Θωμάς Μαλούτας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

Μιλά σήμερα ο πανεπιστημιακός Θωμάς Μαλούτας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

«Η νεοφιλελεύθερη στροφή της τελευταίας 30ετίας στηρίχθηκε καταρχάς στη νομιμοποίηση της οικονομικής αναδιάρθρωσης, η οποία απελευθέρωσε και απενοχοποίησε την επενδυτική δραστηριότητα από εθνικές και τοπικές εξαρτήσεις και υποχρεώσεις». Αυτά δηλώνει σήμερα ο Θωμάς Μαλούτας Διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Ο κ. Μαλούτας υπήρξε για αρκετά χρόνια καθηγητής και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

• Κ. Μαλούτα εκτιμάτε πώς οι διεθνείς εξελίξεις οδηγούν προς τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων; Ποια η άποψή σας;

«Κανείς δεν αρνείται ότι η πίεση από την πλευρά των διεθνών οικονομικών εξελίξεων είναι προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης των ανισοτήτων, αλλά το αποτέλεσμα στις κοινωνικές δομές και στο χώρο δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Οι περισσότερες προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν κριτικά την οπτική της διχοτομημένης κοινωνικά και χωρικά πόλης, τονίζουν ουσιαστικά ότι οι εξελίξεις δεν είναι αποτέλεσμα αδήριτων τεχνικοοικονομικών παραγόντων, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, της πολιτικής τους διαχείρισης. Παράλληλα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νεοφιλελεύθερη στροφή της τελευταίας 30ετίας έχει επιδράσει αρνητικά ακόμη και σε χώρες όπου το πολιτικό περιβάλλον και η παράδοση ισχυρών προνοιακών δομών αντιστέκεται στις πιέσεις της παγκόσμιας οικονομικής αναδιάρθρωσης, μειώνει σημαντικά τις αρνητικές της επιπτώσεις στον αστικό χώρο και, ως ένα βαθμό, τον προστατεύει τόσο από την κοινωνική όσο και από τη χωρική ανισότητα και πόλωση. Η σταδιακή συρρίκνωση των προνοιακών δομών στη Δυτική και τη Βόρεια Ευρώπη και οι δυσκολίες αναπαραγωγής των πρακτικών του αναπτυξιακού κράτους της Ανατολικής Ασίας μαρτυρούν αυξανόμενες δυσκολίες πολιτικής εναντίωσης στην αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και διαίρεσης στις πόλεις, αλλά και γενικότερα».

• Μπορείτε να μας πείτε αυτή η νεοφιλελεύθερη στροφή πού στηρίχθηκε;

Θωμάς Μαλούτας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

«Η νεοφιλελεύθερη στροφή της τελευταίας 30ετίας στηρίχθηκε καταρχάς στη νομιμοποίηση της οικονομικής αναδιάρθρωσης, η οποία απελευθέρωσε και απενοχοποίησε την επενδυτική δραστηριότητα από εθνικές και τοπικές εξαρτήσεις και υποχρεώσεις. Με την αναγωγή της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας σε μοναδικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και την αντιμετώπιση της συνεχούς αύξησης του κοινωνικού προϊόντος ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την κοινωνική ευμάρεια, ο δημόσιος τομέας έπρεπε πλέον όχι μόνο να συρρικνωθεί ώστε να μην αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη της πρώτης, αλλά και να στραφεί αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση και διευκόλυνση αυτής της δραστηριότητας. Η διαρκής ανάπτυξη υπόσχεται καλύτερο μέλλον για όλους με τη λογική ότι το συνολικό κοινωνικό προϊόν μεγαλώνει, χωρίς ωστόσο να βρίσκονται στην πολιτική ημερήσια διάταξη ρυθμίσεις για την αναδιανομή του, κάτι που θα διόγκωνε και πάλι το κράτος. Παράλληλα, το αίτημα για κοινωνική ισότητα απονομιμοποιείται -με επιχειρηματολογία που επιστρέφει συχνά στον 19ο αιώνα- αφού αποτελεί αντικίνητρο για τους οκνηρούς φτωχούς.

Έχοντας κερδίσει την ιδεολογική και πολιτική μάχη όσον αφορά την απενοχοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι εξαγορές, οι συγχωνεύσεις, η αέναη μετακίνηση προς το μεγαλύτερο κέρδος θεωρούνται πλέον θεμιτοί κανόνες του παιχνιδιού και οι δυσμενείς επιπτώσεις τους ευθύνη των κρατών, των πόλεων και των τοπικών κοινωνιών που δεν δημιουργούν -σε ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους- τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδύσεων. Μέσα σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά άνισων ιδεολογικοπολιτικά ταξικών σχέσεων, το κινητικότερο τμήμα του διεθνούς κεφαλαίου με τις αχαλίνωτα πλέον κερδοσκοπικές πρακτικές έφερε -με την υπόθεση των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ- την παγκόσμια οικονομία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση χωρίς τελικώς να υποστεί ιδιαίτερες συνέπειες και χωρίς να υπάρξουν σημαντικές διορθωτικές κινήσεις, παρά την αρχική ρητορεία. Αντίθετα, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κατόρθωσε, με την κρίση των δημόσιων ελλειμμάτων, να ανοίξει το μεγαλύτερο ίσως διεθνές μέτωπο και αυτό με τον αμεσότερο ταξικό χαρακτήρα, θέτοντας στο στόχαστρο τις δημόσιες πολιτικές που δεν ευθυγραμμίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Με την κίνηση αυτή, που ενορχηστρώνεται με τον τεχνοκρατικό νομιμοποιητικό μανδύα των επενδυτικών συμβουλών από τους βασικούς διεθνείς οίκους αξιολόγησης επενδύσεων, η νέα κρίση αποτελεί διαδικασία πειθάρχησης των δημοσιονομικών πολιτικών σε κατεύθυνση περιορισμού των προνοιακών παροχών. Αφορά τόσο τις χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο, όσο και τις υπόλοιπες, και εξασκεί σημαντική πίεση στα συγκροτημένα και υπό συρρίκνωση κράτη πρόνοιας της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, στο αναπτυξιακό κράτος της Ανατολικής Ασίας και, βεβαίως, στις ιδιόμορφες πελατειακές και οικογενειοκεντρικές ρυθμίσεις στις χώρες της Νότιας Ευρώπης».

• Πού θα οδηγήσει πιστεύετε η μεγάλη απορρίθμηση στην αγορά εργασίας;

«Η προβλεπόμενη απορρύθμιση στην αγορά εργασίας (μεγάλη μείωση του δημόσιου τομέα, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ελαστικοποίηση συνθηκών απασχόλησης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, συμπίεση εργασιακού κόστους) θα οδηγήσει σε κοινωνικές ανακατατάξεις συναφείς -τηρουμένων των αναλογιών- με εκείνες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις ανατολικές χώρες, δηλαδή σε πολύπλευρη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων χωρίς καμιά εγγύηση κοινωνικής αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος. Σημαντική διαφορά με τις αλλαγές στις ανατολικές χώρες αποτελεί το ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ζήτημα διεύρυνσης των ήδη καθιερωμένων πολιτικών ελευθεριών. Οπότε, στην προκειμένη περίπτωση, το όποιο αίτημα για περισσότερη ελευθερία αφορά την ελευθερία εκείνων που επενδύουν απέναντι στις κοινωνικές εγγυήσεις για εκείνους που πουλούν την εργασιακή τους δύναμη. Ωστόσο, η ιδεολογική κυριαρχία του φιλελευθερισμού είναι τόσο συντριπτική στις μέρες μας, ώστε μια τέτοια προσπάθεια νομιμοποίησης καθίσταται σχεδόν περιττή. Ο καινοτόμος επενδυτής είναι ο προσδοκώμενος πρωτοπόρος, η ατμομηχανή για ένα κοινωνικό μέλλον συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης μέσα από τον ανταγωνισμό, έστω και αν ο τελευταίος λίγους θα επιβραβεύσει και τους περισσότερους θα τους αφήσει πίσω. Η συλλογική προσπάθεια για το δημόσιο συμφέρον και με σαφή προοπτική κοινωνικής δικαιοσύνης έχει πολύ χαμηλές τιμές στο σημερινό χρηματιστήριο ιδεολογικών αξιών».

• Και με την εκπαίδευση; 

«Οι προβλεπόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση βρίσκονται σε ανάλογη κατεύθυνση. Σε όλες τις βαθμίδες, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ εκπαιδευτικών μονάδων προοιωνίζονται αύξηση των ήδη σημαντικών εκπαιδευτικών ανισοτήτων, εφόσον η επιδιωκόμενη διεύρυνση των επιλογών και η διαφοροποίηση υπηρεσιών που απευθύνονται σε ένα κοινωνικά άνισο κοινό, οδηγεί απαρέγκλιτα στην ιεράρχησή τους, η οποία στη συνέχεια μεταφράζεται σε άνιση πρόσβαση και διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Προσπάθειες σε αντίθετη κατεύθυνση -όπως οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας- είναι σε εμβρυακή κατάσταση και είναι δύσκολο να έχουν σημαντικά αποτελέσματα χωρίς σοβαρούς πόρους. Και αυτά συμβαίνουν όταν σε χώρες με πολύ πιο ισομερή κοινωνικό καταμερισμό εκπαιδευτικών υπηρεσιών, όπως η Δανία, διαπιστώνεται όλο και μεγαλ μεγαλύτερη δυσκολία γεφύρωσης των κοινωνικών διαφορών μέσω της εκπαίδευσης (Andersen 2012).

Στο χώρο της κατοικίας, οι μεταβολές είναι μάλλον λιγότερες και, ίσως, πιο βραδυφλεγείς. Η φορολογική επιβάρυνση της λαϊκής μικρο-ιδιοκτησίας -για κάποιο χρονικό διάστημα τουλάχιστον- και η δυσκολία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων της προηγούμενης δεκαπενταετίας,  πλήττουν κυρίως όσους δεν έχουν τα περιθώρια να αντέξουν τις πρόσθετες επιβαρύνσεις. Η αύξηση των γηγενών αστέγων αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο για την Αθήνα, έστω και αν δεν έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το οικιστικό απόθεμα των χαμηλότερων στρωμάτων απαξιώνεται ταχύτερα -λόγω της μικρότερης αρχικής αξίας ανά μονάδα και των σχετικώς περιορισμένων συντηρήσεων- ενώ το μικρότερο μέσο μέγεθος των κατοικιών καλύπτει δυσκολότερα τις στεγαστικές ανάγκες συγκατοίκησης δύο ή περισσότερων γενεών, ιδιαίτερα σε περιόδους μετάβασης (ενηλικίωσης των παιδιών τα οποία αναγκάζονται να παρατείνουν τη διαμονή τους στη γονεϊκή κατοικία). Η επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης επιβαρύνει το οικογενειακό απόθεμα στεγαστικού χώρου, ενώ το ελαφρύνει, εν μέρει, η χαμηλή γεννητικότητα. Η τελευταία, ωστόσο, δημιουργεί άλλα, πολύ σοβαρά, προβλήματα στο επίπεδο της αναπαραγωγής του αριθμού των απασχολουμένων, της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων και της οικογενειοκεντρικά οργανωμένης προνοιακής φροντίδας».

• Συμπερασματικά κ. Μαλούτα τι μπορούμε να πούμε;

«Τα συσσωρευμένα ελλείμματα και η ανάγκη αντιμετώπισής τους αφορούν μερικές δεκαετίες διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών που, εκ του αποτελέσματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη. Δεδομένου και του πελατειακού χαρακτήρα πολλών από τις μέχρι σήμερα κοινωνικές ρυθμίσεις, είναι σχετικώς εύκολη η πολιτική απονομιμοποίησή τους. Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τις πλασματικές συντάξεις, το προνομιακό καθεστώς ομάδων δημοσίων υπαλλήλων σε ορισμένα Υπουργεία και ΔΕΚΟ, τις αδικαιολόγητα πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, την αδιαφάνεια όσον αφορά τη συγκρότηση και αναπαραγωγή των κλειστών επαγγελμάτων, την αναποτελεσματική οργάνωση και διοίκηση ασφαλιστικών οργανισμών και νοσοκομείων κ.λπ. απονομιμοποιείται συλλήβδην ο δημόσιος τομέας και το κοινωνικό κράτος και όχι καθεαυτή η πελατειακή τους διαχείριση και η απρονοησία όσον αφορά τις συνέπειες. Κοινωνικά δικαιώματα και κατακτήσεις απονομιμοποιούνται ως απότοκα πελατειακών πρακτικών και οποιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα κοινωνικής ισότητας μοιάζει τουλάχιστον ανεπίκαιρη, όταν προέχει η οικονομική διάσωση από τον καινοτόμο επενδυτή, τον οποίο θα προσελκύσει, μεταξύ άλλων, ένα περιβάλλον περιορισμένων κοινωνικών παροχών.

Στη σημερινή συγκυρία, ο συσχετισμός δυνάμεων που αφορά την ελληνική κρίση υπερβαίνει κατά πολύ τα σύνορα της χώρας και η χροιά των επιβεβλημένων μέτρων αντικατοπτρίζει τη μεγάλη συντηρητική πολιτική πλειοψηφία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον χαρακτήρα του ΔΝΤ. Ωστόσο, περιθώρια ανάπτυξης αντίρροπων πολιτικών -δηλαδή πολιτικών που να αντιστρατεύονται ως ένα βαθμό την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων- υπάρχουν ακόμη και με δεδομένες τις βασικές οικονομικές επιλογές. Προϋποθέτουν, ωστόσο, ότι σε τομείς όπως η παιδεία δεν θα ακολουθήσει κανείς άκριτα -και χωρίς στάθμιση των κοινωνικών συνεπειών- κάποια πρότυπα αναδιοργάνωσης επειδή κυριαρχούν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο τις οποίες, κατά τα άλλα, αντιμετωπίζει κριτικά όσον αφορά την κοινωνική τους οργάνωση και το σημαντικό εύρος των κοινωνικών ανισοτήτων. Προϋποθέτουν, επίσης, ότι για την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων στην κοινωνικοπολιτική ημερήσια διάταξη, όπως αυτά του κέντρου της Αθήνας, δεν θα προταχθούν ουσιαστικά κατασταλτικά μέτρα -υπό την πίεση και της απήχησης του ακροδεξιού λόγου- αλλά μέτρα ενεργοποίησης της κοινωνίας πολιτών και κάθε μορφής συλλογικότητας προσανατολισμένης στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Αποτελεί σημείο των καιρών ότι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες δεν εντάσσονται στο συντηρητικό φάσμα, ακολουθούν πλέον συχνά πολιτικές που αναζητούν κοινωνικές λύσεις μέσα από την ενίσχυση των “αρίστων” και των επενδυτικών και άλλων ατομικών τους πρωτοβουλιών και αφήνουν κατά μέρος τα προτάγματα της συλλογικότητας, της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Σε αυτές τις συνθήκες, οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης επέρχονται με σφοδρότητα και μοιάζουν με  ανεμπόδιστη φυσική καταστροφή».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ