Της Αλεξάνδρας Ηλιοπούλου,
iliop@otenet.gr.
Φράϊμπουργκ. Είμαστε μια παρέα από δέκα πέντε παιδιά, εγώ η μικρότερη, στα είκοσι δύο μου και ο μεγαλύτερος στα 35. Καταγόμαστε από χώρες όλων των Ηπείρων. Αμερικανοί, Ασιάτες, Αυστραλοί, Αφρικανοί, Ευρωπαίοι. Βρισκόμαστε σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εδώ στο Φράϊμπουργκ στη νοτιοδυτική Γερμανία, μια ωραιότατη πόλη, με χιόνι σχεδόν μέχρι το «γόνατο». (Όμως εδώ και με δύο γόνατα χιόνι, ούτε τα Νηπιαγωγεία κλείνουν). Μας συνδέουν πολλά κοινά ως νέους ανθρώπους, όλοι μας κάποιου επιπέδου γνώσεων, και το πιο κοινό, παρά τη διαφορετικότητας της καταγωγής, είναι η νοσταλγία για την πατρίδα. Συζητούμε καθημερινά και ανταλλάσσουμε απόψεις για ποικίλα θέματα. Αλλά δεν μπορεί ο καθένας μας να μη μιλήσει και γύρω από τη χώρα καταγωγής του, αφού οι ερωτήσεις προς αλλήλους είναι αναπόφευκτες και οι απαντήσεις πολύ ενδιαφέρουσες. Περπατούσαμε α λ ά ελληνικά στο δρόμο, χωμένοι στα ζεστά ρούχα μας, (αν και το κρύο εδώ είναι «χοντρό»και όχι διαπεραστικό), όταν είπα ότι «εγώ είμαι Ελληνίδα». Τότε και οι δέκα τέσσαρες (!) της παρέας jστάθηκαν απότομα. Με κοίταξαν έκδηλα περίεργα, με ένα άφωνο αλλά ηχηρό ερωτηματικό βλέμμα. Νομίζω πως δεν είχα συγκρατηθεί και κοκορεύτηκα, όταν είπα το ΕΛΛΗΝΙΔΑ. Αν και σε κλάσμα δευτερολέπτου αναρωτήθηκα ανήσυχα, τί τους ξεσήκωσε και έριξαν τόση ενεργητικότητα πάνω μου. Σκέφθηκα αστραπιαία μήπως θυμήθηκαν Σωκράτη και Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Θουκυδίδη, Ευριπίδη και Σοφοκλή, Αισχύλο και Αριστοφάνη και τους πέρασε στο πρόσωπό μου η αρχαία παγκόσμια ελληνική Σκέψη; Ή μήπως η σκέψη μου πρέπει να προετοιμαστεί να απαντήσει σε δύσκολες ερωτήσεις τους για τα σημερινά τεκταινόμενα στην Ελλάδα μου; Ομολογώ ότι είχα ακαριαία παρασκευάσει μέσα στον εγκέφαλό μου την απαραίτητη φαιά δύναμη θράσους, για άμυνα και επίθεση, τόση που μου φάνηκε πως είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι μου. Όμως είχα στη γλώσσα μου και τη σιδηρά απόφαση να υπερασπισθώ με αυτό το θράσος όλα όσα θα μου καταμαρτυρούσαν ότι συμβαίνουν στην Ελλάδα μου. Και ήμουν πανέτοιμη να κωφεύσω μπροστά σε οποιαδήποτε λογική και αν μου προέβαλαν. (Όπως συμβαίνει με τους συνδικαλιστές μας που δεν ακούνε τίποτα, παρά μόνο «το δίκιο του εργάτη και ας πάει κατά διαόλου όλη η χώρα» – εν προκειμένω η υπόληψή μου). Και ώ, του θαύματος! Οι πρώτοι που μίλησαν, περίπου οι μισοί, μου φάνηκαν έκθαμβοι και πως με είδαν σαν αρχαιόφερτη σύγχρονη μούσα του Αθάνατου Ελληνικού Πνεύματος που θα τους φωτίσει. Το πώς έγινα αρχαιολόγος και φιλόσοφος, φιλόλογος και ρήτωρ, που ούτε ο Δημοσθένης δεν θα τολμούσε να εμφανισθεί μπροστά μου, ούτε που το κατάλαβα. Εντυπωσίασα και κέρδισα τον θαυμασμό. Αλλά με έτρωγε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ο μαρασμός που θα μπορούσε να επακολουθήσει, εάν οι άλλοι μισοί το πηγαίνανε εκεί που φοβόμουνα. Και νά που τελικά δεν το γλίτωσα. «Εκεί στην Ελλάδα εσείς …»
Και πριν αφήσω να μου πούνε ποιό έγκλημα κάναμε εμείς στην Ελλάδα, πάλι με ύφος κοκόρου, έκανα κάτι επιχειρηματικές αναλύσεις και σκέψεις και περιγραφές, με σταθερό ύφος γνώστριας της ποικιλομορφίας που παρουσιάζεται ένα οικονομικό πρόβλημα ενός λαού, από την εποχή του Άνταμς μέχρι του Ομπάμα, του Μαρξ μέχρι του Γκορμπατζώφ, την Ασιατική οικονομική κρίση από την ατομική βόμβα μέχρι την αλλαγή πολιτικής θέσης του Χονγκ Κογκ, μιλώντας πότε εις άπταιστον Αγγλικήν και πότε εις “μητρικήν” Γερμανικήν και χρησιμοποιώντας την Ελληνική με γερμανική προφορά, όταν ανέφερα όρους Οικονομίας και Μαθηματικών, Ιατρικής και Φιλοσοφίας, με την ελπίδα, (όπως κάνουμε στην Ελλάδα, να μπερδέψουμε τους απέναντί μας και από γαλατική ευγένεια να σιωπήσουν, ήταν και ένας Γάλλος στη συντροφιά) να τους έχω αποστομώσει και να έχουν καταλάβει ότι όσα μας καταμαρτυρούν είναι απλώς ανακρίβειες για εξωτερική κατανάλωση. Και τόνισα πόσο η κ. Μέρκελ, η οποία ήταν και πριν δυο μέρες στην πόλη μας με τον κ. Σαρκοζί, έχει εκφράσει τον έρωτά της και το θαυμασμό της για το πόσο αντέχουμε εμείς στην Ελλάδα. Ήμουν τόσο ξαναμμένη α λά ελληνικά, που καθώς περπατούσα έτσι απρόσεκτα, λίγο έλειψε να πέσω μέσα σε ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά “χαντάκια” του Φράϊμπουργκ. Αλλά πρόλαβε και με τράβηξε και με έσωσε ένας Γερμανός λέγοντάς μου πως “η παράδοση λέει πως όποια γυναίκα πατήσει στο χαντάκι αυτό, θα παντρευτεί Γερμανό και θα μείνει για πάντα στο Φράϊμπουργκ”, αν κι εσύ βρε κορίτσι μου κοκορεύεσαι πολύ που είσαι Ελληνίδα». Τον ευχαρίστησα ταραγμένη, δεν ασχολήθηκα αν τους έπεισα, αλλά σκέφτηκα καλά μέσα μου «καλού-κακού, ας το ξέρουμε κι αυτό».