Δυναμίτης στα θεμέλια της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού.
Αθήνα, 15.2.2011.

«Η επίλυση της διαφοράς για την ονομασία είναι ευθύνη της ηγεσίας της πΓΔΜ και
της Ελλάδας. Πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να επιλυθεί ανά πάσα στιγμή. Χρειάζεται,
ωστόσο, προσπάθεια και από τις δύο πλευρές και η ευθύνη είναι δική τους» (Φίλιπ Ρίκερ.) [1. Πρέσβης των ΗΠΑ στα Σκόπια.]

Η δήλωση αυτή του πρεσβευτή των ΗΠΑ στα Σκόπια εκφράζει με την πιο κυνική γλώσσα την θέληση των «άσπονδων ατλαντικών και υπερατλαντικών φίλων και συμμάχων μας» και τη διαχρονική υποχωρητικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να αποδεχτούν και μεταβάλουν τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας επί της ελληνικής Μακεδονίας σε διμερείς διαφορές.

Με βάση τίνος διεθνούς δικαίου και ποιων διεθνών συνθηκών αναγορεύονται αυθαίρετα ως διαφορές οι μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας Σκοπιανών, Τούρκων, Αλβανών;

Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγνωρίζουν και αποδέχονται ως διαφορές τις επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας; Με ποιο δικαίωμα ένα ξένος (στην περίπτωσή μας η π.ΓΔΜ) απαιτεί μερίδιο από την εθνική μας κληρονομιά, πλαστογραφόντας βάναυσα την ιστορία μας;

Δεν μπορεί να υπάρξει λύση, αν δεν υπάρχει εθνολογικός προσδιορισμός των Σλάβων στο όνομα και δεν συμφωνηθεί το όνομα της εθνότητας, υπηκοότητας και γλώσσας ώστε να μην υποκλέπτεται η ιστορία και ο πολιτισμός των Μακεδόνων, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κληρονομιάς της πατρίδας μας.

Η Ελληνική αναγνώριση θα νομιμοποιήσει την κλοπή της ιστορίας και του πολιτισμού των Μακεδόνων, όχι φυσικά αυτή των Αμερικανών, Ρώσων, Κινέζων.

Και αυτό θα γίνει, εφόσον τους αναγνωρίσουμε το όνομα ως «Μακεδόνες», απλό ή σύνθετο. Τόσο απλό είναι το «σύνθετο» αυτό πρόβλημα.

Πώς εξηγείται ωστόσο η ενδοτικότητα (και υποχωρητικότητα) των ελληνικών κυβερνήσεων, που αγγίζει τα όρια της εθνικής προδοσίας;

Η ενδοτικότητα αυτή, που αφορά όλα τα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από την Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, την Μακεδονία και την Ήπειρο, σχετίζεται άμεσα με την απεμπόληση από την ίδια την Ελλάδα της εθνικής της ανεξαρτησίας και των αναφαίρετων κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Η εκχώρηση σε ξένους κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας, γιατί περί αυτού πρόκειται, αφορά διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις, από τότε που δημιουργήθηκε το πρόβλημα και πήρε διαστάσεις, με κίνδυνο τον ακρωτηριασμό της χώρας μας.

Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο Έλληνας πολίτης ότι δεν πρόκειται για άγνοια, επιπολαιότητα, λάθη ή ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά για συνειδητή επιλογή του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας που επεκράτησε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο και δημιούργησε τις συνθήκες υπακοής και υποταγής στα κελεύσματα των ατλαντικών και υπερατλαντικών «άσπονδων φίλων και συμμάχων» μας, με απώτερο στόχο την συμμετοχή στην προβλεπόμενη λεία.

Ελληνικές κυβερνήσεις είναι αυτές που ακύρωσαν τις αποφάσεις του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών το 1992, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την μη αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονία».

Το πρόβλημα ξεκινάει από παλιά και έχει σχέση με τις κατά καιρούς πανσλαβιστικές επιδιώξεις της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην ΕΣΣΔ και των άλλων σλαβικών γειτονικών λαών, για έξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. [2. Βλ. π.χ. τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου παραχωρήθηκε η Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη στους Βουλγάρους.]

Συγκεκριμένη μορφή πήρε η πολιτική αυτή με την σκόπιμη δημιουργία από τον στρατάρχη Τίτο της λεγόμενης «Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», (ενώ η περιοχή προηγουμένως ονομαζόταν Βαρντάρσκα), που στόχο είχε την μελλοντική και, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου», που περιλάμβανε όλη την ελληνική Μακεδονία, παρ’ όλο που γνώριζε ο ίδιος ότι η Μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.

Κλειδί ερμηνείας της ενδοτικής στάσης των ελληνικών κυβερνήσεων αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη (ελληνικό κεφάλαιο), που επεκράτησε μετά την ηρωική εθνική αντίσταση, παρασιτική και κομπραδόρικη, καθώς είναι, υπακούει στις εντολές των κυρίων της, εντός και εκτός Ελλάδας.

Αυτό είναι το κλειδί ερμηνείας για την υποχωρητικότητά της.

Υποτάσσεται δηλαδή στις επιταγές του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, με σκοπό τη συμμετοχή της, ως φτωχού ή πλούσιου συγγενή, στα απορρέοντα κέρδη.

Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου τη φύση αυτού του κεφαλαίου σε ομιλία του σε σεμινάριο του ΠΑΚ την άνοιξη του 1973. Λέει σχετικά: «Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη δεν είναι αυτόνομη. Αποτελεί εξαρτημένο και κομπραδόρικο προγεφύρωμα του ξένου, μα ιδιαίτερα του αμερικάνικου μονοπωλιακού κεφαλαίου, που στα πλαίσια της παγκόσμιας δυναμικής του ιμπεριαλισμού, έχει μεταβάλει την Ελλάδα σε ξέφραγο αμπέλι για την ασύδοτη εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού και σε στρατώνα για την προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων του Πενταγώνου στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή».

Μετά τη μεταπολίτευση προσδιόρισε ο ίδιος την εξάρτηση του ελληνικού κεφαλαίου από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα:

«Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη ‘φωνή του κυρίου της’.

Με την έννοια αυτή για την αστική τάξη δεν παίζει κανένα ρόλο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας.

Πιο αποκαλυπτικά δεν μπορούσε η πραγματικότητα αυτή να εκφραστεί, παρά και με τα λόγια της κυρίας Άννας Ψαρούδας -Μπενάκη, κατά την ορκωμοσία του Κάρολου Παπούλια ως προέδρου:«Αναλαμβάνετε, κύριε Πρόεδρε, την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας για μία πενταετία, όπου θα σημειωθούν σημαντικά γεγονότα και εξελίξεις: Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση θα προωθηθεί με την ψήφιση ενδεχομένως και της Συνταγματικής Συνθήκης, τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές καθώς θα μπορούν να προστατεύονται, αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίες πέραν των γνωστών και καθιερωμένων και πάντως η Δημοκρατία θα συναντήσει προκλήσεις και θα δοκιμασθεί από ενδεχόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης».

Γνωστή είναι ακόμη και η άποψη που εξέφρασε ο Γιώργος Παπανδρέου αναφορικά με την εθνική μας κυριαρχία, συμπληρώνοντας τα λεγόμενα της κυρίας Ψαρούδα, για την παγκόσμια διακυβέρνηση:

«Έτσι όπως χειριστήκαμε τα οικονομικά μας, αναιρείται και ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας».

Η πατρίδα για τους πολιτικούς εκφραστές αυτού του συγκροτήματος εξουσίας, που εκπορεύεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, αποτελεί εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Στην πολιτική αυτή συμπράττουν δυστυχώς και άλλες δυνάμεις από τον δεξιό και αριστερό χώρο, που με τον λανθασμένο τους κοσμοπολίτικο «διεθνισμό» υπηρετούν τις εθνικιστικές και σοβινιστικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας.

Συνεπώς το πρόβλημα γι’ αυτές τις δυνάμεις, που απεργάζονται το κακό της Ελλάδας, είναι θέμα συναλλαγής και υπολογισμού των κερδών από τις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό συμβαίνει στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου πρόσφατα αναδεικνύονται εντατικότερα από το παρελθόν διεκδικήσεις και της Αλβανίας επί ελληνικού εδάφους (Τσαμουριά).

Από ελληνικής πλευράς, όχι μόνο δεν υπάρχει αντίδραση, αλλά απεναντίας ενίσχυση της επεκτατικής πολιτικής των γειτόνων μας, παρ’ όλο που είναι γνωστό της πάση ότι η Μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.

Πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα δεν παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η εθνότητα και η γλώσσα. Παραγνωρίζουν σκόπιμα ή αγνοούν εγκληματικά οι παράγοντες αυτοί ότι σύμφωνα, με μια μοντέρνα θεωρία των παγκοσμιοποιημένων πολυπολιτισμικών κύκλων, το κράτος δημιουργεί και εθνότητα και γλώσσα και ιστορία.

Συνεπώς δίνουν το δικαίωμα στο κράτος των Σκοπίων, αφού αναγνωριστεί ως Μακεδονία, να διεκδικήσει, σύμφωνα με τα διεθνώς ειωθότα στους διεθνείς οργανισμούς, μακεδονική εθνότητα, μακεδονική γλώσσα και μακεδονική ιστορία.

Με την έννοια αυτή το όνομα «Μακεδονία», σύνθετο ή απλό, αποτελεί όχημα της αλυτρωτικής και επεκτατικής πολιτικής τους.

Χωρίς το όνομα Μακεδονία δεν μπορούν να έχουν εθνότητα, γλώσσα και ιστορία «μακεδονική». Ούτε είναι δυνατόν να διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία. Αυτός είναι από τη μια ο λόγος της ανυποχώρητης επιμονής τους στο όνομα. Ο λόγος από την άλλη που δεν δέχονται τη σύνθετη ονομασία, οφείλεται στην πεποίθησή τους ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα υποχωρήσουν περεταίρω, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ, ώστε εκτός από τη σύνθετη ονομασία να εξασφαλίσουν και την «μακεδονική» εθνότητα, γλώσσα και ιστορία.

Μια τέτοια λύση αποτελεί μη λύση και θα πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραχωρήσουν με τη θέλησή τους οι Έλληνες την ελληνική Μακεδονία στους Σκοπιανούς.

Οι κατωτέρω εμπρηστικές δηλώσεις επισήμων σκοπιανών δεν προμηνύουν τίποτε το ευοίωνο και ειρηνικό: «Tο ρολόι της ιστορίας χτυπά αντίστροφα για τον διαμελισμό της Ελλάδας από τρία έθνη. Η Ελλάδα θα χάσει την Μακεδονία του Αιγαίου από τους Mακεδόνες, τη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο από την Τουρκία και την Ήπειρο από την Αλβανία. Τι θα απομείνει τελικά στους Γρεκούς; Ο μικρός τους βράχος που ονομάζεται Αθήνα, η οποία είναι 50% αλβανική».

Είναι αυτονόητο ότι ειρηνική συμβίωση των λαών της περιοχής και σχέσεις καλής γειτονίας κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν είναι δυνατή.

Οποιαδήποτε εξάλλου υποχωρητικότητα στο όνομα σημαίνει αυτομάτως εθνική προδοσία.

Δεν μπορούν οι Έλληνες να «συνωστίζονται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως «συνωστίζονταν», κατά την ρεπούσια έκφραση, οι Έλληνες στο λιμάνι της Σμύρνης.

Οι εθνικοί μειοδότες πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν, αν αποτολμήσουν να διαπράξουν αυτό το έγκλημα.

Δεν μπορούμε να ανεχθούμε να αποφασίζουν οι κυβερνόντες για εμάς (τον ελληνικό λαό) χωρίς εμάς.

Η ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να υποστηρίξει ευθύς εξ’ αρχής το αυταπόδεικτο, τουτέστιν ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική και ο όρος δεν είναι διαπραγματεύσιμος. Ως εκ τούτου δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από άλλους.

Το πώς θα αποκληθεί το νέο Κράτος είναι δικό τους θέμα και όχι δικό μας.

Εμείς ως Έλληνες δε μπορούμε να συναινέσουμε οι ίδιοι στην πλαστογράφηση της ιστορίας μας, αποδεχόμενοι ονομασία του κράτους των Σκοπίων που θα περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία;

Δεν δικαιούμεθα επίσης να προχωρήσουμε σε συμβιβασμό αποδεχόμενοι, ότι υπάρχει «μακεδονική εθνότητα» και «μακεδονική γλώσσα»;

Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να εκχωρήσει την κληρονομιά των Ελλήνων, χωρίς να ρωτήσει άμεσα τον Ελληνικό λαό;

Για τους ανωτέρω λόγους: Δεν αιτούμεθα αλλά απαιτούμε από την ελληνική κυβέρνηση, να μην αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων ως Μακεδονία ή παράγωγά του.

Σε διαφορετική περίπτωση να προβεί σε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός για το εθνικό αυτό θέμα.

Αν κι’ αυτό δεν γίνει, τότε καλούμε τον ελληνικό λαό να υπερασπιστεί την εθνική του ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά του δικαιώματα, όπως επιτάσσει το σύνταγμα της χώρας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ