Του Νίκου Κοτζιά

Όλο και πιο συχνά ακούω απόψεις σύμφωνα με τις οποίες είναι καλό που «έρχονται οι Γερμανοί για να μας σώσουν». Ότι ερχόμενοι θα μας βάλουν σε τάξη. Θα κτυπήσουν την διαφθορά και θα δώσουν νέα πνοή στην οικονομία. Οι απόψεις αυτές είναι βαθιά λανθασμένες ως προς την ιστορία, τα ελληνικά και γερμανικά συμφέροντα, τους στόχους των γερμανών και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επιλογών που προωθούν με τους ντόπιους συνεργάτες τους. Οφείλω δε, εξαρχής, να διευκρινίσω ότι όταν ομιλώ για γερμανούς και γερμανικά συμφέροντα, δεν αναφέρομαι στον μέσο γερμανό. Στην προοδευτική και αγωνιζόμενη Γερμανία. Στα συνδικάτα και την διανόηση αυτής της χώρας που στέκουν αλληλεγγύη με το δράμα της Ελλάδας. Που η κυβέρνησή της κατάφερε ένα πρόβλημα να το κάνει προαναγγελία μιας εθνικής καταστροφής. Κάθε άλλο. Αντίθετα, αναφέρομαι στη Γερμανία της εκμετάλλευσης, των μεγάλων συμφερόντων, του νέου οικονομικού εθνικισμού. Στη Γερμανία που αξιοποιεί τη κρίση σε μια προσπάθεια να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη, να αποσπάσει δικαιώματα και πλούτο τρίτων χωρών όπως είναι η Ελλάδα. Ας δούμε, λοιπόν, αν αποκτώντας ισχύ αυτή η Γερμανία, η επίσημη Γερμανία, και πρόσβαση στο ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης, αν αυτό θα ωφελήσει, ώστε «τελικά» να εκσυγχρονιστεί η χώρα και να αναπτυχθεί δημιουργικά.

Α. Η ιστορική πείρα της αποικιοκρατίας μας διδάσκει πολλά

Όταν οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι έστηναν τις αυτοκρατορίες τους στην Κεντρική και Λατινική Αμερική και η Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο στην Αφρική, τα επιχειρήματα δικαιολόγησης της αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν σε όλες τις περιπτώσεις τα ίδια. Δεν ήταν τάχα αποστολές εκμετάλλευσης των ιθαγενών κατοίκων. Κλοπής του πλούτου τους, ιδιαίτερα του χρυσού και άλλων πολύτιμων αγαθών. Δεν ήταν, υποτίθεται, στόχος η εξυπηρέτηση των εμπορικών συμφερόντων. Στα πιο σκληρά χρόνια της αποικιοκρατίας η αποστολή των δυτικοευρωπαίων σε αυτές τις περιοχές του κόσμου ήταν τάχα, ο εκχριστιανισμός και ο εκπολιτισμός αυτών των «άγριων», «βάρβαρων», τεμπέληδων».

Η πιο πάνω παράδοση υποκρισίας των δυτικών μητροπολιτικών κέντρων και πρωτευουσών συνεχίζεται και σήμερα. Προηγήθηκε μια τρομερή επίθεση εξύβρισης των πολιτών αυτού του τόπου, από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010. Επίθεση που αποτέλεσε τη βάση της εξύβρισης των ελλήνων από τον ξένο συντηρητικό και λαϊκίζοντα τύπο και τηλεόραση. Οι έλληνες ήταν «τεμπέληδες, διαφθαρμένοι, προϊόντα πελατειακών σχέσεων». Ηταν «οι νέοι βάρβαροι» της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, προέκυψε το επιχείρημα ότι η χώρα, όπως και «οι ιθαγενείς κάτοικοι της» έχει ανάγκη εκπολιτισμού. Ιδιαίτερα να εκπολιτιστεί στην διαχείριση της οικονομίας, στη διεύθυνση των οικονομικών θεσμών, στην διάταξη του ανθρώπινου δυναμικού. Η δομή, όμως, του επιχειρήματος είναι η ίδια με εκείνη της εποχής της αποικιοκρατίας: καθυστερημένοι πληθυσμοί χρειάζονται της επίβλεψης «ανώτερων» φυλών και επιχειρηματιών. Σύμμαχο σε αυτό το επιχείρημα βρίσκει ο νεοαποικιοκρατισμός τον γνωστό ελληνικό επαρχιακό κοσμοπολιτισμό. Ο δήθεν, δηλαδή, κοσμοπολιτισμός, ανθρώπων που έχουν τη νοοτροπία των κακών πλευρών εκείνου του χωριάτη που θέλει να υποκλίνεται σε ότι έρχεται έξω από το χωριό του και ο οποίος θαυμάζει και την τελευταία ανοησία που έρχεται από κάποια κωμόπολη.

Γνωρίζουμε σήμερα, μετά από αιώνες αποικιοκρατίας στις περιοχές που ανέφερα προηγούμενα, ότι ο δήθεν εκπολιτισμός από τα απέξω σήμαινε την απώλεια της πολιτιστικής και ιστορικής ταυτότητας των λαών των αποικιών. Οικονομίες που αναπτύχθηκαν στη βάση των αναγκών των μητροπόλεων. Δηλαδή, ως συμπλήρωμα σε αυτές. Όσο δε περισσότερο φυσικό πλούτο είχαν, τόσο χειρότερο ήταν για αυτές. Σε ορισμένους τομείς αυτών των πρώην αποικιών οι μητροπόλεις έκαναν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού, ενός βίαιου και εκ των πάνω καταναγκαστικού τάχα εκσυγχρονισμού με γνωστές τις αρνητικές του συνέπειες.

Β. Η πρόσφατη πείρα με τους Γερμανούς μας διδάσκει πολλά

Είναι η Ελλάδα η πρώτη περίπτωση στην οποία χρησιμοποιούνται νεοαποικιοκρατικοί μέθοδοι διαχείρισης από το Βερολίνο και άλλες μητροπολιτικές πρωτεύουσες; Όχι. Γνωρίζουμε από την πρόσφατη ιστορία δύο περιπτώσεις στη γειτονιά μας. Και οι δύο προέκυψαν από τη βίαια διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Διάλυση που οφείλεται στον νέο-εθνικισμό και τις εγκληματικές ενέργειες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, αλλά και στα σχέδια των Γερμανών για διάλυση της τότε γείτονας και των πρόωρων αναγνωρίσεων στις οποίες είχε μονομερώς προχωρήσεις, χωρίς αποφάσεις, δηλαδή, του ΟΗΕ και της ίδιας της ΕΕ.

Ανάμεσα στα κράτη και στα κρατικοειδή μορφώματα που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συμπεριλαμβάνονται η Βοσνία-Χετσεγκοβίνη και το Κόσσοβο. Και τα δύο έχουν διοικητικούς μηχανισμούς διαχείρισης από ευρωπαϊκά κράτη. Υπάρχει σε αυτά στην ουσία ύπατος αρμοστής από κεντρική ευρωπαϊκή χώρα. Μετά από πολλά χρόνια, καμία από τις δύο διοικήσεις δεν έχουν αποδώσει και δεν έχουν λύσει τα πραγματικά προβλήματα αυτών των περιοχών. Είναι φανερό, ότι οι ξένοι επίτροποι όχι μόνο δεν λύνουν προβλήματα, αλλά προσθέτουν στις πολλαπλές κρίσεις αυτών των οντοτήτων και εκείνη της εθνικής ταυτότητας και της ταυτότητας ανάπτυξης. Διότι αυτό που επιβεβαίωσαν και οι δύο περιπτώσεις που αναφέρω εδώ είναι ότι το ζητούμενο δεν είναι όπως νομίζει ο νέος ραγιαδισμός, ο Βόσνιος, ο Κοσοβάρος ή ο Έλληνας να γίνει ένας γερμανός δεύτερης κατηγορίας, αλλά όπως υποστηρίζω εγώ και όχι μόνο, να γίνει ένας καλύτερος Έλληνας κοκ. Όμως, οι ξένες διοικήσεις δεν μπορούν να το κάνουν. Διότι έρχονται από τα απέξω και δεν γίνονται συστατικό ανάπτυξης του υπάρχοντος. Αλλά φορέας τυφλής και χωρίς προοπτικής υποταγής. Διότι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά ανάμεσα στην βοήθεια και στην υποταγή. Η βοήθεια συμπληρώνει και διευκολύνει την μετατροπή της Ελλάδας σε μια καλύτερη Ελλάδα, η υποταγή που προβάλλει ο νέος ραγιαδισμός απλά συμβάλλει στο να μετατραπεί η Ελλάδα σε συμπλήρωμα της Γερμανίας, της όποιας «Γερμανίας». Να επιστρέψει, δηλαδή, με κάποιο τρόπο η Ελλάδα στην εποχή της αντιβασιλείας και του Οθωνα. Στην εποχή που δεν υπήρχαν πατριωτικά κόμματα, αλλά κόμματα που προσδιοριζόντουσαν ανάλογα με το πιο αφεντικό ήθελαν να επιλέξουν.

Εξωτερικό Συμπλήρωμα και εσωτερικός συσχετισμός ισχύος

Στο βαθμό που τρίτες δυνάμεις θα παίρνουν τη διεύθυνση της Ελληνικής οικονομίας, πρόθεσή τους δεν θα είναι καθόλου να φτιάξουν μια «πλήρη οικονομία» αντάξια της δικής τους, ούτε κάποιον νέο ανταγωνιστή. Αντίθετα, η παγκόσμια πείρα έχει δείξει, ότι θα επιδιώξουν να καταστήσουν την Ελληνική οικονομία συμπληρωματική και ελεγχόμενη. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκατομμύρια ελλήνων δεν πρόκειται να δούνε άσπρη μέρα, ενώ όσοι τα βρουν με το σύστημα, η συντριπτικά λιγότεροι, θα σταθεροποιηθούν και θα γίνουν οι φορείς και προπαγανδιστές του Νέου Ραγιαδισμού.

Η προοπτική μακρόχρονης υποβάθμισης της χώρας σε μια συμπληρωματική οικονομία των ισχυρών είναι το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που χρειάζεται επειγόντως η Ελλάδα, δηλαδή, μια ποιοτικά αναβαθμισμένη ειδίκευση σε τομείς αιχμής. Η χώρα δεν πρέπει να περιοριστεί σε υπάρχοντες κλάδους και πολύ λιγότερο να περιοριστεί σε εξαγωγέα πρώτων υλών. Όποια χώρα αποδέχτηκε τέτοια μονομέρεια στην οικονομία της το πλήρωσε ακριβά.

Υπάρχουν, βέβαια, δυνάμεις στην Ελλάδα που δεν ενδιαφέρονται για το κοινό καλό. Δεν ενδιαφέρονται ούτε για το δημόσιο συμφέρον, ή στην καλύτερη περίπτωση το ταυτίζουν με τα δικά τους στενά συμφέροντα. Πρόκειται για δυνάμεις που εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η δική τους αρπαχτή. Και προκειμένου να το πετύχουν δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουν το παρακράτος, ή έστω να αξιοποιήσουν την δράση του, και να προσπαθήσουν να κάνουν την προβοκάτσια πρώτο θέμα.

Αυτές οι δυνάμεις, που εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται από την τρόικα, αποδέχονται ως Νέοι Ραγιάδες την εθνική υποτέλεια, όχι διότι πράγματι πιστεύουν ότι μια τέτοια υποτέλεια θα αποτελέσει την βάση για την ανάπτυξη ή τον εξορθολογισμό της χώρας. Αλλά εκείνο που πιστεύουν ατράνταχτα είναι ότι η απέξω παρέμβαση και η παρουσία της τρόικας, του Ράιχενμπαχ, της επιτροπείας, αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης και τους επιτρέπει να επιβάλλουν με καθημερινή βία τις δικές τους αντιλήψεις και σχεδιασμούς πάνω στον ελληνικό λαό. Εκείνος που ωφελείται από τη σημερινή κατάσταση στη χώρα, είναι η μειοψηφία του πληθυσμού, οι μειοψηφικές απόψεις στη χώρα, τα μειοψηφικά συμφέροντα. Διότι αν και μειοψηφία, χάρη στις παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα και στις συνεννοήσεις που κάνουν μαζί του, αποκτούν πολιτικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού. Ο ευνουχισμός της κυριαρχίας, η υποβάθμιση της λειτουργίας της δημοκρατίας συνοδεύουν αυτόν τον βίαιο «εκσυγχρονισμό». Ορθότερα τον καταναγκαστικό αναχρονισμό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ