Κατ’ εκτίμηση, οι μεταναστευτικές έξοδοι για την περίοδο 1946-1986 ανέρχονται σε 1,5 εκατομμύρια (συμπεριλαμβανομένης της εξόδου μερικών δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες). Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη.  Εάν όμως, σύμφωνα με τον ίδιο και όπως αναφέρει, υπολογισθούν οι πολλαπλές έξοδοι και η “παράνομη” μετανάστευση των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε πως 1 εκατομμύριο περίπου Έλληνες εγκατέλειψαν για ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα τη χώρα ανάμεσα στο 1946 και το 1986, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό (αν αναλογισθούμε τον όγκο του ελληνικού πληθυσμού στα δύο ακραία έτη που οριοθετούν την χρονική περίοδο από το 1946 έως το 1986:7,25 και 10 εκατ. αντίστοιχα), από τα υψηλότερα της μεσογειακής Ευρώπης μετά την Πορτογαλία.

Ειδικότερα, για τις τρεις μεταπολεμικές δεκαετείς περιόδους, που οριοθετούνται από τις διαδοχικές απογραφές του πληθυσμού, η εκτιμώμενη καθαρή μετανάστευση ανέρχεται σε 207.000 και 397.000 αντίστοιχα για το 1951-61 και 1961 -71, ενώ η παλιννόστηση υπερκαλύπτει τις εξόδους της δεκαετίας 1971-1981 κατά 267.000 περίπου. Η μετανάστευση αυτή υπήρξε διπλά επιλεκτική τόσο όσο αφορά την αφαίμαξη σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και την αφαίμαξη των ηλικιών ομάδων. Εν συντομία υπενθυμίζουμε την διαφοροποιημένη γεωγραφική κατανομή της: στη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1951-60) η Περιφέρεια Πρωτεύουσας, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου συμμετέχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι δυνητικά θα το «επέτρεπε» ο πληθυσμός τους, ενώ την επομένη δεκαπενταετία η εικόνα παρουσιάζεται ριζικά διαφοροποιημένη: η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη συμμετέχουν όλο και πιο δυναμικά στο ρεύμα της φυγής, ενώ η έξοδος περιορίζεται σημαντικά στη νότια Ελλάδα. Έτσι, όταν τα ποσοστά μετανάστευσης κυμαίνονται από 1,8 έως 3,8% στην περίοδο 1961-70, τα 15 γεωγραφικά διαμερίσματα συγκεντρώνουν το 42% των εξόδων (ενώ ο πληθυσμός τους μόλις ξεπερνά το 25% του συνολικού πληθυσμού) και, αντίστοιχα, την περίοδο 1971-76 από τα 20 γεωγραφικά διαμερίσματα, με ποσοστά μετανάστευσης άνω του μέσου εθνικού ορίου (2,8%), προέρχεται πάνω από το ήμισυ των μεταναστών (ενώ ο πληθυσμός τους μόλις ξεπερνά το 1 /5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας).

Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών της μεταπολεμικής περιόδου ανήκει στις πληθυσμιακές ομάδες <35 ετών (οι μετανάστες της ηλικιακής αυτής ομάδας αποτελούν το 60% του συνόλου των εξερχόμενων, όταν το % της ομάδας αυτής στον συνολικό πληθυσμό  κυμαίνεται από 35 έως 40%), ενώ οι > 45 ετών αποτελούν μόνο το 7,5% και οι κάτω των 15 μόλις το 11 %.

Ο δείκτης αναλογίας φύλων (άνδρες/ γυναίκες Χ 100) κυμαίνεται ανάμεσα στο 230 (1960, μέγιστο) και 144 (ελάχιστο, 1966) ενώ, το ευρωπαϊκό ρεύμα παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαφορές από το μέσο όρο: ακραίες τιμές του δείκτη αναλογίας φύλων 882 το 1957-122 το 1966.   Χώρα εισόδου μεταναστών και εν δυνάμει χώρα νέου ρεύματος μετανάστευσης Ελλήνων.

Ωστόσο τις δυο τελευταίες δεκαετίες  η Ελλάδα μεταβάλλεται και αυτή προοδευτικά -όπως και άλλες χώρες της νοτίου Ευρώπης- από χώρα εξόδου σε χώρα εισόδου, γεγονός που το επιβεβαιώνουν και τα δεδομένα των απογραφών που διεξήχθησαν ανάμεσα στο 1981 και το 2001. Ειδικότερα, οι απογραφέντες αλλοδαποί (άτομα με ξένη υπηκοότητα) στην απογραφή του 1981 ανέρχονται σε 180.000 άτομα (εκ των οποίων 65% από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες, και ειδικότερα 34% από τις χώρες της ΕΟΚ, 11 % από την Κυπριακή Δημοκρατία, 14% από τις ΗΠ Α και 6,5% από την Αυστραλία και τον Καναδά) αποτελώντας λιγότερο από το 2% του συνολικού πληθυσμού. Μια δεκαετία αργότερα (1991) επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, ο πληθυσμός των αλλοδαπών δεν αυξάνεται μεν σημαντικά, αλλά οι προερχόμενοι από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αποτελούν λιγότερο από το 50% του συνόλου.

Στην προτελευταία απογραφή όμως (2001) ο αριθμός των αλλοδαπών υπερ-τετραπλασιάζεται, καθώς καταγράφονται πλέον 762.000 άτομα μη έχοντα την ελληνική υπηκοότητα (7% του πληθυσμού της χώρας μας ο οποίος εγγίζει πλέον τα 11 εκ.). Η κατανομή τους, ανά χώρα προέλευσης, διαφέρει ριζικά αυτής του 1981, στο βαθμό που το 75% προέρχεται από 8 πρώην σοσιαλιστικές χώρες και το 9% από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Κύπρο και τις ΗΠΑ-Αυστραλία. Είναι προφανές ότι η πρόσφατη σχετικά μεταστροφή των μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα μας, σύμφωνα με τον καθηγητή, είχε άμεσες συνέπειες και στις δημογραφικές μας εξελίξεις. Η μαζική είσοδος νέων κυρίως ατόμων σε αναζήτηση εργασίας συνέτεινε εκτός των άλλων στη μικρή επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδας, στην αύξηση της γεννητικότητας και της γονιμότητας και στην τόνωση της δημογραφικής δυναμικότητας του, καθώς η όποια μεταβολή του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1991 και το 2011 αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην μεταβολή του αριθμού των αλλοδαπών.   Η μαζική μετανάστευση, στη μετά το 1990 περίοδο, εκ των πραγμάτων αποτελεί, τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης,  μια από τις κύριες προκλήσεις για την ελληνική κοινωνία (που τείνει να γίνει πολυ-πολιτισμική), αναδεικνυόμενη ως καθοριστικός παράγοντας των συντελούμενων και επερχόμενων δημογραφικών, οικονομικών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων.

Έτσι, κατά τον ίδιο, η ανθρωπογεωγραφία των αλλοδαπών παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον και επιβάλλει, εκτός των άλλων, την αποτύπωση σε όλα τα επίπεδα του πλήθους, του ειδικού βάρους, της σύνθεσης και των χαρακτηριστικών τους (δημογραφικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών), στο βαθμό που ισόποσα  «μεγέθη» έχουν ή αποκτούν διαφορετικό ειδικό βάρος και συχνότατα διαφοροποιούνται «ποιοτικά».

Ταυτόχρονα όμως, όλο και εντονότερο ενδιαφέρον θα παρουσιάζει στο μέλλον η αδύνατη προς το παρόν -λόγω της έλλειψης χρονολογικών σειρών και του προσφάτου χαρακτήρα της μετανάστευσης- διαχρονική εξέταση των μεταβολών στο χώρο, στο βαθμό που τα συμπεράσματα της θα δώσουν σαφείς ενδείξεις για τις τάσεις και τις προοπτικές των εμπλεκόμενων ένθεν και ένθεν πλευρών.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ