Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.
Ο Γιώργος Καμβυσέλλης ανήκει στους εραστές της γραφής. Γράφει εδώ και μερικές δεκαετίες και πιστεύει ότι η ασχολία του με την συγγραφή είναι η σημαντικότερη ενασχόληση στην ζωή του. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία και είναι και δημοσιογράφος. Η εργατικότητα αλλά και η δουλειά του στα ελληνικά γράμματα είναι σημαντική. Μια καλύτερη γνωριμία μαζί του θα μας γνωρίζει το έργο του. Ας τον αφήσουμε να μας ταξιδέψει στον κόσμο της συγγραφής αλλά και της πορείας του στην διαδρομή που έκανε στον ελλαδικό χώρο.
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Πριν απ’ όλα θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε να κουβεντιάσουμε δημόσια με ένα ανεβασμένο αναγνωστικό κοινό όπως της ιστορικής Άρτας.
Όταν μαθητής πρώτης Γυμνασίου άκουγα τους μεγάλους να μιλάνε για τη θαυματουργιά πικραγγουριά, που είχε βγει η φήμη πως γιατρεύει τον καρκίνο, κάτι ανάλογο δηλαδή με τη Φραπελιά πριν έξι χρόνια, περγελούσα την αφέλεια του κόσμου και σκάρωσα ένα σατυρικό ποίημα. Ήταν γουστόζικο και πονηρούτσικο, ζήτησα από τη μητέρα μου να το δώσει σε κάποια εφημερίδα κι αντ’ αυτού άκουσα τα σκολιανά μου, κι εισέπραξα μια καρπαζιά. Λούφαξα σαν το χοχλιό στις μεταβρόχινες ηλιαχτίδες, και το δημοσίευσα πολύ αργότερα.
Το 1962 πάλι, μόλις απολύθηκα από στρατιώτης για να ξοδέψω την περισσευούμενη αδρεναλίνη μου, σκάρωσα ένα θεατρικό κείμενο και το ανέβασα, με θίασο τα παιδιά του χωριού μου, στην Άντισσα Λέσβου και σε διπλανά χωριά. Μεγάλη επιτυχία, μαζέψαμε και λεφτά για τη λέσχη. Κι όλο έγραφα σποραδικά κειμενάκια στον τοπικό τύπο ή για τον εαυτό μου, μέχρι που το 1966 μετά από Πανελλήνιο διαγωνισμό πήγα στην Αθήνα και με δάσκαλο τον Αλέκο Γαλανό έγραφα, επί εννιά χρόνια συνεχώς. Δύο εκπομπές και ένα ραδιοφωνικό σκετς ανά εβδομάδα, για λογαριασμό της ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ (μετέπειτα ΕΡΤ). Μετά το 2000 ασχολήθηκα πιο συστηματικά με τη λογοτεχνία.
Ποιοι ήταν οι συγγραφείς που σας επηρέασαν;
Ο Στρατής Μυριβήλης και Ηλίας Βενέζης αρχικά κι αργότερα ο μεγάλος στοχαστής Νίκος Καζαντζάκης, που τον θεωρώ κορυφή. Σημαντικό μερίδιο στον προσανατολισμό μου έχουν τα μεγαθήρια Σαίξπηρ, Τολστόι, Ουγκώ και ο Στέφαν Τσβάιχ με το μικρό του αριστούργημα Σύγχυση Αισθημάτων. Α, ναι κι ο Παπαδιαμάντης.
Ξεκινήσατε από την Λέσβο πήγατε στην Αθήνα και τώρα ζείτε στην Κρήτη. Δεν είναι μεγάλη διαδρομή;
Νομίζω όχι, αφού οι αλλαγές του τόπου διαμονής με θρέφουν και με εφοδιάζουν εμπειρίες, γνώση κι άμβλυνση αιχμών του χαρακτήρα μου, με παράλληλη σφαιρική αντιμετώπιση ανθρώπων και καταστάσεων. Είναι ένας ανεκτίμητος πλούτος και μια κοινωνιολογική σπουδή. Πρέπει βέβαια να συμπληρώσω πως εκτός αυτών που αναφέρατε, στη διαδρομή της ζωής μου μεσολάβησαν σημαντικά διαστήματα στη Νέα Υόρκη και Μαϊάμι όπου έκανα σπουδές ή πολιτιστικές δραστηριότητες. Να σημειώσω πως ζώντας μεγάλες περιόδους της ζωής μου Μυτιλήνη, Αθήνα, Κρήτη έχει μπει στο πετσί μου η νοοτροπία κι η κουλτούρα αυτών των πληθυσμών κι ανάλογα, διαμορφώνω δράσεις και αντιδράσεις μου. Και στα κείμενά μου, συνυπάρχουν λέξεις, εκφράσεις και παλμός αυτών των τριών διαφορετικών αλλά με πολλά ενδιαφέροντα πληθυσμιακών δυναμικών. Για μένα, η κάθε αλλαγή είναι μια ανανέωση κι ένα πάντρεμα, μια αδερφοποίηση κοινωνικών ομάδων που όσο κι αν διαφέρουν έχουν κοινά σημεία προσέγγισης. Όταν ζω στην Κρήτη νοσταλγώ τη Μυτιλήνη. Κι απ’ την ιστορική Άντισσα νοσταλγώ το Σφηνάρι που είναι ένα όμορφο ψαροχώρι σκαρφαλωμένο στα απρόσιτα Κρητικά βράχια κι αντροκαλεί το γιαλό σαν παιχνιδίζει ή λυσσομανά στα πόδια του για να το καταχτήσει.
Από την ανάγνωση και μόνο των βιβλίων σας καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι έχει να κάνει με έναν εραστή της γραφής. Τι πρέπει να προσέχει ο συγγραφέας προτού παρουσιάσει στο κοινό το έργο του;
Να σέβεται τον εαυτό του και πάν’ απ’ όλα τον μεγάλο κριτή, τον κυρίαρχο αναγνώστη. Να έχει κατά νου πως ένα βιβλίο θα το πιάσουν, ή μπορεί να το πιάσουν, άνθρωποι κάθε κατηγορίας και μορφωτικού επιπέδου και πρέπει να μη γελάσουν σαρκαστικά εις βάρος του συγγραφέα. Υπάρχουν δυστυχώς ορισμένοι που θέλουν να αυτοαποκαλούνται συγγραφείς οι οποίοι αραδιάζουν άχρηστα υλικά στο χαρτί υποτιμώντας τη νοημοσύνη του αναγνώστη. Το γράψιμο φίλε και συμπατριώτη Ελπιδοφόρε είναι μια ακροβασία που αν δεν χειριστούμε σωστά το κοντάρι ισορροπίας θα πέσουμε και θα τσακιστούμε. Αν φυσικά το καταλαβαίνουμε αυτό. Λογοτεχνία σημαίνει αγώνας, ξενύχτι, να ξεσκίζεις τις σάρκες σου και να κρατείς με πάθος την ελευτερία σου. Αν δεν είσαι ελεύτερος κι ανεπηρέαστος απ’ τον προσωπικό σου συναισθηματικό κόσμο, δεν μπορείς να γράψεις σωστά και να ξεκλειδώσεις την καρδιά του αναγνώστη. Γιατί αυτή είναι η μαγεία και η αμοιβή του συγγραφέα. Να εισχωρήσει στην καρδιά του αναγνώστη, να του μιλήσει, να τον αφουγκραστεί, να τον επηρεάσει. Και πάντα, το κάθε κείμενο, μικρό ή μεγάλο, θεατρικό, πεζό ή ποίημα, πρέπει να εκπέμπει μηνύματα. Αν δεν προκαλούμε κάποιο ερέθισμα ή προβληματισμό καλύτερα να αλλάξουμε κατεύθυνση. Μα κι οι λέξεις, οι προτάσεις, τα σημεία στίξεως που είναι ο μπούσουλας στον αναγνώστη, πρέπει να είναι πολύ προσεγμένα. Με χειρουργική λαβίδα πιάνουμε ευλαβικά την κάθε λέξη, την κατάλληλη λέξη, και με πολύτιμα υλικά συγκόλλησης σκαρώνουμε το οικοδόμημα. Όπως ο καλός ο μάστορας. Ειλικρινά εκνευρίζομαι όταν βλέπω βιβλία -σκουπίδια να κυκλοφορούν.
Έχετε εκδώσει βιβλία με διηγήματα αλλά και χρονογραφήματα. Γιατί τον τελευταίο καιρό οι συγγραφείς που γράφουν χρονογράφημα είναι ελάχιστοι;
Είναι τούτο το είδος γραφής αλλιώτικο. Είναι ψίθυροι καρδιάς στο αυτί του αναγνώστη. Θέλει πολλή αγάπη, σε λίγες λέξεις περιέχονται πολλά μηνύματα και πρέπει να είναι ιδιαίτερα εύληπτα από τον κάθε επιπέδου αναγνώστη. Ξέρεις, το χρονογράφημα όπως κι άλλα σοβαρά κείμενα, έχει πολλούς τρόπους ανάγνωσης. Άλλα εισπράττει ο προβληματισμένος ή ο μορφωμένος κι άλλα ο απλός άνθρωπος στο καφενείο ή στην παραλία. Όλοι όμως πρέπει να το καταλαβαίνουν. Και πάντα, πρέπει να κρατάμε τη χρυσή τομή σε θέματα καυστικά και δηκτικά για ορισμένες κατηγορίες ατόμων. Γι αυτό και τα αποφεύγουν όσοι ξέρουν να ζυγίζουν το ειδικό βάρος της γραφής των.
Πριν από δύο χρόνια συγκλονίσατε τους αναγνώστες με ένα έργο αγάπης , με τον τίτλο «Κόκκινα φανάρια στο περιβόλι της Παναγίας, η ζωή και το έργο του Αλέκου Γαλανού». Ποιος ήταν ο Αλέκος Γαλανός;
Ο γεωπόνος, σκηνοθέτης, ηθοποιός, εκφωνητής, χορευτής, μακιγιέρ, διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, δόκιμος μοναχός και πάν’ απ’ όλα θεατρικός συγγραφέας.
Ο συγγραφέας του κλασσικού στο είδος του θεατρικού έργου Κόκκινα Φανάρια με την τεράστια επιτυχία και που ακόμα μπαίνει στο ρεπερτόριο μεγάλων και μικρών θιάσων και που σαν κινηματογραφικό πήγε μέχρι Όσκαρ.
Ο Αλέκος Γαλανός ήταν ένας σεμνός και σημαντικός άνθρωπος. Δεν υπάρχει αντίθεση με τους λεγόμενους σταρ που τους αρέσει να επιδιώκουν την παρουσίασή τους στην τηλεόραση;
Ο Αλέκος δεν ήταν σημαντικός αλλά σπουδαίος άνθρωπος, πολυτάλαντος, με μεγάλη μόρφωση που πριν κάνει κάτι έπρεπε να το σπουδάσει, να το μάθει σε βάθος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τον κυνηγούσαν και τον είχαν κάθε μέρα στο ραδιόφωνο, στον περιοδικό κι ημερήσιο τύπο και συχνά πρωτοσέλιδα μεγάλων εφημερίδων ή εξώφυλλα περιοδικών. Δεν επιδίωκε την προβολή του γιατί η αξία του ακτινοβολούσε σε μεγάλη κλίμακα. Όσο ακόμα ήταν φοιτητής Πανεπιστημίου ανέβασε το πρώτο του έργο Θεατρίνοι με σκηνοθεσία του μεγάλου Κάρολου Κουν. Αυτό τα λέει όλα. Τι να παρουσιαστεί στην τηλεόραση αφού μόλις ήρθε και στην Ελλάδα η τηλεόραση, παρήγαγε δικά του προγράμματα και κινηματογραφικές ταινίες; Όλη η Ελλάδα μιλούσε γι αυτόν; Πολλές φορές κρυβόταν από τους δημοσιογράφους. «Γιώργη δεν με αφήνουν να δουλέψω. Κι οι πιο πολλοί μου κάνουν άστοχες ερωτήσεις» μου έλεγε εμπιστευτικά.
Η ζωή του Αλέκου Γαλανού μοιάζει σαν ένα παραμύθι. Μόνο που στα παραμύθια το τέλος είναι πάντοτε ευχάριστο. Ποιοι παράγοντες τον έκαναν να απογοητευτεί;
Πράγματι η ζωή του Αλέκου μοιάζει με παραμύθι χωρίς “Happyend”.
Πολλές οι απογοητεύσεις του, αλλά ξεχωρίζω τρεις:
–Την αχαριστία που βρήκε από τους υποτιθέμενους φίλους του και μάλιστα από ανθρώπους που είχε βοηθήσει πολύ.
–Την αρτηριοσκληρυμένη κρατική μηχανή, που είχε πει σε συνέντευξη στο περιοδικό ΕΝΑ το 1983 ότι …το δημόσιο με χρησιμοποίησε, αλλά δεν άξιζε να θυσιάσω τον εαυτό μου. Ξεγελάστηκα νομίζοντας ότι βοηθούσα τον αγροτικό πληθυσμό. Πάντα δούλευα σ’ έναν κύκλο κατευθυνόμενο και περιοριστικό…. Για χατίρι της μάνας μου διορίστηκα στο δημόσιο και ξεπουπουλιάστηκα. Αλλά δεν πειράζει. Χαλάλι της…
–Και τους διάφορους διαγωνισμούς: … εκείνο που προσωπικά μ’ έκανε να μην υποβάλω ξανά έργο μου στον διαγωνισμό, είναι η διαπίστωσις ότι το έργο που είχα υποβάλει δεν είχε διαβαστεί… έλεγε σε συνεντεύξεις και στο περιβάλλον του.
Αρθογραφείτε σε πολλές εφημερίδες. Πότε προλαβαίνετε. Χρησιμοποιείτε σωστά τον ελεύθερο χρόνο σας;
Όλη η νύχτα είναι δικιά μου κι η μάνα μου έλεγε, ¨κάνω τις δουλειές μου τη νύχτα για να μη χασομερώ…
Τον χρησιμοποιώ θαυμάσια, γιατί απλά δεν έχω ελεύθερο χρόνο! Αν κάνω μπάνια, ορειβασίες και ταξίδια είναι μέρος της δουλειάς μου. Για την υγεία και την πνευματική μου απόδοση. Το καφενείο δεν με ξέρει. Οι θαμώνες ναι.
Τώρα που σας παίρνω την συνέντευξη βρισκόσαστε στην Λέσβο. Σε ποιο χωριό μένετε; Μπορείτε να μας περιγράψετε το μέρος που διαμένετε αυτό το καλοκαίρι;
Νιώθω ασφυχτικά αγκαλιασμένος με τις ρίζες μου γι αυτό και φέτος πέρασα το καλοκαίρι στη γενέτειρά μου Άντισσα Λέσβου, την πατρίδα του Τέρπανδρου ο οποίος υπήρξε μουσική μεγαλοφυΐα και θεωρείται θεμελιωτής της λυρικής ποίησης, κι ειδικότερα στο θέρετρό της τον όμορφο Γαβαθά με την πεντακάθαρη θάλασσα, την απέραντη λεπτόκοκκο αμμουδιά, με τα κύματα να με νανουρίζουν και να μου κρατάνε συντροφιά στο γράψιμο, με το ομορφονήσι ομπρός μου να με προκαλεί και προσκαλεί κι από δίπλα το φημισμένο Ανεμοβούνι σπαρμένο Βελανιδιές και κολώνες από αρχαίους ναούς, να χώνεται βαθιά στο γαλάζιο και να χωρίζει Κάμπο με Γαβαθά. Σα ξυπνήσω, αυγές, και στρωθώ στο γράψιμο, νιώθω το σφρίγος και την ελπίδα να αναδύεται απ’ τα πεντακάθαρα Γαβαθιανά νερά και να με κατακλύζει. Πώς μπορώ να μη ριχτώ τότε με λαιμαργία στα σύνεργά μου, μολύβια, σβηστήρια και χαρτιά; Αλλά μη μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις γιατί πνίγομαι, δε σταματώ και πάει, γιόμισε η εφημερίδα, θα μας κυνηγήσει η φίλη μας η Στάμου.
Τα γραπτά σας όπως και η φωνή σας αλλά και η παρουσία σας δείχνει σοβαρότητα και ήθος. Δεν είναι όμως και απαραίτητα στοιχεία για να παλέψεις στις δυσκολίες της ζωής;
Χωρίς ήθος, σκληρή δουλειά και σοβαρότητα αλλά και διάθεση για λίγο χιούμορ δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε νικηφόρα τις δυσκολίες της ζωής. Και ξέρεις κάτι;. Ο αγώνας με θρέφει κι η ανηφόρα με γοητεύει.
Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε και ένα καινούργιο σας βιβλίο από τις εκδόσεις Μύστις με τον τίτλο «Ανασαμιές». Ποιο είναι το περιεχόμενο του βιβλίου;
Ψυχής μου σερβιρίσματα σε βδομαδιάτικες μερίδες. Είναι οι εκρήξεις μου σε κάθε καλό ή κακό που με ταρακουνεί κι απελπισμένος μην και χαθεί ο χρόνος, πετάγομαι στην οροκορφή, γιομίζω τα πνεμόνια μου οξυγόνο μη σκάσω κι υστερνά γράφω, και σα τελειώσω, παίρνω «Ανασαμιά» κι έρχεται ο ψίθυρός μου στ’ αυτί σου πως η ζωή είναι όμορφη ακόμα και με το αλατοπίπερο που μας σερβίρουν και πως ο αγώνας, ο κάθε τίμιος αγώνας, είναι γοητευτικός κι ομορφαίνει πιότερο σαν είναι δύσκολος, μπορεί κι ανέλπιδος. Αυτές είναι οι ¨Ανασαμιές¨ μου.
Στις «Ανασαμιές», ακουμπάτε στον ανθρώπινο πόνο. Μήπως δεν έχει δίκιο που γράφει ο Παπαδιαμάντης ότι δεν έχουν τέλος τα βάσανα του ανθρώπου;
Δεν έχουν τελειωμό τα βάσανα του ανθρώπου, όπως δεν είχαν και του κοσμοκαλόγερου Παπαδιαμάντη, αλλά έχουμε καθήκον να απαλύνουμε τον πόνο του συνάνθρωπου με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας. Με την ύλη ή με το πνεύμα.
Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
Τη χαρά μου που η ¨Ηχώ της Άρτας¨ με την πρωτομαστόρισσα Ελένη Στάμου με φιλοξενούν και μου δίδεται η ευκαιρία να αναπολώ παλιότερα ταξίδια μου στα μέρη σας με το ιστορικό γεφύρι, την τεράστιο υγρότοπο και το υπέροχο μωσαϊκό χρωμάτων και εικόνων. Κυρίως όμως να επικοινωνώ με τους Αρτινούς με τις ξεχωριστές γενναίες και γενναιόδωρες ψυχές, που ξέρουν να αγαπούν, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες, να οραματίζονται το μέλλον και να πασκίζουν για το καλύτερο.
Τελειώνω, με ένα μικρό απόσπασμα του πρώτου μου κειμένου, πριν οχτώ μήνες, στην Ηχώ:
…εκιά κατά Ψηλορείτη μπάντα σαν επορπάτουμ, μούρθε απ’ τα Τζουμέρκα αντιχαιρέτισμα, κι ευτύς κουβαριάσανε μνήμες κι αιστήματα ανάκατα,…
…κι ανταμώσανε στα καλντερίμια της Άρτας με το πολυθρύλητο γιοφύρι όλο ‘στορήματα μύθους και τραγούδια κεντημένο και τη γυναίκα του πρωτομάστορα εντειχισμένη για να στεριώσει.…
Και πλημμύρισα ομορφιά απ’ την ομορφιά σας.
Ευχαριστώ πολύ.