολοίπων δύο, το ΔΝΤ θα έπρεπε να ασχοληθεί άμεσα με τη λειτουργία των Θεσμών (για τους οποίους προφανώς αδιαφόρησε). Το κέντρο βάρους των ενεργειών του όφειλε να είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης – μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια της κατάργησης της θεσμοθετημένης ατιμωρησίας των Πολιτικών, καθώς επίσης των υπολοίπων «κοινωνικών λειτουργών». Είναι άλλωστε εμφανές ότι, εάν συνεχίσει η απίστευτη διαφθορά των πολιτικών, όπως δυστυχώς συμβαίνει, το σύνολο του σημερινού πολιτικού συστήματος θα καταρρεύσει – με εξαιρετικά δυσμενή επακόλουθα για τη χώρα μας.
(β) Στη συνέχεια, το ΔΝΤ θα έπρεπε να αποκαταστήσει τη σωστή λειτουργία των πολιτικών κομμάτων – επιβάλλοντας την άμεση «κατάργηση» των «μαύρων ταμείων», την πλήρη διαφάνεια στα οικονομικά τους, την πληρωμή των χρεών τους (τα δύο μεγάλα κόμματα χρωστούν πάνω από 100 εκ. € στις τράπεζες), καθώς επίσης καταπολεμώντας τη διαπλοκή, τη διαφθορά, όπως και όλες τις υπόλοιπες, χρόνιες παθήσεις τους.
(γ) Παράλληλα, το ΔΝΤ όφειλε να ασχοληθεί με εκείνα τα οικονομικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν την Ελλάδα στην υπερχρέωση (για τα οποία επίσης αδιαφόρησε εντελώς).
Ειδικότερα, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, το σημαντικότερο σημερινό πρόβλημα είναι η «ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση» – εντός της Ευρωζώνης δε η αντίστοιχη, η οποία εξειδικεύεται στην αδυναμία συνύπαρξης των πλεονασματικών με τις ελλειμματικές χώρες. Πόσο μάλλον όταν το μεγαλύτερο «εσωτερικό» πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι η Γερμανία, η οποία χρησιμοποίησε τη χώρα μας (συνεχίζει να το κάνει), για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων «εταίρων» της στην Ευρωζώνη – ενώ ποτέ δεν εξόφλησε τις υποχρεώσεις της απέναντι μας, έστω βοηθώντας μας έμμεσα (άρθρο μας).
Συνεχίζοντας, η αδυναμία συνύπαρξης των πλεονασματικών με τις ελλειμματικές χώρες εντός της Ευρωζώνης, επιδεινώνεται από το κοινό νόμισμα, το οποίο δεν εξισορροπείται από μία κοινή οικονομική πολιτική (δημοσιονομική ένωση κλπ) – με αποτέλεσμα το Ευρώ των ελλειμματικών χωρών να διατηρείται «τεχνητά» υπερτιμημένο, ενώ το Ευρώ των πλεονασματικών υποτιμημένο. Το γεγονός αυτό οδηγεί τις ελλειμματικές χώρες να αγοράζουν όλο και περισσότερα προϊόντα από τις πλεονασματικές, αφού πωλούνται φθηνότερα – αυξάνοντας κατά συνέπεια την ανταγωνιστικότητα των πλεονασματικών, εις βάρος της δικής τους.
Κατ’ επέκταση, το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών των ελλειμματικών χωρών αυξάνεται συνεχώς, «εκβάλλοντας» ουσιαστικά στο εξωτερικό χρέος τους – όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, σε σχέση με την Ελλάδα:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ακαθάριστο Εξωτερικό Χρέος σε εκ. €
Έτη | 2006 | 2007 | 2008 | 2009 |
Σύνολο | 252.906 | 308.539 | 319.399 | 407.859 |
Σημείωση: Το εξωτερικό χρέος είναι το σύνολο του χρέους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, σε πιστωτές του εξωτερικού. Εάν η αξία των εξαγωγών μίας χώρας είναι χαμηλότερη από την αξία των εισαγωγών της, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο πληρωμών της να έχει έλλειμμα, ένα μέρος τόσο των επενδύσεων, όσο και της κατανάλωσης της χρηματοδοτείται από το εξωτερικό – με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς το εξωτερικό της χρέος. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι, οι Πολίτες επενδύουν και καταναλώνουν περισσότερα υλικά αγαθά και υπηρεσίες, από ότι οι ίδιοι παράγουν.
Πηγή: ΤτΕ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Ταυτόχρονα, οι πλεονασματικές χώρες δανείζουν τις ελλειμματικές (Πίνακας ΙΙ), έτσι ώστε αυτές να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα τους, καθώς επίσης να αγοράζουν τα προϊόντα τους – επιβαρυνόμενες παράλληλα με τους τόκους.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξωτερικές απαιτήσεις (δάνεια) των γερμανικών τραπεζών σε δις €, με ημερομηνία καταγραφής τέλη Αυγούστου 2010
Χώρες | Συνολικά | Τράπεζες | Επιχειρήσεις | Δημόσιο |
Μ. Βρετανία | 379.579 | 145.194 | 228.513 | 5.872 |
Γαλλία | 167.092 | 92.403 | 61.209 | 13.480 |
Ισπανία | 146.755 | 62.963 | 63.439 | 20.353 |
Ιταλία | 133.296 | 48.138 | 45.664 | 39.494 |
Λουξεμβούργο | 124.503 | 38.035 | 84.143 | 2.325 |
Ολλανδία | 123.527 | 38.147 | 79.918 | 5.462 |
Ιρλανδία | 114.707 | 43.025 | 69.318 | 2.364 |
Αυστρία | 69.098 | 46.738 | 9.271 | 13.089 |
Πολωνία | 44.094 | 7.512 | 24.688 | 11.894 |
Πορτογαλία | 28.685 | 13.130 | 9.862 | 5.693 |
Ελλάδα | 27.990 | 2.451 | 7.614 | 17.925 |
Ευρώπη | 1.524.366 | |||
Λοιπός κόσμος | 928.625 | |||
Γενικό σύνολο | 2.452.991 |
Πηγή: Bundesbank
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, η Γερμανία δανείζει σχεδόν το 100% του ΑΕΠ της, κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες – στις οποίες εξάγει το 75% των προϊόντων που παράγει. Οι εξαγωγές της στην ΕΕ στηρίζονται στο υποτιμημένο ευρώ της, το οποίο αυξάνει συνεχώς την παραγωγικότητα της – μειώνοντας διαρκώς την ανταγωνιστικότητα των υπολοίπων. Παράλληλα, επεκτείνεται με τις εμπορικές επιχειρήσεις της στις αδύναμες χώρες, «απορροφώντας» συνεχώς τα έσοδα τους. Προφανώς, ο «κύκλος» αυτός οδηγεί τις ελλειμματικές χώρες στην αδυναμία πληρωμής – σημείο στο οποίο έφτασε πρώτη η Ελλάδα, αφού «επιβοηθήθηκε» από πολλούς άλλους παράγοντες (πολιτική διαφθορά, διαπλοκή, Ολλανδική νόσος κλπ).
Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν το ΔΝΤ, με τη συνεργασία της ΕΕ, θα έπρεπε να ενδιαφερθεί κυρίως για τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα στη σχετική «αποκατάσταση» της οικονομικής ομαλότητας. Εν τούτοις, οι μέχρι στιγμής ενέργειες του, δεν είναι σε καμία περίπτωση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση
Για παράδειγμα, η εσωτερική υποτίμηση προφανώς δεν προσφέρει στη λύση του προβλήματος, αφού οδηγεί σχεδόν με ασφάλεια στις κοινωνικές εξεγέρσεις – οι οποίες επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο τα μεγέθη μίας χώρας (οι εργαζόμενοι δεν έχουν αποδεχθεί ποτέ μέχρι σήμερα τη μείωση των ονομαστικών τους αποδοχών).
Επίσης δεν είναι λύση η αύξηση των φόρων, η οποία οδήγησε τελικά την Ελλάδα σε μία άνευ προηγουμένου ύφεση (στασιμο πληθωρισμό), από την οποία πολύ δύσκολα πλέον θα ξεφύγει – ειδικά όταν η ανεργία ξεπεράσει το 20%. Τέλος, δεν είναι προφανώς λύσεις όλα τα υπόλοιπα που δρομολόγησε (με εξαίρεση τη μείωση των υπερβολικών δαπανών του δημοσίου, της σπατάλης δηλαδή, για την οποία όμως αδιαφορεί εμφανώς το σημερινό «καθεστώς»), αφού ουσιαστικά εξυπηρετούν μόνο εισπρακτικούς σκοπούς – ενώ θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο, με άλλες μεθόδους.
Για παράδειγμα, εάν καταργούσε τις εισαγωγικές εξετάσεις, τα φροντιστήρια θα έπαυαν να έχουν λόγο ύπαρξης. Στην περίπτωση αυτή, οι Έλληνες θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν πόρους, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 3% περίπου του ΑΕΠ (περί τα 7 δις €) – οπότε θα αυξανόταν αυτόματα η φοροδοτική ικανότητα τους, χωρίς να προκληθεί ύφεση. Το ίδιο θα συνέβαινε, εάν εξασφαλιζόταν η σωστή λειτουργία του συστήματος Υγείας, το οποίο κοστίζει στους Έλληνες τουλάχιστον ένα επί πλέον 3% του ΑΕΠ (ακόμη 7 δις €) – ποσόν που δαπανάται σήμερα στην «ιδιωτική περίθαλψη» (φακελάκια κλπ).
Περαιτέρω, εάν το ΔΝΤ καταπολεμούσε τη διαφθορά, η οποία κοστίζει στο δημόσιο γύρω στο 8% του ΑΕΠ, τότε οι δαπάνες του κράτους θα μειώνονταν αυτόματα κατά περίπου 17 δις €. Μόνο από τα παραπάνω λοιπόν θα μπορούσε να ισοσκελισθεί ο προϋπολογισμός της Ελλάδας, αφού το συνολικό ποσόν (περί τα 31 δις €), υπερβαίνει κατά πολύ τα σημερινά της ελλείμματα (περί τα 20 δις €).
(δ) Τέλος, το ΔΝΤ θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για την παραγωγή πλούτου στη χώρα μας, μεταξύ άλλων καταπολεμώντας τη γραφειοκρατία (η οποία εμποδίζει τα μέγιστα την Ελληνική επιχειρηματικότητα), διευκολύνοντας τις επενδύσεις και μετατρέποντας το αρνητικό ισοζύγιο της Ελλάδας σε θετικό – προφανώς χωρίς να ζητήσει την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και ιδιαίτερα των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία προκαλεί ακριβώς το αντίθετο («παράγει» φτώχεια).
Για παράδειγμα, ένας από τους λόγους, για τους οποίους το ισοζύγιο μας είναι αρνητικό (Πίνακας ΙΙΙ), δεν είναι άλλος από την αυξημένη δραστηριοποίηση των πολυεθνικών στη χώρα μας – οι οποίες εισάγουν όλο και περισσότερα προϊόντα από τα κράτη που εδρεύουν, πληρώνοντας όλο και λιγότερους φόρους, με τη βοήθεια της φοροαποφυγής (transfer pricing, Offshore κλπ).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη δεικτών ανεργίας και ισοζυγίου (σε ποσοστά επί του ΑΕΠ)
Έτη | Ανεργία | Ισοζύγιο |
1975-1979 | 1,92% | 0,96% |
1980-1984 | 5,36% | 0,28% |
1985-1989 | 6,76% | -1,44% |
1990-1994 | 7,78% | -0,94% |
1995-1999 | 10,28% | -2,92% |
2000-2004 | 10,48% | -11,82% |
2005-2008 | 8,70% | -12,15% |
Πηγή: Κομισιόν
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ, μετά την είσοδο μας στην Ευρωζώνη, το ισοζύγιο μας επιδεινώθηκε σε τεράστιο βαθμό. Η επιδείνωση όμως αυτή φαίνεται ότι θα κλιμακωθεί, εάν η Ελλάδα υποχρεωθεί από το ΔΝΤ στην πώληση των επιχειρήσεων της, στις ξένες πολυεθνικές. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, οι χώρες στις οποίες δραστηριοποιήθηκε το Ταμείο ανάλογα στο παρελθόν, συνεχίζουν να «πλήττονται» από αρνητικά ισοζύγια πληρωμών – ακόμη και όταν παρουσιάζουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Βραζιλία και η Τουρκία σήμερα. Επομένως, αργά ή γρήγορα επιστρέφουν ξανά στο Ταμείο, αναζητώντας εκ νέου τη βοήθεια του – όπως η Αργεντινή, αρκετές φορές μέχρι τώρα.
Ουσιαστικά λοιπόν, οι ενέργειες του ΔΝΤ θα μπορούσαν να παρομοιωθούν με αυτές ενός υδραυλικού, ο οποίος «επισκευάζει» με τέτοιο τρόπο μία βρύση, έτσι ώστε να χαλάσει σύντομα, για να αναζητήσουμε ξανά τις υπηρεσίες του – κατ’ επέκταση, για να «διαιωνίσει» ο υδραυλικός (ΔΝΤ) την πελατεία του.
Ολοκληρώνοντας, επειδή προφανώς οι προθέσεις του Ταμείου δεν είναι προς όφελος της χώρας μας, αλλά υπέρ των δικών του συμφερόντων, καθώς επίσης αυτών των εντολέων του, θα εξετάσουμε παρακάτω τις δυνατότητες που απομένουν στην Ελλάδα, έτσι ώστε να έχουμε μία σχετικά συνολική εικόνα.
Η ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ (ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ)
Με την παραπάνω έννοια αναφέρεται κανείς στην επίτευξη συμφωνίας μίας χώρας με τους πιστωτές της, σε σχέση με την αποπληρωμή των δανείων της. Εάν λοιπόν ένα οποιοδήποτε κράτος αδυνατεί να εξοφλήσει εμπρόθεσμα τις οφειλές του και προβαίνει σε συμφωνία με τους πιστωτές του, τότε θεωρείται ότι ευρίσκεται σε καθεστώς ελεγχόμενης πτώχευσης.
Προφανώς η Ελλάδα ευρίσκεται ήδη σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας, αφού ζήτησε (και μάλλον πέτυχε) την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των «ενυπόθηκων» 110 δις €. Φυσικά κάτι τέτοιο, η ελεγχόμενη χρεοκοπία δηλαδή, δεν σημαίνει ότι έφτασε το τέλος του κόσμου – αρκεί βέβαια να μην συνδεθεί με παραχωρήσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν τη χώρα είτε στην οικονομική καταστροφή, είτε στην πλήρη υποδούλωση της (προτεκτοράτο).
Η συμφωνία τώρα με τους πιστωτές, εάν αφορά κράτη στις μεταξύ τους συναλλαγές, πραγματοποιείται στο «Κλαμπ του Παρισιού» – όπου συναντώνται από κοινού οι δανειστές με τους οφειλέτες.
Η πρώτη συνάντηση αυτού του είδους έγινε το 1956, με πρωτοβουλία τότε της Αργεντινής. Ο Γάλλος υπουργός οικονομικών (P.Pflimlin) κάλεσε τον Αργεντινό συνάδελφό του στο Παρίσι, με στόχο μία κοινή συζήτηση, με τη συμμετοχή των δανειστών, σε σχέση με την αποπληρωμή των τεραστίων χρεών της Αργεντινής. Η «πρακτική» αυτή θεωρήθηκε ικανοποιητική από όλους τους συμμετέχοντες, με αποτέλεσμα η διαδικασία να επεκταθεί και σε άλλες χώρες.
Έκτοτε το Κλαμπ του Παρισιού, στελεχωμένο με ελάχιστα σχετικά άτομα, έχει την έδρα του στο υπουργείο οικονομικών της Γαλλίας – το οποίο έχει αναλάβει την προεδρία του, διαθέτοντας μία Γραμματεία, στην οποία υποβάλλονται ανάλογα αιτήματα διαφόρων οφειλετών ή δανειστών. Η διαδικασία αυτή στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παράδοση, η οποία δημιουργήθηκε από το 1956, καθώς επίσης στη συνεχή εξάσκηση της. Το Κλαμπ δεν διαθέτει κανενός είδους γραπτές νομικές δικαιοδοσίες – ούτε κυβερνητικό συμβόλαιο, ούτε κανένα καταστατικό λειτουργίας του. Σύμφωνα δε με έναν εκ των προηγουμένων προέδρων του, τον κ. Jean–Claude Trichet, «Το Κλαμπ του Παρισιού είναι ένας μη θεσμός, ο οποίος συνδέει τη Λατινική φαντασία με τον Αγγλοσαξονικό πραγματισμό».
Στα πλαίσια της λειτουργίας του, οι χώρες-πιστωτές συναντώνται δέκα έως έντεκα φορές το χρόνο, για να συζητήσουν την κατάσταση των χρεών διαφόρων κρατών, καθώς επίσης για να διαπραγματευθούν με τις ίδιες (προφανώς θα έχει συζητηθεί πολύ πριν και το θέμα της Ελλάδας). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν θεσπισθεί μάλλον αυστηροί κανόνες για τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις, ενώ έχουν «επινοηθεί» διαφορετικά μοντέλα διακανονισμού ή διαγραφής χρεών, τα οποία όμως δεν είναι υποχρεωτικά στην υιοθέτηση τους – ενώ χρησιμεύουν μόνο στην ενημέρωση των συμμετεχόντων, παραμένοντας μη «προσβάσιμα» σε όλους τους υπόλοιπους.
Τα αποτελέσματα αυτών των συζητήσεων καταγράφονται σε ένα πρωτόκολλο, το οποίο όμως συνιστά τυπικά, μόνο μία πρόταση – αν και στην πραγματικότητα είναι δεσμευτική, αφού τηρείται από τους συμμετέχοντες. Στη βάση αυτού του πρωτοκόλλου γίνονται δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ των εκάστοτε κρατών-δανειστών και της χώρας που οφείλει, στις οποίες τόσο ο διακανονισμός (επιμήκυνση κλπ) των χρεών ή η διαγραφή μέρους τους (haircut), όσο και οι λεπτομέρειες (δόσεις, τόκοι κλπ), ορίζονται επακριβώς. Συνήθως δε καθορίζεται ταυτόχρονα από το ΔΝΤ ένα οικονομικό πρόγραμμα εξυγίανσης της οικονομίας της χώρας, η οποία αδυνατεί να πληρώσει εμπρόθεσμα τα χρέη της και καταφεύγει στο Κλαμπ του Παρισιού (ενδεχομένως θα αντικατασταθεί σύντομα από το Κλαμπ του Βερολίνου, το οποίο σχεδιάζεται να έχει αυξημένες αρμοδιότητες – συνδυάζοντας και το αντίστοιχο του Λονδίνου).
Οι απαιτήσεις των ιδιωτικών τραπεζών τώρα απέναντι σε ένα κράτος, μαζί με αυτές των ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες γίνονται «απαιτητές» μέσω των τραπεζών, «διεκπεραιώνονται» χωριστά – από το «Κλαμπ του Λονδίνου». Ο συγκεκριμένος οργανισμός είναι μία επιτροπή, αποτελούμενη από ιδιωτικές τράπεζες (μέλη του είναι 1.000 περίπου τράπεζες παγκοσμίως), η οποία απασχολείται με τα προβλήματα των χρεωστών – συνήθως δε με τις δυσκολίες των κρατών, τα οποία δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους. Οι διαπραγματεύσεις αφορούν και εδώ διακανονισμούς χρεών, διαγραφές, υπομνήματα κλπ, καθώς επίσης αλλαγές στις προϋποθέσεις χρηματοδότησης μίας χώρας.
Όπως ισχύει και για το Κλαμπ του Παρισιού, το Κλαμπ του Λονδίνου δεν έχει κανενός είδους γραπτές νομικές δικαιοδοσίες, κανένα καταστατικό οργανόγραμμα, ενώ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις – λειτουργεί δηλαδή στηριζόμενο στην παράδοση και στις πρακτικές του παρελθόντος, καθώς επίσης στη συνεχή «εξάσκηση» του. Σε αντίθεση δε με το «Κλαμπ του Παρισιού», δεν διαθέτει ειδική Γραμματεία, ενώ δεν υπάρχει κάποιος σταθερός τόπος συνάντησης – με τις διαπραγματεύσεις να λαμβάνουν συνήθως χώρα παράλληλα με αυτές του «κλαμπ του Παρισιού».
Όσον αφορά ειδικά τη διαγραφή μέρους των χρεών, τις περισσότερες φορές περιορίζεται μόνο το καθαρό χρέος (κεφάλαιο), ενώ οι τόκοι συνεχίζουν να καταβάλλονται χωρίς «εκπτώσεις». Οι διαπραγματεύσεις δεν υπόκεινται σε κανενός είδους δεσμευτικούς κανόνες, ενώ δεν υφίσταται έννομη απαίτηση μείωσης του χρέους εκ μέρους των οφειλετών.
Όπως είναι κατανοητό από την παραπάνω μικρή περιγραφή των δύο κυρίαρχων Κλαμπ των τοκογλύφων, όταν ένα κράτος θελήσει να προβεί σε διακανονισμό των χρεών του, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει με την πληρωμή τους, είναι ουσιαστικά υποχρεωμένο να διαπραγματευθεί και με τις δύο οργανώσεις – αφού συνήθως χρωστάει τόσο σε εθνικά κράτη, όσο και σε τράπεζες, οι οποίες εκπροσωπούν τα συμφέροντα όλων των ιδιωτών-δανειστών του (επιχειρήσεις, επενδυτές κλπ).
Εάν λοιπόν, μέσα στα πλαίσια αυτά, επιτύχει να συμφωνήσει με τα δύο αυτά κλαμπ των δανειστών του, τότε αναφερόμαστε ουσιαστικά στην ελεγχόμενη χρεοκοπία του, η οποία θα μπορούσε, στο παράδειγμα της Ελλάδας, να ακολουθήσει τα εξής σενάρια:
(α) Πάγωμα πληρωμών: Πρόκειται για την αναστολή της πληρωμής τόκων και χρεολυσίων, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα – τουλάχιστον για μία πενταετία, έτσι ώστε να έχει αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν να μηδενίσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, να εφαρμόσει μία αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, καθώς επίσης να επιτύχει ανάπτυξη της τάξης του 3-4%, έτσι ώστε το δημόσιο χρέος της, μετά την πενταετία, να κυμανθεί σε επίπεδα κάτω του 120% (οπότε να έχει τη δυνατότητα στη συνέχεια να εξοφλεί τα χρέη της).
(β) Διαγραφή χρεών: Πρόκειται για μείωση του χρέους (haircut) η οποία, στην περίπτωση της χώρας μας, δεν θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη από το 50% (δηλαδή, με συνολικό χρέος στα τέλη του 2011 περί τα 360 δις €, μείωση κατά 180 δις €). Οι πιστωτές της εδώ θα έχαναν 180 δις €, συν τους αναλογούντες τόκους, ενώ το χρέος της Ελλάδας θα διαμορφωνόταν στο 78% ενός ΑΕΠ ύψους περίπου 230 δις € (οι τόκοι θα ήταν της τάξης των 9 δις €, εάν υποθέσουμε ένα μέσο επιτόκιο 5%). Εάν η δημοσιονομική πολιτική παρέμενε αυστηρή, καθώς επίσης εάν δεν ακολουθούσαν περαιτέρω ελλειμματικοί προϋπολογισμοί, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μία επιτυχημένη αναπτυξιακή πολιτική, η οποία θα οδηγούσε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση.
(γ) Επιμήκυνση του χρέους με χαμηλό επιτόκιο: Για παράδειγμα, θα μπορούσε να συμφωνηθεί η αποπληρωμή του συνολικού χρέους μας, χωρίς καμία διαγραφή, σε 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ (άρθρο μας). Αν και η λύση αυτή είναι η περισσότερο έντιμη, ενώ μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα μακριά από τα σημερινά αδιέξοδα, είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τους πιστωτές της. Ο λόγος είναι το ότι, η μείωση των επιτοκίων είναι απαγορευμένος καρπός από τους τοκογλύφους, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά από πού επιτυγχάνουν τη συνεχώς αυξημένη κερδοφορία τους (Η μάστιγα των τόκων).
Ίσως οφείλουμε εδώ να αναφερθούμε στη έννοια των ευρωομολόγων, τα οποία συζητούνται πάρα πολύ συχνά, σε σχέση με τη βοήθεια των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης – από την ίδια την Ένωση, αλλά και από το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής Πολιτικής. Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, κατά την άποψη μας η υιοθέτηση των ευρωομολόγων δεν πρόκειται ουσιαστικά να προσφέρει κάτι το εξαιρετικά σημαντικό στη χώρα μας – όπως επίσης δεν θα προσφέρει η αγορά ομολόγων, εκ μέρους του μηχανισμού σταθερότητας (EFSF).
Η χρηματοδότηση μας με ένα επιτόκιο της τάξης του 4%, το οποίο φαίνεται να εξασφαλίζεται από την έκδοση των ευρωομολόγων, απλά θα περιορίσει τους τόκους, με τους οποίους επιβαρύνεται το χρέος μας. Αν και δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι, η μείωση των τόκων δεν είναι θετική, εν τούτοις, με τα χρεολύσια να ξεπερνούν τα 30 δις € ετησίως, καθώς επίσης με τους τόκους τα 15 δις €, είναι αδύνατον να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα – πόσο μάλλον να επιτύχουμε ανάπτυξη, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να αποφευχθεί η χρεοκοπία (άρθρο μας). Σε κάθε περίπτωση δε, το να αντιμετωπίσεις μία κρίση χρέους με νέο χρέος, είναι τουλάχιστον ανόητο.
Η «ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ» ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ (ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ)
Πρόκειται για τη «μονομερή» στάση πληρωμών, χωρίς καμία διαπραγμάτευση ή συμφωνία με τους πιστωτές. Κατά την άποψη πολλών, θεωρείται σαν το χειρότερο σενάριο τόσο για τους πιστωτές μας, όσο και για την Ευρωζώνη συνολικά – συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομίσματος.
Οι συνέπειες για τη χρεοκοπημένη χώρα είναι βραχυπρόθεσμα θετικές, αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση εξαιρετικά αρνητικές (άρθρο μας) – αν και δεν συνδέεται υποχρεωτικά με την έξοδο από την Ευρωζώνη. Το δημόσιο της χώρας που «επιλέγει» τη στάση πληρωμών, επειδή δεν είναι πλέον υποχρεωμένο να πληρώνει τόκους και χρεολύσια, μπορεί να επενδύσει – επιτυγχάνοντας έξοδο από την ύφεση και επιστροφή στην ανάπτυξη.
Τα περιουσιακά στοιχεία της όμως στο εξωτερικό, όπως και αυτά της κεντρικής τράπεζας της, καθώς επίσης οι επιδοτήσεις της στα πλαίσια της ΕΕ, δεσμεύονται από τους πιστωτές της. Εκτός αυτού, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να επενδύσει στο εξωτερικό, χάνει ολοκληρωτικά την πρόσβαση της στο διεθνή δανεισμό, ενώ οι αγορές προϊόντων εκ μέρους της γίνονται μόνο έναντι μετρητών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι πιέσεις της να εξέλθει από την Ευρωζώνη θα ήταν μάλλον «αφόρητες», αφού όσο θα παρέμενε κράτος-μέλος της, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον των άλλων χρεωμένων κρατών της ένωσης θα κλιμακώνονταν – με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ισοτιμία και τη βιωσιμότητα του Ευρώ.
ΑΡΝΗΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΟΥ ΑΠΕΧΘΟΥΣ ΧΡΕΟΥΣ
Πρόκειται για ένα σενάριο μη ελεγχόμενης χρεοκοπίας, αφού η άρνηση αποτελεί μονομερή αθέτηση πληρωμών – δεν είναι δηλαδή το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, είτε είναι αιτιολογημένη, είτε όχι.
Τα απεχθή χρέη (ή χρέη δικτατόρων, όπως επίσης αποκαλούνται – σύμφωνα με έναν όρο, ο οποίος συνιστά «λαϊκό Δίκαιο» που όμως δεν έχει γίνει αποδεκτό μέχρι σήμερα στο σύνολο του), θεωρείται ότι είναι «μη αποδεκτά» και δεν υπάρχει υποχρέωση πληρωμής τους, εφόσον:
(α) έχουν συναφθεί χωρίς την έγκριση των Πολιτών μίας χώρας, λόγω της ύπαρξης μίας μη εκλεγμένης δημοκρατικά κυβέρνησης, η οποία δεν έχει την απαιτούμενη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας,
(β) τα χρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί για την καταπίεση των Πολιτών μίας χώρας, έχοντας τους προκαλέσει ζημίες με τη χρήση τους,
(γ) οι δανειστές είχαν γνώση και των δύο παραπάνω περιπτώσεων – ή θα μπορούσαν να έχουν, με τη βοήθεια μίας εύλογης έρευνας.
Ουσιαστικά δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια, σε σχέση με το ποια χρέη ή από πότε μπορούν να χαρακτηρισθούν «απεχθή» (odious debts). Θεωρείται όμως ότι, η υποχρέωση επιστροφής αυτών των δανείων ευρίσκεται σε πλήρη αντίθεση, με τα «ενδιαφέροντα» της δημοκρατικής κυβέρνησης, η οποία διαδέχεται στην εξουσία την απολυταρχική προηγούμενη.
Ειδικότερα, εάν τα χρήματα που προήλθαν από το δανεισμό, οδηγήθηκαν στα ταμεία της ελίτ, της κυρίαρχης τάξης δηλαδή μίας χώρας, εάν χρησιμοποιήθηκαν για την καταπίεση του πληθυσμού της ή δαπανήθηκαν για άλλους λόγους, οι οποίοι δεν προήγαν τα συμφέροντα του συνόλου, πιστεύεται πως δεν πρέπει να υποχρεωθεί η εκλεγμένη νέα κυβέρνηση να τα πληρώσει (σύμφωνα με το δόγμα του «απεχθούς χρέους»).
Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η παρεμπόδιση των δυνητικών δανειστών, να στηρίζουν ανάλογα, δικτατορικά συνήθως, καθεστώτα. Η Κούβα (1898), η Κόστα Ρίκα (1923) και το Εκουαδόρ (2008) το οποίο, μετά από λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους, χαρακτήρισε μέρος του ως «απεχθές», έκαναν χρήση του συγκεκριμένου «δόγματος» στο παρελθόν.
Όσον αφορά την Ελλάδα, επειδή τα τελευταία τριάντα χρόνια, εντός των οποίων δημιουργήθηκε το τεράστιο δημόσιο χρέος της, δεν διοικείται από μη εκλεγμένες δημοκρατικά κυβερνήσεις, θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να επικαλεσθεί τη συγκεκριμένη έννοια, «απαιτώντας» διαγραφή των απεχθών χρεών κατά τα πρότυπα που αναφέραμε.
Παρά το ότι λοιπόν οι δανειστές μας είχαν σαφώς γνώση, σχετικά με την «κακοδιαχείριση» των δανείων που ενέκριναν στις κυβερνήσεις μας, όπως απεδείχθη, μεταξύ άλλων, από τον πρόεδρο της Κομισιόν, ενώ ήταν οι ίδιοι οι διαφθορείς της πολιτικής μας ηγεσίας, είναι μάλλον δύσκολο να επικρατήσει μία τέτοια άποψη – ειδικά αφού κανένας πολιτικός μέχρι σήμερα δεν έχει τιμωρηθεί, οπότε δεν έχει ουσιαστικά στοιχειοθετηθεί ο χρηματισμός και η διαφθορά, η οποία κόστισε στη χώρα μας τουλάχιστον το 50% των συνολικών δημοσίων χρεών της (άνω των 180 δις €).
Η ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
Η κυβέρνηση ενός κράτους μπορεί να αρνηθεί την «εξυπηρέτηση» του συνόλου ή μέρους των χρεών του, εάν η πληρωμή τους μπορεί να προκαλέσει την οικονομική καταστροφή της πλειοψηφίας των Πολιτών του – εάν δηλαδή είναι συνδεδεμένη με το κλείσιμο των σχολείων, με το σταμάτημα της λειτουργίας των νοσοκομείων κλπ.
Η δυνατότητα αυτή στηρίζεται στην απόφαση της επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, σύμφωνα με την οποία «Ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να αναγκασθεί να κλείσει σχολεία, πανεπιστήμια, δικαστήρια και να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες, επιφέροντας χάος και αναρχία στην κοινωνία, απλά και μόνο για να εξασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων σε ξένους και τοπικούς δανειστές του».
Κατά την άποψη μας, η Ελλάδα δεν μπορεί να επικαλεσθεί κάτι τέτοιο, παρά το ότι ο κίνδυνος είναι ορατός, εφόσον η κρατική περιουσία της υπερκαλύπτει το δημόσιο χρέος – ενώ το ιδιωτικό χρέος της είναι κατά πολύ χαμηλότερο, σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας.
Η «ΑΠΟΧΡΕΩΣΗ» ΜΕ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΜΕΣΑ
Με εξαίρεση την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του συνολικού δημοσίου χρέους μας, χωρίς καμία διαγραφή, με 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις και το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, υπό την προϋπόθεση της εκδίωξης του ΔΝΤ – μία λύση που μάλλον δικαιούμαστε, αφού το μεγαλύτερο μέρος του χρέους προήλθε από τη διαφθορά των πολιτικών μας και τις υπερτιμολογημένες αγορές εκ μέρους του δημοσίου, εάν θα τοποθετούμαστε υπέρ της ολοκληρωτικής διατήρησης της Εθνικής μας κυριαρχίας, θα οφείλαμε να ξεπεράσουμε χωρίς τη βοήθεια «τρίτων» τα σημερινά προβλήματα, στα οποία μας οδήγησαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων τριάντα ετών – τουλάχιστον με τη δική μας ανοχή, αν όχι με την ενεργό συμμετοχή, ενώ αναμφίβολα αυξήθηκε σημαντικά ο ιδιωτικός μας πλούτος (από την άνοδο των τιμών της ακίνητης περιουσίας, λόγω του τουρισμού και των έργων υποδομής, από τις επιδοτήσεις της ΕΕ στη γεωργία, από την πτώση των επιτοκίων λόγω της εισόδου μας στην Ευρωζώνη κλπ). Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν οι εξής τρόποι, τους οποίους έχουμε αναλύσει στο παρελθόν:
(α) Η εθνικοποίηση του χρέους: Από το σύνολο των οφειλών του κράτους μας, περίπου τα 200 δις € είναι εξωτερικά δάνεια, με προγραμματισμένους τόκους και δόσεις αποπληρωμής τους. Εάν, κατά το παράδειγμα της Ιαπωνίας, η κυβέρνηση μας κάλυπτε το συγκεκριμένο ποσόν σταδιακά, με την έκδοση εθνικών ομολόγων (για τα οποία θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιηθούν κυρίως οι καταθέσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, έτσι ώστε να μην προβληματισθούν οι Ελληνικές τράπεζες), θα είχαμε προφανώς τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτηθούμε (άρθρο μας).
(β) Ο μηδενισμός του χρέους: Είναι μία λύση που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εφάπαξ εισφορά περιουσιακών στοιχείων (καταθέσεις, ακίνητα κλπ) των Ελλήνων ιδιωτών, την οποία έχουμε αναλύσει στο παρελθόν – αν και με τη συμμετοχή των δανειστών μας (άρθρο μας). Όπως είχαμε αναφέρει τότε, αφενός μεν πρέπει να πληρώνουμε για τα λάθη μας (δυστυχώς εμείς εκλέγαμε τόσα χρόνια εκείνους τους Πολιτικούς που μας οδήγησαν στην καταστροφή), αφετέρου κανένας πόλεμος δεν διεξάγεται χωρίς απώλειες – ενώ στόχος μας οφείλει να είναι όχι η εξάλειψη των απωλειών, αφού κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανέφικτο, αλλά ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός τους.
(γ) Η μετοχοποίηση του χρέους: Το κράτος μας θα μπορούσε να δημιουργήσει μία ή περισσότερες εταιρείες, συνεισφέροντας τόσο πάγια περιουσιακά του στοιχεία στο κεφάλαιο τους, όσο και κάποιες συμμετοχές του στις δημόσιες επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, θα μπορούσε να πουλήσει αυτές τις μετοχές σε Έλληνες επενδυτές και καταθέτες, έτσι ώστε να χρηματοδοτηθεί εσωτερικά – χωρίς να αναγκασθεί στην εκποίηση τους σε ξένους. Ας μην ξεχνάμε ότι, με συνολικό χρέος στο 252% του ΑΕΠ μας, το ιδιωτικό θα μπορούσε να φθάσει στο 180% χωρίς κανένα πρόβλημα – οπότε, το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν στη διαφορά (72%).
Εάν η Ελλάδα χρησιμοποιούσε έναν από τους παραπάνω ή κάποιους ανάλογους τρόπους «αποχρέωσης», με δικά της μέσα, θα μπορούσε να ξεφύγει από τα προβλήματα της – εξοφλώντας (εκδιώκοντας) το ΔΝΤ και ανακτώντας την Εθνική της κυριαρχία, καθώς επίσης την εθνική της υπερηφάνεια. Άλλωστε, η περαιτέρω δραστηριοποίηση του ΔΝΤ θα κοστίσει στους Πολίτες της, σε όλους εμάς δηλαδή, πολύ περισσότερα, από αυτά που θα προσφέραμε σήμερα, με τη θέληση μας – υπό την προϋπόθεση φυσικά του πλήρους ελέγχου της Πολιτείας.
Για παράδειγμα, τυχόν πτώση της αγοράς ακινήτων, η οποία προκαλεί συνήθως μία εκτεταμένη τραπεζική κρίση, θα κόστιζε στον ιδιωτικό τομέα μας, σε όλους εμάς δηλαδή, περισσότερα από 200 δις € – όπως η καταβαράθρωση του ελληνικού χρηματιστηρίου, η οποία ήδη κόστισε στους μετόχους των εισηγμένων εταιρειών μας, «κεφαλαιοποίηση» άνω των 150 δις € (το 50% σχεδόν του δημοσίου χρέους μας). Αλήθεια, ποια ιδιωτική επιχείρηση θα συνέχιζε να «ανέχεται» το διευθύνοντα σύμβουλο στη θέση του, εάν είχε ζημίες που θα ξεπερνούσαν το 50% του ετήσιου τζίρου της (ΑΕΠ), διακινδυνεύοντας την περαιτέρω αύξηση τους;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, η «ακμή» ενός λαού σαν τον δικό μας, θα μπορούσε να στηριχθεί στις τρείς παρακάτω προϋποθέσεις (η παρακμή, αντίστοιχα, στην παντελή έλλειψη τους – κάτι που πολύ φοβόμαστε ότι «συμβαίνει» σήμερα):
(α) Σε ένα σύνολο υγιών οικονομικών και πολιτικών θεσμών, οι οποίοι θα καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα μπορούμε να αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους.
(β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής».
(γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος (να μην σπαταλάει δηλαδή και φυσικά να μην «υπεξαιρεί» το δημόσιο πλούτο, «εκμηδενίζοντας» παράλληλα τον πολιτισμό μας), καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα, από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει – να εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.
Εάν λοιπόν δεν αγωνισθούμε για να αποκτήσουμε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, με απώτερο στόχο την κυριαρχία των Θεσμών και την άμεση Δημοκρατία, καθώς επίσης εάν συνεχίσουμε να «επιρρίπτουμε» τις ευθύνες σε τρίτους, χωρίς να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε, με δικά μας κυρίως μέσα, τα οικονομικά και λοιπά μας προβλήματα, δεν πρόκειται να ξεφύγουμε από το «τέλμα» – ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, θα ήταν μάλλον οξύμωρο να παραπονιόμαστε για την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας ή να αναφερόμαστε στην εθνική μας υπερηφάνεια.
Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com
* Ο Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.